Αλλά στην κοινωνία το ερώτημα παραμένει: Ποιος νιώθει σήμερα τα πάθη των άλλων; Ποιος θα συμπαρασταθεί στους δεκάδες απολυμένους της Χαλυβουργίας Ελλάδος; Ποιος θα δει πίσω από το θέαμα του Μουντιάλ το δράμα των παιδιών που ζουν στις φαβέλες; Κανείς. Κάποτε οι φιλόσοφοι μιλούσαν για τον παροξυσμό της αδιαφορίας. Σήμερα, ακόμα και η εμπορευματοποίηση του νερού, η ίδια η περιβαλλοντική καταστροφή μένει απαρατήρητη, καθώς ζούμε στην εποχή του θανάτου των συγκινήσεων. Ολα, ο πόλεμος, ο θάνατος, ο πόνος, η ανεργία, η πείνα, η βία, ο φόνος, ο φόβος, η οργή, οι καταστροφές, όλα γίνονται οικεία, συνηθισμένα, στοιχεία της κυρίαρχης συμβολικής τάξης, γι' αυτό αδιάφορα, σχεδόν αόρατα. Δεν ζούμε πια το γεγονός, αλλά την οπτικοποίησή του. Γι' αυτό η ζωή τελείται ενώπιον και μέσω της τηλεόρασης. Οι «πάνω» χρειάζονταν την τηλοψία για να νομιμοποιήσουν το «κάψιμο» της δημοκρατίας, έτσι ώστε οι άνθρωποι να μην ενοχλούνται από τις τραγωδίες, εκτός κι αν συμβούν μέσα στο σπίτι τους.
Οι ηθικές βάσεις της ανθρώπινης δέσμευσης εκλείπουν. Εχουμε «απο-ρομαντικοποιήσει» τις ζωές μας. Η συγκίνηση, βέβαια, υπάρχει, αλλά είναι στιγμιαία, καθώς περνάμε αμέσως σε κάτι άλλο: στην καθημερινή μας αγριότητα.
Στο πολιτικό πεδίο, η πολιτική ως εξουσιαστική δύναμη, την οποία υφίστανται οι «κάτω», είναι μια χειραγώγηση της καθεστηκυίας τάξης, η οποία, ενώ αυτοκαταγγέλλεται υποκριτικά, παραμένει η επιδίωξη των ιδιαίτερων στόχων των «πάνω» κάτω από τη μάσκα του γενικού συμφέροντος και με τη χρήση ενός καθολικής φύσεως οργάνου, του κράτους. Αλλά για να χειραγωγήσουν και να φενακίσουν οι πλανητικοί ή οι εγχώριοι επικυρίαρχοι την υπόλοιπη κοινωνία με μία ορισμένη ιδεολογία, πρέπει την ίδια στιγμή να φενακίζονται και οι ίδιοι. Γιατί σε μία κοινωνία ξένωσης η ίδια η κυρίαρχη τάξη βρίσκεται σε κατάσταση ξένωσης. Η ξένωση (αυτή που ο Μαρξ αποκαλεί «αλλοτρίωση») παρουσιάζεται ως ξένωση της κοινωνίας στους θεσμούς της, οι οποίοι αυτονομούνται έναντι της κοινωνίας, όπως σημείωνε ο Καστοριάδης. Η αυτονόμηση είναι το πρώτο βήμα για να καταστεί ένας θεσμός αδιαφανής και φυτώριο διαφθοράς, αφού παύει να είναι τόπος σύγκρουσης των κοινωνικών δυνάμεων και, συνεπώς, επιχείρησης αλλαγής των συσχετισμών με δημοκρατικό τρόπο. Υπ' αυτές τις συνθήκες, μπορεί η πολιτική να γίνει κάτι άλλο από μία τεχνική της εξουσίας; Ναι, στο μέτρο που θα γινόταν η συνειδητή έκφραση των προσδοκιών και των συμφερόντων της μεγάλης πλειονότητας των ανθρώπων. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν η πάλη των «αποκάτω» δεν θα αφορά μόνο την άμυνα των δικών τους συμφερόντων αλλά και την υπεράσπιση ολόκληρης της κοινωνίας, καθώς θα επιδιώκουν την κατάργηση κάθε μορφής εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Αλλά ποιοι είναι οι «αποκάτω»; Ποιοι είναι αυτοί που αγωνίζονται για λογαριασμό ολόκληρης της κοινωνίας; Η αγωνιστική ευαισθησία και η υπεράσπιση της καθολικότητας κατοικεί στους απόκληρους, στο πλεονασματικό, υπεράριθμο και διαθέσιμο προς ανάλωση στοιχείο των αποκλεισμένων, των ανέργων και των μεταναστών, των θυμάτων της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Αυτό το «καταραμένο απόθεμα» εκφράζει τη νέα ριζοσπαστική καθολικότητα, το Ολον σε αντίθεση με τους «πάνω» που εκφράζουν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους.
Το θέμα, όμως, είναι αν μπορεί να υπάρξει η πολιτική οργάνωση και αντίσταση των πλανητικά απόκληρων, όταν διώκονται αμείλικτα στις κοινωνίες μετάβασης. Η περίπτωση της εκλογής της Κωνσταντίνας Κούνεβα μοιάζει με πολιτικό τροχιοδεικτικό που δείχνει στο μέλλον. Ενα μέλλον στο οποίο όλοι οι μετανάστες θα έχουν τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα των γηγενών και δεν θα ζουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και γκέτο. Γι' αυτά πρέπει να αγωνιστούμε όλοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου