του Οδυσσεα Ιωαννου, απο την Ελευθεροτυπια...
ΑΝΑΜΕΣΑ στο «η ζωή είναι μικρή, μην την κάνεις θλιβερή» και στο «η ζωή είναι μεγάλη, μην την κάνεις καρναβάλι», υπάρχει ο χρόνος της προσαρμογής. Ενας κενός χρόνος, χαμένος από όποια πλευρά κι αν το δεις. Εκείνες οι στιγμές, ή ώρες, ή μέρες της μεταμόρφωσής σου σε κάτι άλλο. Δεν μπορείς να ζεις συνέχεια με το σπαθί στο χέρι.
Ούτε με την τσίκλα στο μυαλό. Ούτε κοιτώντας τη δουλειά σου ούτε σώζοντας τον κόσμο. Ούτε καν τον εαυτό σου. Από τα γρυλίσματα του θυμού μέχρι τα πεταρίσματα της χαράς, μία διαρκής παλίνδρομη κίνηση που σου αλλάζει τα μάτια, σε κάνει πάντα κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό από το πρόσφατο παρελθόν σου.
Είναι φορές που δεν σε βγάζει άλλο η αναπνοή σου και οι αντοχές σου να προσπαθείς να σταματήσεις ένα ποτάμι με τα χέρια. Ή αφήνεσαι, ή βγαίνεις έξω και μετράς τα νερά που κατεβαίνουν. Αρχίζεις να κοιτάς τη μέρα σου και όλες εκείνες τις μικρές φροντίδες που στο άθροισμά τους φτιάχνουν και αυτές μια ζωή. Παίρνεις τις ανάσες σου, κάποιες φορές θωρακίζεσαι και φιλοσοφικά, για να απαντήσεις στον πρώτο φίλο που θα σε πει ρίψασπι και το ρίχνεις στο πότισμα λουλουδιών, το τάισμα καναρινιών, στις κούνιες, στα διαβάσματα.
Ούτε αυτό όμως είναι η ζωή σου και το ξέρεις. Αποκομμένος από τα δελτία ειδήσεων και το βουλιμικό σερφάρισμα στα πολιτικά κείμενα, ξέρεις πως αυτό είναι ένα απαραίτητο διάλειμμα, ακόμη κι αν οι εποχές δεν συγχωρούν τέτοιες πολυτέλειες. Αλλά ποιες τις συγχωρούσαν; Ειδικά αν έχεις το σύνδρομο του ενοχικού ιεαραπόστολου. Δεν έχεις αποφασίσει ακόμη αν και πότε θα επιστρέψεις.
Ετσι κι αλλιώς όμως ξέρεις πως δεν αποφασίζεις εσύ. Ενα πρωί ενεργοποιούνται πάλι όλες οι πείνες σου για τις μάχες που οφείλεις να δώσεις. Για σένα. Ακονίζεις ξανά τις λάμες σου, αρματώνεσαι, είσαι αποφασισμένος. Το πέρασμά σου από τη μία κατάσταση στην άλλη είναι ένας χρόνος που δεν λέει τίποτα, δεν προσφέρει τίποτα, δεν αφήνει τίποτα. Δεν είσαι τίποτα.
Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει πως αυτός είναι ο μοναδικός χρόνος που είσαι πραγματικά κάτι, αλλά αυτές οι ανατολικής φιλοσοφίας αποστροφές είναι πολύ γοητευτικές -και μπορεί να είναι και οι μόνες αληθινές-, αλλά το έχεις δοκιμάσει και αυτό το σχέδιο στο παρελθόν και δεν σου βγήκε όταν γύρω σου έπεφταν κορμιά, όταν μύριζες μια φωτιά που σε πλησίαζε και δεν σε έπαιρνε να το παίξεις φύλλο στο ποτάμι. Εξάλλου, για να αφήσεις χνάρι πρέπει κάπου να κρατήσεις κόντρα.
Γενικά, τα διαστήματα των όποιων αλλαγών μας, σε καιρούς σύγχυσης, δεν έχουν κάτι από τον πόνο του τοκετού, αλλά μόνο τη βιασύνη της πρόσκαιρης μεταμόρφωσης. Σαν να πετάμε ένα κουκούλι που βαρεθήκαμε, μέχρι να το ξαναφορέσουμε. Ολοι έχουμε ζήσει κατά περιόδους με κλειστά παράθυρα αλλά και με ορθάνοιχτα.
Ο κόσμος έξω συνεχίζει «δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία». Ομως η μελαγχολία σου πολλές φορές είναι ακόμη μεγαλύτερη όταν ο κόσμος και η πραγματικότητα σε αγνοούν, ακόμη κι όταν είσαι πιο ενεργός από ποτέ. Ή, τουλάχιστον, εσύ αισθάνεσαι ότι σε αγνοεί, γιατί θεωρείς πως μόνο το να ζεις το όνειρό σου έχει αξία και όχι ο αγώνας σου για την πραγμάτωσή του -ακόμη κι αν δεν έρθει ποτέ.
ΑΝΑΜΕΣΑ στο «η ζωή είναι μικρή, μην την κάνεις θλιβερή» και στο «η ζωή είναι μεγάλη, μην την κάνεις καρναβάλι», υπάρχει ο χρόνος της προσαρμογής. Ενας κενός χρόνος, χαμένος από όποια πλευρά κι αν το δεις. Εκείνες οι στιγμές, ή ώρες, ή μέρες της μεταμόρφωσής σου σε κάτι άλλο. Δεν μπορείς να ζεις συνέχεια με το σπαθί στο χέρι.
Ούτε με την τσίκλα στο μυαλό. Ούτε κοιτώντας τη δουλειά σου ούτε σώζοντας τον κόσμο. Ούτε καν τον εαυτό σου. Από τα γρυλίσματα του θυμού μέχρι τα πεταρίσματα της χαράς, μία διαρκής παλίνδρομη κίνηση που σου αλλάζει τα μάτια, σε κάνει πάντα κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό από το πρόσφατο παρελθόν σου.
Είναι φορές που δεν σε βγάζει άλλο η αναπνοή σου και οι αντοχές σου να προσπαθείς να σταματήσεις ένα ποτάμι με τα χέρια. Ή αφήνεσαι, ή βγαίνεις έξω και μετράς τα νερά που κατεβαίνουν. Αρχίζεις να κοιτάς τη μέρα σου και όλες εκείνες τις μικρές φροντίδες που στο άθροισμά τους φτιάχνουν και αυτές μια ζωή. Παίρνεις τις ανάσες σου, κάποιες φορές θωρακίζεσαι και φιλοσοφικά, για να απαντήσεις στον πρώτο φίλο που θα σε πει ρίψασπι και το ρίχνεις στο πότισμα λουλουδιών, το τάισμα καναρινιών, στις κούνιες, στα διαβάσματα.
Ούτε αυτό όμως είναι η ζωή σου και το ξέρεις. Αποκομμένος από τα δελτία ειδήσεων και το βουλιμικό σερφάρισμα στα πολιτικά κείμενα, ξέρεις πως αυτό είναι ένα απαραίτητο διάλειμμα, ακόμη κι αν οι εποχές δεν συγχωρούν τέτοιες πολυτέλειες. Αλλά ποιες τις συγχωρούσαν; Ειδικά αν έχεις το σύνδρομο του ενοχικού ιεαραπόστολου. Δεν έχεις αποφασίσει ακόμη αν και πότε θα επιστρέψεις.
Ετσι κι αλλιώς όμως ξέρεις πως δεν αποφασίζεις εσύ. Ενα πρωί ενεργοποιούνται πάλι όλες οι πείνες σου για τις μάχες που οφείλεις να δώσεις. Για σένα. Ακονίζεις ξανά τις λάμες σου, αρματώνεσαι, είσαι αποφασισμένος. Το πέρασμά σου από τη μία κατάσταση στην άλλη είναι ένας χρόνος που δεν λέει τίποτα, δεν προσφέρει τίποτα, δεν αφήνει τίποτα. Δεν είσαι τίποτα.
Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει πως αυτός είναι ο μοναδικός χρόνος που είσαι πραγματικά κάτι, αλλά αυτές οι ανατολικής φιλοσοφίας αποστροφές είναι πολύ γοητευτικές -και μπορεί να είναι και οι μόνες αληθινές-, αλλά το έχεις δοκιμάσει και αυτό το σχέδιο στο παρελθόν και δεν σου βγήκε όταν γύρω σου έπεφταν κορμιά, όταν μύριζες μια φωτιά που σε πλησίαζε και δεν σε έπαιρνε να το παίξεις φύλλο στο ποτάμι. Εξάλλου, για να αφήσεις χνάρι πρέπει κάπου να κρατήσεις κόντρα.
Γενικά, τα διαστήματα των όποιων αλλαγών μας, σε καιρούς σύγχυσης, δεν έχουν κάτι από τον πόνο του τοκετού, αλλά μόνο τη βιασύνη της πρόσκαιρης μεταμόρφωσης. Σαν να πετάμε ένα κουκούλι που βαρεθήκαμε, μέχρι να το ξαναφορέσουμε. Ολοι έχουμε ζήσει κατά περιόδους με κλειστά παράθυρα αλλά και με ορθάνοιχτα.
Ο κόσμος έξω συνεχίζει «δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία». Ομως η μελαγχολία σου πολλές φορές είναι ακόμη μεγαλύτερη όταν ο κόσμος και η πραγματικότητα σε αγνοούν, ακόμη κι όταν είσαι πιο ενεργός από ποτέ. Ή, τουλάχιστον, εσύ αισθάνεσαι ότι σε αγνοεί, γιατί θεωρείς πως μόνο το να ζεις το όνειρό σου έχει αξία και όχι ο αγώνας σου για την πραγμάτωσή του -ακόμη κι αν δεν έρθει ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου