του Γιαννη Αλμπανη, απο το Red NoteBook...
Κουβέλης όπως Καρατζαφέρης; Το ερώτημα διατυπώθηκε από πολλούς μετά την απόφαση της ΔΗΜΑΡ να εγκαταλείψει την κυβέρνηση Σαμαρά. Το σενάριο της απίσχνανσης του κόμματος μετά την αιφνίδια αλλαγή γραμμής του, μοιάζει όντως πολύ πιθανό, όπως άλλωστε έγινε και με το ΛΑΟΣ. Ο χρόνος θα δείξει αν τελικά ο Φώτης Κουβέλης θα μπορέσει να συγκρατήσει εκείνη την κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων που απαιτούνται για την κοινοβουλευτική επιβίωσή του. Ωστόσο, ανεξαρτήτως του εκλογικού αποτελέσματος, μπορούμε να ισχυριστούμε με αρκετή σιγουριά ότι το πολιτικό σχέδιο που εξέφρασε η ΔΗΜΑΡ, είναι πλέον νεκρό. Είτε σβήσει από τον πολιτικό χάρτη είτε επιχειρήσει να προσεγγίσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως δυνάμει κυβερνητικός εταίρος του, το μόνο βέβαιο είναι ότι η ΔΗΜΑΡ δεν θα μπορεί πλέον να συντάσσει πλέον την πολιτική της στη βάση της κεντρικής αντίληψης πάνω στην οποία οικοδομήθηκε όχι μόνο η ίδια (από την εποχή της Ανανεωτικής Πτέρυγας του Συνασπισμού) όσο και το σύνολο αυτού που σχηματικά θα μπορούσαμε να ονομάσουμε “εκσυγχρονιστική Αριστερά”.
Η κεντρική ιδέα της ΔΗΜΑΡ
Ποια είναι όμως αυτή η θεμελιώδης ιδέα της εκσυγχρονιστικής αριστεράς; Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να την συνοψίσουμε στο ότι αποδεχόμενη τον παγκοσμιοποιημένο νεοφιλελευθερισμό ως ανυπέρβλητο πλαίσιο για την άσκηση πολιτικής, η Αριστερά θα μπορούσε να βρει καινούργιο πολιτικό ρόλο, αν συγκροτούταν ως δύναμη λείανσης των πιο ακραίων συνεπειών της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας, αν επαναδιατύπωνε με νέους όρους το κοινωνικό συμβόλαιο κατεβάζοντας τον πήχυ των εργατικών δικαιωμάτων, καθώς και αν διαμόρφωνε εντέλει νέες σχέσεις κοινωνικής εκπροσώπησης μέσα στον καινούργιο κόσμο που δημιούργησε ο θρίαμβος της αγοράς. Εν ολίγοις, μια νέου τύπου “σοσιαλδημοκρατία” που θα επιδίωκε την οικοδόμηση μιας ορισμένης κοινωνικής προστασίας, έχοντας όμως ως αφετηρία τα “κεκτημένα” της αγοράς μετά την αντεπίθεση που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ΄70, και όχι τα “κεκτημένα” των εργαζομένων, έτσι όπως αυτά διαμορφώθηκαν στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους. Μετά την κρίση και την επιβολή του Μνημονίου, η κεντρική ιδέα της ΔΗΜΑΡ εξελίχθηκε στην επιδίωξη της λείανση των πιο ακραίων πολιτικών που επέβαλλε η τρόικα, της στοιχειώδους προστασίας των πιο φτωχών, καθώς και τη διάσωσης κάποιων στοιχείων κοινωνικού κράτους, έχοντας βέβαια ως αφετηρία τη αντίληψη ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από το Μνημόνιο. Ένα χρόνο στην κυβέρνηση, η ΔΗΜΑΡ δεν μπορεί να υπερηφανευτεί ούτε για μια, ελάχιστη έστω, βελτίωση του προγράμματος της τρόικας.
Τα αίτια μιας αποτυχίας
Νομίζω ότι θα ήταν λάθος να απέδιδε κανείς την προφανή αποτυχία της ΔΗΜΑΡ στην έλλειψη ικανοτήτων ή αποφασιστικότητας των στελεχών της. Μάλλον θα πρέπει να αναζητήσουμε την αιτία όχι στους όποιους χειρισμούς, αλλά στο ότι ευθύ εξαρχής το σχέδιο ήταν καταδικασμένο. Η έλλειψη ελεύθερου πολιτικού πεδίου, η απουσία κοινωνικού χώρου αναφοράς, και η πρωτοφανής κοινωνικοπολιτική πόλωση που έχει διαμορφωθεί μετά την επιβολή του Μνημονίου, κατέστησαν απολύτως ανεδαφικό τον “ρεαλισμό” της ΔΗΜΑΡ.
Έτσι κι αλλιώς, ήδη από τα χρόνια της Θάτσερ και του Ρήγκαν, το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα, δηλαδή η επιβολή της λογικής της αγοράς σε όλον τον κοινωνικό βίο, είναι τελείως ανελαστικό. Αποτελεί μια οικουμενική ολότητα που δεν επιτρέπει τη διαπραγμάτευση επιμέρους πτυχών του ή την πολιτική διαμεσολάβηση που αποσκοπεί στην τροποποίηση του. Συγκροτείται γύρω από την αντίληψη ότι η παραμικρή επιμέρους υποχώρηση μπορεί να θέσει σε κίνδυνο το συνολικό σχέδιο. Γι΄ αυτό και από τη στιγμή που οι σοσιαλδημορκάτες αποδέχτηκαν το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, αναιρέθηκε η διαφοροποίηση τους από τη Δεξιά· γι΄ αυτό και οι νεοφιλελεύθεροι (για να θυμηθούμε ένα κείμενο του Νέγκρι από τα 1995) μετατρέπουν σε κεντρική πολιτική μάχη (υπαρξιακή θα έλεγε κανείς...) κάθε επιμέρους κοινωνική σύγκρουση.
Ιδιαίτερα μετά την κρίση, όταν έγινε σαφές στις ευρωπαϊκές κυρίαρχες τάξεις ότι η διατήρηση της κυριαρχίας τους περνάει από το μνημονιακό blitzkrieg σε βάρος “των από κάτω”, η “διαπραγμάτευση” και η “βελτίωση” δεν ήταν απλά ανέφικτες, αλλά μετατράπηκαν σε κακόγουστα αστεία. Στον ένα χρόνο της τρικομματικής κυβέρνησης επιβεβαιώθηκε ότι δεν μπορεί να υπάρξει διαπραγμάτευση ή βελτίωση του Μνημονίου. Ακόμα και υπό τη διαρκή απειλή της κοινωνικής έκρηξης και της ανόδου στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η τρόικα δεν έδωσε την παραμικρή “αβάντα” στην τρικομματική κυβέρνηση. Και πώς θα μπορούσε να κάνει αλλιώς, όταν η τόσο βίαη υποτίμηση της εργασίας που συνιστά το Μνημόνιο, δεν γίνεται να επιτευχθεί παρά με τον πλέον αδιάλλακτο, ανελαστικό και αυταρχικό τρόπο, δηλαδή με την ίδια τη φαλκίδευση της δημοκρατίας; Tο μνημονιακό πλαίσιο δεν άφησε το παραμικρό ελεύθερο πολιτικό πεδίο για την πρόταση της ΔΗΜΑΡ.
Πέρα όμως από την έλλειψη ελεύθερου πολιτικού πεδίου, η ΔΗΜΑΡ σκόνταψε επίσης στην απουσία κοινωνικού χώρου αναφοράς καθώς και στην πρωτοφανή κοινωνικοπολιτική πόλωση. Από τη στιγμή που δεν μπορούσε στοιχειωδώς να επηρεάσει την επιβεβλημένη από την τρόικα κυβερνητική πολιτική, είναι εύλογο να μην υπάρξει κάποια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα που να βλέπει στην ΔΗΜΑΡ τον πολιτικό εκπρόσωπο των συμφερόντων της. Ακόμα χειρότερα, όταν η κοινωνία και η πολιτική παίρνουν ολοένα και περισσότερο τη μορφή δύο αντιμαχόμενων στρατοπέδων, καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής η θέση όποιου δεν ταυτίζεται με το ένα ή το άλλο, κι επιθυμεί να παίξει το ρόλο της γέφυρας. Την ώρα της μεγάλης σύγκρουσης δεν υπάρχει χώρος για ενδιάμεσους. Στον ένα χρόνο της τρικομματικής κυβέρνησης, η ΔΗΜΑΡ κατάφερε να θεωρηθεί είτε αδύναμος κρίκος είτε “πέμπτη φάλαγγα” από τους καθεστωτικούς μνημονιακούς, την ίδια στιγμή που είχε γίνει το κόκκινο πανί της άλλης πλευράς, ως δύναμη που πρόδωσε τις αξίες της Αριστεράς. Ακόμα και αν θεωρήσουμε υπερβολικές τις εκατέρωθεν κατηγορίες, μπορούμε με πειστικότητα να παρατηρήσουμε ότι το μόνο που κέρδισε η ΔΗΜΑΡ από τη συμμετοχή της στην κυβέρνηση, ήταν φθορά από όλες τις μεριές, πράγμα που τελικά οδήγησε και στην απόφαση για αποχώρηση.
Είναι πραγματικά οξύμωρο το ότι αποδείχτηκε απολύτως μη ρεαλιστική η πολιτική πρόταση της ΔΗΜΑΡ, η οποία είχε στηρίξει όλη την επιχερηματολογία της (από την εποχή ακόμα της Ανανεωτικής Πτέρυγας του Συνασπισμού) στο ότι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ουτοπικό καθώς και στο ότι η Αριστερά έπρεπε να υιοθετήσει “ρεαλιστικές” θέσεις... Ωστόσο, τα συμπεράσματα από την αποτυχία της ΔΗΜΑΡ δεν αφορούν μόνο την ίδια. Σε μια συγκυρία όπου η κρίση παίρνει την έννοια που είχε στην αρχαία τραγωδία, γίνεται δηλαδή στιγμή της επιλογής μεταξύ διαφορετικών δρόμων που οδηγούν σε αντίθετες κατευθύνσεις, δεν υπάρχει χώρος για ενδιάμεσες λύσεις και συμβιβασμούς. Η ήδη διχασμένη ταξικά κοινωνία διχοτομείται και πολιτικά με βάση δύο ανταγωνιστικές αντιλήψεις για το πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί η κρίση: Η μία διαμορφώνεται από το δίπολο αγορά-αυταρχισμός, ενώ η άλλη από το αλληλεγγύη-δημοκρατία. Μεταξύ τους δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός και γι΄ αυτό δεν μπορεί να υπάρξει κι ενδιάμεσος πολιτικός χώρος .
Η κεντρική ιδέα της ΔΗΜΑΡ
Ποια είναι όμως αυτή η θεμελιώδης ιδέα της εκσυγχρονιστικής αριστεράς; Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να την συνοψίσουμε στο ότι αποδεχόμενη τον παγκοσμιοποιημένο νεοφιλελευθερισμό ως ανυπέρβλητο πλαίσιο για την άσκηση πολιτικής, η Αριστερά θα μπορούσε να βρει καινούργιο πολιτικό ρόλο, αν συγκροτούταν ως δύναμη λείανσης των πιο ακραίων συνεπειών της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας, αν επαναδιατύπωνε με νέους όρους το κοινωνικό συμβόλαιο κατεβάζοντας τον πήχυ των εργατικών δικαιωμάτων, καθώς και αν διαμόρφωνε εντέλει νέες σχέσεις κοινωνικής εκπροσώπησης μέσα στον καινούργιο κόσμο που δημιούργησε ο θρίαμβος της αγοράς. Εν ολίγοις, μια νέου τύπου “σοσιαλδημοκρατία” που θα επιδίωκε την οικοδόμηση μιας ορισμένης κοινωνικής προστασίας, έχοντας όμως ως αφετηρία τα “κεκτημένα” της αγοράς μετά την αντεπίθεση που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ΄70, και όχι τα “κεκτημένα” των εργαζομένων, έτσι όπως αυτά διαμορφώθηκαν στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους. Μετά την κρίση και την επιβολή του Μνημονίου, η κεντρική ιδέα της ΔΗΜΑΡ εξελίχθηκε στην επιδίωξη της λείανση των πιο ακραίων πολιτικών που επέβαλλε η τρόικα, της στοιχειώδους προστασίας των πιο φτωχών, καθώς και τη διάσωσης κάποιων στοιχείων κοινωνικού κράτους, έχοντας βέβαια ως αφετηρία τη αντίληψη ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από το Μνημόνιο. Ένα χρόνο στην κυβέρνηση, η ΔΗΜΑΡ δεν μπορεί να υπερηφανευτεί ούτε για μια, ελάχιστη έστω, βελτίωση του προγράμματος της τρόικας.
Τα αίτια μιας αποτυχίας
Νομίζω ότι θα ήταν λάθος να απέδιδε κανείς την προφανή αποτυχία της ΔΗΜΑΡ στην έλλειψη ικανοτήτων ή αποφασιστικότητας των στελεχών της. Μάλλον θα πρέπει να αναζητήσουμε την αιτία όχι στους όποιους χειρισμούς, αλλά στο ότι ευθύ εξαρχής το σχέδιο ήταν καταδικασμένο. Η έλλειψη ελεύθερου πολιτικού πεδίου, η απουσία κοινωνικού χώρου αναφοράς, και η πρωτοφανής κοινωνικοπολιτική πόλωση που έχει διαμορφωθεί μετά την επιβολή του Μνημονίου, κατέστησαν απολύτως ανεδαφικό τον “ρεαλισμό” της ΔΗΜΑΡ.
Έτσι κι αλλιώς, ήδη από τα χρόνια της Θάτσερ και του Ρήγκαν, το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα, δηλαδή η επιβολή της λογικής της αγοράς σε όλον τον κοινωνικό βίο, είναι τελείως ανελαστικό. Αποτελεί μια οικουμενική ολότητα που δεν επιτρέπει τη διαπραγμάτευση επιμέρους πτυχών του ή την πολιτική διαμεσολάβηση που αποσκοπεί στην τροποποίηση του. Συγκροτείται γύρω από την αντίληψη ότι η παραμικρή επιμέρους υποχώρηση μπορεί να θέσει σε κίνδυνο το συνολικό σχέδιο. Γι΄ αυτό και από τη στιγμή που οι σοσιαλδημορκάτες αποδέχτηκαν το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, αναιρέθηκε η διαφοροποίηση τους από τη Δεξιά· γι΄ αυτό και οι νεοφιλελεύθεροι (για να θυμηθούμε ένα κείμενο του Νέγκρι από τα 1995) μετατρέπουν σε κεντρική πολιτική μάχη (υπαρξιακή θα έλεγε κανείς...) κάθε επιμέρους κοινωνική σύγκρουση.
Ιδιαίτερα μετά την κρίση, όταν έγινε σαφές στις ευρωπαϊκές κυρίαρχες τάξεις ότι η διατήρηση της κυριαρχίας τους περνάει από το μνημονιακό blitzkrieg σε βάρος “των από κάτω”, η “διαπραγμάτευση” και η “βελτίωση” δεν ήταν απλά ανέφικτες, αλλά μετατράπηκαν σε κακόγουστα αστεία. Στον ένα χρόνο της τρικομματικής κυβέρνησης επιβεβαιώθηκε ότι δεν μπορεί να υπάρξει διαπραγμάτευση ή βελτίωση του Μνημονίου. Ακόμα και υπό τη διαρκή απειλή της κοινωνικής έκρηξης και της ανόδου στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η τρόικα δεν έδωσε την παραμικρή “αβάντα” στην τρικομματική κυβέρνηση. Και πώς θα μπορούσε να κάνει αλλιώς, όταν η τόσο βίαη υποτίμηση της εργασίας που συνιστά το Μνημόνιο, δεν γίνεται να επιτευχθεί παρά με τον πλέον αδιάλλακτο, ανελαστικό και αυταρχικό τρόπο, δηλαδή με την ίδια τη φαλκίδευση της δημοκρατίας; Tο μνημονιακό πλαίσιο δεν άφησε το παραμικρό ελεύθερο πολιτικό πεδίο για την πρόταση της ΔΗΜΑΡ.
Πέρα όμως από την έλλειψη ελεύθερου πολιτικού πεδίου, η ΔΗΜΑΡ σκόνταψε επίσης στην απουσία κοινωνικού χώρου αναφοράς καθώς και στην πρωτοφανή κοινωνικοπολιτική πόλωση. Από τη στιγμή που δεν μπορούσε στοιχειωδώς να επηρεάσει την επιβεβλημένη από την τρόικα κυβερνητική πολιτική, είναι εύλογο να μην υπάρξει κάποια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα που να βλέπει στην ΔΗΜΑΡ τον πολιτικό εκπρόσωπο των συμφερόντων της. Ακόμα χειρότερα, όταν η κοινωνία και η πολιτική παίρνουν ολοένα και περισσότερο τη μορφή δύο αντιμαχόμενων στρατοπέδων, καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής η θέση όποιου δεν ταυτίζεται με το ένα ή το άλλο, κι επιθυμεί να παίξει το ρόλο της γέφυρας. Την ώρα της μεγάλης σύγκρουσης δεν υπάρχει χώρος για ενδιάμεσους. Στον ένα χρόνο της τρικομματικής κυβέρνησης, η ΔΗΜΑΡ κατάφερε να θεωρηθεί είτε αδύναμος κρίκος είτε “πέμπτη φάλαγγα” από τους καθεστωτικούς μνημονιακούς, την ίδια στιγμή που είχε γίνει το κόκκινο πανί της άλλης πλευράς, ως δύναμη που πρόδωσε τις αξίες της Αριστεράς. Ακόμα και αν θεωρήσουμε υπερβολικές τις εκατέρωθεν κατηγορίες, μπορούμε με πειστικότητα να παρατηρήσουμε ότι το μόνο που κέρδισε η ΔΗΜΑΡ από τη συμμετοχή της στην κυβέρνηση, ήταν φθορά από όλες τις μεριές, πράγμα που τελικά οδήγησε και στην απόφαση για αποχώρηση.
Είναι πραγματικά οξύμωρο το ότι αποδείχτηκε απολύτως μη ρεαλιστική η πολιτική πρόταση της ΔΗΜΑΡ, η οποία είχε στηρίξει όλη την επιχερηματολογία της (από την εποχή ακόμα της Ανανεωτικής Πτέρυγας του Συνασπισμού) στο ότι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ουτοπικό καθώς και στο ότι η Αριστερά έπρεπε να υιοθετήσει “ρεαλιστικές” θέσεις... Ωστόσο, τα συμπεράσματα από την αποτυχία της ΔΗΜΑΡ δεν αφορούν μόνο την ίδια. Σε μια συγκυρία όπου η κρίση παίρνει την έννοια που είχε στην αρχαία τραγωδία, γίνεται δηλαδή στιγμή της επιλογής μεταξύ διαφορετικών δρόμων που οδηγούν σε αντίθετες κατευθύνσεις, δεν υπάρχει χώρος για ενδιάμεσες λύσεις και συμβιβασμούς. Η ήδη διχασμένη ταξικά κοινωνία διχοτομείται και πολιτικά με βάση δύο ανταγωνιστικές αντιλήψεις για το πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί η κρίση: Η μία διαμορφώνεται από το δίπολο αγορά-αυταρχισμός, ενώ η άλλη από το αλληλεγγύη-δημοκρατία. Μεταξύ τους δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός και γι΄ αυτό δεν μπορεί να υπάρξει κι ενδιάμεσος πολιτικός χώρος .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου