Δημήτρης Καστριώτης, απο τοthe greek cloud...
Έκπληξη δεν μπορώ να πω ότι ένιωσα. Λίγα μπορούν πλέον να σε
εκπλήξουν στην Ελλάδα – και πάντως όχι οι εκκλήσεις για δρακόντειους
ποινικούς νόμους που δύσκολα συνάδουν με την πολυθρύλητη αρχή της
αναλογικότητας. Μόλις γίνεται (ή μάλλον αποκαλύπτεται) κάτι, πριν καν
διαγνωσθούν οι ακριβείς διαστάσεις του, η προσφιλής τάση είναι να
θεσπίζεται ένα ακόμη ποινικό αδίκημα – συγγνώμη, ένα κακούργημα.
Αναμενόμενο ήταν, λοιπόν, να αντιδράσει η ένωση μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους στα σχέδια κατάργησης του διαβόητου ν. 1608/1950 που τιμωρεί τους καταχραστές κλπ του Δημοσίου με ποινή ίδια με τον προμελετημένο φόνο – ήγουν ισόβια.
Αναμενόμενο μεν, αλλά όχι εύλογο. Η Ελλάδα πάσχει από υπερβολικό πλήθος ποινικών αδικημάτων και δη κακουργηματικών, όπως πάσχει από εξοντωτικές φορολογικές κυρώσεις. Τίποτε δεν δείχνει ότι αυτή η υπερβολική αυστηρότητα, που, σημειωθήτω, ενισχύεται από την μεγάλη μερίδα της Νομολογίας (η ερμηνεία και η εφαρμογή της νομοθεσίας για το ξέπλυμα χρήματος αποτελούν χαρακτηριστική περίπτωση), επιτυγχάνει από άποψη γενικής πρόληψης περισσότερο απ’ όσο συστήματα με λογικότερη κλιμάκωση ποινών – ακριβώς όπως το εμπόριο ναρκωτικών δεν σταματά διεθνώς ούτε εκεί όπου ισχύει η θανατική ποινή..
Ακόμη κι αν απέδιδε, όμως, πάλι ο νόμος 1608, προϊόν άλλων συγκυριών στον απόηχο του εμφυλίου, θα έπρεπε να καταργηθεί, όπως θα έπρεπε να απαλυνθούν ή και να καταργηθούν και άλλοι ποινικοί νόμοι. Η Ελλάδα είναι φιλελεύθερη δημοκρατία, το Σύνταγμά της προβλέπει την αρχή της αναλογικότητας και τον σεβασμό στον άνθρωπο – και οι ισόβιες ή πολυετείς καθείρξεις για π.χ. απιστία προσβάλλουν την αναλογικότητα όσο και η έμπνευση Βενιζέλου να εισαγάγει φόρο ακινήτων με ποινή μη πληρωμής τη διακοπή της ηλεκτροδότησης.
Στις εξοντωτικές καταδίκες Τσοχατζόπουλου και Παπαγεωργόπουλου (προσοχή: μην παρασύρεστε από τα πρόσωπα των κατηγορουμένων), η δημοσιογραφική απόκριση, επίσης αναμενόμενη, είχε κινηθεί ως επί το πολύ στη γραμμή «η δικαιοσύνη «έστειλε μηνύματα». Η δικαιοσύνη, όμως, στο δικό μας καθεστώς δεν είναι εδώ για να προωθεί κάποια πολιτική εξυγίανση, ούτε για να εξευμενίζει την κοινή γνώμη που «ζητάει αίμα» (ας ζητάει!), αλλά για να σταθμίζει ατομικές συμπεριφορές με νηφαλιότητα και αίσθημα επιείκειας. Το ίδιο οφείλει να υπηρετεί και ο ποινικός νόμος. Η μεταβολή του σε όργανο πολιτικών σκοπιμοτήτων ή σε μηχανισμό παραγωγής εντυπώσεων και πρωτοσέλιδων και τον ευτελίζει και κρύβει τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί προς εκμηδενισμό αντιπάλων.
Αναμενόμενο ήταν, λοιπόν, να αντιδράσει η ένωση μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους στα σχέδια κατάργησης του διαβόητου ν. 1608/1950 που τιμωρεί τους καταχραστές κλπ του Δημοσίου με ποινή ίδια με τον προμελετημένο φόνο – ήγουν ισόβια.
Αναμενόμενο μεν, αλλά όχι εύλογο. Η Ελλάδα πάσχει από υπερβολικό πλήθος ποινικών αδικημάτων και δη κακουργηματικών, όπως πάσχει από εξοντωτικές φορολογικές κυρώσεις. Τίποτε δεν δείχνει ότι αυτή η υπερβολική αυστηρότητα, που, σημειωθήτω, ενισχύεται από την μεγάλη μερίδα της Νομολογίας (η ερμηνεία και η εφαρμογή της νομοθεσίας για το ξέπλυμα χρήματος αποτελούν χαρακτηριστική περίπτωση), επιτυγχάνει από άποψη γενικής πρόληψης περισσότερο απ’ όσο συστήματα με λογικότερη κλιμάκωση ποινών – ακριβώς όπως το εμπόριο ναρκωτικών δεν σταματά διεθνώς ούτε εκεί όπου ισχύει η θανατική ποινή..
Ακόμη κι αν απέδιδε, όμως, πάλι ο νόμος 1608, προϊόν άλλων συγκυριών στον απόηχο του εμφυλίου, θα έπρεπε να καταργηθεί, όπως θα έπρεπε να απαλυνθούν ή και να καταργηθούν και άλλοι ποινικοί νόμοι. Η Ελλάδα είναι φιλελεύθερη δημοκρατία, το Σύνταγμά της προβλέπει την αρχή της αναλογικότητας και τον σεβασμό στον άνθρωπο – και οι ισόβιες ή πολυετείς καθείρξεις για π.χ. απιστία προσβάλλουν την αναλογικότητα όσο και η έμπνευση Βενιζέλου να εισαγάγει φόρο ακινήτων με ποινή μη πληρωμής τη διακοπή της ηλεκτροδότησης.
Στις εξοντωτικές καταδίκες Τσοχατζόπουλου και Παπαγεωργόπουλου (προσοχή: μην παρασύρεστε από τα πρόσωπα των κατηγορουμένων), η δημοσιογραφική απόκριση, επίσης αναμενόμενη, είχε κινηθεί ως επί το πολύ στη γραμμή «η δικαιοσύνη «έστειλε μηνύματα». Η δικαιοσύνη, όμως, στο δικό μας καθεστώς δεν είναι εδώ για να προωθεί κάποια πολιτική εξυγίανση, ούτε για να εξευμενίζει την κοινή γνώμη που «ζητάει αίμα» (ας ζητάει!), αλλά για να σταθμίζει ατομικές συμπεριφορές με νηφαλιότητα και αίσθημα επιείκειας. Το ίδιο οφείλει να υπηρετεί και ο ποινικός νόμος. Η μεταβολή του σε όργανο πολιτικών σκοπιμοτήτων ή σε μηχανισμό παραγωγής εντυπώσεων και πρωτοσέλιδων και τον ευτελίζει και κρύβει τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί προς εκμηδενισμό αντιπάλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου