του Σπυρου Σουρλα, απο το Red NoteBook...
Αν γύριζα το χρόνο πίσω και προσπαθούσα να ανακαλέσω τις πρώτες μου μουσικές, επικεφαλής στη λίστα θα ‘ταν η 6η του Μπετόβεν. Θυμάμαι σαν τώρα το καφέ εξώφυλλο με το πρόσωπό του και τα μαλλιά του ανακατεμένα σαν της Μέδουσας.
Την ίδια περίπου εποχή, πρωτόβαζα μόνος μου σε ένα πικάπ, πράσινη φορμάικα στυλ, πού ‘χε δίπλα ένα μεγάλο ραδιόφωνο με λευκά πλήκτρα (Οlympia) και τους εκατοντάδες σταθμούς απ’ όλες τις χώρες με τα ονόματα πόλεων το Brindisi από την Traviata σε δισκάκι 45άρι με τον Ντι Στέφανο και την Κάλας. Από δίπλα ναπολιτάνικα τραγούδια, πάλι με τον Ντι Στέφανο. Και μαζί με αυτά, Πάνος Γαβαλάς, Μοσχολιού, Μπιθικώτσης, Εnrico Macias, Sandie Shaw, Platters, και διάφορα άλλα δισκάκια, που μερικά απ’ αυτά σε μια καλοκαιρινή εκδρομή με το DKW F11 της εποχής «τά ‘πιασε» ο ήλιος και τά ‘λειωσε, και η στεναχώρια μου ήταν μεγάλη.
Πολύ νωρίς στην ζωή μου κατέφτασε στο σπίτι το «Φορτηγό» -με αριθμό βινυλίου γύρω στο 250- του Σαββόπουλου. Μού ‘παν πως αυτός ο νεαρός μακρυμάλλης αξίζει... Θα ‘μουν 6-7 χρονών όταν προσπαθούσα ν’ ακούσω τη Ζωζώ και το «Βιετνάμ»...
Μετά ήρθε στο σπίτι το «Άξιον Εστί», το «Καπνισμένο Τσουκάλι», η Πόλη μας (ίσως από τα καλύτερα τού Κηλαηδόνη με Μητσιά-Μοσχολιού), το «Στου Όθωνα τα Χρόνια» του Ξαρχάκου, που από νωρίτερα είχα «κολλήσει» στην «Καισαριανή» του…
Συγχρόνως παιζόταν σπίτι η Σκωτική (3η) του Μεντελσον με Μητρόπουλο, το κοντσέρτο για βιολί του Μπετόβεν με Furtwangler και Menuhin, Μότσαρτ με Klemperer (38 της Πράγας) ή Bohm (40-41), το Ρέκβιεμ του Μπερλιόζ, η αγαπημένη Λειτουργία της Αγίας Καικιλίας του Gounod, η 9η του Μπετόβεν με Κάραγιαν, η Παθητική και το κονσέρτο για πιάνο τού Τσαϊκόφσκι, το κοντσέρτο για βιολί του Μπραμς με Heifetz μ’ ένα λεπτό εξώφυλλο, με «χαλασμενο» πράσινο και το πρόσωπο τού σολίστα, και φυσικά, τά υπέροχα κουτιά του Ριγκολέτο, της Νόρμα, της Λουτσία, με την μοναδική Maria... Όπως και η Forza del destino.
Αυτό πού μού ‘χε κάνει μεγάλη εντύπωση ήταν η κενή 2η πλευρά κάποιου δίσκου σε εκείνα τα box set της Όπερας ...μιας και το έργο είχε τελειώσει στην πρώτη πλευρά τού τρίτου δίσκου… Θυμάμαι ότι δεν εκτιμήθηκε ο «Μεγάλος Ερωτικός» και επιστράφηκε, και αντ’ αυτού συναποφασίστηκε - λέμε τώρα- να αγοραστεί «Το Θαλασσινό Τριφύλλι» του Λίνου Κόκκοτου.
Πόση εντύπωση μού ‘χε κάνει ακόμα η «Καταχνιά» του Λεοντή ή το «Πνευματικό Εμβατήριο» και το Canto General του Μίκη… Και κάπου εκεί νάσου ένα μεσημέρι μετά την επιστροφή απ’ τη δουλειά κι εγώ απ’ το σχολείο, ένα πλατύ χαμόγελο ...για τον «Μπάλλο» του Νιόνιου… «Αυτός ωρίμασε», ήταν το σχόλιο. Δύσκολο άκουσμα για μένα, αλλά έμεινα έκπληκτος με τη «Μαύρη Θάλασσα» και τα όργανα και την περίεργη φωνή. Χρόνια μετά, βέβαια, κατάλαβα πως η θρακιώτικη παράδοση είχε «βοηθήσει».
Αργότερα, με τα πρώτα χαρτζιλίκια, άρχισα πλέον να αγοράζω μόνος δίσκους. Θυμάμαι τούς Sweet και τους Slade και χαμογελάω ειρωνικά πλέον, ή τους Deep Purple, καί σήμερα απορώ, αλλά εξακολουθώ να εκτιμώ το Trespass και το Foxtrot των Genesis.
Πιο μετά άλλαξα ρότα -αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, προσωπική, πού ακόμα κύκλους κάνει-, ψάχνοντας σε μια ποικιλία ήχων, από τον αυτοσχεδιασμό ως τις πλέον απόμακρες μουσικές του 20ού αιώνα. Και στη συνέχεια, φεύγοντας εγώ απ’ το πατρικό για σπουδές κι εκείνος με μετάθεση λόγω εργασίας, αντιστράφηκαν τα πράγματα. Του ‘γραφα κασέτες (ακόμα δεν υπήρχε το cd) και τις έστελνα στο Ξενοδοχείο «Ηράκλειο» όπου έμενε.
Με άλλες διαφορετικές μουσικές, πιο «προχωρημένες» πάλι απ’ την Κλασική, που δεν μπόρεσε ποτέ να τις αποδεχτεί ως οικείες, αλλά προσπαθούσε.. Και τις αγαπημένες όπερες φυσικά. Και πολλά άλλα. Και όταν πήγαινα να τον δω, τον θυμάμαι πάντα με μπλέ καλοσιδερωμένο πουκάμισο να με περιμένει ξύπνιος με τον καφέ ήδη παραγγελμένο, μιάς και το πλοίο έφτανε τότε γύρω στις 6.30 το πρωί απ’ την Αθήνα, και με ένα μεγάλο χαμόγελο. Οι δρόμοι είχαν χωρίσει πια και ο καθένας ζούσε στην πόλη πού εργαζόταν. Όμως πάντα οι συναντήσεις συνέβαιναν…
Έλεγε πως όλα τα καλά και τα άσχημα συνέβαιναν στις 11 ή στις 12 κάθε μήνα. 12 αρραβωνιάστηκε, 12 παντρεύτηκε, 11 είχε ένα σημαντικό ατύχημα στην δουλειά του, 12 γιόρταζα εγώ και πολλές άλλες σημαντικές γι’ αυτόν στιγμές που τον είχαν σημαδέψει συνέβαιναν, κατ’ αυτόν, αυτές τις μέρες. Σαν χρειάστηκε να πάει στο Νοσοκομείο και πήγα κι εγώ κοντά, ζήτησε να μεταφερθεί κάπου αλλού, πιο ήρεμα.
Φαινόταν πολύ πιο υγιής με την αλλαγή. Μια απολύτως επείγουσα ανάγκη με έφερε για μια μόνο μέρα στην Αθήνα, με σκοπό να επιστρέψω άμεσα το άλλο πρωί με το πρώτο αεροπλάνο. Στις 5 το πρωί χτύπησε το τηλέφωνο. Πήρε για να μου πει ότι αισθανόταν κάπως βαρύς… «Πάρε τη γιατρό», του είπα. «Ναι μωρέ, θα την πάρω», μού είπε, ωαλλά ήθελα πρώτα να πάρω εσένα». Χωρίς καν να το καταλάβω, μού ‘ρθε ο αριθμός 12. Όντως ήταν 12 Ιουλίου… «Αυτό ήταν», σκέφτηκα.
16 χρόνια πέρασαν πια. Και είναι καιρός τώρα που μπορώ να συγκινούμαι και να χαίρομαι και να μιλώ γι’ αυτά. Οι μουσικές που πρωτομύρισα στο σπίτι, η αυστηρότητα της ακρόασης τις Κυριακές έντεκα με μία, όπου κανείς άλλος δεν μιλούσε, μιας και ήταν οι δυο απολύτως δικές του ώρες, η πλήρης έλλειψη πίεσης για να κάτσω κι εγώ δίπλα, αλλά και η απλή προτροπή «για άκου λίγο αυτό», με έκαναν να αγαπήσω τη Μουσική, να ψάξω τους δικούς μου δρόμους, να αμφισβητήσω, να ακυρώσω, αλλά και να επιστρέψω.
Σαν ένα παιχνίδι του μυαλού, προσπάθησα να φέρω στη μνήμη μου χωρίς πίεση αυτά που μού ‘χαν κάνει τότε εντύπωση και πού πλέον δεν υπάρχουν στη δική μου εστία ως πρωτότυπα, αλλά τά ‘χω αφήσει στο πατρικό μου σπίτι, λες και πιστεύω ότι μπορεί και να τον συντροφεύουν. Αυτά θυμάμαι σήμερα απ’ τις μουσικές του μακρινού τότε. Άλλες με τρυφερότητα, άλλες με χιούμορ, άλλες απλώς αδιάφορα και άλλες με μεγαλύτερη ακόμα ένταση ή άλλες σα να βγαίνουν από κάποιο μουσικό κουτί. Όμως πάνω απ’ όλα ήταν αυτές οι Μουσικές που μάς καθόριζαν τη σχέση, παρά τις αναμενόμενες εντάσεις, τις συγκρούσεις και τις νεφελώδεις μέρες. Και αυτό είναι πλέον πού παραμένει καθάριο, σαν το χαμόγελο του γιού μου που φέρει το όνομά του.
Θεωρητικά ήταν «συντηρητικός». Μια επέτειος χαρμολύπης πού μού προσέφερε μιαν ώρα επιστροφής στην παιδική μου γωνιά.
Αφορμή για όλα τα παραπάνω, που προέκυψαν αβίαστα, ήταν η οργανωμένη επίθεση της ακροδεξιάς κυβέρνησης στον πολιτισμό, πού εκδηλώθηκε πρόσφατα με μεγάλη σφοδρότητα ακόμα και στα Μουσικά Σύνολα της ΕΡΤ, τα οποία προτίθεται να καταργήσει...
Η μουσική, όπως και οι άλλες τέχνες, χρειάζονται έδαφος γόνιμο για να ριζώσουν και να αναπτυχθούν. Αλλά γι’ αυτό δεν φτάνει μόνον η όποια παιδεία παρέχει κάθε οικογένεια. Εξίσου αναγκαία είναι και η στήριξη και η ενίσχυση των μουσικών εκείνων συνόλων που απευθύνονται στην κοινωνία. Έτσι βλασταίνει ο σπόρος, έστω κι αν απαιτείται χρόνος γι’ αυτό.
Όπως, λοιπόν, εδώ και χρόνια μπορώ και να αναφέρομαι στο επιλυμένο πλέον πένθος για την πατρική απώλεια, έτσι οφείλω να αναφερθώ και στο πένθος αλλά και στην οργή που δημιουργεί η εγκατάλειψη και κατάργηση των μουσικών συνόλων. Και ίσως για τον πατέρα μου να αρκούσε αυτό που έγραψε ο Λειβαδίτης: «Εξάλλου δεν ζητήσαμε την νίκη -μονάχα λίγη μουσική». Για εμάς και τις επόμενες γενιές, αυτό και μόνον δεν αρκεί. Πέραν των άλλων, είναι και ζήτημα πολιτισμού.
Την ίδια περίπου εποχή, πρωτόβαζα μόνος μου σε ένα πικάπ, πράσινη φορμάικα στυλ, πού ‘χε δίπλα ένα μεγάλο ραδιόφωνο με λευκά πλήκτρα (Οlympia) και τους εκατοντάδες σταθμούς απ’ όλες τις χώρες με τα ονόματα πόλεων το Brindisi από την Traviata σε δισκάκι 45άρι με τον Ντι Στέφανο και την Κάλας. Από δίπλα ναπολιτάνικα τραγούδια, πάλι με τον Ντι Στέφανο. Και μαζί με αυτά, Πάνος Γαβαλάς, Μοσχολιού, Μπιθικώτσης, Εnrico Macias, Sandie Shaw, Platters, και διάφορα άλλα δισκάκια, που μερικά απ’ αυτά σε μια καλοκαιρινή εκδρομή με το DKW F11 της εποχής «τά ‘πιασε» ο ήλιος και τά ‘λειωσε, και η στεναχώρια μου ήταν μεγάλη.
Πολύ νωρίς στην ζωή μου κατέφτασε στο σπίτι το «Φορτηγό» -με αριθμό βινυλίου γύρω στο 250- του Σαββόπουλου. Μού ‘παν πως αυτός ο νεαρός μακρυμάλλης αξίζει... Θα ‘μουν 6-7 χρονών όταν προσπαθούσα ν’ ακούσω τη Ζωζώ και το «Βιετνάμ»...
Μετά ήρθε στο σπίτι το «Άξιον Εστί», το «Καπνισμένο Τσουκάλι», η Πόλη μας (ίσως από τα καλύτερα τού Κηλαηδόνη με Μητσιά-Μοσχολιού), το «Στου Όθωνα τα Χρόνια» του Ξαρχάκου, που από νωρίτερα είχα «κολλήσει» στην «Καισαριανή» του…
Συγχρόνως παιζόταν σπίτι η Σκωτική (3η) του Μεντελσον με Μητρόπουλο, το κοντσέρτο για βιολί του Μπετόβεν με Furtwangler και Menuhin, Μότσαρτ με Klemperer (38 της Πράγας) ή Bohm (40-41), το Ρέκβιεμ του Μπερλιόζ, η αγαπημένη Λειτουργία της Αγίας Καικιλίας του Gounod, η 9η του Μπετόβεν με Κάραγιαν, η Παθητική και το κονσέρτο για πιάνο τού Τσαϊκόφσκι, το κοντσέρτο για βιολί του Μπραμς με Heifetz μ’ ένα λεπτό εξώφυλλο, με «χαλασμενο» πράσινο και το πρόσωπο τού σολίστα, και φυσικά, τά υπέροχα κουτιά του Ριγκολέτο, της Νόρμα, της Λουτσία, με την μοναδική Maria... Όπως και η Forza del destino.
Αυτό πού μού ‘χε κάνει μεγάλη εντύπωση ήταν η κενή 2η πλευρά κάποιου δίσκου σε εκείνα τα box set της Όπερας ...μιας και το έργο είχε τελειώσει στην πρώτη πλευρά τού τρίτου δίσκου… Θυμάμαι ότι δεν εκτιμήθηκε ο «Μεγάλος Ερωτικός» και επιστράφηκε, και αντ’ αυτού συναποφασίστηκε - λέμε τώρα- να αγοραστεί «Το Θαλασσινό Τριφύλλι» του Λίνου Κόκκοτου.
Πόση εντύπωση μού ‘χε κάνει ακόμα η «Καταχνιά» του Λεοντή ή το «Πνευματικό Εμβατήριο» και το Canto General του Μίκη… Και κάπου εκεί νάσου ένα μεσημέρι μετά την επιστροφή απ’ τη δουλειά κι εγώ απ’ το σχολείο, ένα πλατύ χαμόγελο ...για τον «Μπάλλο» του Νιόνιου… «Αυτός ωρίμασε», ήταν το σχόλιο. Δύσκολο άκουσμα για μένα, αλλά έμεινα έκπληκτος με τη «Μαύρη Θάλασσα» και τα όργανα και την περίεργη φωνή. Χρόνια μετά, βέβαια, κατάλαβα πως η θρακιώτικη παράδοση είχε «βοηθήσει».
Αργότερα, με τα πρώτα χαρτζιλίκια, άρχισα πλέον να αγοράζω μόνος δίσκους. Θυμάμαι τούς Sweet και τους Slade και χαμογελάω ειρωνικά πλέον, ή τους Deep Purple, καί σήμερα απορώ, αλλά εξακολουθώ να εκτιμώ το Trespass και το Foxtrot των Genesis.
Πιο μετά άλλαξα ρότα -αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, προσωπική, πού ακόμα κύκλους κάνει-, ψάχνοντας σε μια ποικιλία ήχων, από τον αυτοσχεδιασμό ως τις πλέον απόμακρες μουσικές του 20ού αιώνα. Και στη συνέχεια, φεύγοντας εγώ απ’ το πατρικό για σπουδές κι εκείνος με μετάθεση λόγω εργασίας, αντιστράφηκαν τα πράγματα. Του ‘γραφα κασέτες (ακόμα δεν υπήρχε το cd) και τις έστελνα στο Ξενοδοχείο «Ηράκλειο» όπου έμενε.
Με άλλες διαφορετικές μουσικές, πιο «προχωρημένες» πάλι απ’ την Κλασική, που δεν μπόρεσε ποτέ να τις αποδεχτεί ως οικείες, αλλά προσπαθούσε.. Και τις αγαπημένες όπερες φυσικά. Και πολλά άλλα. Και όταν πήγαινα να τον δω, τον θυμάμαι πάντα με μπλέ καλοσιδερωμένο πουκάμισο να με περιμένει ξύπνιος με τον καφέ ήδη παραγγελμένο, μιάς και το πλοίο έφτανε τότε γύρω στις 6.30 το πρωί απ’ την Αθήνα, και με ένα μεγάλο χαμόγελο. Οι δρόμοι είχαν χωρίσει πια και ο καθένας ζούσε στην πόλη πού εργαζόταν. Όμως πάντα οι συναντήσεις συνέβαιναν…
Έλεγε πως όλα τα καλά και τα άσχημα συνέβαιναν στις 11 ή στις 12 κάθε μήνα. 12 αρραβωνιάστηκε, 12 παντρεύτηκε, 11 είχε ένα σημαντικό ατύχημα στην δουλειά του, 12 γιόρταζα εγώ και πολλές άλλες σημαντικές γι’ αυτόν στιγμές που τον είχαν σημαδέψει συνέβαιναν, κατ’ αυτόν, αυτές τις μέρες. Σαν χρειάστηκε να πάει στο Νοσοκομείο και πήγα κι εγώ κοντά, ζήτησε να μεταφερθεί κάπου αλλού, πιο ήρεμα.
Φαινόταν πολύ πιο υγιής με την αλλαγή. Μια απολύτως επείγουσα ανάγκη με έφερε για μια μόνο μέρα στην Αθήνα, με σκοπό να επιστρέψω άμεσα το άλλο πρωί με το πρώτο αεροπλάνο. Στις 5 το πρωί χτύπησε το τηλέφωνο. Πήρε για να μου πει ότι αισθανόταν κάπως βαρύς… «Πάρε τη γιατρό», του είπα. «Ναι μωρέ, θα την πάρω», μού είπε, ωαλλά ήθελα πρώτα να πάρω εσένα». Χωρίς καν να το καταλάβω, μού ‘ρθε ο αριθμός 12. Όντως ήταν 12 Ιουλίου… «Αυτό ήταν», σκέφτηκα.
16 χρόνια πέρασαν πια. Και είναι καιρός τώρα που μπορώ να συγκινούμαι και να χαίρομαι και να μιλώ γι’ αυτά. Οι μουσικές που πρωτομύρισα στο σπίτι, η αυστηρότητα της ακρόασης τις Κυριακές έντεκα με μία, όπου κανείς άλλος δεν μιλούσε, μιας και ήταν οι δυο απολύτως δικές του ώρες, η πλήρης έλλειψη πίεσης για να κάτσω κι εγώ δίπλα, αλλά και η απλή προτροπή «για άκου λίγο αυτό», με έκαναν να αγαπήσω τη Μουσική, να ψάξω τους δικούς μου δρόμους, να αμφισβητήσω, να ακυρώσω, αλλά και να επιστρέψω.
Σαν ένα παιχνίδι του μυαλού, προσπάθησα να φέρω στη μνήμη μου χωρίς πίεση αυτά που μού ‘χαν κάνει τότε εντύπωση και πού πλέον δεν υπάρχουν στη δική μου εστία ως πρωτότυπα, αλλά τά ‘χω αφήσει στο πατρικό μου σπίτι, λες και πιστεύω ότι μπορεί και να τον συντροφεύουν. Αυτά θυμάμαι σήμερα απ’ τις μουσικές του μακρινού τότε. Άλλες με τρυφερότητα, άλλες με χιούμορ, άλλες απλώς αδιάφορα και άλλες με μεγαλύτερη ακόμα ένταση ή άλλες σα να βγαίνουν από κάποιο μουσικό κουτί. Όμως πάνω απ’ όλα ήταν αυτές οι Μουσικές που μάς καθόριζαν τη σχέση, παρά τις αναμενόμενες εντάσεις, τις συγκρούσεις και τις νεφελώδεις μέρες. Και αυτό είναι πλέον πού παραμένει καθάριο, σαν το χαμόγελο του γιού μου που φέρει το όνομά του.
Θεωρητικά ήταν «συντηρητικός». Μια επέτειος χαρμολύπης πού μού προσέφερε μιαν ώρα επιστροφής στην παιδική μου γωνιά.
Αφορμή για όλα τα παραπάνω, που προέκυψαν αβίαστα, ήταν η οργανωμένη επίθεση της ακροδεξιάς κυβέρνησης στον πολιτισμό, πού εκδηλώθηκε πρόσφατα με μεγάλη σφοδρότητα ακόμα και στα Μουσικά Σύνολα της ΕΡΤ, τα οποία προτίθεται να καταργήσει...
***
Η μουσική, όπως και οι άλλες τέχνες, χρειάζονται έδαφος γόνιμο για να ριζώσουν και να αναπτυχθούν. Αλλά γι’ αυτό δεν φτάνει μόνον η όποια παιδεία παρέχει κάθε οικογένεια. Εξίσου αναγκαία είναι και η στήριξη και η ενίσχυση των μουσικών εκείνων συνόλων που απευθύνονται στην κοινωνία. Έτσι βλασταίνει ο σπόρος, έστω κι αν απαιτείται χρόνος γι’ αυτό.
Όπως, λοιπόν, εδώ και χρόνια μπορώ και να αναφέρομαι στο επιλυμένο πλέον πένθος για την πατρική απώλεια, έτσι οφείλω να αναφερθώ και στο πένθος αλλά και στην οργή που δημιουργεί η εγκατάλειψη και κατάργηση των μουσικών συνόλων. Και ίσως για τον πατέρα μου να αρκούσε αυτό που έγραψε ο Λειβαδίτης: «Εξάλλου δεν ζητήσαμε την νίκη -μονάχα λίγη μουσική». Για εμάς και τις επόμενες γενιές, αυτό και μόνον δεν αρκεί. Πέραν των άλλων, είναι και ζήτημα πολιτισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου