του Νίκου Χειλά, απο το AlterThess...
Μωραίνει ο Κύριος ον βούλεται απολέσαι. Τον υποκινεί να κάνει πράξεις που δεν θέλει, να λέει πράγματα που δεν πιστεύει. Όπως, για παράδειγμα, τον Νίκο Δένδια, που άκουγε τις προάλλες τον εαυτό του να εξαγγέλλει ότι οι νέες ελληνικές εγκαταστάσεις ασύλου αποτελούν πρότυπο για την Ευρώπη.
Γεγονός είναι βέβαια ότι ο κ.Δένδιας δεν είναι για πρώτη φορά θύμα τέτοιων καψονιών. Το αντίθετο μάλιστα. Η καταδίκη του στην πολιτική μωρία είναι διαρκής. Με αποτέλεσμα να κάνει αδιάκοπα πράγματα, για τα οποία θα έπρεπε να ντρέπεται.
Σε αυτά δεν ανήκουν μόνο οι αμέτρητες ταπεινώσεις και χειροδικίες των αστυνομικών οργάνων του εις βάρος των ξένων, αλλά και τα περιβόητα κέντρα «φιλοξενίας». Το γεγονός ότι ορισμένα από αυτά εκσυγχρονίστηκαν τελευταία άλλαξε μόνο την εικόνα -όχι την ουσία τους. Οι κανονισμοί λειτουργίας τους, που εξασφαλίζουν κάποια δικαιώματα στους κρατούμενους, εφαρμόζονται πλημμελώς. Και οι συνθήκες κράτησης, όπως και η συμπεριφορά ορισμένων φρουρών, είναι συχνά κτηνώδεις. Αυτός είναι εξάλλου και ο λόγος, που τα γερμανικά δικαστήρια και όχι μόνο αρνούνται να ξαναστείλουν τους πρόσφυγες στην Ελλάδα, που είχαν βάλει καταρχάς πόδι στη χώρα μας και κατάφεραν στη συνέχεια να διαφύγουν στη Γερμανία.
Μπορεί βέβαια τέτοια κέντρα «φιλοξενία» να είναι σύννομα –με την τυπική έννοια του όρου. Στην πράξη όμως είναι τόποι ανελευθερίας, επειδή, όπως λένε οι νομικοί, είναι «εκτός ελευθερίας χώροι». Η λειτουργία τους χαρακτηρίζεται όχι από τους κανόνες του κράτους δικαίου, αλλά από πλήρη αυθαιρεσία. Στα κελιά, στους διαδρόμους και τις αυλές τους υπερισχύει το δίκιο του φρουρού –που είναι ενίοτε και ιδιωτικός–, και όχι του κράτους δικαίου.
Τέτοια κέντρα δεν έχουν φυσικά καμιά απολύτως σχέση με τα κλασικά (ναζιστικά) στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αυτά είναι πάρεργα αυταρχικών καθεστώτων: η βία στο εσωτερικό τους αναπαράγει τη βία που ασκείται και έξω από αυτά. Δεν έχουν καν σχέση με στρατόπεδα συγκέντρωσης τύπου Γκουαντάναμο, όπου η αυθαίρετη κράτηση βρίσκεται σε αντίθεση με το δημοκρατικό καθεστώς που τα περιβάλει. Από την άλλη όμως δεν είναι αμελητέα φαινόμενα, αλλά το απότοκο ενός κράτους, που έχει «ξεσαλώσει» έχοντας υποστεί προηγουμένως φοβερή δομική στρέβλωση με τρία κύρια χαρακτηριστικά: Πρώτον, τη ξενοφοβία ως κρατικό δόγμα, δεύτερον, την προσαρμογή της νομοθεσίας στον αγώνα κατά των «λαθρομεταναστών» και τρίτον, στη χρησιμοποίηση του μεγαλύτερου μέρους των αστυνομικών δυνάμεων ως μέσο για την «ανακατάληψη των πόλεων μας από τους ξένους» (Αντώνης Σαμαράς). Τα κέντρα κράτησης είναι ακριβώς η συμπύκνωση αυτής της ξενοφοβίας. Με κρατούμενους, οι οποίοι δεν κρίνονται μόνο ως απλοί παραβάτες του μεταναστευτικού δικαίου, αλλά και ως πηγή μυρίων κακών, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η άμεση απειλή κατά της ασφάλειας της χώρας.
Το θέμα έχει όμως και μια γεωπολιτική πτυχή. Οι δρόμοι των προσφύγων από την Αφρική και την Ασία οδηγούν τα τελευταία χρόνια, ως γνωστό, κυρίως προς τα ελληνικά σύνορα. Κι αυτό έχει γίνει το μέσο για τα πιο απίθανα διπλωματικά παζάρια, που γίνονται φυσικά εις βάρος των μεταναστών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με πρωτεργάτρια την Επίτροπο για τις εσωτερικές υποθέσεις Σεσίλια Μάλμστρομ, μετατρέπει την Ελλάδα σε πελώριο ευρωπαϊκό ανάχωμα χρησιμοποιώντας γι αυτό όλο και πιο μοντέρνα τεχνολογικά μέσα – μεταξύ άλλων και δορυφόρους. Η Ελλάδα επιζητεί γι αυτό ανταλλάγματα κυρίως στο οικονομικό πεδίο. Και η Τουρκία, όπως έδειξε η πρόσφατη συνάντηση του τούρκου υπουργού εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου με το γερμανό ομόλογό του Γκίντο Βεστερβέλε στο Βερολίνο, δηλώνει πρόθυμη να κρατήσει τους πρόσφυγες στο έδαφός της, αν της δοθεί ως αντίτιμο το άνοιγμα νέων κεφαλαίων στις διαπραγματεύσεις για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Με αυτά και άλλα ως φόντο είναι φανερό, ότι οι εγκαταστάσεις ασύλου που «αποτελούν πρότυπο για την Ευρώπη» δεν πρόκειται να έχουν ευεργετικές επιπτώσεις σε εκείνους που χρειάζονται το άσυλο. Στην καλύτερη περίπτωση θα χρησιμοποιηθούν ως φύλλο συκής για τα κακώς κείμενα, στη χειρότερη ως άλλοθι για περαιτέρω αγριότητες.
Και το χειρότερο: Οι πολιτικές δυνάμεις που τάσσονται κατά της ξενοφοβίας, ιδίως οι αριστερές, δεν φαίνεται να έχουν αντιληφθεί ακόμη την ιδιοτυπία του ξενοφοβικού κράτους. Το ΚΚΕ τη βλέπει, θολά και αόριστα, ως ένα είδος «φυσικής» απόφυσης του αστικού κράτους, ο ΣΥΡΙΖΑ ως λίαν επικίνδυνο μεν, αλλά προσωρινό φαινόμενο. Έτσι τους διαφεύγει ότι οι ξενοφοβικές δομές τείνουν να παγιοποιηθούν γινόμενες το κύριο όργανο δίωξης των ξένων (τα ποικιλώνυμα σώματα ασφαλείας είναι αριθμητικά, οργανωτικά και εξοπλιστικά ασύγκριτα ισχυρότερα από τα «μπουλούκια» της Χρυσής Αυγής) και ότι αυτό δηλητηριάζει και την εσωτερική πολιτική της χώρας.
Το κύριο βάρος της υπεράσπισης των προσφύγων πέφτει έτσι σε μη πολιτικές οργανώσεις, όπως η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ και η Επιτροπή Υπεράσπισης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Όμως αυτό δεν φτάνει. Οι ξένοι χρειάζονται επειγόντως και πολιτική στήριξη. Διαφορετικά θα παραμένουν έρμαιο της ξενοφοβίας –και ενός υπουργού, ο οποίος μπορεί να ακούει ίσως τελευταία στον ύπνο, ή στο ξύπνιο του φωνές υπέρ καλύτερων εγκαταστάσεων για τους ξένους, στην πράξη όμως παραμένει απηνής διώκτης τους.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο «Βήμα»
Θεϊκό καψόνι, όραμα, ή αυθυποβολή; Ποιος ξέρει. Το πρόγραμμα ανασυγκρότησης των υπηρεσιών ασύλου έχει πάντως σύμφωνα με τους ειδικούς, και θετικά στοιχεία. Το θέμα είναι αν, πότε και πως θα υλοποιηθούν. Μέχρι τώρα -με εξαίρεση τα κτίρια για τις διοικητικές υπηρεσίες στο καταπατημένο από το υπουργείο του κ.Δένδια οικόπεδο της ΕΡΤ στην οδό Κατεχάκη- δεν έχει μπει τίποτα σε εφαρμογή. Και από όσο ξέρουμε, οι εξαγγελίες του ίδιου υπουργού προς όφελος των ξένων ήταν καις στο παρελθόν λόγια του αέρα.
Σε αυτά δεν ανήκουν μόνο οι αμέτρητες ταπεινώσεις και χειροδικίες των αστυνομικών οργάνων του εις βάρος των ξένων, αλλά και τα περιβόητα κέντρα «φιλοξενίας». Το γεγονός ότι ορισμένα από αυτά εκσυγχρονίστηκαν τελευταία άλλαξε μόνο την εικόνα -όχι την ουσία τους. Οι κανονισμοί λειτουργίας τους, που εξασφαλίζουν κάποια δικαιώματα στους κρατούμενους, εφαρμόζονται πλημμελώς. Και οι συνθήκες κράτησης, όπως και η συμπεριφορά ορισμένων φρουρών, είναι συχνά κτηνώδεις. Αυτός είναι εξάλλου και ο λόγος, που τα γερμανικά δικαστήρια και όχι μόνο αρνούνται να ξαναστείλουν τους πρόσφυγες στην Ελλάδα, που είχαν βάλει καταρχάς πόδι στη χώρα μας και κατάφεραν στη συνέχεια να διαφύγουν στη Γερμανία.
Μπορεί βέβαια τέτοια κέντρα «φιλοξενία» να είναι σύννομα –με την τυπική έννοια του όρου. Στην πράξη όμως είναι τόποι ανελευθερίας, επειδή, όπως λένε οι νομικοί, είναι «εκτός ελευθερίας χώροι». Η λειτουργία τους χαρακτηρίζεται όχι από τους κανόνες του κράτους δικαίου, αλλά από πλήρη αυθαιρεσία. Στα κελιά, στους διαδρόμους και τις αυλές τους υπερισχύει το δίκιο του φρουρού –που είναι ενίοτε και ιδιωτικός–, και όχι του κράτους δικαίου.
Τέτοια κέντρα δεν έχουν φυσικά καμιά απολύτως σχέση με τα κλασικά (ναζιστικά) στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αυτά είναι πάρεργα αυταρχικών καθεστώτων: η βία στο εσωτερικό τους αναπαράγει τη βία που ασκείται και έξω από αυτά. Δεν έχουν καν σχέση με στρατόπεδα συγκέντρωσης τύπου Γκουαντάναμο, όπου η αυθαίρετη κράτηση βρίσκεται σε αντίθεση με το δημοκρατικό καθεστώς που τα περιβάλει. Από την άλλη όμως δεν είναι αμελητέα φαινόμενα, αλλά το απότοκο ενός κράτους, που έχει «ξεσαλώσει» έχοντας υποστεί προηγουμένως φοβερή δομική στρέβλωση με τρία κύρια χαρακτηριστικά: Πρώτον, τη ξενοφοβία ως κρατικό δόγμα, δεύτερον, την προσαρμογή της νομοθεσίας στον αγώνα κατά των «λαθρομεταναστών» και τρίτον, στη χρησιμοποίηση του μεγαλύτερου μέρους των αστυνομικών δυνάμεων ως μέσο για την «ανακατάληψη των πόλεων μας από τους ξένους» (Αντώνης Σαμαράς). Τα κέντρα κράτησης είναι ακριβώς η συμπύκνωση αυτής της ξενοφοβίας. Με κρατούμενους, οι οποίοι δεν κρίνονται μόνο ως απλοί παραβάτες του μεταναστευτικού δικαίου, αλλά και ως πηγή μυρίων κακών, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η άμεση απειλή κατά της ασφάλειας της χώρας.
Το θέμα έχει όμως και μια γεωπολιτική πτυχή. Οι δρόμοι των προσφύγων από την Αφρική και την Ασία οδηγούν τα τελευταία χρόνια, ως γνωστό, κυρίως προς τα ελληνικά σύνορα. Κι αυτό έχει γίνει το μέσο για τα πιο απίθανα διπλωματικά παζάρια, που γίνονται φυσικά εις βάρος των μεταναστών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με πρωτεργάτρια την Επίτροπο για τις εσωτερικές υποθέσεις Σεσίλια Μάλμστρομ, μετατρέπει την Ελλάδα σε πελώριο ευρωπαϊκό ανάχωμα χρησιμοποιώντας γι αυτό όλο και πιο μοντέρνα τεχνολογικά μέσα – μεταξύ άλλων και δορυφόρους. Η Ελλάδα επιζητεί γι αυτό ανταλλάγματα κυρίως στο οικονομικό πεδίο. Και η Τουρκία, όπως έδειξε η πρόσφατη συνάντηση του τούρκου υπουργού εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου με το γερμανό ομόλογό του Γκίντο Βεστερβέλε στο Βερολίνο, δηλώνει πρόθυμη να κρατήσει τους πρόσφυγες στο έδαφός της, αν της δοθεί ως αντίτιμο το άνοιγμα νέων κεφαλαίων στις διαπραγματεύσεις για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Με αυτά και άλλα ως φόντο είναι φανερό, ότι οι εγκαταστάσεις ασύλου που «αποτελούν πρότυπο για την Ευρώπη» δεν πρόκειται να έχουν ευεργετικές επιπτώσεις σε εκείνους που χρειάζονται το άσυλο. Στην καλύτερη περίπτωση θα χρησιμοποιηθούν ως φύλλο συκής για τα κακώς κείμενα, στη χειρότερη ως άλλοθι για περαιτέρω αγριότητες.
Και το χειρότερο: Οι πολιτικές δυνάμεις που τάσσονται κατά της ξενοφοβίας, ιδίως οι αριστερές, δεν φαίνεται να έχουν αντιληφθεί ακόμη την ιδιοτυπία του ξενοφοβικού κράτους. Το ΚΚΕ τη βλέπει, θολά και αόριστα, ως ένα είδος «φυσικής» απόφυσης του αστικού κράτους, ο ΣΥΡΙΖΑ ως λίαν επικίνδυνο μεν, αλλά προσωρινό φαινόμενο. Έτσι τους διαφεύγει ότι οι ξενοφοβικές δομές τείνουν να παγιοποιηθούν γινόμενες το κύριο όργανο δίωξης των ξένων (τα ποικιλώνυμα σώματα ασφαλείας είναι αριθμητικά, οργανωτικά και εξοπλιστικά ασύγκριτα ισχυρότερα από τα «μπουλούκια» της Χρυσής Αυγής) και ότι αυτό δηλητηριάζει και την εσωτερική πολιτική της χώρας.
Το κύριο βάρος της υπεράσπισης των προσφύγων πέφτει έτσι σε μη πολιτικές οργανώσεις, όπως η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ και η Επιτροπή Υπεράσπισης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Όμως αυτό δεν φτάνει. Οι ξένοι χρειάζονται επειγόντως και πολιτική στήριξη. Διαφορετικά θα παραμένουν έρμαιο της ξενοφοβίας –και ενός υπουργού, ο οποίος μπορεί να ακούει ίσως τελευταία στον ύπνο, ή στο ξύπνιο του φωνές υπέρ καλύτερων εγκαταστάσεων για τους ξένους, στην πράξη όμως παραμένει απηνής διώκτης τους.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο «Βήμα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου