του Αλεξη Οικονομιδη, απο το Tvxs...
Τώρα που η καταμέτρηση των σταυρών στα ευρωψηφοδέλτια των κομμάτων
ολοκληρώνεται και οι νέοι ευρωβουλευτές έχουν πια επιλεγεί, ας
κοιτάξουμε λίγο πιο προσεκτικά το ψηφοδέλτιο της Χρυσής Αυγής: Οι τρεις
που εξελέγησαν συγκεντρώνουν από 80.000 έως 95.000 σταυρούς περίπου,
ακολουθεί ο πρώτος επιλαχών με 30.000 σταυρούς λιγότερους και ο δεύτερος
με 35.000.
Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό χάσμα ψήφων μεταξύ εκλεγομένων και επιλαχόντων, που ανάλογό του μπορεί να βρει κανείς μόνο στο ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ, το οποίο, ως γνωστόν και όσο είναι δυνατόν, κατευθύνει τη σταυροδοσία στα πρόσωπα που έχει ήδη επιλέξει για κάθε θέση.
Η δημοφιλία του ενός εκ των τριών εκλεγέντων, θα μπορούσε να αποδοθεί σε λόγους συναισθηματικούς. Για τα μέλη και τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής, ο Λ. Φουντούλης έχει τη θέση συμβόλου: είναι ο πατέρας του «νεκρού ήρωα συναγωνιστή». Για τους άλλους δύο ωστόσο, τους υποστρατήγους εν αποστρατεία Ε. Συναδινό και Γ. Επιτήδειο, πιστεύω ότι δεν θα κινδυνεύαμε να χάσουμε τα λεφτά μας αν στοιχηματίζαμε ότι στην αρχή της προεκλογικής περιόδου η μεγάλη πλειονότητα των 537.000 ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής τούς αγνοούσε όσο κι εμείς. Το ίδιο, αναλογικά, ισχύει και για τους υποψηφίους της στις αυτοδιοικητικές εκλογές, οι οποίοι, με την εξαίρεση τριών προβεβλημένων βουλευτών, ήταν άγνωστοι. Και, παρά ταύτα, κατέλαβαν θέσεις σε όλα σχεδόν τα περιφερειακά και δημοτικά συμβούλια.
Ας δούμε τα συγκεκριμένα στοιχεία -την «ακτινογραφία της ψήφου»-, όπως τα έχει παρουσιάσει ο Η. Νικολακόπουλος 1 : Η Χρυσή Αυγή είχε την υψηλότερη συσπείρωση απ’ όλα τα κόμματα, περί το 75%, με την πλειονότητα των ψηφοφόρων της, παλαιών και νέων, να έχουν οριστικοποιήσει την επιλογή τους πολύ πριν την προκήρυξη των εκλογών∙ προσέλκυσε νέες ψήφους απ’ όλες τις πολιτικές κατευθύνσεις, με κύρια πηγή βεβαίως την άλλη Δεξιά∙ επεξέτεινε την επιρροή της, πέρα από τις νεότερες ηλικίες όπου είχε ήδη τα υψηλότερα ποσοστά της, και προς τις μεσαίες∙ και, κυρίως, επέδειξε μια εντυπωσιακή ομοιογένεια ψήφου μεταξύ δημοτικής, περιφερειακής και ευρωπαϊκής κάλπης, τη μεγαλύτερη από οποιοδήποτε άλλο κόμμα.
Έτσι, η συνάρτηση της ψήφου προς τον Η. Κασιδιάρη για τον Δήμο Αθηναίων και τον Η. Παναγιώταρο για την Περιφερεια Αττικής εμφανίζεται ισχυρότερη ακόμη και από την αντίστοιχη των υποψηφίων του ΚΚΕ, Σοφιανού και Παφίλη. Το φαινόμενο αυτό είναι καθολικό, αφορά γενικότερα τους υποψηφίους της και δεν συνδέεται με την υψηλή αναγνωρισιμότητα των συγκεκριμένων προσώπων. «Μέχρι τώρα», συμπεραίνει ο Η. Νικολακόπουλος, «θεωρούσαμε ότι είχαμε έναν οργανωμένο και δυναμικό πυρήνα εγκληματικής οργάνωσης, αλλά τώρα βλέπουμε ότι έχουμε ένα συντεταγμένο εκλογικό σώμα. Αυτό είναι καινούργιο και εξαιρετικά ανησυχητικό». Μέσα από τα αποτελέσματα της τριπλής κάλπης, η Χρυσή Αυγή εμφανίζεται πλέον ως το πιο οργανωμένο κόμμα και το εκλογικό της σώμα ως το πιο συμπαγές.
Πάντα θεωρούσα το ερώτημα «μα είναι όλοι τους φασίστες; είναι όλοι ναζιστές;» ανούσιο. Η αρνητική απάντηση, που συνήθως υπονοείται ως αυτονόητη, λειτουργεί μάλλον παρηγορητικά, παραβλέποντας την ατομική ευθύνη για την ακροδεξιά επιλογή και αποενοχοποιώντας τελικά την ακροδεξιά ψήφο. Υποθέτω ότι οι ίδιοι οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής θα αντιμετωπίζουν χλευαστικά τον χαρακτηρισμό «παραπλανημένοι» που τους αποδίδεται. Πολύ περισσότερο σήμερα, που κανείς πλέον δεν μπορεί να επικαλεσθεί -για τον εαυτό του ή για κάποιον τρίτο- άγνοια για το τι είναι, τι λέει και τι κάνει η οργάνωση αυτή. Αλλά εδώ, ακριβώς, μπαίνει το πραγματικό ερώτημα, που παραμένει αναπάντητο: «γιατί, αφού γνωρίζουν, την ψηφίζουν;».
Ούτε όμως η καταφατική απάντηση «ναι, είναι όλοι ναζιστές», που όλο και συχνότερα ακούγεται μετά το αποτέλεσμα των εκλογών, απαντά σε κάτι. Μπορεί να ικανοποιεί έναν αντιφασιστικό θυμό, ελάχιστα όμως πράγματα μάς λέει -όπως κάθε τέτοια γενίκευση, άλλωστε- για την εμφάνιση και τις διαστάσεις του φαινομένου. Και απολύτως τίποτε, για το τι να κάνουμε μ’ αυτό. Δεν ήταν ναζιστές όλοι οι Γερμανοί την περίοδο 1930 - 1945. Τα ίδια τα μέλη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, στην πλειονότητά τους, δεν ήταν καν αντισημίτες, τουλάχιστον ενσυνείδητοι και επιθετικοί, παρά την κεντρική θέση που ο αντισημιτισμός κατείχε στο εθνικοσοσιαλιστικό ιδεολογικό σύμπαν 2. Το πραγματικά τρομακτικό, ωστόσο, είναι ότι δεν χρειάστηκε να γίνουν. Παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις υπήρχαν στη γερμανική λαϊκή γνώμη -και υπήρχαν πολλές-, οι ναζιστές ανέλαβαν την εξουσία, οδήγησαν τη Γερμανία, την Ευρώπη και τον κόσμο στην καταστροφή και διέπραξαν εγκλήματα μοναδικά στην ανθρώπινη ιστορία.
Είναι σαφές ότι πολλά ακόμη έχουμε να κάνουμε προκειμένου να κατανοήσουμε σε βάθος το τι είναι οι οπαδοί της Χρυσής Αυγής και τι ακριβώς τους συνδέει με τη συγκεκριμένη οργάνωση. Και εννοώ να το κατανοήσουμε, με βάση τα δεδομένα της πολιτικής, κοινωνιολογικής και ανθρωπολογικής έρευνας, που σήμερα έχουμε μόνο αποσπασματικά. Είναι όμως εξίσου σαφές, ότι πρέπει επειγόντως να αποδεσμευθούμε από τους κυρίαρχους μύθους που τροφοδοτούν τη δημόσια συζήτηση και καθηλώνουν την πολιτική πράξη. Η ανατομία της ψήφου της Χρυσής Αυγής δεν αποκαλύπτει μια μάζα απελπισμένων, που αγνοούν -ή έστω αδιαφορούν- για τις ιδέες και τις πρακτικές της, βλέποντας απλώς στο πρόσωπό της, παραπλανημένοι, έναν τιμωρό. Αποκαλύπτει, αντίθετα, έναν ιδεολογικό και πολιτικό χώρο συγκροτημένο και συνεκτικό, κι ένα εκλογικό σώμα συμπαγές και αποφασισμένο, που αναγνωρίζεται σ’ αυτόν και εκπροσωπείται από αυτόν.
Η Χρυσή Αυγή ως μαζικό φαινόμενο αποδεικνύεται κάτι πολύ πιο σύνθετο από ένα δοχείο της οργής. Η κρίση και το Μνημόνιο ήταν ο εκλυτικός παράγοντας, ο καταλύτης, για τη μαζική εμφάνισή της, όχι όμως η γενεσιουργός αιτία της. Η κρίση την τροφοδότησε, αλλά η κοινωνία την αποδέχθηκε «σαν έτοιμη από καιρό» γιατί ο λόγος της βρήκε προϋπάρχουσες υποδοχές στην κοινή συνείδηση, σε ευρύτατα διαδεδομένες ιδέες, προκαταλήψεις και στερεότυπα: Βρήκε τον εθνικισμό και τη διάχυτη πεποίθηση για την εθνοφυλετική υπεροχή των Ελλήνων, την ξενοφοβία και τον λανθάνοντα αντισημιτισμό, τον macho ανδρισμό και τη μειωμένη ευαισθησία για τα δικαιώματα του άλλου, τη ροπή προς αυταρχικά πρότυπα εξουσίας. Και ενισχύθηκε από την ακραία απαξίωση της πολιτικής και του πολιτικού προσωπικού, των μέσων μαζικής ενημέρωσης, των ίδιων των θεσμών της Δημοκρατίας. Όπως και από την παρακμή και την κρίση της Ευρώπης, την καταστροφή του δημοκρατικού και κοινωνικού της προτύπου.
Η Αριστερά έχει ανάγκη από ένα συνεκτικό σχέδιο που να απαντά συνολικά στα προβλήματα που θέτει η αυξανόμενη επιρροή των ακραίων, αντιδημοκρατικών, μισαλλόδοξων ιδεών. Και αυτό, προφανώς θα περιλαμβάνει την άμβλυνση των συνεπειών της κρίσης και των πολιτικών λιτότητας, αλλά όχι μόνο. Η αναμέτρηση με το ιδεολογικό υπόστρωμα που στήριξε την επανεμφάνιση του ναζισμού, είναι εξίσου, αν όχι και περισσότερο, αναγκαία.
1 Εισήγηση στην εκδήλωση της Πρωτοβουλίας για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας «48 ώρες μετά τις εκλογές», 27.05.2014, και συνέντευξη στην Αυγή, 03.06.2014.
2 Ian Kershaw, Ο Χίτλερ, οι Γερμανοί και η ‘’Τελική Λύση’’, Πατάκης 2009.
Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό χάσμα ψήφων μεταξύ εκλεγομένων και επιλαχόντων, που ανάλογό του μπορεί να βρει κανείς μόνο στο ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ, το οποίο, ως γνωστόν και όσο είναι δυνατόν, κατευθύνει τη σταυροδοσία στα πρόσωπα που έχει ήδη επιλέξει για κάθε θέση.
Η δημοφιλία του ενός εκ των τριών εκλεγέντων, θα μπορούσε να αποδοθεί σε λόγους συναισθηματικούς. Για τα μέλη και τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής, ο Λ. Φουντούλης έχει τη θέση συμβόλου: είναι ο πατέρας του «νεκρού ήρωα συναγωνιστή». Για τους άλλους δύο ωστόσο, τους υποστρατήγους εν αποστρατεία Ε. Συναδινό και Γ. Επιτήδειο, πιστεύω ότι δεν θα κινδυνεύαμε να χάσουμε τα λεφτά μας αν στοιχηματίζαμε ότι στην αρχή της προεκλογικής περιόδου η μεγάλη πλειονότητα των 537.000 ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής τούς αγνοούσε όσο κι εμείς. Το ίδιο, αναλογικά, ισχύει και για τους υποψηφίους της στις αυτοδιοικητικές εκλογές, οι οποίοι, με την εξαίρεση τριών προβεβλημένων βουλευτών, ήταν άγνωστοι. Και, παρά ταύτα, κατέλαβαν θέσεις σε όλα σχεδόν τα περιφερειακά και δημοτικά συμβούλια.
Ας δούμε τα συγκεκριμένα στοιχεία -την «ακτινογραφία της ψήφου»-, όπως τα έχει παρουσιάσει ο Η. Νικολακόπουλος 1 : Η Χρυσή Αυγή είχε την υψηλότερη συσπείρωση απ’ όλα τα κόμματα, περί το 75%, με την πλειονότητα των ψηφοφόρων της, παλαιών και νέων, να έχουν οριστικοποιήσει την επιλογή τους πολύ πριν την προκήρυξη των εκλογών∙ προσέλκυσε νέες ψήφους απ’ όλες τις πολιτικές κατευθύνσεις, με κύρια πηγή βεβαίως την άλλη Δεξιά∙ επεξέτεινε την επιρροή της, πέρα από τις νεότερες ηλικίες όπου είχε ήδη τα υψηλότερα ποσοστά της, και προς τις μεσαίες∙ και, κυρίως, επέδειξε μια εντυπωσιακή ομοιογένεια ψήφου μεταξύ δημοτικής, περιφερειακής και ευρωπαϊκής κάλπης, τη μεγαλύτερη από οποιοδήποτε άλλο κόμμα.
Έτσι, η συνάρτηση της ψήφου προς τον Η. Κασιδιάρη για τον Δήμο Αθηναίων και τον Η. Παναγιώταρο για την Περιφερεια Αττικής εμφανίζεται ισχυρότερη ακόμη και από την αντίστοιχη των υποψηφίων του ΚΚΕ, Σοφιανού και Παφίλη. Το φαινόμενο αυτό είναι καθολικό, αφορά γενικότερα τους υποψηφίους της και δεν συνδέεται με την υψηλή αναγνωρισιμότητα των συγκεκριμένων προσώπων. «Μέχρι τώρα», συμπεραίνει ο Η. Νικολακόπουλος, «θεωρούσαμε ότι είχαμε έναν οργανωμένο και δυναμικό πυρήνα εγκληματικής οργάνωσης, αλλά τώρα βλέπουμε ότι έχουμε ένα συντεταγμένο εκλογικό σώμα. Αυτό είναι καινούργιο και εξαιρετικά ανησυχητικό». Μέσα από τα αποτελέσματα της τριπλής κάλπης, η Χρυσή Αυγή εμφανίζεται πλέον ως το πιο οργανωμένο κόμμα και το εκλογικό της σώμα ως το πιο συμπαγές.
Πάντα θεωρούσα το ερώτημα «μα είναι όλοι τους φασίστες; είναι όλοι ναζιστές;» ανούσιο. Η αρνητική απάντηση, που συνήθως υπονοείται ως αυτονόητη, λειτουργεί μάλλον παρηγορητικά, παραβλέποντας την ατομική ευθύνη για την ακροδεξιά επιλογή και αποενοχοποιώντας τελικά την ακροδεξιά ψήφο. Υποθέτω ότι οι ίδιοι οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής θα αντιμετωπίζουν χλευαστικά τον χαρακτηρισμό «παραπλανημένοι» που τους αποδίδεται. Πολύ περισσότερο σήμερα, που κανείς πλέον δεν μπορεί να επικαλεσθεί -για τον εαυτό του ή για κάποιον τρίτο- άγνοια για το τι είναι, τι λέει και τι κάνει η οργάνωση αυτή. Αλλά εδώ, ακριβώς, μπαίνει το πραγματικό ερώτημα, που παραμένει αναπάντητο: «γιατί, αφού γνωρίζουν, την ψηφίζουν;».
Ούτε όμως η καταφατική απάντηση «ναι, είναι όλοι ναζιστές», που όλο και συχνότερα ακούγεται μετά το αποτέλεσμα των εκλογών, απαντά σε κάτι. Μπορεί να ικανοποιεί έναν αντιφασιστικό θυμό, ελάχιστα όμως πράγματα μάς λέει -όπως κάθε τέτοια γενίκευση, άλλωστε- για την εμφάνιση και τις διαστάσεις του φαινομένου. Και απολύτως τίποτε, για το τι να κάνουμε μ’ αυτό. Δεν ήταν ναζιστές όλοι οι Γερμανοί την περίοδο 1930 - 1945. Τα ίδια τα μέλη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, στην πλειονότητά τους, δεν ήταν καν αντισημίτες, τουλάχιστον ενσυνείδητοι και επιθετικοί, παρά την κεντρική θέση που ο αντισημιτισμός κατείχε στο εθνικοσοσιαλιστικό ιδεολογικό σύμπαν 2. Το πραγματικά τρομακτικό, ωστόσο, είναι ότι δεν χρειάστηκε να γίνουν. Παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις υπήρχαν στη γερμανική λαϊκή γνώμη -και υπήρχαν πολλές-, οι ναζιστές ανέλαβαν την εξουσία, οδήγησαν τη Γερμανία, την Ευρώπη και τον κόσμο στην καταστροφή και διέπραξαν εγκλήματα μοναδικά στην ανθρώπινη ιστορία.
Είναι σαφές ότι πολλά ακόμη έχουμε να κάνουμε προκειμένου να κατανοήσουμε σε βάθος το τι είναι οι οπαδοί της Χρυσής Αυγής και τι ακριβώς τους συνδέει με τη συγκεκριμένη οργάνωση. Και εννοώ να το κατανοήσουμε, με βάση τα δεδομένα της πολιτικής, κοινωνιολογικής και ανθρωπολογικής έρευνας, που σήμερα έχουμε μόνο αποσπασματικά. Είναι όμως εξίσου σαφές, ότι πρέπει επειγόντως να αποδεσμευθούμε από τους κυρίαρχους μύθους που τροφοδοτούν τη δημόσια συζήτηση και καθηλώνουν την πολιτική πράξη. Η ανατομία της ψήφου της Χρυσής Αυγής δεν αποκαλύπτει μια μάζα απελπισμένων, που αγνοούν -ή έστω αδιαφορούν- για τις ιδέες και τις πρακτικές της, βλέποντας απλώς στο πρόσωπό της, παραπλανημένοι, έναν τιμωρό. Αποκαλύπτει, αντίθετα, έναν ιδεολογικό και πολιτικό χώρο συγκροτημένο και συνεκτικό, κι ένα εκλογικό σώμα συμπαγές και αποφασισμένο, που αναγνωρίζεται σ’ αυτόν και εκπροσωπείται από αυτόν.
Η Χρυσή Αυγή ως μαζικό φαινόμενο αποδεικνύεται κάτι πολύ πιο σύνθετο από ένα δοχείο της οργής. Η κρίση και το Μνημόνιο ήταν ο εκλυτικός παράγοντας, ο καταλύτης, για τη μαζική εμφάνισή της, όχι όμως η γενεσιουργός αιτία της. Η κρίση την τροφοδότησε, αλλά η κοινωνία την αποδέχθηκε «σαν έτοιμη από καιρό» γιατί ο λόγος της βρήκε προϋπάρχουσες υποδοχές στην κοινή συνείδηση, σε ευρύτατα διαδεδομένες ιδέες, προκαταλήψεις και στερεότυπα: Βρήκε τον εθνικισμό και τη διάχυτη πεποίθηση για την εθνοφυλετική υπεροχή των Ελλήνων, την ξενοφοβία και τον λανθάνοντα αντισημιτισμό, τον macho ανδρισμό και τη μειωμένη ευαισθησία για τα δικαιώματα του άλλου, τη ροπή προς αυταρχικά πρότυπα εξουσίας. Και ενισχύθηκε από την ακραία απαξίωση της πολιτικής και του πολιτικού προσωπικού, των μέσων μαζικής ενημέρωσης, των ίδιων των θεσμών της Δημοκρατίας. Όπως και από την παρακμή και την κρίση της Ευρώπης, την καταστροφή του δημοκρατικού και κοινωνικού της προτύπου.
Η Αριστερά έχει ανάγκη από ένα συνεκτικό σχέδιο που να απαντά συνολικά στα προβλήματα που θέτει η αυξανόμενη επιρροή των ακραίων, αντιδημοκρατικών, μισαλλόδοξων ιδεών. Και αυτό, προφανώς θα περιλαμβάνει την άμβλυνση των συνεπειών της κρίσης και των πολιτικών λιτότητας, αλλά όχι μόνο. Η αναμέτρηση με το ιδεολογικό υπόστρωμα που στήριξε την επανεμφάνιση του ναζισμού, είναι εξίσου, αν όχι και περισσότερο, αναγκαία.
1 Εισήγηση στην εκδήλωση της Πρωτοβουλίας για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας «48 ώρες μετά τις εκλογές», 27.05.2014, και συνέντευξη στην Αυγή, 03.06.2014.
2 Ian Kershaw, Ο Χίτλερ, οι Γερμανοί και η ‘’Τελική Λύση’’, Πατάκης 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου