Του Θωμα Τσαλαπατη...
Iσως να μην είναι τόσο παρακινδυνευμένος ο συλλογισμός πως
κάθε κουβέντα για το ποδόσφαιρο αποκτά διαφορετική χροιά
ύστερα από τις πρόσφατες δημοτικές εκλογές και τα
αποτελέσματα στον Βόλο και τον Πειραιά.
Όχι γιατί περάσαμε από μια εποχή αθωότητας σε μια διαφορετική εποχή εκμετάλλευσης, μετάφρασης του ποδοσφαίρου σε άμεσα και συγκεκριμένα κέρδη και οφέλη. Αλλά γιατί υπάρχουσες παθογένειες, ορατές από καιρό, απόκτησαν εξωστρέφεια, περιγράφηκαν ως αρετές και τελικά επικράτησαν σε ένα διαφορετικό πεδίο, ανοίγοντας άγνωστες και επικίνδυνες προοπτικές. Τα επιχειρηματικά συμφέροντα, η πολιτική, η διαφθορά, οι διαδρομές της νύχτας, οι οπαδικοί στρατοί, τα τάγματα εφόδου και η εκκλησία σε ρόλο αναπληρωματικού δεξιού εξτρέμ συναντιούνται στη σέντρα του γηπέδου, σε ζωντανή μετάδοση, σε ένα αγώνα χωρίς διαιτητές. Προβάλλοντας με τον κυνισμό του μόνιμου πρωταθλητή τα μελλοντικά κύπελλα της πιο λαοφιλούς δυστοπίας.
Η απλότητα και η αφέλεια που υπάρχουν ως προϋπόθεση για την διαδικασία παρακολούθησης κάθε θεάματος που προσφέρεται απλά για μια πρόχειρη τέρψη, μοιάζουν με μακρινό ανέκδοτο. Και το ποδόσφαιρο, άθλημα πιο κρίσιμο και από τη ρωσική ρουλέτα. Η φράση «άντε ψηφίσαμε, πάμε τώρα να δούμε Μουντιάλ», η οποία ακούστηκε συχνά ως επωδός στις διάφορες πολιτικές συζητήσεις, ενώ είχε ως πρόθεση την επιταγή παύσης του πολιτικού, στην πραγματικότητα ακολουθώντας μια τεθλασμένη διαδρομή εμπεριείχε ταυτόχρονα την άρση της επιταγής αυτής. Όχι μονάχα λόγω των αποτελεσμάτων που προέκυψαν από τις εκλογές, αλλά και λόγω των γεγονότων που προηγήθηκαν και συνοδεύουν τη διεξαγωγή του Μουντιάλ στην Βραζιλία.
Μουντιάλ και πολιτικές
Το μουντιάλ δεν ήταν ποτέ ανεξάρτητο της πολιτικής. Ξεκινώντας από το 1934 στην Ιταλία και την εμπλοκή του Μουσολίνι, περνώντας στο 1954 στην Ελβετία και το «Θαύμα της Βέρνης», με τη Δυτική Γερμανία να επουλώνει το μεταπολεμικό της γόητρο, φτάνοντας μέχρι τη δικτατορική Αργεντινή του 1978, με τις μαζικές εξαφανίσεις πολιτών, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του βρώμικου πολέμου να απέχουν λίγα χιλιόμετρα από τα γήπεδα και το καθεστώς να πιστώνεται κάθε νίκη της εθνικής ως προσωπικό θρίαμβο. Αυτό που μοιάζει πρωτόγνωρο με το φετινό Μουντιάλ στη Βραζιλία είναι το πώς για πρώτη φορά ένα λαϊκό θέαμα κατάφερε να προκαλέσει τέτοια λαϊκή δυσαρέσκεια. Και μάλιστα στην κατεξοχήν χώρα του ποδοσφαίρου. Ίσως γιατί η πραγματικότητα μισεί τα στερεότυπα (όπως ο Μπέος τον Σοπέν ή ο Μαρινάκης τις προτάσεις με πάνω από 5 λέξεις) ή ίσως γιατί οι ανάγκες επιβάλουν τις δικές τους προτεραιότητες.
Η Βραζιλία είναι μια από τις 10 μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο, σημειώνοντας ραγδαίους ρυθμούς ανάπτυξης τις τελευταίες δεκαετίες. Ταυτόχρονα είναι μια από τις χώρες με τις πιο έντονες κοινωνικές αντιθέσεις, με 34 εκατομμύρια ανέργους στις ηλικίες μεταξύ 18 με 25. Έπειτα από αρκετά χρόνια οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, η χώρα περνά μία δύσκολη περίοδο οικονομικής κάμψης και αύξησης του πληθωρισμού, και κυρίως των τιμών των ειδών διατροφής. Η διοργάνωση του Μουντιάλ (σε συνδυασμό με τους Ολυμπιακούς αγώνες του Ρίο το 2016), με τα υπέρογκα έξοδά της, ήρθε να συμπυκνώσει τον κοινωνικό αυτό παραλογισμό, να γίνει σύμβολό του και ταυτόχρονα αφορμή για μερικές από τις μεγαλύτερες πορείες που είδε η χώρα τις τελευταίες δεκαετίες.
Από τη Βραζιλιάνικη Άνοιξη στο Μουντιαλικό καλοκαίρι
Η Βραζιλιάνική Άνοιξη του 2013, με πάνω από 2 εκατομμύρια διαδηλωτές σε περισσότερες από 100 πόλεις, ξεκίνησε ως μια αντίδραση στην αύξηση των εισιτηρίων στα μέσα μεταφοράς (με αφορμή το Μουντιάλ), αλλά κατάφερε να συμπυκνώσει και να εκφράσει μια συνολικότερη αμφισβήτηση επιτυγχάνοντας πολλούς από τους στόχους της. Παρ’ όλα αυτά οι καθημερινές πορείες, οι συγκρούσεις με την αστυνομία (και ενίοτε με το στρατό στις φαβέλες) δεν έχουν σταματήσει μέχρι και σήμερα και απ’ όσο φαίνεται θα κρατήσουν για αρκετό καιρό μετά τις 12 Ιουνίου (ημερομηνία έναρξης των αγώνων).
Το σύνθημα «εκπαίδευση και στέγαση, όχι μουντιάλ» που ακούει κανείς καθημερινά στις πορείες εμπεριέχει το αυτονόητο των προτεραιοτήτων, αλλά ταυτόχρονα και το επιτακτικό των ελλείψεων. Η κυβέρνηση έχει ξοδέψει 6,5 δισ. λίρες για τη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ενώ υπάρχουν καταγγελίες για εμπλοκή των εταιριών που ανέλαβαν τα έργα σε προεκλογικές χρηματοδοτήσεις, καθώς και για υπέρογκες δαπάνες.
Ενδεικτικό της κακοδιαχείρισης είναι οι μεγάλες καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των εργασιών και απ’ όσο προβλέπεται μόνο το 30% των έργων υποδομής θα ολοκληρωθεί. Στα στοιχεία αυτά πρέπει να προστεθούν τα δεκάδες εργατικά ατυχήματα, η καταπάτηση δικαιωμάτων, οι άθλιες συνθήκες στα εργοτάξια με το 18ωρο να αποτελεί κοινό τόπο καθώς και η βίαιη εκδίωξη 250.000 ανθρώπων από φαβέλες που βρίσκονται κοντά σε στάδια. Λόγω όλων αυτών των συνθηκών, άλλωστε, προκύπτει και ένα από τα πιο κομβικά έξοδα των αγώνων: 150.000 αστυνομικοί, 20.000 στελέχη εταιριών προστασίας (με την Blackwater –γνωστή για το βρώμικο ρόλο της στον πόλεμο του Ιράκ- να πρωτοστατεί) , ελικόπτερα, αύρες τεθωρακισμένα.
Παρ’ όλη την κλιμάκωση της καταστολής, οι αντιδράσεις δεν μοιάζουν να κοπάζουν, ενώ διοργανώνονται φεστιβάλ ενάντια στο Μουντιάλ, πικετοφορίες, απεργίες καθηγητών, πυροσβεστών, οδηγών λεωφορείων, εργαζομένων σε μουσεία κ.α. Πρόσφατα οι Anonymous δημοσίευσαν μήνυμα στο οποίο ανακοίνωναν την πρόθεσή τους να χτυπήσουν χορηγούς του Παγκοσμίου κυπέλου, καθώς και υπουργεία της χώρας.
Με όρους τελείως διαφορετικούς τόσο στη Βραζιλία όσο και εδώ (όπως επίσης σε τόσες άλλες περιπτώσεις), το ποδόσφαιρο και υπερβιομηχανική του εκτίναξη γίνεται κομμάτι μιας αφήγησης η οποία, εκμεταλλευόμενη πάθη και επιθυμίες, κλίμακες και μεγέθη, κέρδη και υπερκέρδη, καταφέρνει να παρακάμψει τη δημοκρατία και να επιβάλει. Το θέαμα γίνεται κέντρο μιας διαδικασίας οικοδόμησης πολιτικών και επιχειρηματικών κύκλων που μεταμορφώνουν βεβαιότητες, δικαιώματα και ελευθερίες. Οι καιροί καλούν σε επαγρύπνηση. ή όπως θα έλεγε ο ποιητής: «πανέτοιμοι/ το μάτι εδώ εκεί/ να γρηγορούμε// μην αρχινίσουνε να πέφτουνε/ τα τέρματα/ βροχή/ και/ ηττηθούμε»
(στην εφημερίδα Εποχή)
Όχι γιατί περάσαμε από μια εποχή αθωότητας σε μια διαφορετική εποχή εκμετάλλευσης, μετάφρασης του ποδοσφαίρου σε άμεσα και συγκεκριμένα κέρδη και οφέλη. Αλλά γιατί υπάρχουσες παθογένειες, ορατές από καιρό, απόκτησαν εξωστρέφεια, περιγράφηκαν ως αρετές και τελικά επικράτησαν σε ένα διαφορετικό πεδίο, ανοίγοντας άγνωστες και επικίνδυνες προοπτικές. Τα επιχειρηματικά συμφέροντα, η πολιτική, η διαφθορά, οι διαδρομές της νύχτας, οι οπαδικοί στρατοί, τα τάγματα εφόδου και η εκκλησία σε ρόλο αναπληρωματικού δεξιού εξτρέμ συναντιούνται στη σέντρα του γηπέδου, σε ζωντανή μετάδοση, σε ένα αγώνα χωρίς διαιτητές. Προβάλλοντας με τον κυνισμό του μόνιμου πρωταθλητή τα μελλοντικά κύπελλα της πιο λαοφιλούς δυστοπίας.
Η απλότητα και η αφέλεια που υπάρχουν ως προϋπόθεση για την διαδικασία παρακολούθησης κάθε θεάματος που προσφέρεται απλά για μια πρόχειρη τέρψη, μοιάζουν με μακρινό ανέκδοτο. Και το ποδόσφαιρο, άθλημα πιο κρίσιμο και από τη ρωσική ρουλέτα. Η φράση «άντε ψηφίσαμε, πάμε τώρα να δούμε Μουντιάλ», η οποία ακούστηκε συχνά ως επωδός στις διάφορες πολιτικές συζητήσεις, ενώ είχε ως πρόθεση την επιταγή παύσης του πολιτικού, στην πραγματικότητα ακολουθώντας μια τεθλασμένη διαδρομή εμπεριείχε ταυτόχρονα την άρση της επιταγής αυτής. Όχι μονάχα λόγω των αποτελεσμάτων που προέκυψαν από τις εκλογές, αλλά και λόγω των γεγονότων που προηγήθηκαν και συνοδεύουν τη διεξαγωγή του Μουντιάλ στην Βραζιλία.
Μουντιάλ και πολιτικές
Το μουντιάλ δεν ήταν ποτέ ανεξάρτητο της πολιτικής. Ξεκινώντας από το 1934 στην Ιταλία και την εμπλοκή του Μουσολίνι, περνώντας στο 1954 στην Ελβετία και το «Θαύμα της Βέρνης», με τη Δυτική Γερμανία να επουλώνει το μεταπολεμικό της γόητρο, φτάνοντας μέχρι τη δικτατορική Αργεντινή του 1978, με τις μαζικές εξαφανίσεις πολιτών, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του βρώμικου πολέμου να απέχουν λίγα χιλιόμετρα από τα γήπεδα και το καθεστώς να πιστώνεται κάθε νίκη της εθνικής ως προσωπικό θρίαμβο. Αυτό που μοιάζει πρωτόγνωρο με το φετινό Μουντιάλ στη Βραζιλία είναι το πώς για πρώτη φορά ένα λαϊκό θέαμα κατάφερε να προκαλέσει τέτοια λαϊκή δυσαρέσκεια. Και μάλιστα στην κατεξοχήν χώρα του ποδοσφαίρου. Ίσως γιατί η πραγματικότητα μισεί τα στερεότυπα (όπως ο Μπέος τον Σοπέν ή ο Μαρινάκης τις προτάσεις με πάνω από 5 λέξεις) ή ίσως γιατί οι ανάγκες επιβάλουν τις δικές τους προτεραιότητες.
Η Βραζιλία είναι μια από τις 10 μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο, σημειώνοντας ραγδαίους ρυθμούς ανάπτυξης τις τελευταίες δεκαετίες. Ταυτόχρονα είναι μια από τις χώρες με τις πιο έντονες κοινωνικές αντιθέσεις, με 34 εκατομμύρια ανέργους στις ηλικίες μεταξύ 18 με 25. Έπειτα από αρκετά χρόνια οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, η χώρα περνά μία δύσκολη περίοδο οικονομικής κάμψης και αύξησης του πληθωρισμού, και κυρίως των τιμών των ειδών διατροφής. Η διοργάνωση του Μουντιάλ (σε συνδυασμό με τους Ολυμπιακούς αγώνες του Ρίο το 2016), με τα υπέρογκα έξοδά της, ήρθε να συμπυκνώσει τον κοινωνικό αυτό παραλογισμό, να γίνει σύμβολό του και ταυτόχρονα αφορμή για μερικές από τις μεγαλύτερες πορείες που είδε η χώρα τις τελευταίες δεκαετίες.
Από τη Βραζιλιάνικη Άνοιξη στο Μουντιαλικό καλοκαίρι
Η Βραζιλιάνική Άνοιξη του 2013, με πάνω από 2 εκατομμύρια διαδηλωτές σε περισσότερες από 100 πόλεις, ξεκίνησε ως μια αντίδραση στην αύξηση των εισιτηρίων στα μέσα μεταφοράς (με αφορμή το Μουντιάλ), αλλά κατάφερε να συμπυκνώσει και να εκφράσει μια συνολικότερη αμφισβήτηση επιτυγχάνοντας πολλούς από τους στόχους της. Παρ’ όλα αυτά οι καθημερινές πορείες, οι συγκρούσεις με την αστυνομία (και ενίοτε με το στρατό στις φαβέλες) δεν έχουν σταματήσει μέχρι και σήμερα και απ’ όσο φαίνεται θα κρατήσουν για αρκετό καιρό μετά τις 12 Ιουνίου (ημερομηνία έναρξης των αγώνων).
Το σύνθημα «εκπαίδευση και στέγαση, όχι μουντιάλ» που ακούει κανείς καθημερινά στις πορείες εμπεριέχει το αυτονόητο των προτεραιοτήτων, αλλά ταυτόχρονα και το επιτακτικό των ελλείψεων. Η κυβέρνηση έχει ξοδέψει 6,5 δισ. λίρες για τη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ενώ υπάρχουν καταγγελίες για εμπλοκή των εταιριών που ανέλαβαν τα έργα σε προεκλογικές χρηματοδοτήσεις, καθώς και για υπέρογκες δαπάνες.
Ενδεικτικό της κακοδιαχείρισης είναι οι μεγάλες καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των εργασιών και απ’ όσο προβλέπεται μόνο το 30% των έργων υποδομής θα ολοκληρωθεί. Στα στοιχεία αυτά πρέπει να προστεθούν τα δεκάδες εργατικά ατυχήματα, η καταπάτηση δικαιωμάτων, οι άθλιες συνθήκες στα εργοτάξια με το 18ωρο να αποτελεί κοινό τόπο καθώς και η βίαιη εκδίωξη 250.000 ανθρώπων από φαβέλες που βρίσκονται κοντά σε στάδια. Λόγω όλων αυτών των συνθηκών, άλλωστε, προκύπτει και ένα από τα πιο κομβικά έξοδα των αγώνων: 150.000 αστυνομικοί, 20.000 στελέχη εταιριών προστασίας (με την Blackwater –γνωστή για το βρώμικο ρόλο της στον πόλεμο του Ιράκ- να πρωτοστατεί) , ελικόπτερα, αύρες τεθωρακισμένα.
Παρ’ όλη την κλιμάκωση της καταστολής, οι αντιδράσεις δεν μοιάζουν να κοπάζουν, ενώ διοργανώνονται φεστιβάλ ενάντια στο Μουντιάλ, πικετοφορίες, απεργίες καθηγητών, πυροσβεστών, οδηγών λεωφορείων, εργαζομένων σε μουσεία κ.α. Πρόσφατα οι Anonymous δημοσίευσαν μήνυμα στο οποίο ανακοίνωναν την πρόθεσή τους να χτυπήσουν χορηγούς του Παγκοσμίου κυπέλου, καθώς και υπουργεία της χώρας.
Με όρους τελείως διαφορετικούς τόσο στη Βραζιλία όσο και εδώ (όπως επίσης σε τόσες άλλες περιπτώσεις), το ποδόσφαιρο και υπερβιομηχανική του εκτίναξη γίνεται κομμάτι μιας αφήγησης η οποία, εκμεταλλευόμενη πάθη και επιθυμίες, κλίμακες και μεγέθη, κέρδη και υπερκέρδη, καταφέρνει να παρακάμψει τη δημοκρατία και να επιβάλει. Το θέαμα γίνεται κέντρο μιας διαδικασίας οικοδόμησης πολιτικών και επιχειρηματικών κύκλων που μεταμορφώνουν βεβαιότητες, δικαιώματα και ελευθερίες. Οι καιροί καλούν σε επαγρύπνηση. ή όπως θα έλεγε ο ποιητής: «πανέτοιμοι/ το μάτι εδώ εκεί/ να γρηγορούμε// μην αρχινίσουνε να πέφτουνε/ τα τέρματα/ βροχή/ και/ ηττηθούμε»
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου