Το βιβλίο: Κώστα Μπουρναζάκη «Α. Σικελιανός. Συνεντεύξεις και συνομιλίες», εκδ. Βικελαίας Βιβλιοθήκης. Σε συνέντευξη για το περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, 5 Μαϊου 1945, ο Δημήτρης Φωτιάδης ρωτάει τον ιεροφάντη ποιητή: Ποια ήτανε τα συναισθήματά σας όταν αντικρύσατε τον πρώτο Γερμανό στρατιώτη; Λέει ο Σικελιανός:
»Τον πνευματικό άνθρωπο ποτέ δεν τον προκαταλαβαίνουνε τα γεγονότα. Τα βλέπει καθαρά να ‘ρχονται, με ‘βραδυσεισμική’ ή μ’ απότομη ‘σεισμική’ εκδήλωση, μεσ’ από τη γενική πνευματική μαζί και ιστορική πορεία της ανθρωπότητας. Γι’ αυτό και σπεύδω να Σας πω: Ο Μουσολίνι κι ο Χίτλερ δεν ήτανε για μένα ξαφνικά και απλά ‘συμπτωματικά’ φαινόμενα ή επιφαινόμενα της εποχής μας. Τους είχε προετοιμάσει το γενικότερο πνεύμα του αιώνα μας στη Δύση. [...]
»Να τι ένιωσα και νιώθω ολοένα απ’ τη στγμή που αντίκρισα τον πρώτο Γερμανό στρατιώτη στην Ελλάδα: Αγανάκτηση, αηδία κ’ ευθύνη, απροσμέτρητη πνευματική και ηθική ευθύνη για το μέλλον».
Παρακάτω. Τα Χριστούγεννα του 1952 ο Ηλίας Βενέζης γράφει στη Νέα Εστία μια ανάμνηση από τον Αγγελο Σικελιανό: πώς ένα χειμωνιάτικο βράδυ του 1949, σ΄ένα δείπνο φίλων, ηχογράφησαν τη φωνή του. Η ηχογράφηση ενσωματώθηκε σε δίωρο ντοκιμαντέρ των Τ. Ψαρρά-Κ. Μπουρναζάκη για τον Σικελιανό, στην ΕΤ1, και τώρα απόκειται στο ψηφιακό αρχείο της πρώην ΕΡΤ, κάπου. Γράφει ο Βενέζης:
«Δόξα σοι ο Θεός, εκείνη η ταινία με τη φωνή του σώθηκε. Σε σπάνιες ώρες, σε ώρες ανάγκης της ψυχής, παίρνω την κόρη μου κοντά μου, το παιδί γυρίζει το κουμπί στο μηχάνημα, ο Σικελιανός αρχίζει να μιλάη για τις ρίζες τις πρώτες και αν λέη στίχους. Ολα τότε γίνονται δύναμη και διάρκεια. Δύναμη και διάρκεια ελληνική. [...] Λέει η φωνή:
―Ημουνα είκοσι χρονώ παιδί. Τότε έφυγα εγώ στην Αίγυπτο, πήγα στην έρημο, και σε μια τέντα μέσα έγραψα τον Αλαφροΐσκιωτο σε μια βδομάδα. Πρίν φύγω στην έρημο είπα στην Εύα [Πάλμερ - σ.σ.]. Ημουν πολύ αγνός, πολύ τίμιος ώστε να ψευσθώ απέναντι ενός πράγματος που θα διαρκέσει όσο κι η ζωή μου. Της λέω: ‘Να παντρευτούμε; Ακουσε, της λέω. Εγώ τώρα γνωρίζω τη ζωή, τώρα μόλις την αναπνέω. Καταλαβαίνω τον εαυτό μου ότι θα κάνω πολλά πράματα που ίσως να μη σ’ αρέσουν. Νομίζω καλύτερα να μην παντρευτούμε’. Και την άφησα εκείνο το χάραμα κι έφυγα για την Αίγυπτο. Επήγα, έγραψα τον Αλαφροΐσκιωτο, κι όταν γύρισα ρωτώ και για την Εύα και για την αδερφή μου. [...] Η Εύα είχε πάει στη Λευκάδα σαν έφυγα στην Αίγυπτο, είχε πέσει στα γόνατα του πατέρα μου και της μητέρας μου και τους είπε: ‘Εγώ θα μείνω εδώ σα θυγατέρα σας, ωσότου θελήση καμιά φορά, μα σε δέκα, μα σε είκοσι χρόνια, να γυρίση. Δεχθήτε με να μείνω’.
Λοιπόν επήγα, έφταξα στις οχτώ η ώρα το πρωί. Η Εύα είχε γίνει πετσί και κόκκαλο. Εως τις εννιά είχε παχύνει, είχε αποχτήσει χρώμα, μια ζωντάνια απέραντη. Και κατά τις δέκα πήγαμε στον ελαιώνα της Λευκάδας…
»Ο Σικελιανός στάθηκε λίγο.
― Αυτή ήτανε η ζωή, είπε.
»Υστερα άρχισε να μιλά για τα μαλλιά της Εύας, που ήταν, λέει κοκκινωνά, και που κατέβαιναν τόσο κάτω απ΄τη φτέρνα της, και πώς τα έλουζε τα μαλλιά. Κι ύστερα, σχεδόν απότομα, άρχισε ν’ απαγγέλη απ’ το Διγενή. Το Διγενή το δικό του, θέλοντας ίσως να συνδέση την αρχή αρχή του ―τους χρόνους της Ερήμου και του Αλαφροΐσκιωτου όπου τον είχε τραβήξει η μνήμη― με τους ύστατους χρόνους του.
… Γύμνωσε ξάφνου το σπαθί
και τέτοια λάμψη είχε χυθεί
πα’ στη λεπίδα του, που λες Αρχάγγελος
απ’ τις ψηλές τις σφαίρες εκατέβαινε
να διαλαλήση αιώνιαν άνοιξη
κρατώντας μυγδαλιάς μακρί κλωνάρι …»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου