Spire Alexis, monde-diplomatique.gr, μεταφραση Κούτσης Θανάσης....
Εφόσον τα δημόσια οικονομικά δεν πάνε καλά, πρέπει να προστατεύσουμε το κοινωνικό κράτος εντοπίζοντας όσους εξαπατούν το σύστημα, αλλά και περιορίζοντας τις παροχές προς τους αλλοδαπούς. Αυτός ο συλλογισμός, που προωθείται από πολλούς Ευρωπαίους πολιτικούς, έχει πλέον κερδίσει τη νομιμοποίησή του σε πολλές χώρες της Γηραιάς Ηπείρου, συμπεριλαμβανομένης και της Γαλλίας.
Αν και οι λύσεις για την έξοδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την οικονομική κρίση προκύπτουν μέσα από έντονες διαφωνίες, υπάρχει ένα θέμα στο οποίο οι πολιτικοί ηγέτες της Γηραιάς Ηπείρου συναινούν : η καταπολέμηση εκείνων που καταχρώνται τα συστήματα κοινωνικής προστασίας. Οι μετανάστες από τη Βόρεια ή την υποσαχάρια Αφρική, και πιο πρόσφατα οι Ρομά, αποτελούν τον πρώτο στόχο αυτής της νέας σταυροφορίας. Σε μια επιστολή της 23ης Απριλίου 2013, οι υπουργοί Εσωτερικών της Γερμανίας, της Αγγλίας, της Αυστρίας και της Ολλανδίας διαμαρτύρονταν ενώπιον της ιρλανδικής προεδρίας καταγγέλλοντας « τις συστηματικές απάτες και καταχρήσεις του δικαιώματος στην ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων που προέρχονται από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης ». Σαν να μην μιλούσαμε πλέον για οικονομική μετανάστευση, αλλά για επιδοματικό τουρισμό.
Αυτές οι αντεγκλήσεις δύσκολα ευσταθούν εάν αντιπαρατεθούν με την κοινωνική και νομική πραγματικότητα : σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, οι πληθυσμοί των αλλοδαπών και των Ρομά συγκαταλέγονται μεταξύ των πλέον επισφαλών όσον αφορά την πρόσβαση στην περίθαλψη, ενώ οι στοιχειώδεις κοινωνικές παροχές υπόκεινται σε αυστηρούς όρους, σχετιζόμενους με τη διάρκεια παραμονής στην επικράτεια κάθε χώρας. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, ένας αλλοδαπός δεν μπορεί να λάβει το εισόδημα ενεργητικής αλληλεγγύης (RSA) παρά μόνο εάν διαθέτει επί τουλάχιστον πέντε χρόνια άδεια παραμονής που του επιτρέπει να εργαστεί [1]. Όμως, θα είχαμε άδικο αν απορρίπταμε αψήφιστα αυτήν την κοσμοθεώρηση εξαιτίας της ανακρίβειάς της. Στην πραγματικότητα, επιτελεί μια αποφασιστική ιδεολογική λειτουργία σε καιρούς οικονομικής κρίσης και πνευματικού πανικού : προσφέρει μια συμβολική νομιμοποίηση στις πολιτικές του αποκλεισμού, χωρίς την οποία θα συναντούσαν την αποδοκιμασία ενός μέρους του πληθυσμού.
Απλή και αποτελεσματική, η ρητορική αυτή συνδέει τη διατήρηση της κοινωνικής προστασίας με την απόρριψη των αλλοδαπών. Ευδοκιμεί στο έδαφος των « μεταρρυθμίσεων του κράτους », οι οποίες, με το προκάλυμμα του εξορθολογισμού και της καταπολέμησης της απάτης, δημιουργούν ταυτόχρονα μια εσωτερικευμένη ανασφάλεια, που βιώνεται από τους δημόσιους υπαλλήλους, καθώς τους αποδυναμώνουν οι συνθήκες της ζωής και της δουλειάς τους, και μια γενικευμένη κοινωνική ανασφάλεια, που εμπεδώνεται μέσω της κατάρρευσης της κοινωνικής προστασίας. Πλέον, η απόρριψη του αλλοδαπού δεν γίνεται εν ονόματι μιας ρατσιστικής αντίληψης του έθνους, αλλά για χάρη ενός ιδανικού που προσφέρει πολύ μεγαλύτερη συναίνεση : την προστασία του « γαλλικού κοινωνικού μοντέλου ». Το αφιερωμένο στην υγεία τμήμα του προγράμματος του Εθνικού Μετώπου αποσαφηνίζει με αυτό τον τρόπο τις θέσεις του κόμματος : « Αποκατάσταση του ισοζυγίου των κοινωνικών πόρων, δίνοντας προτεραιότητα στους Γάλλους : θέσπιση περιόδου αναμονής ενός έτους, με συνεχή διαμονή στη Γαλλία και καταβολή εισφορών, πριν από την απόκτηση πλήρους κάλυψης από την κοινωνική πρόνοια και ασφάλιση· κατάργηση της κρατικής υγειονομικής βοήθειας (ΑΜΕ) προς τους παράνομους μετανάστες· δημιουργία παρατηρητηρίου για τα κοινωνικά δικαιώματα των αλλοδαπών και την εφαρμογή των διμερών συμβάσεων υγειονομικής περίθαλψης [2] ».
Όμως, το Εθνικό Μέτωπο δεν είναι το μόνο που έχει καβαλήσει αυτό το άτι. Στη Σουηδία, τη Δανία και τις Κάτω Χώρες, πολιτικοί σχηματισμοί επινοούν ένα περίεργο κράμα ιδεών της άκρας Δεξιάς και ανησυχιών της Αριστεράς προκειμένου να μεταρρυθμίσουν το κοινωνικό κράτος. Συντάκτης μιας έρευνας πάνω στα ευρωπαϊκά αντιδραστικά κινήματα, ο δημοσιογράφος Άντριου Χίγκινς σημειώνει : « Το Λαϊκό Κόμμα της Δανίας μεταμορφώθηκε σε υπερασπιστή του κράτους πρόνοιας, τουλάχιστον για τους γηγενείς Δανούς. Με αυτό τον τρόπο εγκαινίασε έναν “σωβινισμό της κοινωνικής προστασίας”, υιοθετημένο πλέον από μια σειρά ευρωπαϊκών λαϊκιστικών κομμάτων, τα οποία κατηγορούν τους αλλοδαπούς πως επωφελούνται από το σύστημα συνταξιοδότησης και κοινωνικής πρόνοιας [3] ». Στη Γαλλία, μετά την απέλαση, τον Οκτώβριο, της Λεονάρντα Ντιμπρανί, της μαθήτριας Γυμνασίου που συνελήφθη κατά τη διάρκεια μιας σχολικής εκδρομής, ο Ζαν-Φρανσουά Κοπέ, πρόεδρος του UMP (Συμφωνία για ένα Λαϊκό Κίνημα, ο βασικός κεντροδεξιός σχηματισμός της χώρας), συνέστησε την κατάργηση της ΑΜΕ, υπονοώντας πως κάτι τέτοιο θα ήταν απαραίτητο για την επιβίωση του γαλλικού συστήματος κοινωνικής προστασίας.
Η μέθοδος αυτή, που συνίσταται στην εκμετάλλευση ενός προοδευτικού αιτήματος προκειμένου να επιτευχθεί κινητοποίηση εναντίον ενός βολικού εχθρού, δεν είναι καινούργια. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, η ευρωπαϊκή Δεξιά και Ακροδεξιά κατάφεραν, με το πρόσχημα της ισότητας των φύλων και της υπεράσπισης του κοσμικού κράτους, να στρατολογήσουν τις κυβερνήσεις στην επιχείρηση στιγματισμού του Ισλάμ. Τώρα πια, είναι στο όνομα της υπεράσπισης του κοινωνικού μοντέλου που αποκλείονται, σε πολύ ευρύτερη κλίμακα, όλες οι πληθυσμιακές ομάδες για τις οποίες υπάρχει υπόνοια ότι κάνουν κατάχρηση των προνοιακών υπηρεσιών. Η ενασχόληση με την καταπολέμηση της εξαπάτησης των κοινωνικών υπηρεσιών δεν είναι ένας απλός αντιπερισπασμός εκ μέρους κυβερνήσεων που επιθυμούν να αποστρέψουν την προσοχή από τις πραγματικές αιτίες της δημοσιονομικής κρίσης. Έχει μετατραπεί σε ενοποιητικό επιχείρημα για τους υψηλόβαθμους δημόσιους υπαλλήλους που έχουν επιφορτιστεί με τον « εκσυγχρονισμό » της δημόσιας διοίκησης και, κατά συνέπεια, σε όπλο μάχης για όλους τους υπηρεσιακούς παράγοντες που εμπλέκονται στη διαχείριση πληθυσμιακών ομάδων στηριζόμενων από το κοινωνικό κράτος.
Κατά τη διάρκεια μιας έρευνας στις υπηρεσίες ελέγχου της μετανάστευσης, διαπιστώσαμε πως η ρητορική της υπεράσπισης του κοινωνικού κράτους αποτελούσε έναν σημαντικό παράγοντα κινητοποίησης για εκείνους που, μέσα στους διαδρόμους των δημόσιων υπηρεσιών, καθορίζουν την πολιτική που ασκείται στις θυρίδες [4]. Προερχόμενοι από πολύ διαφορετικά πολιτικά και κοινωνικά περιβάλλοντα, οι άνδρες και οι γυναίκες που έχουν διορισθεί σε αυτές τις υπηρεσίες έχουν μια κοινή αποστολή : να εξασφαλίσουν πως κάθε δικαίωμα που παραχωρείται σε έναν αλλοδαπό δεν συγκροτεί απειλή για τη διατήρηση της πολιτικής και της οικονομικής τάξης. Πώς όμως να παραμείνεις προσηλωμένος σε μια τέτοια αποστολή ; Για πολύ καιρό, ο στόχος του ελέγχου της μετανάστευσης αποκτούσε νόημα μέσω της ανάγκης να προστατευθεί η εθνική αγορά εργασίας από τον αθέμιτο ανταγωνισμό του εξωτερικού. Πλέον, συνδυάζεται με μια ηθική σταυροφορία που αποβλέπει στον εντοπισμό των « επιδοματιών » και την ανάδειξη του μετανάστη σε νεκροθάφτη του κοινωνικού κράτους.
Όλο και πιο σχολαστικοί οι έλεγχοι
Ο φόβος ότι οι αλλοδαποί έρχονται για να υφαρπάξουν τα κοινωνικά επιδόματα στη Γαλλία, επιδεινώνοντας με αυτό τον τρόπο τα ελλείμματα, είναι ιδιαιτέρως εμφανής στους υπαλλήλους που έχουν επιφορτιστεί με τις εγκρίσεις ιατρικών δαπανών : « Κατά τη διαδικασία έγκρισης της υγειονομικής περίθαλψης δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, εξαρτώμαστε απόλυτα από την ιατρική γνωμάτευση. Ευτυχώς, τώρα πια υπάρχουν λίγο περισσότερες αρνητικές γνωματεύσεις. Εγώ όμως επαναστάτησα με τις καταχρήσεις αυτής της διαδικασίας. Η κοινωνική ασφάλιση δεν καλύπτει πλέον κάποια φάρμακα για τους Γάλλους, κάτι που επιπλέον έχει σοβαρές επιπτώσεις για τους δημόσιους υπαλλήλους όπως εμείς, όμως το κράτος επωμίζεται τα υγειονομικά έξοδα των αλλοδαπών ασθενών. Κάτι δεν πάει καλά σ’ όλο αυτό, δεν είναι λογικό » (συνομιλία με υπάλληλο εξυπηρέτησης που έγινε επιθεωρήτρια στη νομαρχία).
Η σχέση αιτιότητας που δημιουργείται μεταξύ της μετανάστευσης και της υποβάθμισης της κοινωνικής προστασίας είναι επίσης ιδιαίτερα αισθητή στις υπηρεσίες που εμπλέκονται στη χορήγηση παροχών στους ηλικιωμένους. Ενώ οι αλλοδαποί, όπως και οι Γάλλοι υπήκοοι, οφείλουν να κατοικούν στη χώρα προκειμένου να έχουν δικαίωμα σε αυτές, από τα τέλη της δεκαετίας του 2000 τα ταμεία ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης έχουν εμπλακεί σε έναν ανελέητο πόλεμο εναντίον των ηλικιωμένων μεταναστών που πληρούν τις προϋποθέσεις για τις ελάχιστες κοινωνικές παροχές και φεύγουν περιστασιακά από τη χώρα [5].
Αυτός ο πόλεμος κατά της απάτης που στοχοποιεί τους αλλοδαπούς, έχει ως κυριότερη επίπτωση ότι η κρίση στη χρηματοδότηση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας μεταμορφώνεται σε πρόβλημα εθνικής ταυτότητας [6]. Έτσι, για κάποιους κρατικούς λειτουργούς, η αντίθεση μεταξύ του « εμείς οι Γάλλοι » και του « εκείνοι οι ξένοι » ανάγει ένα στοιχείο ταυτοποίησης σε παράγοντα συνοχής. Αυτή η επιθυμία κάποιοι δικαιούχοι να αντιμετωπίζονται ως εχθροί ή απατεώνες δεν περιορίζεται στις υπηρεσίες μετανάστευσης : τη συναντάμε στα γκισέ των ταμείων ανεργίας και γενικότερα σε όλα τα γραφεία που είναι επιφορτισμένα με τη χορήγηση κοινωνικών επιδομάτων.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, με το πρόσχημα του εξορθολογισμού, ενέτειναν τα μέτρα ελέγχου εναντίον των δικαιούχων τέτοιων επιδομάτων. Για πολλά χρόνια υποβιβασμένη σε δευτερεύουσα –στην ουσία περιθωριακή– δραστηριότητα, η εποπτεία ευπαθών πληθυσμιακών ομάδων αναβαθμίστηκε σε πολιτική προτεραιότητα και επωφελήθηκε από σημαντικούς ανθρώπινους και υλικούς πόρους. Ενόσω όμως η επιτήρηση των διάφορων μορφών οικονομικής εγκληματικότητας χαλάρωνε, η μηχανοργάνωση των αρχείων και ο πολλαπλασιασμός της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ υπηρεσιών έκαναν δυνατή την υιοθέτηση εξονυχιστικών ελέγχων με στόχο όλες τις πληθυσμιακές ομάδες που εξαρτώνται από τις επιδοτήσεις του κοινωνικού κράτους.
Πλέον, κάθε δικαιούχος που έχει δηλώσει κάποιο ποσό διαφορετικό από εκείνο που καταγράφεται στα φορολογικά έντυπά του καλείται να εναρμονίσει τις δηλώσεις του, υπό την απειλή στέρησης των επιδομάτων [7]. Στα Ταμεία Οικογενειακών Επιδομάτων (CAF), η γενίκευση της « εξόρυξης δεδομένων » (data mining), μιας τεχνικής συνδυασμού στοιχείων που στη συγκεκριμένη περίπτωση χρησιμοποιείται ώστε να εντοπίζει τους φακέλους πιθανών υπόπτων για εξαπάτηση, αποτελεί το νέο όπλο μαζικής καταστολής. Η συστηματική συλλογή και καταγραφή πληροφοριών όπως η οικογενειακή κατάσταση, η απασχόληση, οι πόροι και το ιστορικό του φακέλου για τους τελευταίους 24 μήνες επιτρέπει στους στατιστικολόγους των CAF να έχουν στη διάθεσή τους περίπου χίλια διαφορετικά δεδομένα για κάθε ελεγχόμενο δικαιούχο [8].
Η λίστα με τα κριτήρια που προσδιορίζουν τον ύποπτο για εξαπάτηση παραμένει βεβαίως μυστική. Η αποτελεσματικότητά της είναι ωστόσο τρομακτική : μετά από έξι μήνες, « οι φάκελοι που εντοπίστηκαν να έχουν καταχρηστικές καταβολές (χωρίς δικαιολογητικά ή ενώ υπήρχε ανάκληση των παροχών) αυξήθηκαν κατά 38% [9] » και διπλασιάστηκε το μέσο ύψος των ποσών που εξοικονομήθηκαν ανά ελεγκτή. Και εδώ, συναντάμε ξανά το ίδιο επιχείρημα να χρησιμοποιείται από τους διευθυντές των CAF προκειμένου να εξασφαλίσουν τη συγκατάθεση των υπαλλήλων οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με τη λειτουργία αυτής της μηχανής που τιμωρεί τους δικαιούχους των ελάχιστων κοινωνικών παροχών : εκείνο που επιδιώκεται είναι να βελτιωθεί η ποιότητα των υπηρεσιών όσον αφορά την καλύτερη πρόσβαση στα επιδόματα εκείνων που τα δικαιούνται. Ωστόσο, λίγες πιθανότητες υπάρχουν αυτοί οι δαπανηροί μηχανισμοί να κινητοποιηθούν προκειμένου να εντοπίσουν δικαιούχους που, ελλείψει πληροφόρησης ή από φόβο απέναντι στις περίπλοκες διαδικασίες, παραιτούνται από τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους [10].
Η πολιτική των άδειων ταμείων
Για να προχωρήσουν ακόμη περισσότερο αυτοί οι σχολαστικοί έλεγχοι, μια απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2013 εξουσιοδοτεί διάφορους φορείς να διασταυρώνουν διαδικτυακά τις πληροφορίες που διαθέτουν οι φορολογικές αρχές, μέσω μιας αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με την ονομασία « υπηρεσία επαλήθευσης φορολογικών δηλώσεων μέσω εισοδήματος ». Αυτή η νέα τηλεϋπηρεσία επιτρέπει ιδίως στις τράπεζες, στους οργανισμούς που διαχειρίζονται κοινωνικές παροχές, στους εκμισθωτές ακινήτων ή και στις τοπικές αρχές να μελετούν δεδομένα προσωπικά όπως η οικογενειακή κατάσταση, ο αριθμός εξαρτωμένων ατόμων, το συνολικό ακαθάριστο εισόδημα και το ύψος των φόρων [11].
Προκειμένου να εκμεταλλευθούν τις νέες διατάξεις για τον εξ αποστάσεως έλεγχο, οι υπηρεσίες που έχουν επιφορτιστεί με τη διαχείριση των πλέον ευπαθών πληθυσμιακών ομάδων εκχωρούν στους υπαλλήλους τους σημαντική διακριτική ευχέρεια, ιδίως όσον αφορά την ερμηνεία εννοιών τόσο ασαφών όπως η « ομαλή ενσωμάτωση » για τους αλλοδαπούς, οι « πραγματικές ενέργειες αναζήτησης απασχόλησης » για τους ανέργους [12] ή ακόμη και η « απομόνωση » για τις μητέρες με ένα συντηρούμενο τέκνο [13].
Έτσι, αυτοί οι δημόσιοι υπάλληλοι συχνά οδηγούνται στη σύγκριση των δικαιωμάτων από τα οποία υποτίθεται ότι επωφελούνται οι ευπαθείς πληθυσμιακές ομάδες με τη διαρκή υποβάθμιση που επιφυλάσσεται για τους κρατικούς λειτουργούς : πάγωμα μισθολογικών αυξήσεων, υποβάθμιση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, δραστικές περικοπές λειτουργικών δαπανών, διαρκής αναζήτηση για μείωση των θέσεων εργασίας, που επιφέρει εντατικοποίηση της εργασίας και ανταγωνισμό μεταξύ των υπηρεσιών…
Για τα μεσαία στρώματα του Δημοσίου, η συστηματική αμφισβήτηση του εργασιακού καθεστώτος τους συμβαδίζει με την –εσφαλμένη– αίσθηση ότι η κρατική εξουσία συνεχίζει να δαπανά όλο και περισσότερα για την προστασία των αλλοδαπών και των ευπαθών πληθυσμιακών ομάδων. Καθώς δεν μπορούν να ακουστούν σε πολιτικό επίπεδο, κάποιοι από αυτούς τους υπαλλήλους μεταφέρουν τη δική τους αίσθηση αδικίας στον τρόπο που εφαρμόζουν το πνεύμα του νόμου, αρνούμενοι στο γκισέ όσα μια πιο μεγαλόψυχη ερμηνεία των διατάξεων θα τους επέτρεπε να παραχωρήσουν. Καθώς ανήκουν στα κατώτερα κλιμάκια της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας, προσχωρούν τόσο πιο πρόθυμα σε αυτή τη σταυροφορία εναντίον των « καταχρήσεων » εκ μέρους των πιο αδύναμων, όσο περισσότερο πείθονται ότι έτσι υπερασπίζονται το μέλλον τους κάτω από την προστατευτική φτερούγα της κρατικής εξουσίας. Έτσι, η εμπέδωση των πρακτικών ελέγχου τρέφεται από την αποσταθεροποίηση των κρατικών λειτουργών.
Η αδιάκοπη κατάργηση θέσεων εργασίας και υποδομών στους τομείς που είναι επιφορτισμένοι με την υποδοχή και την υποστήριξη των πλέον ευπαθών πληθυσμιακών ομάδων συμβάλλει στην αύξηση των εντάσεων, μετατρέποντας τις θυρίδες εξυπηρέτησης σε μέτωπο μάχης. Σε αυτό το πλαίσιο, να υπενθυμίσουμε ότι η παρούσα κρίση του κοινωνικού κράτους είναι πρωτίστως το αποτέλεσμα μιας πολιτικής « άδειων ταμείων » [14], η οποία συνίσταται στην αποστράγγιση των κονδυλίων από τις υπηρεσίες που χαρακτηρίζονται « σπάταλες ». Η κρίση χρηματοδότησης προκύπτει από ποικίλες απαλλαγές και εξαιρέσεις που παραχωρούνται στους οικονομικά πιο ισχυρούς, αλλά και από όλα τα μέσα που αυτοί έχουν επιστρατεύσει προκειμένου να αποφύγουν τις υποχρεώσεις τους [15]. Πέρα από τις όποιες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, το στοίχημα είναι να επιτευχθεί ο επαναπροσδιορισμός των κρατικών μέσων ελέγχου των επιχειρήσεων που αποφεύγουν τη φορολόγηση και των πιο πλούσιων. Με την ελπίδα ότι κάποτε ο φόβος θα αλλάξει στρατόπεδο.
Notes
[1] Antoine Math, « Minima sociaux : nouvelle préférence nationale ? », Plein droit, n° 90, Παρίσι, Οκτώβριος 2011.
[2] « Garantir l’accès à la santé pour tous les Français », www.frontnational.com
[3] Andrew Higgins, « Right wing’s surge in Europe has the establishment rattled », The New York Times, 9 Νοεμβρίου 2013.
[4] Accueillir ou reconduire. Enquête sur les guichets de l’immigration, Raisons d’agir, Παρίσι, 2008.
[5] Antoine Math, « Les prestations sociales et les personnes âgées immigrées : la condition de résidence et son contrôle par les caisses », Revue de droit sanitaire et social, Νο 4, Παρίσι, Ιούλιος-Αύγουστος 2013.
[6] Βλ. Serge Halimi, « Λαμπεντούζα », Le Monde Diplomatique, Νοέμβριος 2013, http://www.monde-diplomatique.gr/spip.php ?article482
[7] Βλ. « Du souci de la justice à la surveillance des pauvres », Le Monde Diplomatique, Φεβρουάριος 2013.
[8] Pierre Collinet, « Focus – Le data mining dans les CAF : une réalité, des perspectives », Informations sociales, Νο 178, Παρίσι, 04/2013.
[9] ό.π.
[10] Philippe Warin, « La face cachée de la fraude sociale », Le Monde Diplomatique, Ιούλιος 2013.
[11] Η απόφαση που διευθετεί αυτές τις καινούργιες διατάξεις δημοσιεύθηκε στη γαλλική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Journal Officiel) της 15ης Οκτωβρίου 2013. Η Εθνική Επιτροπή για την Πληροφορική και τις Ελευθερίες (CNIL) κατήγγειλε τους κινδύνους που ελλοχεύουν για την προσωπική ζωή των φορολογουμένων, η κυβέρνηση όμως αποφάσισε να την αγνοήσει.
[12] Emmanuel Pierru, Guerre aux chômeurs ou guerre au chômage, Editions du Croquant, Bellecombe-en-Bauges, 2005.
[13] Vincent Dubois και Delphine Dulong, « Les ruses de la raison juridique. Le contrôle sur place des bénéficiaires d’allocations familiales », Recherches et prévisions, Νο 73, Μετς, 2003.
[14] Sébastien Guex, « La politique des caisses vides. Etat, finances publiques et mondialisation », Actes de la recherche en sciences sociales, Νο 146-147, Παρίσι, Μάρτιος 2003.
[15] Βλ. « Comment contourner l’impôt sans s’exiler », Le Monde Diplomatique, Φεβρουάριος 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου