του Παντελη Μπουκαλα, απο την Καθημερινη...
Τίποτα πιο κοινότοπο από το ότι η γραμμένη Ιστορία δεν ξαναγράφεται.
Ούτε από καλοπιάσματα καταλαβαίνει ούτε από ξόρκια. Οι «πίσω της
σελίδες» μένουν ασυγκίνητες στις αναδρομικές επιδιορθωτικές επεμβάσεις
και στις αργοπορημένες υποθέσεις. Κι ωστόσο το ανθρώπινο μυαλό είναι
φτιαγμένο να δουλεύει στα μικρά και στα μεγάλα και με εκ των υστέρων
εικασίες και πιθανολογήσεις.
Εστω λοιπόν κι αν δεν έχει ιστορικό νόημα, φαίνεται κατ’ αρχάς λογική η προσέγγιση μέσα από το πρίσμα του «αν» των ψυχρών αερίων μαζών, με προέλευση το Βερολίνο και την Ουάσιγκτον, που ήρθαν μετεκλογικά να αναιρέσουν τον λίβα του εθιμοτυπικού προεκλογικού «θα» και των κυβερνητικών διαβεβαιώσεων ότι «Μνημόνια τέλος»· άλλωστε «σκίζονται κάθε μέρα».
Αν οι δηλώσεις του κ. Σόιμπλε για πιθανότατο νέο «πακέτο στήριξης» είχαν γίνει λίγες μέρες πριν από την κάλπη και όχι μία εβδομάδα μετά, πόσο και πώς θα είχαν επηρεάσει την εκλογική μας συμπεριφορά; Θα θύμωνε τους ψηφοφόρους η επαναφορά από τον Γερμανό υπουργό της απειλής για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ; Κι αυτό τη στιγμή που όλοι εμφανίζονται πεπεισμένοι ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υπάρχει πια, χάρη στις βαρύτατες και συνεχιζόμενες θυσίες μας, όχι μόνο οικονομικές, αφού η πληγωμένη αξιοπρέπεια, απόρροια της πανθομολογουμένως μειωμένης εθνικής κυριαρχίας, βαραίνει τουλάχιστον όσο και το πληγωμένο βαλάντιο; Τέλος, πόσων πολιτικών ρίχτερ σεισμό θα μπορούσε να έχει προκαλέσει η έκθεση του ΔΝΤ για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, που προβλέπει νέα μέτρα, αν είχε γίνει και αυτή γνωστή προεκλογικά και όχι τώρα;
Ας το ξαναπούμε. Τα σενάρια είναι για τον κινηματογράφο, όχι για την Ιστορία. Μολαταύτα μοιάζουν αναπόφευκτα.
Αν το εκλογικό σώμα είχε καταλήξει στην προτίμησή του είκοσι και τριάντα μέρες πριν από την Κυριακή της κάλπης, στηριζόμενο πρωτίστως στην ιδεολογική ανάγνωση των πραγμάτων και στις πάγιες απόψεις του, ελάχιστα θα επηρεαζόταν στην περίπτωση που άκουγε προεκλογικά τον κ. Σόιμπλε να ξανανοίγει ένα θέμα υποτίθεται οριστικά κλεισμένο. Ξέρουμε όμως και από τις δημοσκοπήσεις ότι μια σοβαρή κοινωνική μερίδα, καθοριστική για το τελικό χρώμα της λαϊκής ετυμηγορίας, οι «αναποφάσιστοι» όπως συμβατικά αποκαλούνται, ζυγίζουν αισθήματα, ιδέες και κομματικά προγράμματα έως την τελευταία στιγμή. Και ρωτούν το προσκέφαλό τους το πρωί της κρίσιμης Κυριακής τι να ψηφίσουν.
Φυσικά, ουδείς θα έπεφτε έξω αν υπέθετε πως η διαψευδόμενη κυβέρνηση θα διέψευδε αυστηρά τον κ. Σόιμπλε και το ΔΝΤ στην περίπτωση που έλεγαν προεκλογικά όσα είπαν κατόπιν κάλπης. Εδώ όμως ξεφυτρώνει ένα επιπλέον «αν»: Αν οι πολίτες εμπιστεύονταν ως ειλικρινή την κυβέρνηση και όχι τους συχνά κυνικούς δανειστές-επόπτες, τότε θα έμεναν παγερά αδιάφοροι ό,τι κι αν έλεγαν η κ. Λαγκάρντ και η κ. Μέρκελ, όποτε κι αν το έλεγαν. Αν όμως ίσχυε αυτό, τα συγκυβερνώντα κόμματα δεν θα έχαναν περί τις δεκατρείς μονάδες. Αλλο είναι το μείζον πάντως: Γράφουμε όντως εμείς την Ιστορία μας ή αυτό αποτελεί αστήρικτη παραμυθητική υπόθεση;
Εστω λοιπόν κι αν δεν έχει ιστορικό νόημα, φαίνεται κατ’ αρχάς λογική η προσέγγιση μέσα από το πρίσμα του «αν» των ψυχρών αερίων μαζών, με προέλευση το Βερολίνο και την Ουάσιγκτον, που ήρθαν μετεκλογικά να αναιρέσουν τον λίβα του εθιμοτυπικού προεκλογικού «θα» και των κυβερνητικών διαβεβαιώσεων ότι «Μνημόνια τέλος»· άλλωστε «σκίζονται κάθε μέρα».
Αν οι δηλώσεις του κ. Σόιμπλε για πιθανότατο νέο «πακέτο στήριξης» είχαν γίνει λίγες μέρες πριν από την κάλπη και όχι μία εβδομάδα μετά, πόσο και πώς θα είχαν επηρεάσει την εκλογική μας συμπεριφορά; Θα θύμωνε τους ψηφοφόρους η επαναφορά από τον Γερμανό υπουργό της απειλής για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ; Κι αυτό τη στιγμή που όλοι εμφανίζονται πεπεισμένοι ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υπάρχει πια, χάρη στις βαρύτατες και συνεχιζόμενες θυσίες μας, όχι μόνο οικονομικές, αφού η πληγωμένη αξιοπρέπεια, απόρροια της πανθομολογουμένως μειωμένης εθνικής κυριαρχίας, βαραίνει τουλάχιστον όσο και το πληγωμένο βαλάντιο; Τέλος, πόσων πολιτικών ρίχτερ σεισμό θα μπορούσε να έχει προκαλέσει η έκθεση του ΔΝΤ για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, που προβλέπει νέα μέτρα, αν είχε γίνει και αυτή γνωστή προεκλογικά και όχι τώρα;
Ας το ξαναπούμε. Τα σενάρια είναι για τον κινηματογράφο, όχι για την Ιστορία. Μολαταύτα μοιάζουν αναπόφευκτα.
Αν το εκλογικό σώμα είχε καταλήξει στην προτίμησή του είκοσι και τριάντα μέρες πριν από την Κυριακή της κάλπης, στηριζόμενο πρωτίστως στην ιδεολογική ανάγνωση των πραγμάτων και στις πάγιες απόψεις του, ελάχιστα θα επηρεαζόταν στην περίπτωση που άκουγε προεκλογικά τον κ. Σόιμπλε να ξανανοίγει ένα θέμα υποτίθεται οριστικά κλεισμένο. Ξέρουμε όμως και από τις δημοσκοπήσεις ότι μια σοβαρή κοινωνική μερίδα, καθοριστική για το τελικό χρώμα της λαϊκής ετυμηγορίας, οι «αναποφάσιστοι» όπως συμβατικά αποκαλούνται, ζυγίζουν αισθήματα, ιδέες και κομματικά προγράμματα έως την τελευταία στιγμή. Και ρωτούν το προσκέφαλό τους το πρωί της κρίσιμης Κυριακής τι να ψηφίσουν.
Φυσικά, ουδείς θα έπεφτε έξω αν υπέθετε πως η διαψευδόμενη κυβέρνηση θα διέψευδε αυστηρά τον κ. Σόιμπλε και το ΔΝΤ στην περίπτωση που έλεγαν προεκλογικά όσα είπαν κατόπιν κάλπης. Εδώ όμως ξεφυτρώνει ένα επιπλέον «αν»: Αν οι πολίτες εμπιστεύονταν ως ειλικρινή την κυβέρνηση και όχι τους συχνά κυνικούς δανειστές-επόπτες, τότε θα έμεναν παγερά αδιάφοροι ό,τι κι αν έλεγαν η κ. Λαγκάρντ και η κ. Μέρκελ, όποτε κι αν το έλεγαν. Αν όμως ίσχυε αυτό, τα συγκυβερνώντα κόμματα δεν θα έχαναν περί τις δεκατρείς μονάδες. Αλλο είναι το μείζον πάντως: Γράφουμε όντως εμείς την Ιστορία μας ή αυτό αποτελεί αστήρικτη παραμυθητική υπόθεση;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου