Το Βυτιο...
Με αφορμή τα όσα έγιναν με τη Δημουλά, γίναμε μάρτυρες μιας κατάστασης που τείνει να επαναλαμβάνεται. Κάποιος καλλιτέχνης, συγγραφέας ή πολιτικός γράφει ή λέει κάτι και αυτό αναπαράγεται στα κοινωνικά δίκτυα. Οι διάφοροι ανώνυμοι, ψευδώνυμοι και επώνυμοι του διαδικτύου κριτικάρουν σοβαρά, βρίζουν ή κοροϊδεύουν τη δήλωση. Μετά τον πρώτο μικροχαμό, αναλαμβάνουν δημοσιογράφοι και συνήθως ομότεχνοι του όποιου έκανε την αμφιλεγόμενη δήλωση, να νουθετήσουν, κουνώντας το δάχτυλο, τον όχλο των social media.
Διαδικτυακό λιντσάρισμα, υπερβολές, λαϊκισμός, bullying, υστερία, φασισμός, έλλειψη ανοχής στην διαφορετική άποψη. Αυτές είναι μερικές από τις κατηγορίες που αποδίδονται στους χρήστες των κοινωνικών δικτύων.
Αναρωτιέμαι τι θα σκέφτονταν οι επικριτές του όχλου, αν έμπαιναν σε ένα καφενείο την ώρα που η τηλεόραση παίζει ειδήσεις και παρατηρούσαν τις βρισιές, τα σιχτίρια και τις μούντζες επί δικαίων και αδίκων. Μία απ’ τις (πολλές) λειτουργίες του facebook ή του twitter είναι και αυτή η φαντασιακή επανασύσταση του καφενείου. Μεταξύ σοβαρού και αστείου, σχολιάζει ο καθένας, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο υπερβολικά, όπως άλλωστε αρμόζει σε μια παρέα που γλεντάει ή απλά σκοτώνει το χρόνο της. Το χιούμορ του καφενείου δεν είναι πάντα πετυχημένο, ούτε τα πειράγματα πάντοτε δίκαια ή καλοσυνάτα.
Ίσως η παραπάνω να είναι μια υπερβολικά επιεικής αντιμετώπιση του διαδικτυακού όχλου, αλλά απ’ την άλλη δυσκολεύομαι να καταλάβω την εμμονή στην υστερική μετριοπάθεια, τη σοβαροφάνεια και τον καθωσπρεπισμό που δείχνουν διάφοροι συγγραφείς και δημοσιογράφοι.
Αν θέλω να είμαι ειλικρινής, θα πρέπει να ομολογήσω ότι πιστεύω ότι το πρόβλημα δεν είναι η σφοδρότητα της επίθεσης, αλλά η επίθεση καθεαυτή. Οι μόνιμοι θαμώνες των τηλεοπτικών πάνελ και των σαλονιών των εφημερίδων βρίσκονται τον τελευταίο καιρό αντιμέτωποι με μια καινούρια κατάσταση. Το μικρόφωνο δεν ανοίγει μόνο για τις δικές του ατάκες. Οι «επώνυμοι» σχολιάζονται ποικιλοτρόπως και όχι πάντοτε με κομψότητα στα κοινωνικά δίκτυα.
Όμως αναρωτιέμαι πως γίνεται να επικεντρώνεις την προσοχή και την ευαισθησία σου σε αυτό το θέμα. Για παράδειγμα δεν μπορώ να συλλάβω ότι γράφονται άρθρα επί άρθρων για το bullying ή το «ηλεκτρονικό λιντσάρισμα» της ποιήτριας, την ώρα που ζούμε στη χώρα που ο ίδιος ο υπουργός, διαπόμπευε για μήνες, παρέα με τους τηλεοπτικούς συνδαιτυμόνες του, γυναίκες αδύναμες και άρρωστες. Τότε, δεν επρόκειτο για φασισμό και τραμπουκισμό, αλλά για υγειονομική βόμβα και ρεαλ πολιτίκ. Τώρα συγγραφείς και δημοσιογράφοι εξανίστανται για την τύχη που επεφύλασσε ο όχλος σε μια ποιήτρια που αν μη τι άλλο, δεν είναι άρρωστη και απροστάτευτη, αλλά έχει επί χρόνια δημόσιο βήμα και χώρο να μιλήσει η ίδια για τον εαυτό της.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει όταν κατηγορείται για λαϊκισμό η πλέμπα του διαδικτύου, στη χώρα που υπουργός του Πασόκ είπε το «μαζί τα φάγαμε» και συνέχισε να κυβερνά, στη χώρα που ο πρωθυπουργός, σύμφωνα με το MEGA, μίλησε με το Θεό.
Το μέτρο και την ισορροπία, δεν θα έπρεπε να τη αναζητάνε οι άνθρωποι αυτοί, στον όχλο του διαδικτύου που άλλοτε κάνει την πλάκα του, άλλοτε απλά ξεσπαθώνει και άλλοτε (μάλιστα αρκετά συχνά) κάνει σπουδαία πράγματα. Το μέτρο και την ισορροπία ας την αναζητήσουν στις επί χρόνια παρουσίες τους στα τηλεοπτικά πάνελ, στα εκλογικά βράδια στα κανάλια, όταν κάθονταν όλοι μαζί δίπλα σε όσους σήμερα διώκονται ποινικά ή κρύβονται σε μακρινές και εξωτικές χώρες. Το μέτρο και την ισορροπία ας την αναζητήσουν στον Σταύρο Θεοδωράκη τη στιγμή που γελάει, όταν Βορίδης αυτοαποκαλείται ακτιβιστής της δεξιάς ή τη στιγμή που ο ίδιος δημοσιογράφος παίρνει συνέντευξη πίνοντας απ’ την κούπα με το λογότυπο της Χρυσής Αυγής.
Όπως και να ‘χει όμως, θέλοντας και μη, μέχρι τουλάχιστον να κλείσει το internet ή να ρυθμιστεί ασφυκτικά στα πρότυπα άλλων καθεστώτων, οι μονόλογοι (και μαζί το a priori τεράστιο κύρος του δημοσίου προσώπου) έχουν τελειώσει. Το καφενείο έχει πρόσβαση στα μικρόφωνα και τώρα ακούγονται τα πάντα. Από άθλιες βρισιές μέχρι εμπεριστατωμένες κριτικές και υπέροχα ποιήματα. Ευτυχώς, θα συμπλήρωνα.
Διαδικτυακό λιντσάρισμα, υπερβολές, λαϊκισμός, bullying, υστερία, φασισμός, έλλειψη ανοχής στην διαφορετική άποψη. Αυτές είναι μερικές από τις κατηγορίες που αποδίδονται στους χρήστες των κοινωνικών δικτύων.
Αναρωτιέμαι τι θα σκέφτονταν οι επικριτές του όχλου, αν έμπαιναν σε ένα καφενείο την ώρα που η τηλεόραση παίζει ειδήσεις και παρατηρούσαν τις βρισιές, τα σιχτίρια και τις μούντζες επί δικαίων και αδίκων. Μία απ’ τις (πολλές) λειτουργίες του facebook ή του twitter είναι και αυτή η φαντασιακή επανασύσταση του καφενείου. Μεταξύ σοβαρού και αστείου, σχολιάζει ο καθένας, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο υπερβολικά, όπως άλλωστε αρμόζει σε μια παρέα που γλεντάει ή απλά σκοτώνει το χρόνο της. Το χιούμορ του καφενείου δεν είναι πάντα πετυχημένο, ούτε τα πειράγματα πάντοτε δίκαια ή καλοσυνάτα.
Ίσως η παραπάνω να είναι μια υπερβολικά επιεικής αντιμετώπιση του διαδικτυακού όχλου, αλλά απ’ την άλλη δυσκολεύομαι να καταλάβω την εμμονή στην υστερική μετριοπάθεια, τη σοβαροφάνεια και τον καθωσπρεπισμό που δείχνουν διάφοροι συγγραφείς και δημοσιογράφοι.
Αν θέλω να είμαι ειλικρινής, θα πρέπει να ομολογήσω ότι πιστεύω ότι το πρόβλημα δεν είναι η σφοδρότητα της επίθεσης, αλλά η επίθεση καθεαυτή. Οι μόνιμοι θαμώνες των τηλεοπτικών πάνελ και των σαλονιών των εφημερίδων βρίσκονται τον τελευταίο καιρό αντιμέτωποι με μια καινούρια κατάσταση. Το μικρόφωνο δεν ανοίγει μόνο για τις δικές του ατάκες. Οι «επώνυμοι» σχολιάζονται ποικιλοτρόπως και όχι πάντοτε με κομψότητα στα κοινωνικά δίκτυα.
Όμως αναρωτιέμαι πως γίνεται να επικεντρώνεις την προσοχή και την ευαισθησία σου σε αυτό το θέμα. Για παράδειγμα δεν μπορώ να συλλάβω ότι γράφονται άρθρα επί άρθρων για το bullying ή το «ηλεκτρονικό λιντσάρισμα» της ποιήτριας, την ώρα που ζούμε στη χώρα που ο ίδιος ο υπουργός, διαπόμπευε για μήνες, παρέα με τους τηλεοπτικούς συνδαιτυμόνες του, γυναίκες αδύναμες και άρρωστες. Τότε, δεν επρόκειτο για φασισμό και τραμπουκισμό, αλλά για υγειονομική βόμβα και ρεαλ πολιτίκ. Τώρα συγγραφείς και δημοσιογράφοι εξανίστανται για την τύχη που επεφύλασσε ο όχλος σε μια ποιήτρια που αν μη τι άλλο, δεν είναι άρρωστη και απροστάτευτη, αλλά έχει επί χρόνια δημόσιο βήμα και χώρο να μιλήσει η ίδια για τον εαυτό της.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει όταν κατηγορείται για λαϊκισμό η πλέμπα του διαδικτύου, στη χώρα που υπουργός του Πασόκ είπε το «μαζί τα φάγαμε» και συνέχισε να κυβερνά, στη χώρα που ο πρωθυπουργός, σύμφωνα με το MEGA, μίλησε με το Θεό.
Το μέτρο και την ισορροπία, δεν θα έπρεπε να τη αναζητάνε οι άνθρωποι αυτοί, στον όχλο του διαδικτύου που άλλοτε κάνει την πλάκα του, άλλοτε απλά ξεσπαθώνει και άλλοτε (μάλιστα αρκετά συχνά) κάνει σπουδαία πράγματα. Το μέτρο και την ισορροπία ας την αναζητήσουν στις επί χρόνια παρουσίες τους στα τηλεοπτικά πάνελ, στα εκλογικά βράδια στα κανάλια, όταν κάθονταν όλοι μαζί δίπλα σε όσους σήμερα διώκονται ποινικά ή κρύβονται σε μακρινές και εξωτικές χώρες. Το μέτρο και την ισορροπία ας την αναζητήσουν στον Σταύρο Θεοδωράκη τη στιγμή που γελάει, όταν Βορίδης αυτοαποκαλείται ακτιβιστής της δεξιάς ή τη στιγμή που ο ίδιος δημοσιογράφος παίρνει συνέντευξη πίνοντας απ’ την κούπα με το λογότυπο της Χρυσής Αυγής.
Όπως και να ‘χει όμως, θέλοντας και μη, μέχρι τουλάχιστον να κλείσει το internet ή να ρυθμιστεί ασφυκτικά στα πρότυπα άλλων καθεστώτων, οι μονόλογοι (και μαζί το a priori τεράστιο κύρος του δημοσίου προσώπου) έχουν τελειώσει. Το καφενείο έχει πρόσβαση στα μικρόφωνα και τώρα ακούγονται τα πάντα. Από άθλιες βρισιές μέχρι εμπεριστατωμένες κριτικές και υπέροχα ποιήματα. Ευτυχώς, θα συμπλήρωνα.
υγ. ποστίδιο παρασκευασμένο για τη Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου