Αλέξης Οικονομίδης, απο το Περιοδικο Χρονος...
Τα αποτελέσματα των εκλογών του Μαΐου, με όλη την πραγματική και
συμβολική σημασία της νίκης της Αριστεράς, σ’ ένα περιβάλλον μάλιστα
όπου η κρίση της Ευρώπης τροφοδοτεί κυρίως ακραία δεξιά ρεύματα, είναι
αδιαμφισβήτητα ένα ορόσημο. Από τα ξημερώματα της 26ηςΜαΐου έχουμε
περάσει σε άλλη πίστα.
Όλα όσα απασχολούν την Αριστερά –οι αναλύσεις της για το παρόν και τα σχέδιά της για το μέλλον, η οργανωτική συγκρότηση, η κοινωνική απεύθυνση, η πολιτική των συμμαχιών– δεν τίθενται απλώς πιεστικότερα από πριν. Τίθενται με νέους όρους.
Ας ξεκινήσουμε με μια παραδοχή: η ιδέα της μιας και μόνης διαιρετικής τομής, που κατισχύει οποιασδήποτε άλλης στις συνθήκες του μνημονίου, δεν επιβεβαιώθηκε από το εκλογικό αποτέλεσμα. Προβληματική ήδη από την εμφάνισή της στις απαρχές της κρίσης, υποτιμούσε την ετερογένεια των δυνάμεων που συναθροίζονται από τη μία πλευρά της τομής, αγνοώντας ταυτόχρονα την επιθυμία για μεταρρυθμίσεις που ωθούσε συγκεκριμένα στρώματα προς την άλλη, παρά το προβλεπόμενο κόστος των μνημονιακών επιλογών. Στον βαθμό που επιβιώνει σήμερα, μάλλον καθηλώνει παρά διευκολύνει την Αριστερά. Τέσσερις διαφορετικές εκδοχές εθνολαϊκιστικής, ξενοφοβικής και μισαλλόδοξης Δεξιάς είχε απέναντί του ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης στον πρώτο γύρο των εκλογών, που αναφέρονταν σ’ ένα ευρύτατο φάσμα κομματικών δυνάμεων, από την ακραιφνώς μνημονιακή Νέα Δημοκρατία έως και την κραυγαλέα καταγγελτική προς το μνημόνιο Χρυσή Αυγή. Ποια αποτελεσματικότητα μπορεί να έχει η παρέμβαση του «πολιτικού υποκειμένου» αν παραγνωρίσει το πλήθος και τη συνθετότητα των αντιφάσεων που χαρακτηρίζουν σήμερα κοινωνία και πολιτική; Η λαμπρή εκλογική επίδοση του νεαρού υποψηφίου και της Ανοικτής Πόλης οφείλεται, πιστεύω, καταρχήν στο γεγονός ότι ο λόγος του, αξιακά αριστερός, υπήρξε ταυτόχρονα πολύ πιο εκλεπτυσμένος από την απλοϊκή διάκριση μνημονιακών και αντιμνημονιακών δυνάμεων.
Η ανομοιογένεια της ψήφου του εκλογικού σώματος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στις δημοτικές, περιφερειακές και ευρωπαϊκές εκλογές (για «5 κάλπες, 5 ψήφους» έκανε λόγο ο Η. Νικολακόπουλος, παραφράζοντας το γνωστό σύνθημα του Κ.Κ.Ε. για τα 5 κόμματα και τις 2 πολιτικές,1 λέει πολλά. Είναι, ασφαλώς, ο ρόλος των προσώπων ιδιαίτερα έντονος στις αυτοδιοικητικές εκλογές· είναι οι διαφορετικοί τρόποι βίωσης της τοπικότητας και οι διαφορετικές, σε διάρκεια και ένταση, εμπειρίες της κρίσης· είναι οι τοπικές σχέσεις οικονομικής και πολιτικής ισχύος, που δεν παρακολουθούν αναγκαστικά τις αντίστοιχες της κεντρικής σκηνής και, κάποτε, αυτονομούνται· είναι όμως και η παρουσία των πολλών και διαφορετικών άλλων διαχωριστικών γραμμών, που διαμορφώνουν αντίστοιχα κριτήρια και επικαθορίζουν την τελική επιλογή. Η περίπτωση του Γιάννη Μπουτάρη στη Θεσσαλονίκη, παρ’ όλες τις εσωτερικές αντιφάσεις της –και, ίσως, ακριβώς λόγω αυτών–, αξίζει να μελετηθεί προσεκτικότερα. Η πρακτική, ή έστω και συμβολική κάποτε, διαφοροποίησή του από το ζοφερό φάσμα του πολιτικού, κοινωνικού και ηθικού συντηρητισμού που πλανιέται τις τελευταίες δεκαετίες πάνω από την πόλη, αποδείχτηκε ικανός λόγος προτίμησής του από ικανό αριθμό αριστερών.
Αν η μονοσήμαντη αυτή διαιρετική τομή σημάδεψε μεν βαθιά την ελληνική κοινωνία και πολιτική, έχει πάψει ωστόσο να ανταποκρίνεται, έστω και στρεβλά, στις αντιθέσεις και τα προτάγματα της εποχής, δεν είναι γιατί ο Α. Σαμαράς «έσκιζε το μνημόνιο κάθε μήνα, κάθε μέρα, επί δύο χρόνια». Είναι γιατί το μνημόνιο όπως υπάρχει σήμερα, είναι κάτι άλλο από τα μνημόνια που ψηφίστηκαν το 2010 και 2012. Δεν είναι πλέον ένα σώμα νομικών δεσμεύσεων που υλοποιούνται σταδιακά· είναι τα απτά αποτελέσματα –οικονομικά, κοινωνικά και θεσμικά– της εφαρμογής τους. Και αυτά έχουν επιφέρει ήδη μια δραματική αλλαγή στις σχέσεις κεφαλαίου και εργασίας, στις παραγωγικές δυνατότητες και προοπτικές της κοινωνίας, στους υλικούς, πνευματικούς και ηθικούς όρους ύπαρξης και αναπαραγωγής της. Πρόκειται για αλλαγή υποδείγματος, για τη συνθήκη ύπαρξης της χώρας και της κοινωνίας σε μεγάλο βάθος χρόνου, πολύ μεγαλύτερο από τη διάρκεια της δανειακής σύμβασης, της ύφεσης που κάποια στιγμή θα τελειώσει και της αναιμικής μεγέθυνσης που κάποια στιγμή θα επιτευχθεί. Είναι το μέλλον που προδιέγραψε ο Β. Σόιμπλε όταν δήλωνε με κυνική επιγραμματικότητα ότι «λιτότητα και ανάκαμψη δεν είναι έννοιες αντιφατικές».2 Η κρίση εξελίσσεται σε καθεστώς, σε μια διαρκή πραγματικότητα όπου κανείς πλέον δεν θα την αναγνωρίζει ως κρίση αλλά ως κανονικότητα του βίου. Και κάθε καθεστώς –ας μην το λησμονούμε– τείνει γρήγορα να διαμορφώσει και τους μηχανισμούς αναπαραγωγής του.
Η ιδέα αυτή της εσωτερίκευσης, της κανονικοποίησης της κρίσης και του μνημονίου, ιδέα που διαμορφώθηκε αρχικά στον κύκλο της Πρωτοβουλίας για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας και συναντάται ήδη σε κείμενα της επιτροπής προγράμματος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., σε κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις στελεχών του, σε ομιλίες του Α. Τσίπρα, θα ήταν ιδιαίτερα εποικοδομητικό αν αποτελούσε τη σταθερή αφετηρία της πολιτικής της Αριστεράς. Αυτόματα, το τοπίο καθαρίζει. Η αντιπαράθεση δεν εξαντλείται σε μάχες οπισθοφυλακών για το αν, π.χ., υπήρξε πλεόνασμα ή όχι (για πλεονάσματα έχει δεσμευτεί η χώρα, πλεονάσματα θηριώδη ως ποσοστά του Α.Ε.Π. που θα κατευθύνονται δεσμευτικά στην αποπληρωμή του χρέους, κι αυτό ακριβώς σημαίνει όχι «έξοδο από την κρίση» αλλά βύθιση στο αδιέξοδό της) και μεταφέρεται πλέον στα πρότυπα ανάπτυξης. Ούτως ή άλλως, θα είναι μια «νέα Ελλάδα». Ποια όμως; Ποια Ελλάδα διαμορφώνει το σημερινό σύμπλεγμα εξουσίας και ποια προτείνει προγραμματικά και διεκδικεί κοινωνικά και πολιτικά η Αριστερά; Σ’ αυτό το πεδίο θα εκτυλιχθεί η αναμέτρηση για την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία.
Αν η προσέγγιση αυτή είναι βάσιμη, ο προγραμματικός λόγος της Αριστεράς δεν οφείλει μόνο να είναι λεπτομερής και ασφαλέστερα τεκμηριωμένος. Οφείλει να γίνει καθολικός θεματικά και βαθύτερος αξιακά. Η διόγκωση του δημοσίου χρέους πέραν των ορίων βιωσιμότητας, η παρατεινόμενη ύφεση και η καταστροφή παγίων στοιχείων της οικονομίας, τα εφιαλτικά ποσοστά της ανεργίας και η ανθρωπιστική κρίση, προσδιορίζουν ασφαλώς προτεραιότητες πολιτικής, αλλά δεν εξαντλούν το εύρος και το περιεχόμενό της. Η κυβέρνηση της Αριστεράς θα κληθεί να ασκήσει πολιτική σε όλα τα πεδία, να χειριστεί το Κυπριακό, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τις σχέσεις με τη fYROM, τις μεταναστευτικές ροές, τα αιτήματα ασύλου και την ιθαγένεια, τα δικαιώματα των ευάλωτων ομάδων, την παιδεία και το περιεχόμενό της, την πολιτιστική δημιουργία, τις σχέσεις με την Εκκλησία. Τα όσα ακολούθησαν το κρίσιμο λάθος της ένταξης της Σαμπιχά Σουλεϊμάν στο ευρωψηφοδέλτιο διαλύουν την αυταπάτη ότι ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. μπορεί να κερδίσει την πλειοψηφία κρατώντας στη σκιά τα «δύσκολα», τα «ευαίσθητα» θέματα, στα οποία η κοινή γνώμη διατηρεί ισχυρά στερεότυπα και προκαταλήψεις. Αν ο ίδιος δεν τα φέρει στον δημόσιο διάλογο «από την πόρτα», με θέσεις εδραιωμένες στην επιστημονική γνώση, τις αρχές του κράτους δικαίου και τις αξίες της Αριστεράς, θα τα βλέπει να μπαίνουν «από το παράθυρο», στρεβλωμένα από προπαγανδιστικούς μηχανισμούς που θα διαιωνίζουν τη φοβική, ανορθολογική αντιμετώπισή τους. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. καλείται να αρθρώσει σήμερα μια νέα καθολική «αφήγηση», να συγκροτήσει το κινητήριο «όραμα» ενός διαφορετικού βίου, με περισσότερη δικαιοσύνη, ελευθερία, αλληλεγγύη και αξιοπρέπεια για όλους.
Στη Σκοτεινή ήπειρο, ο Mark Mazower αφιερώνει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κεφάλαιο στις συζητήσεις που διέτρεχαν την κατεχόμενη και την ελεύθερη Ευρώπη το καλοκαίρι του 1940 γύρω από το περιεχόμενο και τους στόχους του αντιναζιστικού πολέμου. Ο Keynes, γράφει ο Mazower, βαθιά απογοητευμένος από την οπισθοδρομικότητα της στάσης της βρετανικής κυβέρνησης απέναντι στους μεταπολεμικούς στόχους, απέρριψε την πρόταση να ανασκευάσει από ραδιοφώνου τις οικονομικές πλευρές της ναζιστικής Νέας Τάξης, διαβλέποντας την υπόρρητη επιθυμία «να παρουσιαστούμε ως θιασώτες του προπολεμικού οικονομικού στάτους κβο και να πλειοδοτήσουμε, προσφέροντας το παλιό καλό 1920-21 ή το 1930-33. Είναι, άραγε, αυτό κάτι το ιδιαίτερα θελκτικό;». Μήνες αργότερα, θα συμφωνήσει τελικά να φτιάξει το σχέδιο μιας διακήρυξης για τους στόχους του πολέμου, όπου θα τονίσει την ανάγκη «να κατοχυρωθεί η κοινωνική ασφάλιση και να χτυπηθεί η ανεργία μετά τον πόλεμο». Αν και δεν δημοσιεύτηκε ποτέ, η διακήρυξη αυτή είχε τη δική της συμβολή «στην ανάδειξη των ιδεών και αξιών που θα συνιστούσαν τα θεμέλια του μεταπολεμικού κόσμου».3
2 Συνέντευξη του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Β. Σόιμπλε στη Δ.Τ. μετά τη συνεδρίαση του Eurogroup στην Αθήνα (1.4.2014).
3 Mark Mazower, Σκοτεινή ήπειρος. Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2013.
Όλα όσα απασχολούν την Αριστερά –οι αναλύσεις της για το παρόν και τα σχέδιά της για το μέλλον, η οργανωτική συγκρότηση, η κοινωνική απεύθυνση, η πολιτική των συμμαχιών– δεν τίθενται απλώς πιεστικότερα από πριν. Τίθενται με νέους όρους.
Ας ξεκινήσουμε με μια παραδοχή: η ιδέα της μιας και μόνης διαιρετικής τομής, που κατισχύει οποιασδήποτε άλλης στις συνθήκες του μνημονίου, δεν επιβεβαιώθηκε από το εκλογικό αποτέλεσμα. Προβληματική ήδη από την εμφάνισή της στις απαρχές της κρίσης, υποτιμούσε την ετερογένεια των δυνάμεων που συναθροίζονται από τη μία πλευρά της τομής, αγνοώντας ταυτόχρονα την επιθυμία για μεταρρυθμίσεις που ωθούσε συγκεκριμένα στρώματα προς την άλλη, παρά το προβλεπόμενο κόστος των μνημονιακών επιλογών. Στον βαθμό που επιβιώνει σήμερα, μάλλον καθηλώνει παρά διευκολύνει την Αριστερά. Τέσσερις διαφορετικές εκδοχές εθνολαϊκιστικής, ξενοφοβικής και μισαλλόδοξης Δεξιάς είχε απέναντί του ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης στον πρώτο γύρο των εκλογών, που αναφέρονταν σ’ ένα ευρύτατο φάσμα κομματικών δυνάμεων, από την ακραιφνώς μνημονιακή Νέα Δημοκρατία έως και την κραυγαλέα καταγγελτική προς το μνημόνιο Χρυσή Αυγή. Ποια αποτελεσματικότητα μπορεί να έχει η παρέμβαση του «πολιτικού υποκειμένου» αν παραγνωρίσει το πλήθος και τη συνθετότητα των αντιφάσεων που χαρακτηρίζουν σήμερα κοινωνία και πολιτική; Η λαμπρή εκλογική επίδοση του νεαρού υποψηφίου και της Ανοικτής Πόλης οφείλεται, πιστεύω, καταρχήν στο γεγονός ότι ο λόγος του, αξιακά αριστερός, υπήρξε ταυτόχρονα πολύ πιο εκλεπτυσμένος από την απλοϊκή διάκριση μνημονιακών και αντιμνημονιακών δυνάμεων.
Η ανομοιογένεια της ψήφου του εκλογικού σώματος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στις δημοτικές, περιφερειακές και ευρωπαϊκές εκλογές (για «5 κάλπες, 5 ψήφους» έκανε λόγο ο Η. Νικολακόπουλος, παραφράζοντας το γνωστό σύνθημα του Κ.Κ.Ε. για τα 5 κόμματα και τις 2 πολιτικές,1 λέει πολλά. Είναι, ασφαλώς, ο ρόλος των προσώπων ιδιαίτερα έντονος στις αυτοδιοικητικές εκλογές· είναι οι διαφορετικοί τρόποι βίωσης της τοπικότητας και οι διαφορετικές, σε διάρκεια και ένταση, εμπειρίες της κρίσης· είναι οι τοπικές σχέσεις οικονομικής και πολιτικής ισχύος, που δεν παρακολουθούν αναγκαστικά τις αντίστοιχες της κεντρικής σκηνής και, κάποτε, αυτονομούνται· είναι όμως και η παρουσία των πολλών και διαφορετικών άλλων διαχωριστικών γραμμών, που διαμορφώνουν αντίστοιχα κριτήρια και επικαθορίζουν την τελική επιλογή. Η περίπτωση του Γιάννη Μπουτάρη στη Θεσσαλονίκη, παρ’ όλες τις εσωτερικές αντιφάσεις της –και, ίσως, ακριβώς λόγω αυτών–, αξίζει να μελετηθεί προσεκτικότερα. Η πρακτική, ή έστω και συμβολική κάποτε, διαφοροποίησή του από το ζοφερό φάσμα του πολιτικού, κοινωνικού και ηθικού συντηρητισμού που πλανιέται τις τελευταίες δεκαετίες πάνω από την πόλη, αποδείχτηκε ικανός λόγος προτίμησής του από ικανό αριθμό αριστερών.
Αν η μονοσήμαντη αυτή διαιρετική τομή σημάδεψε μεν βαθιά την ελληνική κοινωνία και πολιτική, έχει πάψει ωστόσο να ανταποκρίνεται, έστω και στρεβλά, στις αντιθέσεις και τα προτάγματα της εποχής, δεν είναι γιατί ο Α. Σαμαράς «έσκιζε το μνημόνιο κάθε μήνα, κάθε μέρα, επί δύο χρόνια». Είναι γιατί το μνημόνιο όπως υπάρχει σήμερα, είναι κάτι άλλο από τα μνημόνια που ψηφίστηκαν το 2010 και 2012. Δεν είναι πλέον ένα σώμα νομικών δεσμεύσεων που υλοποιούνται σταδιακά· είναι τα απτά αποτελέσματα –οικονομικά, κοινωνικά και θεσμικά– της εφαρμογής τους. Και αυτά έχουν επιφέρει ήδη μια δραματική αλλαγή στις σχέσεις κεφαλαίου και εργασίας, στις παραγωγικές δυνατότητες και προοπτικές της κοινωνίας, στους υλικούς, πνευματικούς και ηθικούς όρους ύπαρξης και αναπαραγωγής της. Πρόκειται για αλλαγή υποδείγματος, για τη συνθήκη ύπαρξης της χώρας και της κοινωνίας σε μεγάλο βάθος χρόνου, πολύ μεγαλύτερο από τη διάρκεια της δανειακής σύμβασης, της ύφεσης που κάποια στιγμή θα τελειώσει και της αναιμικής μεγέθυνσης που κάποια στιγμή θα επιτευχθεί. Είναι το μέλλον που προδιέγραψε ο Β. Σόιμπλε όταν δήλωνε με κυνική επιγραμματικότητα ότι «λιτότητα και ανάκαμψη δεν είναι έννοιες αντιφατικές».2 Η κρίση εξελίσσεται σε καθεστώς, σε μια διαρκή πραγματικότητα όπου κανείς πλέον δεν θα την αναγνωρίζει ως κρίση αλλά ως κανονικότητα του βίου. Και κάθε καθεστώς –ας μην το λησμονούμε– τείνει γρήγορα να διαμορφώσει και τους μηχανισμούς αναπαραγωγής του.
Η ιδέα αυτή της εσωτερίκευσης, της κανονικοποίησης της κρίσης και του μνημονίου, ιδέα που διαμορφώθηκε αρχικά στον κύκλο της Πρωτοβουλίας για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας και συναντάται ήδη σε κείμενα της επιτροπής προγράμματος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., σε κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις στελεχών του, σε ομιλίες του Α. Τσίπρα, θα ήταν ιδιαίτερα εποικοδομητικό αν αποτελούσε τη σταθερή αφετηρία της πολιτικής της Αριστεράς. Αυτόματα, το τοπίο καθαρίζει. Η αντιπαράθεση δεν εξαντλείται σε μάχες οπισθοφυλακών για το αν, π.χ., υπήρξε πλεόνασμα ή όχι (για πλεονάσματα έχει δεσμευτεί η χώρα, πλεονάσματα θηριώδη ως ποσοστά του Α.Ε.Π. που θα κατευθύνονται δεσμευτικά στην αποπληρωμή του χρέους, κι αυτό ακριβώς σημαίνει όχι «έξοδο από την κρίση» αλλά βύθιση στο αδιέξοδό της) και μεταφέρεται πλέον στα πρότυπα ανάπτυξης. Ούτως ή άλλως, θα είναι μια «νέα Ελλάδα». Ποια όμως; Ποια Ελλάδα διαμορφώνει το σημερινό σύμπλεγμα εξουσίας και ποια προτείνει προγραμματικά και διεκδικεί κοινωνικά και πολιτικά η Αριστερά; Σ’ αυτό το πεδίο θα εκτυλιχθεί η αναμέτρηση για την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία.
Αν η προσέγγιση αυτή είναι βάσιμη, ο προγραμματικός λόγος της Αριστεράς δεν οφείλει μόνο να είναι λεπτομερής και ασφαλέστερα τεκμηριωμένος. Οφείλει να γίνει καθολικός θεματικά και βαθύτερος αξιακά. Η διόγκωση του δημοσίου χρέους πέραν των ορίων βιωσιμότητας, η παρατεινόμενη ύφεση και η καταστροφή παγίων στοιχείων της οικονομίας, τα εφιαλτικά ποσοστά της ανεργίας και η ανθρωπιστική κρίση, προσδιορίζουν ασφαλώς προτεραιότητες πολιτικής, αλλά δεν εξαντλούν το εύρος και το περιεχόμενό της. Η κυβέρνηση της Αριστεράς θα κληθεί να ασκήσει πολιτική σε όλα τα πεδία, να χειριστεί το Κυπριακό, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τις σχέσεις με τη fYROM, τις μεταναστευτικές ροές, τα αιτήματα ασύλου και την ιθαγένεια, τα δικαιώματα των ευάλωτων ομάδων, την παιδεία και το περιεχόμενό της, την πολιτιστική δημιουργία, τις σχέσεις με την Εκκλησία. Τα όσα ακολούθησαν το κρίσιμο λάθος της ένταξης της Σαμπιχά Σουλεϊμάν στο ευρωψηφοδέλτιο διαλύουν την αυταπάτη ότι ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. μπορεί να κερδίσει την πλειοψηφία κρατώντας στη σκιά τα «δύσκολα», τα «ευαίσθητα» θέματα, στα οποία η κοινή γνώμη διατηρεί ισχυρά στερεότυπα και προκαταλήψεις. Αν ο ίδιος δεν τα φέρει στον δημόσιο διάλογο «από την πόρτα», με θέσεις εδραιωμένες στην επιστημονική γνώση, τις αρχές του κράτους δικαίου και τις αξίες της Αριστεράς, θα τα βλέπει να μπαίνουν «από το παράθυρο», στρεβλωμένα από προπαγανδιστικούς μηχανισμούς που θα διαιωνίζουν τη φοβική, ανορθολογική αντιμετώπισή τους. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. καλείται να αρθρώσει σήμερα μια νέα καθολική «αφήγηση», να συγκροτήσει το κινητήριο «όραμα» ενός διαφορετικού βίου, με περισσότερη δικαιοσύνη, ελευθερία, αλληλεγγύη και αξιοπρέπεια για όλους.
Στη Σκοτεινή ήπειρο, ο Mark Mazower αφιερώνει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κεφάλαιο στις συζητήσεις που διέτρεχαν την κατεχόμενη και την ελεύθερη Ευρώπη το καλοκαίρι του 1940 γύρω από το περιεχόμενο και τους στόχους του αντιναζιστικού πολέμου. Ο Keynes, γράφει ο Mazower, βαθιά απογοητευμένος από την οπισθοδρομικότητα της στάσης της βρετανικής κυβέρνησης απέναντι στους μεταπολεμικούς στόχους, απέρριψε την πρόταση να ανασκευάσει από ραδιοφώνου τις οικονομικές πλευρές της ναζιστικής Νέας Τάξης, διαβλέποντας την υπόρρητη επιθυμία «να παρουσιαστούμε ως θιασώτες του προπολεμικού οικονομικού στάτους κβο και να πλειοδοτήσουμε, προσφέροντας το παλιό καλό 1920-21 ή το 1930-33. Είναι, άραγε, αυτό κάτι το ιδιαίτερα θελκτικό;». Μήνες αργότερα, θα συμφωνήσει τελικά να φτιάξει το σχέδιο μιας διακήρυξης για τους στόχους του πολέμου, όπου θα τονίσει την ανάγκη «να κατοχυρωθεί η κοινωνική ασφάλιση και να χτυπηθεί η ανεργία μετά τον πόλεμο». Αν και δεν δημοσιεύτηκε ποτέ, η διακήρυξη αυτή είχε τη δική της συμβολή «στην ανάδειξη των ιδεών και αξιών που θα συνιστούσαν τα θεμέλια του μεταπολεμικού κόσμου».3
Το «γιατί ακριβώς πολεμάμε» είναι από τους σημαντικότερους παράγοντες που καθορίζουν την έκβαση ενός πολέμου…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Οι
«πέντε κάλπες» συναθροίζουν τις δύο του πρώτου γύρου (για τις δημοτικές
και τις περιφερειακές εκλογές) και τις τρεις του δεύτερου (για τις
δημοτικές, τις περιφερειακές και τις ευρωπαϊκές εκλογές).2 Συνέντευξη του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Β. Σόιμπλε στη Δ.Τ. μετά τη συνεδρίαση του Eurogroup στην Αθήνα (1.4.2014).
3 Mark Mazower, Σκοτεινή ήπειρος. Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου