του Παντελη Μπουκαλα, απο την Καθημερινη...
Πάει καιρός. Σφηνωμένος ανάμεσα στις στοίβες του ισόγειου
παλαιοβιβλιοπωλείου, κάπου στην Ιπποκράτους, στα Εξάρχεια, και αφού είχα
πρώτα μελετήσει τον ηλεκτρονικό κατάλογο των βιβλίων, αναζητούσα
θησαυρούς: ξεχασμένες συλλογές δημοτικών τραγουδιών και «άσημα»
λαογραφικά μελετήματα. Παλιά μανία, γόνιμη· διαμαντάκια βρίσκεις και
στην πιο ταπεινή, απόκεντρη έκδοση. Κάποια στιγμή είδα με την άκρη του
ματιού μου να σταματάει έξω μια μοτοσικλέτα της αστυνομίας.
Ο οδηγός, ένστολος και ένοπλος, με όλα τα επιβλητικά αξεσουάρ, τη βόλεψε στο πεζοδρόμιο και μπήκε στο βιβλιοπωλείο. Του πήρε τρία λεπτά ώσπου να αποφασίσει να βγάλει το κράνος και να φανερώσει ένα παιδικό πρόσωπο. Σχεδόν αμούστακος και μάλλον ανώριμος, αν κρίνω από το γεγονός ότι άφησε τη μηχανή του αναμμένη, πρόσφορη σε κάθε πλακατζή της περιοχής, που θα μπορούσε απλώς να τη μετακινήσει πέντε στενά και να τρέχουν έπειτα όλες οι ειδικές δυνάμεις για να βρουν τον άθλιο απαγωγέα. Εδειχνε σαν να κάνει κάτι, αν όχι παράνομο, πάντως ασυνήθιστο γι’ αυτόν.
Εριξε μια εξεταστική ματιά (η πελατεία ήμουν εγώ, ουδείς άλλος), κι ύστερα με πολύ χαμηλή φωνή και μάλλον για ξεκάρφωμα ρώτησε τον καταστηματάρχη αν έχει το καινούργιο βιβλίο τής τάδε – ένα από τα άνευ τίτλου μπεστ σέλερ του καλοκαιριού που δεν τα βρίσκει το φθινόπωρο. «Αρνητικόν» τού απάντησε ο βιβλιοπώλης, γνώστης φαίνεται της υπηρεσιακής αργκό. Ο νεαρός πήγε να φύγει, ξαναγύρισε, ξανάφυγε, η μηχανή πάντοτε αναμμένη, έκθετη, τέλος, σαν να το θυμήθηκε μόλις εκείνη τη στιγμή, το τόλμησε: «Μήπως έχετε... ένα βιβλίο... τον Αγών μου;». Κι όσο κόμπιαζε, για να επαναλάβει έτσι συγχυσμένα αυτό που κάπου το άκουσε ή κάποιος ξεσκολισμένος τού το συνέστησε, έριχνε γύρω του –στο κενό ή ίσως στο άφαντο είδωλο του εαυτού του– βλέμματα βλοσυρής καχυποψίας, αντιγραμμένα από τα σίριαλ της τηλεόρασης ή από τις πόζες των μεγαλύτερων συναδέλφων του. Δεν κατονόμασε τον «συγγραφέα», ίσως το «Χίτλερ» έπεφτε βαρύ ακόμα και σ’ αυτόν. Βρήκε πράγματι το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του, σε παλιά έκδοση. Ζήτησε με νοήματα να του το τυλίξουν, το έκρυψε στη σακούλα, έκρυψε και τη σακούλα σε εσωτερική τσέπη και έφυγε. Σαν ένοχος. Αλλά και σαν να είχε κάνει κάποιο μεγάλο άλμα στη ζωή του.
Θυμήθηκα βλέποντάς τον τα δεκαοχτάχρονα φανταράκια, έτος 1982, που επέστρεφαν στο στρατόπεδο του Μεσολογγίου μετά την έξοδό τους, γλυκοζαλισμένα από το ωραίο ούζο Τρικενέ. Τα μισά, μουσουλμανάκια από την Κομοτηνή –ένας παντελώς άγνωστος κόσμος για μας τους νότιους, και πλήρως περιφρονημένος από το στρατιωτικό τυπικό–, ίσως πρωτοδοκίμαζαν αλκοόλ, όπως δοκίμαζαν για πρώτη και πιθανόν τελευταία φορά την κάτω Ελλάδα· και την έβρισκαν πικρή. Κατά το φανταρίστικο έθιμο, χωμένη μέσα από τον ζωστήρα έκρυβαν μια γυαλιστερή τσόντα, για να μην τη βρει και την κατακρατήσει κάποιος φιλαναγνώστης φρουρός. Τους κάναμε στα πεταχτά μια καφεΐνη για να συνέλθουν (εκεί έμαθα να μη φοβάμαι τις ενέσεις, όχι στην Οδοντιατρική) και γράφαμε τα αρχικά του ιδιοκτήτη πάνω σε κάθε «λεύκωμα», ώστε να του το επιστρέψουμε μόλις ξημέρωνε ο Θεός τη μέρα του.
Ο βιβλιοπώλης μας, για να γυρίσουμε στα Εξάρχεια, συνηθισμένος φαίνεται, δεν παραξενεύτηκε από το αίτημα του ένστολου. Εγώ διαολίστηκα. Πειράχτηκα απολύτως προσωπικά. Ενιωσα σχεδόν συνένοχος. Μου πέρασαν από το μυαλό όλες αυτές οι αυτόματες χαζές σκέψεις: «Ε ρε και να ’ξερα καράτε, να σου τραβήξω το αυτί και να σε κανονίσω έπειτα, αν πας να μου παραστήσεις τον καμπόσο». Αλλά κατάπια τον θυμό μου. Και δεν είπα τίποτα – επιτιμητικό, αποτρεπτικό, συμβουλευτικό ή ό,τι άλλο μεγαλίστικο. Εκανα σαν να μην άκουσα, σαν να μην είδα. Επνιξα γρήγορα και την κουτή ιδέα να σημειώσω τον αριθμό της μοτοσικλέτας, Ε.Α.... Για να απευθυνθώ πού; Και να κάνω τι; Να καταδώσω τη «φιλομάθεια» και τη «φιλαναγνωσία» ενός μεταπιτσιρικά; Να τον καρφώσω σε κάποιον ανώτερό του, που καθόλου παράξενο δεν θα ήταν αν αποδεικνυόταν πνευματικός πατέρας τού νεαρού και βιβλιοοδηγός του ή αναγνωστικός συνοδοιπόρος του; Πατέρας του πάντως, ένα μικρό μικρό κομμάτι του (αποτυχημένου) συλλογικού πατέρα που έχει κάθε παιδί όσο ενηλικιώνεται, ένιωσα κι εγώ εκείνες τις λίγες στιγμές.
Γιατί δεν μπορεί. Κάτι κάναμε στραβά για να φτάνει ένα σχεδόν παιδί να θέλει τόσο παθιασμένα να διαβάσει τον δηλητηριώδη «Αγώνα» του αρχιναζί. Κι όχι βέβαια από φιλολογική περιέργεια αλλά –αυτό αποκάλυπτε η «έκτακτη συγκίνησή» του– για να βουλιάξει επιτέλους στις σελίδες του «ευαγγελίου» του και να τις μάθει απέξω κι ανακατωτά. Κάτι λάθος κάναμε, σαν σκιώδης συλλογικός γονιός επαναλαμβάνω: οικογένεια συν σχολείο συν εκκλησία συν στρατός συν καφενείο συν γήπεδο συν παρέα συν... Ισως δεν δώσαμε σημασία, επειδή βλέπαμε ματς, όταν τα παιδιά μάς πρωτοείπαν ότι στο γυμνάσιο κάτι τσαμπουκάδες την πέφτουν ακόμα και σε καθηγητές, αν δεν πουν τη «σωστή» εκδοχή για την ιστορία μας, τη γλώσσα κτλ. Ούτε όταν μας είπαν ότι έγινε μόδα το τατουάζ της σβάστικας. Ούτε όταν μάς πληροφόρησαν ότι στα παιχνίδια της Εθνικής θα βρεθείς δαρμένος αν δεν φωνάξεις «Δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ, Αλβανέ», αφού κανένας μεγάλος δεν διαμαρτύρεται.
Με τους μεγάλους λοιπόν, με τους εν φιλοτυραννία γηράσαντες και εξ αντιδημοκρατισμού χρονίως ασθενούντες, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Ούτε με τους ανίατα φιλοχουντικούς βετεράνους αξιωματικούς του στρατού και της αστυνομίας, που συνωστίστηκαν στα ψηφοδέλτια της Χ.Α., ονειρευόμενοι τη Μέγιστη Ελλάδα των εφτά θαλασσών και των πέντε ηπείρων. Ούτε με τους βαμμένους αντιδημοκράτες, που εφαρμόζουν τον φασισμό στη μορφή της απόλυτης εγωπάθειας («ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;») και της συνακόλουθης απόλυτης ελληνοπάθειας («ξέρεις ποιοι είμαστε εμείς ρε;»). Ούτε με τους αγυρτόμαγκες που πρώτα εκμεταλλεύονται τη φτηνή εργασία των μεταναστών, έπειτα τους καταδίδουν στην αστυνομία, από πατριωτικό καθήκον βέβαια κι όχι για να γλιτώσουν τα χρωστούμενα, και στο τέλος χαχανίζουν ψηφίζοντας Χ.Α., γιατί «αμάν πια με τους λαθραίους που μας κλέβουν τις δουλειές και θα κάνουν την Ελλάδα μας ισλαμική». Με όλους αυτούς το παιχνίδι είναι χαμένο. Ηταν πάντοτε χαμένο. Γιατί ένα 10% (τουλάχιστον) φασίστες και φιλοφασίστες κάθε μορφής το είχαμε πάντοτε. Κι ας καμαρώνουμε μαζί με την επαγγελματικά δημοκοπική πολιτική ηγεσία μας πως είμαστε εξοπλισμένοι με «δημοκρατικά και αντιρατσιστικά γονίδια».
Ο οδηγός, ένστολος και ένοπλος, με όλα τα επιβλητικά αξεσουάρ, τη βόλεψε στο πεζοδρόμιο και μπήκε στο βιβλιοπωλείο. Του πήρε τρία λεπτά ώσπου να αποφασίσει να βγάλει το κράνος και να φανερώσει ένα παιδικό πρόσωπο. Σχεδόν αμούστακος και μάλλον ανώριμος, αν κρίνω από το γεγονός ότι άφησε τη μηχανή του αναμμένη, πρόσφορη σε κάθε πλακατζή της περιοχής, που θα μπορούσε απλώς να τη μετακινήσει πέντε στενά και να τρέχουν έπειτα όλες οι ειδικές δυνάμεις για να βρουν τον άθλιο απαγωγέα. Εδειχνε σαν να κάνει κάτι, αν όχι παράνομο, πάντως ασυνήθιστο γι’ αυτόν.
Εριξε μια εξεταστική ματιά (η πελατεία ήμουν εγώ, ουδείς άλλος), κι ύστερα με πολύ χαμηλή φωνή και μάλλον για ξεκάρφωμα ρώτησε τον καταστηματάρχη αν έχει το καινούργιο βιβλίο τής τάδε – ένα από τα άνευ τίτλου μπεστ σέλερ του καλοκαιριού που δεν τα βρίσκει το φθινόπωρο. «Αρνητικόν» τού απάντησε ο βιβλιοπώλης, γνώστης φαίνεται της υπηρεσιακής αργκό. Ο νεαρός πήγε να φύγει, ξαναγύρισε, ξανάφυγε, η μηχανή πάντοτε αναμμένη, έκθετη, τέλος, σαν να το θυμήθηκε μόλις εκείνη τη στιγμή, το τόλμησε: «Μήπως έχετε... ένα βιβλίο... τον Αγών μου;». Κι όσο κόμπιαζε, για να επαναλάβει έτσι συγχυσμένα αυτό που κάπου το άκουσε ή κάποιος ξεσκολισμένος τού το συνέστησε, έριχνε γύρω του –στο κενό ή ίσως στο άφαντο είδωλο του εαυτού του– βλέμματα βλοσυρής καχυποψίας, αντιγραμμένα από τα σίριαλ της τηλεόρασης ή από τις πόζες των μεγαλύτερων συναδέλφων του. Δεν κατονόμασε τον «συγγραφέα», ίσως το «Χίτλερ» έπεφτε βαρύ ακόμα και σ’ αυτόν. Βρήκε πράγματι το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του, σε παλιά έκδοση. Ζήτησε με νοήματα να του το τυλίξουν, το έκρυψε στη σακούλα, έκρυψε και τη σακούλα σε εσωτερική τσέπη και έφυγε. Σαν ένοχος. Αλλά και σαν να είχε κάνει κάποιο μεγάλο άλμα στη ζωή του.
Θυμήθηκα βλέποντάς τον τα δεκαοχτάχρονα φανταράκια, έτος 1982, που επέστρεφαν στο στρατόπεδο του Μεσολογγίου μετά την έξοδό τους, γλυκοζαλισμένα από το ωραίο ούζο Τρικενέ. Τα μισά, μουσουλμανάκια από την Κομοτηνή –ένας παντελώς άγνωστος κόσμος για μας τους νότιους, και πλήρως περιφρονημένος από το στρατιωτικό τυπικό–, ίσως πρωτοδοκίμαζαν αλκοόλ, όπως δοκίμαζαν για πρώτη και πιθανόν τελευταία φορά την κάτω Ελλάδα· και την έβρισκαν πικρή. Κατά το φανταρίστικο έθιμο, χωμένη μέσα από τον ζωστήρα έκρυβαν μια γυαλιστερή τσόντα, για να μην τη βρει και την κατακρατήσει κάποιος φιλαναγνώστης φρουρός. Τους κάναμε στα πεταχτά μια καφεΐνη για να συνέλθουν (εκεί έμαθα να μη φοβάμαι τις ενέσεις, όχι στην Οδοντιατρική) και γράφαμε τα αρχικά του ιδιοκτήτη πάνω σε κάθε «λεύκωμα», ώστε να του το επιστρέψουμε μόλις ξημέρωνε ο Θεός τη μέρα του.
Ο βιβλιοπώλης μας, για να γυρίσουμε στα Εξάρχεια, συνηθισμένος φαίνεται, δεν παραξενεύτηκε από το αίτημα του ένστολου. Εγώ διαολίστηκα. Πειράχτηκα απολύτως προσωπικά. Ενιωσα σχεδόν συνένοχος. Μου πέρασαν από το μυαλό όλες αυτές οι αυτόματες χαζές σκέψεις: «Ε ρε και να ’ξερα καράτε, να σου τραβήξω το αυτί και να σε κανονίσω έπειτα, αν πας να μου παραστήσεις τον καμπόσο». Αλλά κατάπια τον θυμό μου. Και δεν είπα τίποτα – επιτιμητικό, αποτρεπτικό, συμβουλευτικό ή ό,τι άλλο μεγαλίστικο. Εκανα σαν να μην άκουσα, σαν να μην είδα. Επνιξα γρήγορα και την κουτή ιδέα να σημειώσω τον αριθμό της μοτοσικλέτας, Ε.Α.... Για να απευθυνθώ πού; Και να κάνω τι; Να καταδώσω τη «φιλομάθεια» και τη «φιλαναγνωσία» ενός μεταπιτσιρικά; Να τον καρφώσω σε κάποιον ανώτερό του, που καθόλου παράξενο δεν θα ήταν αν αποδεικνυόταν πνευματικός πατέρας τού νεαρού και βιβλιοοδηγός του ή αναγνωστικός συνοδοιπόρος του; Πατέρας του πάντως, ένα μικρό μικρό κομμάτι του (αποτυχημένου) συλλογικού πατέρα που έχει κάθε παιδί όσο ενηλικιώνεται, ένιωσα κι εγώ εκείνες τις λίγες στιγμές.
Γιατί δεν μπορεί. Κάτι κάναμε στραβά για να φτάνει ένα σχεδόν παιδί να θέλει τόσο παθιασμένα να διαβάσει τον δηλητηριώδη «Αγώνα» του αρχιναζί. Κι όχι βέβαια από φιλολογική περιέργεια αλλά –αυτό αποκάλυπτε η «έκτακτη συγκίνησή» του– για να βουλιάξει επιτέλους στις σελίδες του «ευαγγελίου» του και να τις μάθει απέξω κι ανακατωτά. Κάτι λάθος κάναμε, σαν σκιώδης συλλογικός γονιός επαναλαμβάνω: οικογένεια συν σχολείο συν εκκλησία συν στρατός συν καφενείο συν γήπεδο συν παρέα συν... Ισως δεν δώσαμε σημασία, επειδή βλέπαμε ματς, όταν τα παιδιά μάς πρωτοείπαν ότι στο γυμνάσιο κάτι τσαμπουκάδες την πέφτουν ακόμα και σε καθηγητές, αν δεν πουν τη «σωστή» εκδοχή για την ιστορία μας, τη γλώσσα κτλ. Ούτε όταν μας είπαν ότι έγινε μόδα το τατουάζ της σβάστικας. Ούτε όταν μάς πληροφόρησαν ότι στα παιχνίδια της Εθνικής θα βρεθείς δαρμένος αν δεν φωνάξεις «Δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ, Αλβανέ», αφού κανένας μεγάλος δεν διαμαρτύρεται.
Με τους μεγάλους λοιπόν, με τους εν φιλοτυραννία γηράσαντες και εξ αντιδημοκρατισμού χρονίως ασθενούντες, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Ούτε με τους ανίατα φιλοχουντικούς βετεράνους αξιωματικούς του στρατού και της αστυνομίας, που συνωστίστηκαν στα ψηφοδέλτια της Χ.Α., ονειρευόμενοι τη Μέγιστη Ελλάδα των εφτά θαλασσών και των πέντε ηπείρων. Ούτε με τους βαμμένους αντιδημοκράτες, που εφαρμόζουν τον φασισμό στη μορφή της απόλυτης εγωπάθειας («ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;») και της συνακόλουθης απόλυτης ελληνοπάθειας («ξέρεις ποιοι είμαστε εμείς ρε;»). Ούτε με τους αγυρτόμαγκες που πρώτα εκμεταλλεύονται τη φτηνή εργασία των μεταναστών, έπειτα τους καταδίδουν στην αστυνομία, από πατριωτικό καθήκον βέβαια κι όχι για να γλιτώσουν τα χρωστούμενα, και στο τέλος χαχανίζουν ψηφίζοντας Χ.Α., γιατί «αμάν πια με τους λαθραίους που μας κλέβουν τις δουλειές και θα κάνουν την Ελλάδα μας ισλαμική». Με όλους αυτούς το παιχνίδι είναι χαμένο. Ηταν πάντοτε χαμένο. Γιατί ένα 10% (τουλάχιστον) φασίστες και φιλοφασίστες κάθε μορφής το είχαμε πάντοτε. Κι ας καμαρώνουμε μαζί με την επαγγελματικά δημοκοπική πολιτική ηγεσία μας πως είμαστε εξοπλισμένοι με «δημοκρατικά και αντιρατσιστικά γονίδια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου