Τι έγινε; Tι χάσαμε κι έγιναν η εργατική
τάξη και οι γειτονιές της τόσο εξωτικά φρούτα, τόσο δύσκολα στην
πρόσληψη και την κατανόησή τους;
“Απ’τη συνοικία / τα λεωφορεία / γέμισαν φανέλες / κι αναμένα μάτια….
κόκκινη πόλη μες τ’αγιάζι / βάλε τα ρούχα τα παλιά / άρχισε να γλυκοχαράζει / στα λασπωμένα σου γιαπιά”
Πόσοι αιώνες πέρασαν από τον καιρό που
οι εργατικές συνοικίες ήταν ευανάγνωστες σαν βιβλίο της πρώτης
δημοτικού, μοιρασμένες ανάμεσα στους παραδοσιακούς “ντόπιους”, παλιούς
τσιφλικάδες και ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων κάτω από αδιευκρίνιστες
συνθήκες, και τους “νιόφερτους” εργάτες, μεροκαματιάρηδες που άφηναν τα
υπόγεια, τις γκαρσονιέρες και τα δυάρια του κέντρου για κάτι παραπάνω
από μια λωρίδα ουρανό;
Σε μια προσωπική κι εμπειρική, και ουχί
εμπεριστατωμένη βιβλιογραφικά ή στατιστικά κοινωνιολογική προσέγγιση,
τοποθετώ την πρώτη “μαζικοποίηση” των εργατικών συνοικιών της
περιφέρειας της Αθήνας στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές του
’80. Αναφέρομαι στην ύστερη νεωτερικότητα του αστικού τοπίου, και όχι
στην πρώιμη, κατά τη διάρκεια της οποίας πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία
έδωσαν ζωή και πολιτισμό στο Κερατσίνι, τη Νέα Φιλαδέλφια τη Νέα Ιωνία
και τόσες άλλες εκ των συνοικιών της περήφανης εργατιάς.
Σε αυτό το ύστερο, λοιπόν, κύμα
μαζικοποίησης τοποθετώ τον εαυτό μου ως γνήσιο τέκνο των
λαϊκών-εργατικών συνοικιών, κι αναρωτιέμαι για τη γειτονιά μου, τον
κόσμο της κι εμένα, που χρόνια τώρα ζω μακριά, και πάντα ξαναγυρίζω, και
ποτέ δεν σταματώ να ανακαλύπτω κάτι νέο, όμορφο ή εξοργιστικό, θαυμάσιο
ή θλιβερό.
Τι είναι λοιπόν η συνοικία; Ο περίεργος
αυτός κόσμος που ζουν τα θαυμαστά ζώα που λέγονται εργάτες, και που η
δουλειά τους είναι να πουλάνε την εργατική τους δύναμη; Χωρίς αυτό να
σημαίνει ότι αυτοί που πουλάνε την εργατική τους δύναμη για να ζήσουν
μένουν μόνο σε αυτές τις συνοικίες.
Η εργατική συνοικία μπορεί και να είχε
πρόβατα όταν σε πρωτοπήγαιναν οι γονείς σου να δεις το διαμέρισμα ή τη
μονοκατοικία στην οποία επρόκειτο να ζήσεις. Είχε στην αρχή κάτι το
βαθιά αδιάφορο, με εξαίρεση ότι διέθετε μεγαλύτερη πρόσβαση στη θέα του
ουρανού από αυτή στην οποία είχες συνηθίσει στο κέντρο.
Η εργατική συνοικία παρουσίαζε επίσης το
γνώρισμα ότι από την πρώτη δημοτικού θα έπρεπε να πηγαίνεις μόνη σου
σχολείο. Ήταν αρκετά κοντά, κι εξάλλου δεν υπήρχε κανείς εκείνη την ώρα
για να σε πάει. Είχαν φύγει όλοι πιο νωρίς για τη δουλειά.
Θα γύριζες μόνη σου στο σπίτι και όλο
και κάποια γειτόνισσα θα ήταν εκεί γύρω να σε ρωτήσει αν χρειάζεσαι
κάτι. Αν όχι, très bien, τα καταφέρνεις μια χαρά μόνη σου, είσαι μεγάλο
παιδί πια.
Στην εργατική συνοικία ξενυχτάς να
γυρίσει ο μεγάλος σου αδερφός από την αφισοκόλληση, γιατί αυτοί που ήταν
εκεί πριν από σας, οι μεγάλοι ιδιοκτήτες της περιοχής, έχουν πληρώσει
κάτι ανθρώπους για να δέρνουν τους πιτσιρικάδες με τα μαλλιά και τα
αμπέχωνα που κολλάνε αφίσες.
Στην εργατική συνοικία παίζεις στην αυλή
του σχολείου αφού έχουν τελειώσει τα μαθήματα (στην απογευματινή
βάρδια) και μετά συνεχίζεις στην πλατεία ή σε κάποια παρακείμενη
οικοδομή. Μαζεύεσαι αρκετά νωρίς να φας και να κοιμηθείς, έχει πρωινό
ξύπνημα για όλους, και για τους άλλους πριν από εσένα.
Στην εργατική συνοικία ξέρεις τα μαγαζιά
από τα οποία δεν θα σου ψωνίσουν ποτέ. Ξέρεις ποιοι είναι σαν κι εσένα
και ποιοι δεν είναι. Δεν σε εμποδίζει να κάνεις παρέα με όλους. Μέχρι να
μεγαλώσεις. Να καταλάβεις και να καταλάβουν κι οι άλλοι.
Στα δώδεκά σου θα πεθάνει κάποιο παιδί
από τη γειτονιά από πρέζα. Τρεις δρόμοι ανοίγονται μπροστά σου: να
φροντίσεις με κάθε τρόπο για την προσωπική σου επιτυχία και να
απομακρυνθείς από όλους αυτούς του λούζερ. Να αμφισβητήσεις, να είσαι
ροκ, κι αν τα ντραγκς βοηθάνε, να είσαι κουλ, γιατί όχι; Να
επαναστατήσεις, να βρεις και καθοδήγηση, να τα βάλεις με τον
καπιταλισμό, που είναι εξάλλου η ρίζα του προβλήματος.
Θα πας στην επανάσταση, αλλά σ’αρέσει
και το ροκ. Θα πατάς σε δυο βάρκες, θα κάνεις κοπάνα για να πουλήσεις
εφημερίδα στην απεργία, και θα λες ψέματα για να βγεις με το ροκ τύπο.
Θα αρχίζεις να συγκροτείς διαφορετικές ταυτότητες, θα παίζεις με αυτές
και στο τέλος θα τα παίξεις.
Θα μπεις στο δίλημμα αν θα δώσεις, ξανά,
πανελλαδικές, ή αν θα βγεις για δουλειά να τελειώνεις και να γεφυρώνεις
σιγά σιγά τις σχάσεις. Η εργασιακή εμπειρία της ανειδίκευτης θα σου
δώσει την απάντηση: πανεπιστήμιο.
Θα αφήσεις τη γειτονιά, θα γυρίζεις με
μια τσάντα με τα απαραίτητα, αφού έδωσες με επιτυχία την μάχη της πρώτης
νύχτας που δεν θα επιστρέψεις στο σπίτι των γονιών σου. Εντάξει, καλό
είναι κι αυτό, έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσες να δηλώσεις επαρχία, μόλις
είχαν απολύσει τον πατέρα σου. Ποιος θα σου πλήρωνε το νοίκι;
Θα φεύγεις, θα γυρίζεις, θα τα πας καλά
στις κοινωνικές επιστήμες. Εσύ ξέρεις κι από τάξεις κι από μαρξισμό. Θα
βρεις κι άλλους σαν κι εσένα, θα αγωνιστείτε με ενθουσιασμό ενάντια στο
πανεπιστήμιο-επιχείρηση, το σεξισμό, το ρατσισμό που τα έχει βάλει με
τους αλβανούς. Θα πας πιο πέρα, θα πας μακριά, πιο μακριά από όσο είχες
φανταστεί, θα πας εκεί που κάποτε ονειρεύτηκες ότι μπορεί να πήγαινες.
Και θα ξαναγυρίσεις. Γιατί πάντα
ξαναγυρνάς. Γιατί πέθανε μια μάνα, ένας πατέρας, κάποιος δικός σου. Και
θα σου πει το πρωτοδικείο “έλα με ένα μάρτυρα”. Και θα πας με τη φίλη
σου των παιδικών σου χρόνων και δεν θα πεις, δεν θα πει, θα πάτε μόνο,
και μετά θα πιείτε ένα καφέ. Κι εκεί που θα πίνεις τον καφέ σου θα
βλέπεις φρεντοβασίλεια και φουσκωτούς να βγαίνουν από παντού και
κινούμενες ντισκοτέκ κι αστραφτερά ρούχα και μακιγιάζ στις 11 το πρωί.
Θα σχολιάσετε, θα ειρωνευτείτε, θ’αγκαλιαστείτε και θα συνεχίσετε.
Τα χρόνια θα περνούν και θα
ξαναγυρίζεις, πρέπει και θέλεις. Οι άνθρωποι θα ξεθωριάζουν, θα
αναδιπλώνονται κι ένας υπάλληλος στην τράπεζα θα σου πει μια μέρα ότι
πρέπει να σκοτώνουμε πακιστανούς. Και μετά από κάποιους μήνες κάποιοι θα
σκοτώσουν έναν πακιστανό. Κι εσύ θα πονάς. Θα σκέφτεσαι το Σεχτζάτ και
τη μάνα σου που ήταν καθαρίστρια, τον πατέρα σου που ήταν εργάτης και
τον αδερφό σου που έγινε κομμουνιστής στα δεκατρία.
Και στα βασίλεια του φρέντο η μουσική θα
παίζει δυνατά. Ελάχιστοι θα είναι οι πελάτες κι ακόμα λιγότεροι στην
αγορά. Στην παιδική χαρά τα παιδιά θα παίζουν ακόμα μαζί, αλλά κάπου θα
παραμονεύουν οι φασίστες. Κι οι άνθρωποι θα ψάχνουν ακόμα να βρουν ποιοι
είναι, που είναι, πού ανήκουν. Θα τους θυμίζεις, θα θυμούνται. Θα
μελαγχολούν κι ύστερα πάλι θα ξεχνούν.
Δεν θα ξέρεις τι είναι αυτό που δεν
μπορούν πιο πολύ να αντέξουν: το παρελθόν τους ή ότι τελικά δεν
κατάφεραν να ξεφύγουν από αυτό όπως νόμιζαν κι όπως λαχταρούσαν.
Δεν έχεις να πληρώσεις το νοίκι. Κάτι
από δω κάτι από κει, θα τα μαζέψεις τελικά, αλλά θα σου μείνουν απλήρωτα
εκείνα τα δανεικά. Ξέρεις όμως πού είσαι, ποιος είσαι και πού ανήκεις.
Κι αν αυτό δεν είναι το παν, είναι όμως κάτι.
“Κόκκινη πόλη μες τ’αγιάζι
βάλε τα ρούχα τα παλιά
άρχισε να γλυκοχαράζει
στα λασπωμένα σου γιαπιά”.
βάλε τα ρούχα τα παλιά
άρχισε να γλυκοχαράζει
στα λασπωμένα σου γιαπιά”.
Από τη σελίδα της Έλσας Παπαγεωργίου στο facebook.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου