Της Πέπης Ρηγοπούλου, απο την Εφημεριδα των Συντακτων...
Θεωρεί ορθό λόγο τον παραλογισμό του. Γοητευτική τρέλα την ανοησία του. Ηθος τον κυνισμό και την αναλγησία του. Και ύφος την πάση θυσία παραδοξολογία του. Πρόκειται για ένα ανθρώπινο είδος που νομίζει ότι μπορεί να ανθήσει σε κάθε χρόνο και τόπο ακριβώς γιατί δεν μετέχει ουσιαστικά σε κανένα. Ο λόγος, για το είδος αυτό που αποκαλεί τον εαυτό του «διανοούμενο», εκτός από τις φορές που αποφασίζει ότι του χρειάζεται κάποιο αριστερόστροφο πλυντήριο, οπότε προτιμά γραφικούς ορισμούς όπως «εργάτης του πνεύματος», για να τα έχει καλά και με την εργατιά.
Στους δύσκολους καιρούς μας οι πιο ευέλικτοι από τους εκπροσώπους του είδους αυτού προσπαθούν να συμμαζευτούν, να «κλέψουν λόγια», να αντισταθούν φιλότιμα στην τάση τους να προκαλούν ακίνδυνα, για τον απλό λόγο ότι η πρόκληση σε τέτοιες εποχές μπορεί να οδηγήσει αυτόν που προκαλείται στην εξαγρίωση. Επειδή όμως ακριβώς τα είδη της συνομοταξίας αυτής δεν κουβαλούν και τίποτε παραπάνω από το κενό αέρος που τα κάνει να φουσκώνουν από έπαρση, έρχεται η ώρα που ο βαθύς, δηλαδή ο ρηχός τους εαυτός κυριαρχεί, και ο επηρμένος τους κυνισμός δεν σταματά ούτε μπροστά στον θάνατο.
Σε πάμπολλα κινηματογραφικά έργα που έχουν να κάνουν με δικαστήρια, δικηγόρους, δικαστές και κατηγορούμενους έρχεται η στιγμή όλο ένταση που ο δικαστής στρέφεται στους ενόρκους και τους ρωτά: Ενοχος ή μη ένοχος; Από την απάντηση κρίνεται όχι μόνον η ζωή του κατηγορουμένου, αλλά και η εικόνα της κοινωνίας που τον καταδικάζει ή τον αθωώνει. Γι” αυτό και όπως γνωρίζουμε από τα έργα αυτά, οι ένορκοι καθυστερούν και δυσκολεύονται να εκφέρουν γνώμη.
Στην κοινωνία της κρίσης, όπου δυστυχώς τόσο συχνά ο δημόσιος λόγος ορισμένων εργατών του πνεύματος του είδους που ανέφερα παλινδρομεί από την αφασία στην επηρμένη κενολογία, η γνώμη ακόμη και για ένα θάνατο εκφέρεται με χαρακτηριστική ελαφρότητα. Ας μη βιαστούμε να πούμε ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα ή ότι αναφέρεται αποκλειστικά σε ατομικά περιστατικά: ας πούμε στην περίπτωση του παιδιού που κρίθηκε ένοχο ως «τζαμπατζής» και καταδικάστηκε σε θάνατο στα δεκαεννιά του χρόνια.
Ολόκληροι λαοί, αρχίζοντας από τον ελληνικό, κρίθηκαν στο εντελώς πρόσφατο παρελθόν απατεώνες, ένοχοι σπατάλης, ασυνέπειας, κλοπής, ανηθικότητας και καταδικάστηκαν στη λευκή γενοκτονία που είναι συνώνυμη των μνημονίων. Ο νους του ανθρώπου δύσκολα μπορεί να ξεχωρίσει τι από τις καταδικαστικές αυτές αποφάσεις είναι σατανικό σχέδιο και τι ευήθεια. Ομως ίσως αυτό το μείγμα του σατανικού σχεδίου κάποιων, της ανοησίας κάποιων άλλων και της ενοχοποιημένης δειλίας των πολλών είναι το ιδανικό μείγμα που τρέφει τις παντός είδους δικτατορίες.
Θεωρεί ορθό λόγο τον παραλογισμό του. Γοητευτική τρέλα την ανοησία του. Ηθος τον κυνισμό και την αναλγησία του. Και ύφος την πάση θυσία παραδοξολογία του. Πρόκειται για ένα ανθρώπινο είδος που νομίζει ότι μπορεί να ανθήσει σε κάθε χρόνο και τόπο ακριβώς γιατί δεν μετέχει ουσιαστικά σε κανένα. Ο λόγος, για το είδος αυτό που αποκαλεί τον εαυτό του «διανοούμενο», εκτός από τις φορές που αποφασίζει ότι του χρειάζεται κάποιο αριστερόστροφο πλυντήριο, οπότε προτιμά γραφικούς ορισμούς όπως «εργάτης του πνεύματος», για να τα έχει καλά και με την εργατιά.
Στους δύσκολους καιρούς μας οι πιο ευέλικτοι από τους εκπροσώπους του είδους αυτού προσπαθούν να συμμαζευτούν, να «κλέψουν λόγια», να αντισταθούν φιλότιμα στην τάση τους να προκαλούν ακίνδυνα, για τον απλό λόγο ότι η πρόκληση σε τέτοιες εποχές μπορεί να οδηγήσει αυτόν που προκαλείται στην εξαγρίωση. Επειδή όμως ακριβώς τα είδη της συνομοταξίας αυτής δεν κουβαλούν και τίποτε παραπάνω από το κενό αέρος που τα κάνει να φουσκώνουν από έπαρση, έρχεται η ώρα που ο βαθύς, δηλαδή ο ρηχός τους εαυτός κυριαρχεί, και ο επηρμένος τους κυνισμός δεν σταματά ούτε μπροστά στον θάνατο.
Σε πάμπολλα κινηματογραφικά έργα που έχουν να κάνουν με δικαστήρια, δικηγόρους, δικαστές και κατηγορούμενους έρχεται η στιγμή όλο ένταση που ο δικαστής στρέφεται στους ενόρκους και τους ρωτά: Ενοχος ή μη ένοχος; Από την απάντηση κρίνεται όχι μόνον η ζωή του κατηγορουμένου, αλλά και η εικόνα της κοινωνίας που τον καταδικάζει ή τον αθωώνει. Γι” αυτό και όπως γνωρίζουμε από τα έργα αυτά, οι ένορκοι καθυστερούν και δυσκολεύονται να εκφέρουν γνώμη.
Στην κοινωνία της κρίσης, όπου δυστυχώς τόσο συχνά ο δημόσιος λόγος ορισμένων εργατών του πνεύματος του είδους που ανέφερα παλινδρομεί από την αφασία στην επηρμένη κενολογία, η γνώμη ακόμη και για ένα θάνατο εκφέρεται με χαρακτηριστική ελαφρότητα. Ας μη βιαστούμε να πούμε ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα ή ότι αναφέρεται αποκλειστικά σε ατομικά περιστατικά: ας πούμε στην περίπτωση του παιδιού που κρίθηκε ένοχο ως «τζαμπατζής» και καταδικάστηκε σε θάνατο στα δεκαεννιά του χρόνια.
Ολόκληροι λαοί, αρχίζοντας από τον ελληνικό, κρίθηκαν στο εντελώς πρόσφατο παρελθόν απατεώνες, ένοχοι σπατάλης, ασυνέπειας, κλοπής, ανηθικότητας και καταδικάστηκαν στη λευκή γενοκτονία που είναι συνώνυμη των μνημονίων. Ο νους του ανθρώπου δύσκολα μπορεί να ξεχωρίσει τι από τις καταδικαστικές αυτές αποφάσεις είναι σατανικό σχέδιο και τι ευήθεια. Ομως ίσως αυτό το μείγμα του σατανικού σχεδίου κάποιων, της ανοησίας κάποιων άλλων και της ενοχοποιημένης δειλίας των πολλών είναι το ιδανικό μείγμα που τρέφει τις παντός είδους δικτατορίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου