Μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και τα χτυπήματα που δέχτηκε η Χρυσή Αυγή, κυρίαρχη άποψη στους περισσότερους πολιτικούς χώρους ήταν ότι άρχιζε για το νεοναζιστικό μόρφωμα μια μη-αντιστρεπτή καθοδική πορεία. Το σκεπτικό στηριζόταν στις εξής υποθέσεις: πρώτ' απ' όλα στο ότι η δολοφονία του Φύσσα έδειχνε το «πραγματικό πρόσωπο» της Χ.Α., δηλαδή ότι πέρα από τους μετανάστες στόχος της είναι και οι Ελληνες αριστερών πεποιθήσεων.
Επειτα στο ότι αν σταματούσε η πολιτική κάλυψη που είχε ώς τώρα προσφέρει στη Χ.Α. το κράτος και το πολιτικο-μιντιακό σύστημα, οι δραστηριότητες της οργάνωσης θα δέχονταν ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα. Στην ίδια κατεύθυνση θα λειτουργούσε και το «στέγνωμα» της Χ.Α. από οικονομικούς πόρους μέσω της διακοπής της δημόσιας χρηματοδότησης, αλλά και μέσω του ελέγχου αυτής που προέρχεται από ιδιώτες. Γενικότερα, το νέο πολιτικό και μιντιακό κλίμα θα απονομιμοποιούσε τη Χ.Α. στα μάτια του εκλογικού σώματος που είχε «παρασυρθεί» και θα καθήλωνε τα ποσοστά της σε ποσοστά πολύ χαμηλότερα από αυτά που έδειχναν οι δημοσκοπήσεις πριν από τη δολοφονία του αντιφασίστα μουσικού.
Λίγους μήνες μετά, είναι εμφανές ότι το σκεπτικό αυτό απέβη βαθύτατα λανθασμένο και επιπόλαιο. Παρ' όλο που πολλά από τα παραπάνω υλοποιήθηκαν, ειδικά σε ό,τι αφορά την κάλυψη που έχαιρε η Χ.Α. από το κράτος και το πολιτικο-μιντιακό σύστημα, η επιρροή της στην κοινωνία δεν έχει ουσιαστικά υποχωρήσει. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι έχει σε μεγάλο βαθμό καλύψει τις απώλειες της προηγούμενης περιόδου.
Ακόμη και στην πιο δύσκολη για αυτήν συγκυρία, δεν είχε σχεδόν ποτέ χάσει την 3η θέση, κάτι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο για ένα κόμμα με ένα μεγάλο τμήμα της ηγεσίας του, συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού, στη φυλακή. Εξ ου και η διάχυτη αμηχανία που κυριαρχεί σήμερα στο πολιτικό σκηνικό, και η διαφαινόμενη από πλευράς κράτους και μπλοκ εξουσίας επιλογή της κλιμάκωσης της καταστολής και της ενδεχόμενης πλήρους απαγόρευσης της Χ.Α.
Η πραγματικότητα είναι όμως επίμονη και εγείρει ένα αυτονόητο ερώτημα: γιατί άραγε, παρά τα όσα συνέβησαν, κινείται σε τόσο υψηλά επίπεδα η επιρροή της Χ.Α.; Η πιο απλή απάντηση σ' αυτό είναι η ακόλουθη: γιατί όλοι οι παράγοντες που οδήγησαν στην εκτίναξή της συνεχίζουν να δρουν και μάλιστα εντείνονται. Εντείνεται η εξαθλίωση των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων, η χρεοκοπία του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος και της ιδεολογίας που το στήριζε, η διάλυση του κράτους και, τέλος, όπως και σε κάθε συγκυρία ανόδου φασιστικών ρευμάτων, το γενικευμένο αίσθημα εθνικής ταπείνωσης και ξεπεσμού.
Αυτό το εκρηκτικό μείγμα εξηγεί γιατί για ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας το κράτος δεν δικαιούται πλέον να κατέχει το μονοπώλιο της χρήσης βίας. Γιατί, με άλλα λόγια, η άσκηση βίας, φυσικής αλλά και συμβολικής, που αποτελεί συστατικό στοιχείο της φυσιογνωμίας της Χ.Α., δεν προκαλεί αποστροφή αλλά το ακριβώς αντίθετο.
Για όσους την υποστηρίζουν, ή έλκονται από αυτή, η βία της Χ.Α. αποτελεί την απτή απόδειξη της «αντισυστημικότητάς» της και της θέλησής της να επιβάλει μια «νέα τάξη» πραγμάτων που θα θέσει τέρμα στην υπάρχουσα ανομία και γενικευμένη διάλυση. Ο παροξυστικός εθνικισμός, που στρέφει εναντίον όσων ανάγει σε «απειλή» (μετανάστες, ομοφυλόφιλοι, αριστεροί), αποκτά νόημα ακριβώς ως προσπάθεια αναπλήρωσης της τραυματισμένης ακεραιότητας του «εθνικού σώματος» μέσω της «κάθαρσής» του από τα «ξένα στοιχεία». Ακριβώς αυτή τη λειτουργία επιτελούν και τα «φουσκωμένα» σώματα των μελών της και η όλη εικόνα «ανδρισμού» που προβάλλει η οργανωμένη της παρουσία.
Αυτή ήταν, εξάλλου, πάντα η ιστορική λειτουργία του φασισμού: η ικανότητά του να στρέφει τη βία που δέχονται ευρύτατα κοινωνικά στρώματα σε περίοδο γενικευμένης κρίσης εναντίον κατασκευασμένων απειλών, προστατεύοντας με αυτόν τον τρόπο τις βάσεις του ίδιου του συστήματος. Οσοι πίστευαν ότι περίπου ξεμπέρδεψαν με τη Χ.Α., λόγω του σοκ που προκάλεσε η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, δείχνουν ότι δεν καταλαβαίνουν τίποτε από τις βαθύτερες αιτίες που θρέφουν αυτά τα φαινόμενα.
Γι' αυτό και το πιο κρίσιμο στοιχείο στην πολιτική αντιμετώπιση της Χ.Α., τη μόνη άξια λόγου, είναι η αμφισβήτηση της «αντισυστημικότητάς» της, η έμπρακτη διάψευση της λογικής που θέλει τη Χ.Α. να αποτελεί τον μόνο πραγματικό αντίπαλο της σημερινής εξουσίας. Και αυτό είναι, βέβαια, εξ αντικειμένου η δουλειά της Αριστεράς και ειδικότερα της Αριστεράς που έχει αναλάβει να φέρει σε πέρας την υπόθεση της ανατροπής.
Από αυτήν την άποψη οι λογικές «συνταγματικού τόξου», η συμπαράταξη εντός ή εκτός Κοινοβουλίου της Αριστεράς με τους εκπροσώπους ενός χρεοκοπημένου πολιτικού προσωπικού και ενός βάρβαρα αντιλαϊκού και αντιδημοκρατικού καθεστώτος, αποτελούν το καλύτερο δώρο που μπορεί κανείς να προσφέρει στην εγχώρια εκδοχή του νεοναζισμού. Τους πικρούς του καρπούς αρχίσαμε, δυστυχώς, ήδη να τους γευόμαστε.
* Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο King's College του Λονδίνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου