του Νικου Χειλα, απο το Βημα...
Στυφοί, στεγνοί, αγέλαστοι: Αν το κλείσιμο της ΕΡΤ ανέδειξε κάτι πλήρως είναι το πόσο άχαροι είναι οι πρωταγωνιστές της πλέον δικομματικής κυβέρνησης. Εικόνα της συμφοράς. Αν κάνουν κάποιο σοβαρό επικοινωνιακό λάθος οι υπεύθυνοι προγράμματος της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, αυτό είναι ότι δεν δείχνουν πιο συχνά τα πρόσωπά τους. Κυρίως βουβά και αμίλητα. Η σύγκρισή τους με τις απερίγραπτα ζωντανές μορφές των δημοσιογράφων και πολιτών που κατακλύζουν τελευταία τις οθόνες και τα προαύλιά της θα τόνιζαν ακόμα περισσότερο την παντοειδή έλλειψη χάρης.
Η φυσιογνωμική αυτή «διαταραχή» δεν είναι τυχαία. Είναι ο τελευταίος κρίκος μιας αλυσίδας δυσλειτουργιών (ψυχολογική, διανοητική, αισθητική, κλπ.), που έχει ως γενεσιουργό αιτία το μνημόνιο. Οι εφαρμοστές του προφανώς δεν το θέλουν πραγματικά, ή δεν το αντέχουν πλέον με τίποτα – με αποτέλεσμα αυτό να διαταράσσει την εσωτερική ισορροπία τους και να παραμορφώνει εν τέλει και την εμφάνισή τους. Το ότι συνεχίζουν να το υπερασπίζονται με φαιδρές παρόλες περί «σωτηρίας της πατρίδας» (όπως το έκανε ο Κωστής Χατζηδάκης τη νύχτα της περασμένης Πέμπτης εξερχόμενος από το μέγαρο Μαξίμου) κάνει ακόμα πιο άχαρη τη θέα τους.
Εκείνο που κάνει όμως ακόμα σκοτεινότερα τα πρόσωπά τους είναι η πολιτική πρακτική τους. Αυτή θυμίζει πολύ τη θεωρία που παρουσίασε το 1932 ο γερμανός συνταγματολόγος Κάρλ Σμιτ στο περίφημο βιβλίο του: «Η έννοια της πολιτικής». Σε αυτό αναπτύσσει κοντολογής την ιδέα, ότι η πολιτική είναι η συνεχής και αδυσώπητη μάχη ανάμεσα σε ομάδες «φίλων» και «εχθρών», ή, για την ακρίβεια, (όπως γράφει ο ίδιος χρησιμοποιώντας τον αρχαιοελληνικό όρο) «πολέμιων», και η οποία τείνει συνεχώς να καταλήξει σε αιματηρή σύγκρουση - πόλεμο. Αυτό, προσθέτει, ισχύει όχι μόνο για την εξωτερική πολιτική (τη σχέση κρατών), αλλά και για την εσωτερική, τη σχέση άγρια αντιμαχόμενων κομμάτων. Εχθρότητα με το τσουβάλι: Αυτή, γράφει, είναι «η οντολογική άρνηση μιας άλλης ύπαρξης». Και η μοιραία συνέπειά της είναι ο πόλεμος, ως η «μόνο η ακραία πραγμάτωση της εχθρότητας» - που στο εσωτερικό μιας χώρας παίρνει τη μορφή εμφύλιας σύρραξης.
Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι: Η φρασεολογία του «πολέμου» εγκαινιάστηκε το 2010 από το Πασοκ, μετά την εκλογική του νίκη και τη διαπίστωση, μέσω στόματος Γιώργου Παπανδρέου, ότι το ελληνικό κράτος είναι χρεοκοπημένο. Ο Γιώργος Φλωρίδης και ο Ευάγγελος Βενιζέλος της έδωσαν στη συνέχεια τέτοια έμφαση, που δημιουργούσε σε πολλούς την εντύπωση, ότι η χώρα βρίσκεται σε κατάσταση πολιορκίας.
Ο όρος «εχθροί» είναι όμως σπεσιαλιτέ της Νέας Δημοκρατίας. Αυτοί ήταν καταρχάς οι ξένοι, που, σύμφωνα με τον Αντώνη Σαμαρά, είχαν καταλάβει τις πόλεις μας. Πάνω σε αυτόν στηρίχθηκαν οι προεκλογικοί αγώνες του κόμματός του το Μάιο και τον Ιούνιο του 2012. Και πάνω του επίσης οικοδομήθηκε ένα πρωτοφανές στα ελληνικά χρονικά ξενοφοβικό κράτος, που ξεπερνά σε αναλγησία και το διεθνώς «ξεφωνημένο» ουγγρικό.
Η Νέα Δημοκρατία ήταν στη συνέχεια και το πρώτο κόμμα, που άρχισε πρακτικά τον «πόλεμο» κατά των «εχθρών». Και δη λίαν αποτελεσματικά: Ο Νίκος «πρώτος τη τάξει άχαρος» Δένδιας, που εκτελεί την κατηγορική προσταγή του πρωθυπουργού για «ανακατάληψη των πόλεων από τους ξένους», θεωρείται, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, από τους πιο επιτυχημένους υπουργούς της κυβέρνησης.
Στο δρόμο που χάραξε ο υπουργός «προστασίας» του πολίτη κατά των ξένων, κινείται τώρα και ο Αντώνης Σαμαράς - κατά των ντόπιων. Η επίθεση εναντίον των εχθρών της «αμαρτωλής» ΕΡΤ είναι προφανώς η αρχή. Στο στόχαστρό του βρίσκονται ήδη και άλλες «αμαρτωλές» επαγγελματικές και κοινωνικές ομάδες, όπως εξάγεται από τις δηλώσεις του, ότι θα συνεχίσει με την ίδια ακλόνητη αποφασιστικότητα τις «μεταρρυθμίσεις».
Παραμένοντας στην κυβέρνηση το Πασοκ, ειρήσθω εν παρόδω, επωμίζεται έτσι στο ακέραιο και τις εχθροπραξίες της Νέας Δημοκρατίας. Η διαπίστωση του, ότι αυτό δεν κάνει, αλλά μιλά απλώς για πόλεμο, δεν πείθει. Αν δεν συμφωνεί με τη διεξαγωγή του, θα έπρεπε να αποχωρήσει από την κυβέρνηση, όπως το έκανε και η ΔΗΜΑΡ. Παραμονή σε αυτήν επιφέρει αυτόματα τη συνενοχή.
Δεν είναι βέβαια μόνο ο Καρλ Σμιτ που μας γυρίζει στην εποχή του Μεσοπολέμου. Διάφοροι αναλυτές έχουν επισημάνει εκπληκτικές ομοιότητες ανάμεσα στην Ελλάδα των τελευταίων τριών χρόνων και της τριετίας 1930-1932 στη Γερμανία της Βαϊμάρης υπό τον καγκελάριο Χάινριχ Μπρούνινγκ: τεράστιο εξωτερικό χρέος, φοβερή πολιτική πόλωση, μαζική ανεργία, αυταρχικό κράτος.
Ακόμα μεγαλύτερη σημασία έχει όμως η επισήμανση των διαφορών: Το ότι το ελληνικό χρέος, για παράδειγμα, δεν είναι αποτέλεσμα πολεμικών επιχειρήσεων, αλλά ειρηνικών συναλλαγών, ότι η εξυπηρέτησή του δεν επιβάλλεται με στρατιωτικά τελεσίγραφα, αλλά με συμμαχικά μνημόνια, ότι οι ευρωπαίοι εταίροι έχουν αποφασίσει να κρατήσουν την Ελλάδα στην ευρωζώνη με αποτέλεσμα το κοινό νόμισμα να φρενάρει τον αχαλίνωτο πληθωρισμό που οργίαζε στη μεσοπολεμική Γερμανία, και πάει λέγοντας.
Και το βασικότερο από κοινοβουλευτική άποψη: Η Ελλάδα υποφέρει από μια πολύ πιο ήπια μορφή αυταρχισμού, από ότι εκείνη της Βαϊμάρης: Οι πράξεις νομοθετικού περιεχόμενου, που πέφτουν βροχή τους τελευταίους μήνες, δεν συγκρίνονται σε τίποτα, από την άποψη της βλάβης των κοινοβουλευτικών θεσμών, με τα αναγκαστικά διατάγματα (Notverordnungen) του 1930-32 – τα πρώτα περνάνε τελικά έστω και με καθυστέρηση από τον έλεγχο και την έγκριση της Βουλής, τα δεύτερα δεν περνούσαν ούτε έξω από το κοινοβούλιο. Στη σημερινή Ελλάδα έχουμε να κάνουμε με μια τάση διολίσθησης στον αυταρχισμό, η τότε Γερμανία βρισκόταν ήδη με το ενάμιση πόδι σε καθεστώς εκτάκτου ανάγκης.
Αυτό δεν εμποδίζει τον Αντώνη Σαμαρά να παριστάνει τον πολιτικό που ξέρει να «καθαρίζει» κατά το δοκούν – κλείνοντας σήμερα την «αμαρτωλή» ΕΡΤ, και αύριο ίσως τη Λυρική Σκηνή, ή οτιδήποτε άλλο δεν θεωρεί αναμάρτητο: το Εθνικό Θέατρο, το Μέγαρο Μουσικής, το ΑΠΕ, το ΚΕΠΕ, τα πανεπιστήμια, συμπεριλαμβανομένων και των λαϊκών.
Έτσι μετατρέπεται σε κακέκτυπο του «κυρίαρχου» (ηγεμόνα), εκείνου δηλαδή, που, σύμφωνα πάντα με τον Καρλ Σμιτ, «έχει τη δύναμη να επιβάλει το καθεστώς εκτάκτου ανάγκης».
Τέτοιο καθεστώς δεν υπάρχει όμως, ούτε και πρόκειται να υπάρξει στο ορατό μέλλον στη χώρα μας – αυτό δεν το επιτρέπει ούτε ο ελληνικός λαός, που διαθέτει, όπως δείχνει η αντίδρασή του στο κλείσιμο της ΕΡΤ, τεράστιο δημοκρατικό δυναμικό, ούτε το ευρωπαϊκό κατεστημένο, που δεν θέλει να δει να ξανανοίγουν οι ασκοί του αντιδημοκρατικού Αιόλου στην ήπειρό μας.
Αυτό που υπάρχει σίγουρα είναι το μνημόνιο, που επιβάλει κυρίως οικονομικούς στόχους, όχι πολιτικούς. Οι κοινοβουλευτικές εκτροπές, που το συνοδεύουν, συνιστούν παράπλευρες απώλειες, δεν αντιστοιχούν όμως στο γράμμα του μνημονίου. Από αυτή την άποψη, ο «εχθρός» λαός - χωρίς να κοιμάται ήσυχα - δεν θα πρέπει να φοβάται μια γενικευμένη εκτροπή.
Στην πραγματικότητα βέβαια, ούτε και ο Αντώνης Σαμαράς θέλει να γίνει «κυρίαρχος», ή έστω κάτι παρόμοιο με τον όντως αυταρχικό πρωθυπουργό της Ουγγαρίας Βίκτωρ Ούρμπαν. Αυτό φάνηκε και κατά τη (μερική) άτακτη υποχώρησή του στο θέμα της ΕΡΤ. Εξάλλου, ο «ηγεμονισμός» αντιτίθεται στη «μαλακή» φύση του και θα περιοριστεί μάλλον στο ορατό μέλλον στο επίπεδο της ρητορικής. Επιπλέον, είναι και θέμα γοήτρου: Και μόνο η εκτέλεση του μνημονίου φτάνει για να τον κάνει αθεράπευτα άχαρο – κάθε υπέρβασή του προς την κατεύθυνση του αυταρχισμού θα μετατρέψει τη δημόσια εικόνα του σε καρικατούρα.
«Να κάνουμε γελωτοθεραπεία» ως αντίδοτο στα χάλια που μας έχουν φέρει ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του, πρότεινε μια από τις υπέροχες ηθοποιούς που εμφανίστηκαν τις προάλλες στο προαύλιο του Ραδιομεγάρου. Γέλιο στο σπίτι, στο δρόμο, μπροστά στη Βουλή. Καλή πρόταση, αλλά ανεφάρμοστη. Είναι αδύνατο να γελάς με άχαρους πολιτικούς, που, μην πιστεύοντας πραγματικά στα όσα πράττουν, δεν αποκτούν μόνο ξινισμένα πρόσωπα, αλλά κινδυνεύουν και από τη «χρυσή» και από άλλες ψυχοσωματικές ασθένειες. Ευκολότερο είναι να τους κλαις – για το κακό που κάνουν και σε μας, και στους ίδιους τους εαυτούς τους.
P.S.: Ένα άλλο, πραγματικά σοβαρό σφάλμα που κάνουν οι υπεύθυνοι προγράμματος της ΕΡΤ, είναι ο τρόπος που προβάλλουν τη διαχρονική συνέχεια της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Ορισμένα από τα ντοκουμέντα που χρησιμοποιούν είναι ρεπορτάζ που διαφημίζουν την ΥΕΝΕΔ την εποχή της χούντας – ένα πρώτο δείχνει μερικούς αξιωματικούς να επιθεωρούν τους πομπούς του σταθμού, ένα δεύτερο εκφωνήτριες σε δοκιμαστικά, ένα τρίτο, από το 1968, ένα χαζοχαρούμενο σκετς με τους Άλκη Στέα, Αλίκη Βουγιουκλάκη και Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Η αιτιολογία για την προβολή τους είναι ότι ανήκουν κι αυτά στην ιστορία της ΕΡΤ και γι αυτό δεν μπορούν να διαγραφούν.
Μπορεί όμως κάλλιστα να μην προβληθούν. Δεν συνιστά κάθε ιστορία τίτλο τιμής. Υπάρχει ιστορία και ιστορία. Γι αυτή την εποχή της χούντας των συνταγματαρχών, πρέπει να ντρεπόμαστε, για εκείνη, μετά την πτώση της χούντας, μπορούμε να είμαστε περήφανοι. Αυτή αποτελεί τη μοναδική πολιτιστική κληρονομιά της ΕΡΤ. Και αυτά θα έπρεπε επίσης να προβάλλεται σήμερα, ως απόδειξη της δημοκρατικής της ταυτότητας. Τα προϊόντα των άμυαλων συνεργατών της ΥΕΝΕΔ, καθώς και οι «φάτσες» των στρατιωτικών αφεντικών της, ανήκουν σε άλλη κληρονομιά. Κι αυτή δηλητηριάζει το τρέχον κλίμα της δημοκρατικής ευφορίας, και προσβάλει τόσο τους εργαζόμενους της ΕΡΤ, που επιδιώκουν την ανασύσταση της εταιρίας, όσο και τους εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, που τους υποστηρίζουν. Διαφήμιση της νέας δημοκρατικής ΕΡΤ με χουντικά διαφημιστικά σποτ; Απαράδεκτο οξύμωρο, που πρέπει αμέσως να σταματήσει!
Η φυσιογνωμική αυτή «διαταραχή» δεν είναι τυχαία. Είναι ο τελευταίος κρίκος μιας αλυσίδας δυσλειτουργιών (ψυχολογική, διανοητική, αισθητική, κλπ.), που έχει ως γενεσιουργό αιτία το μνημόνιο. Οι εφαρμοστές του προφανώς δεν το θέλουν πραγματικά, ή δεν το αντέχουν πλέον με τίποτα – με αποτέλεσμα αυτό να διαταράσσει την εσωτερική ισορροπία τους και να παραμορφώνει εν τέλει και την εμφάνισή τους. Το ότι συνεχίζουν να το υπερασπίζονται με φαιδρές παρόλες περί «σωτηρίας της πατρίδας» (όπως το έκανε ο Κωστής Χατζηδάκης τη νύχτα της περασμένης Πέμπτης εξερχόμενος από το μέγαρο Μαξίμου) κάνει ακόμα πιο άχαρη τη θέα τους.
Εκείνο που κάνει όμως ακόμα σκοτεινότερα τα πρόσωπά τους είναι η πολιτική πρακτική τους. Αυτή θυμίζει πολύ τη θεωρία που παρουσίασε το 1932 ο γερμανός συνταγματολόγος Κάρλ Σμιτ στο περίφημο βιβλίο του: «Η έννοια της πολιτικής». Σε αυτό αναπτύσσει κοντολογής την ιδέα, ότι η πολιτική είναι η συνεχής και αδυσώπητη μάχη ανάμεσα σε ομάδες «φίλων» και «εχθρών», ή, για την ακρίβεια, (όπως γράφει ο ίδιος χρησιμοποιώντας τον αρχαιοελληνικό όρο) «πολέμιων», και η οποία τείνει συνεχώς να καταλήξει σε αιματηρή σύγκρουση - πόλεμο. Αυτό, προσθέτει, ισχύει όχι μόνο για την εξωτερική πολιτική (τη σχέση κρατών), αλλά και για την εσωτερική, τη σχέση άγρια αντιμαχόμενων κομμάτων. Εχθρότητα με το τσουβάλι: Αυτή, γράφει, είναι «η οντολογική άρνηση μιας άλλης ύπαρξης». Και η μοιραία συνέπειά της είναι ο πόλεμος, ως η «μόνο η ακραία πραγμάτωση της εχθρότητας» - που στο εσωτερικό μιας χώρας παίρνει τη μορφή εμφύλιας σύρραξης.
Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι: Η φρασεολογία του «πολέμου» εγκαινιάστηκε το 2010 από το Πασοκ, μετά την εκλογική του νίκη και τη διαπίστωση, μέσω στόματος Γιώργου Παπανδρέου, ότι το ελληνικό κράτος είναι χρεοκοπημένο. Ο Γιώργος Φλωρίδης και ο Ευάγγελος Βενιζέλος της έδωσαν στη συνέχεια τέτοια έμφαση, που δημιουργούσε σε πολλούς την εντύπωση, ότι η χώρα βρίσκεται σε κατάσταση πολιορκίας.
Ο όρος «εχθροί» είναι όμως σπεσιαλιτέ της Νέας Δημοκρατίας. Αυτοί ήταν καταρχάς οι ξένοι, που, σύμφωνα με τον Αντώνη Σαμαρά, είχαν καταλάβει τις πόλεις μας. Πάνω σε αυτόν στηρίχθηκαν οι προεκλογικοί αγώνες του κόμματός του το Μάιο και τον Ιούνιο του 2012. Και πάνω του επίσης οικοδομήθηκε ένα πρωτοφανές στα ελληνικά χρονικά ξενοφοβικό κράτος, που ξεπερνά σε αναλγησία και το διεθνώς «ξεφωνημένο» ουγγρικό.
Η Νέα Δημοκρατία ήταν στη συνέχεια και το πρώτο κόμμα, που άρχισε πρακτικά τον «πόλεμο» κατά των «εχθρών». Και δη λίαν αποτελεσματικά: Ο Νίκος «πρώτος τη τάξει άχαρος» Δένδιας, που εκτελεί την κατηγορική προσταγή του πρωθυπουργού για «ανακατάληψη των πόλεων από τους ξένους», θεωρείται, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, από τους πιο επιτυχημένους υπουργούς της κυβέρνησης.
Στο δρόμο που χάραξε ο υπουργός «προστασίας» του πολίτη κατά των ξένων, κινείται τώρα και ο Αντώνης Σαμαράς - κατά των ντόπιων. Η επίθεση εναντίον των εχθρών της «αμαρτωλής» ΕΡΤ είναι προφανώς η αρχή. Στο στόχαστρό του βρίσκονται ήδη και άλλες «αμαρτωλές» επαγγελματικές και κοινωνικές ομάδες, όπως εξάγεται από τις δηλώσεις του, ότι θα συνεχίσει με την ίδια ακλόνητη αποφασιστικότητα τις «μεταρρυθμίσεις».
Παραμένοντας στην κυβέρνηση το Πασοκ, ειρήσθω εν παρόδω, επωμίζεται έτσι στο ακέραιο και τις εχθροπραξίες της Νέας Δημοκρατίας. Η διαπίστωση του, ότι αυτό δεν κάνει, αλλά μιλά απλώς για πόλεμο, δεν πείθει. Αν δεν συμφωνεί με τη διεξαγωγή του, θα έπρεπε να αποχωρήσει από την κυβέρνηση, όπως το έκανε και η ΔΗΜΑΡ. Παραμονή σε αυτήν επιφέρει αυτόματα τη συνενοχή.
Δεν είναι βέβαια μόνο ο Καρλ Σμιτ που μας γυρίζει στην εποχή του Μεσοπολέμου. Διάφοροι αναλυτές έχουν επισημάνει εκπληκτικές ομοιότητες ανάμεσα στην Ελλάδα των τελευταίων τριών χρόνων και της τριετίας 1930-1932 στη Γερμανία της Βαϊμάρης υπό τον καγκελάριο Χάινριχ Μπρούνινγκ: τεράστιο εξωτερικό χρέος, φοβερή πολιτική πόλωση, μαζική ανεργία, αυταρχικό κράτος.
Ακόμα μεγαλύτερη σημασία έχει όμως η επισήμανση των διαφορών: Το ότι το ελληνικό χρέος, για παράδειγμα, δεν είναι αποτέλεσμα πολεμικών επιχειρήσεων, αλλά ειρηνικών συναλλαγών, ότι η εξυπηρέτησή του δεν επιβάλλεται με στρατιωτικά τελεσίγραφα, αλλά με συμμαχικά μνημόνια, ότι οι ευρωπαίοι εταίροι έχουν αποφασίσει να κρατήσουν την Ελλάδα στην ευρωζώνη με αποτέλεσμα το κοινό νόμισμα να φρενάρει τον αχαλίνωτο πληθωρισμό που οργίαζε στη μεσοπολεμική Γερμανία, και πάει λέγοντας.
Και το βασικότερο από κοινοβουλευτική άποψη: Η Ελλάδα υποφέρει από μια πολύ πιο ήπια μορφή αυταρχισμού, από ότι εκείνη της Βαϊμάρης: Οι πράξεις νομοθετικού περιεχόμενου, που πέφτουν βροχή τους τελευταίους μήνες, δεν συγκρίνονται σε τίποτα, από την άποψη της βλάβης των κοινοβουλευτικών θεσμών, με τα αναγκαστικά διατάγματα (Notverordnungen) του 1930-32 – τα πρώτα περνάνε τελικά έστω και με καθυστέρηση από τον έλεγχο και την έγκριση της Βουλής, τα δεύτερα δεν περνούσαν ούτε έξω από το κοινοβούλιο. Στη σημερινή Ελλάδα έχουμε να κάνουμε με μια τάση διολίσθησης στον αυταρχισμό, η τότε Γερμανία βρισκόταν ήδη με το ενάμιση πόδι σε καθεστώς εκτάκτου ανάγκης.
Αυτό δεν εμποδίζει τον Αντώνη Σαμαρά να παριστάνει τον πολιτικό που ξέρει να «καθαρίζει» κατά το δοκούν – κλείνοντας σήμερα την «αμαρτωλή» ΕΡΤ, και αύριο ίσως τη Λυρική Σκηνή, ή οτιδήποτε άλλο δεν θεωρεί αναμάρτητο: το Εθνικό Θέατρο, το Μέγαρο Μουσικής, το ΑΠΕ, το ΚΕΠΕ, τα πανεπιστήμια, συμπεριλαμβανομένων και των λαϊκών.
Έτσι μετατρέπεται σε κακέκτυπο του «κυρίαρχου» (ηγεμόνα), εκείνου δηλαδή, που, σύμφωνα πάντα με τον Καρλ Σμιτ, «έχει τη δύναμη να επιβάλει το καθεστώς εκτάκτου ανάγκης».
Τέτοιο καθεστώς δεν υπάρχει όμως, ούτε και πρόκειται να υπάρξει στο ορατό μέλλον στη χώρα μας – αυτό δεν το επιτρέπει ούτε ο ελληνικός λαός, που διαθέτει, όπως δείχνει η αντίδρασή του στο κλείσιμο της ΕΡΤ, τεράστιο δημοκρατικό δυναμικό, ούτε το ευρωπαϊκό κατεστημένο, που δεν θέλει να δει να ξανανοίγουν οι ασκοί του αντιδημοκρατικού Αιόλου στην ήπειρό μας.
Αυτό που υπάρχει σίγουρα είναι το μνημόνιο, που επιβάλει κυρίως οικονομικούς στόχους, όχι πολιτικούς. Οι κοινοβουλευτικές εκτροπές, που το συνοδεύουν, συνιστούν παράπλευρες απώλειες, δεν αντιστοιχούν όμως στο γράμμα του μνημονίου. Από αυτή την άποψη, ο «εχθρός» λαός - χωρίς να κοιμάται ήσυχα - δεν θα πρέπει να φοβάται μια γενικευμένη εκτροπή.
Στην πραγματικότητα βέβαια, ούτε και ο Αντώνης Σαμαράς θέλει να γίνει «κυρίαρχος», ή έστω κάτι παρόμοιο με τον όντως αυταρχικό πρωθυπουργό της Ουγγαρίας Βίκτωρ Ούρμπαν. Αυτό φάνηκε και κατά τη (μερική) άτακτη υποχώρησή του στο θέμα της ΕΡΤ. Εξάλλου, ο «ηγεμονισμός» αντιτίθεται στη «μαλακή» φύση του και θα περιοριστεί μάλλον στο ορατό μέλλον στο επίπεδο της ρητορικής. Επιπλέον, είναι και θέμα γοήτρου: Και μόνο η εκτέλεση του μνημονίου φτάνει για να τον κάνει αθεράπευτα άχαρο – κάθε υπέρβασή του προς την κατεύθυνση του αυταρχισμού θα μετατρέψει τη δημόσια εικόνα του σε καρικατούρα.
«Να κάνουμε γελωτοθεραπεία» ως αντίδοτο στα χάλια που μας έχουν φέρει ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του, πρότεινε μια από τις υπέροχες ηθοποιούς που εμφανίστηκαν τις προάλλες στο προαύλιο του Ραδιομεγάρου. Γέλιο στο σπίτι, στο δρόμο, μπροστά στη Βουλή. Καλή πρόταση, αλλά ανεφάρμοστη. Είναι αδύνατο να γελάς με άχαρους πολιτικούς, που, μην πιστεύοντας πραγματικά στα όσα πράττουν, δεν αποκτούν μόνο ξινισμένα πρόσωπα, αλλά κινδυνεύουν και από τη «χρυσή» και από άλλες ψυχοσωματικές ασθένειες. Ευκολότερο είναι να τους κλαις – για το κακό που κάνουν και σε μας, και στους ίδιους τους εαυτούς τους.
P.S.: Ένα άλλο, πραγματικά σοβαρό σφάλμα που κάνουν οι υπεύθυνοι προγράμματος της ΕΡΤ, είναι ο τρόπος που προβάλλουν τη διαχρονική συνέχεια της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Ορισμένα από τα ντοκουμέντα που χρησιμοποιούν είναι ρεπορτάζ που διαφημίζουν την ΥΕΝΕΔ την εποχή της χούντας – ένα πρώτο δείχνει μερικούς αξιωματικούς να επιθεωρούν τους πομπούς του σταθμού, ένα δεύτερο εκφωνήτριες σε δοκιμαστικά, ένα τρίτο, από το 1968, ένα χαζοχαρούμενο σκετς με τους Άλκη Στέα, Αλίκη Βουγιουκλάκη και Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Η αιτιολογία για την προβολή τους είναι ότι ανήκουν κι αυτά στην ιστορία της ΕΡΤ και γι αυτό δεν μπορούν να διαγραφούν.
Μπορεί όμως κάλλιστα να μην προβληθούν. Δεν συνιστά κάθε ιστορία τίτλο τιμής. Υπάρχει ιστορία και ιστορία. Γι αυτή την εποχή της χούντας των συνταγματαρχών, πρέπει να ντρεπόμαστε, για εκείνη, μετά την πτώση της χούντας, μπορούμε να είμαστε περήφανοι. Αυτή αποτελεί τη μοναδική πολιτιστική κληρονομιά της ΕΡΤ. Και αυτά θα έπρεπε επίσης να προβάλλεται σήμερα, ως απόδειξη της δημοκρατικής της ταυτότητας. Τα προϊόντα των άμυαλων συνεργατών της ΥΕΝΕΔ, καθώς και οι «φάτσες» των στρατιωτικών αφεντικών της, ανήκουν σε άλλη κληρονομιά. Κι αυτή δηλητηριάζει το τρέχον κλίμα της δημοκρατικής ευφορίας, και προσβάλει τόσο τους εργαζόμενους της ΕΡΤ, που επιδιώκουν την ανασύσταση της εταιρίας, όσο και τους εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, που τους υποστηρίζουν. Διαφήμιση της νέας δημοκρατικής ΕΡΤ με χουντικά διαφημιστικά σποτ; Απαράδεκτο οξύμωρο, που πρέπει αμέσως να σταματήσει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου