Του Πέτρου Σταύρου, απο το Red NoteBook...
Θα ξεκινήσουμε με θέματα όχι άμεσα συνδεδεμένα με τον τίτλο αυτού του άρθρου, επιχειρώντας να ξεδιαλύνουμε κάπως τα πράγματα γύρω από τα ζητήματα του χρέους των χωρών σε επιτήρηση, για να δούμε έτσι, πού ακριβώς βρισκόμαστε σήμερα και κυρίως για να βγάλουμε τα απαραίτητα πολιτικά συμπεράσματα που να δικαιολογούν, τελικά, τον τίτλο.
Πριν από λίγο καιρό, ακούστηκαν διθυραμβικά σχόλια για την όντως επιτυχημένη επιχείρηση εξόδου στις ιδιωτικές αγορές χρήματος της Ιρλανδίας. Η ζήτηση των Ιρλανδικών ομολόγων ήταν περίπου τέσσερις φορές υψηλότερη από την προσφορά τους. Το πρόγραμμα της δήθεν ευρωπαϊκής σταθεροποίησης μας λέει ότι στη συνέχεια θα ακολουθήσει η Πορτογαλία και ήδη προβλέπεται, από τους έγκυρους οικονομικούς αναλυτές, ότι και αυτή η έξοδος θα είναι επιτυχημένη. Κανονικά και σύμφωνα με τους αρχικούς σχεδιασμούς της ΕΕ, μετά την Πορτογαλία και μέσα στο 2014 θα ακολουθούσε η Ελλάδα. Όμως τα πράγματα με την έξοδο της ελληνικής οικονομίας στις αγορές έχουν μπερδευτεί αρκετά.
Εκεί λοιπόν που είχαν δημιουργηθεί προσδοκίες για την οριστική σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας και φαινόταν πως η στρατηγική της Ευρώπης κυλάει ομαλά, εμφανίστηκε το περίφημο χρηματοδοτικό κενό (περίπου 14 δις), που σχετίζεται με την ανακύκληση του χρέους της επόμενης τριετίας. Ας θυμίσουμε λίγο ποια ήταν, σε αδρές γραμμές, η στρατηγική της ΕΕ για την σταδιακή έξοδο στις χρηματαγορές των χωρών σε επιτήρηση.
Ξεκινώντας από την πιο σταθεροποιημένη οικονομία, αυτήν της Ιρλανδίας, θα επιχειρούνταν, με την έκδοση κρατικών ομολόγων της χώρας, η έξοδος της στις ιδιωτικές αγορές χρήματος. Αν ήταν επιτυχής η έξοδος της πρώτης χώρας στις αγορές, θα προετοιμάζονταν η δεύτερη χώρα (η Πορτογαλία) για να αποπειραθεί και αυτή να δανειστεί ικανοποιητικά. Αν δεν ήταν και τόσο επιτυχημένες οι απόπειρες φθηνού δανεισμού, τότε θα εξεταζόταν η περίπτωση της παρεμβολής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) για την αγορά των ομολόγων που περίσσεψαν στις αγορές από τον μηχανισμό και την ΕΚΤ. Μέχρι τώρα τα πράγματα έχουν πάει καλά για την Ιρλανδία, χωρίς να είναι εξασφαλισμένη η συνέχεια ενός άνετου δανεισμού της από τις αγορές. Κατά τη γνώμη μας, ακόμα και ο πιο πετυχημένος δανεισμός δεν λύνει το αναπτυξιακό πρόβλημα των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, ούτε αποκαθιστά την ισορροπία του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος αλλά, προς το παρόν, και για την οικονομία του άρθρου, αυτά τα προβλήματα θα τα βάλουμε στην άκρη και χωρίς μεμψιμοιρία θα παραδεχτούμε ότι το πρώτο πείραμα ήταν κάτι παραπάνω από επιτυχές. Η περίπτωση της Πορτογαλίας, επίσης, μέχρι στιγμής δεν δημιουργεί ανησυχίες.
Τι γίνεται όμως με την Ελλάδα; Γιατί συζητιέται και τρίτο μνημόνιο, δηλαδή και τρίτος δανεισμός από ευρωπαϊκούς πόρους και όχι ένα σαφές χρονοδιάγραμμα εξόδου στις αγορές;
Τι μεσολάβησε ώστε τα πράγματα να μην κυλούν τόσο ομαλά και να χρειάζεται μια κάποια αναθεώρηση της παραπάνω στρατηγικής; Κυρίως δύο εξελίξεις. Πρώτη εξέλιξη, η σημαντική αλλαγή της πολιτικής της αμερικάνικης Κεντρικής Τράπεζας (FED) που σκοπεύει να κλείσει τη νομισματική «κάνουλα» του τυπώματος χρήματος (ποσοτική χαλάρωση). Την περίοδο αυτή επιχειρείται η εκτίμηση της έκτασης των επιπτώσεων που θα χει η μείωση της ποσότητας χρήματος που «ρίχνει» στην αγορά η FED για την παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία. Η ΕΕ και η ΕΚΤ διστάζουν ακόμα να χρησιμοποιήσουν αντίρροπα εργαλεία (αγορά ομολόγων στη δευτερογενή αγορά – μια μορφή ποσοτικής χαλάρωσης) επεκτατικής νομισματικής πολιτικής σε σχέση με αυτά της FED. Έτσι, για τις χώρες που θα επιχειρηθεί η οργανωμένη έξοδος στις ιδιωτικές αγορές χρήματος δεν θα ισχύσει, στο βαθμό που αρχικά σχεδιαζόταν, η στήριξη του ESM. Άρα, ο νέος δανεισμός θα στηριχθεί περισσότερο στις προοπτικές της οικονομίας της χώρας που θα δανειστεί -και εδώ οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι ακόμα πολύ «θολές» για παρακινδυνευμένα πειράματα.
Δεύτερη και σημαντικότερη εξέλιξη είναι η έναρξη μιας μεγάλης διαδικασίας απομόχλευσης του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος ενόψει της προώθησης , μέσα στο 2014, της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης. Λίγα νούμερα αρκούν για να διαπιστώσουμε το πρόβλημα των 130 περίπου συστημικών τραπεζών της Ευρώπης. Το ενεργητικό τους είναι το 250% του ΑΕΠ της ευρωζώνης, τα αθροιστικά κέρδη τους (και των 130) είναι σχεδόν μηδενικά τα τελευταία 4 χρόνια και η κεφαλαιακή τους επάρκεια είναι γύρω στο 4% του ενεργητικού (Δες: The Asset Quality Review and Capital Needs: Why re-capitalise banks with public money? Daniel Gros No. 311, 19 December 2013).
Το πρόβλημα δημιουργεί «ίλιγγο». Ας φανταστούμε τι θα σημαίνει έστω και μια μικρή υποτίμηση του ενεργητικού των 130 τραπεζών (εφόσον διαπιστωθούν μη εξυπηρετούμενα δάνεια) σε ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης. Η ΕΚΤ και κατ’ επέκταση η ΤτΕ στην Ελλάδα, λόγω των κρίσιμων τεστ για την ποιότητα της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών που θα γίνεται καθόλη τη διάρκεια του 2014, ενδιαφέρονται πολύ για τα κεφάλαια του ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) και θέλουν να τα χρησιμοποιήσουν ως «μαξιλάρι» για τους κραδασμούς των stress test της ΕΚΤ.
Για την ελληνική κυβέρνηση το πρόβλημα είναι διαφορετικό. Το ΤΧΣ έχει δώσει 40 δις ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών. Τώρα καταλαβαίνει ότι είναι δύσκολο να εξαντλήσει τη τετραετία με την πιθανότητα ενός τρίτου μνημονίου που θα συνοδεύει τη δανειοδότηση του χρηματοδοτικού κενού της επόμενης τριετίας. Έτσι, αποπειράται την επίσπευση της αποκρατικοποίησης των τεσσάρων τραπεζών και με τα όποια έσοδα από αυτήν (πολύ λιγότερα από τα 40 δις που έχει δώσει το ΤΧΣ για την ανακεφαλαιοποίηση) επιδιώκει να καλύψει το χρηματοδοτικό κενό της επόμενης περιόδου (Δες και Γιάννης Αγγέλης, Το ΤΧΣ, οι τράπεζες και η νέα «λύση» για το χρηματοδοτικό κενό. Capital, 15/1/2014).
Πριν από λίγο καιρό, ακούστηκαν διθυραμβικά σχόλια για την όντως επιτυχημένη επιχείρηση εξόδου στις ιδιωτικές αγορές χρήματος της Ιρλανδίας. Η ζήτηση των Ιρλανδικών ομολόγων ήταν περίπου τέσσερις φορές υψηλότερη από την προσφορά τους. Το πρόγραμμα της δήθεν ευρωπαϊκής σταθεροποίησης μας λέει ότι στη συνέχεια θα ακολουθήσει η Πορτογαλία και ήδη προβλέπεται, από τους έγκυρους οικονομικούς αναλυτές, ότι και αυτή η έξοδος θα είναι επιτυχημένη. Κανονικά και σύμφωνα με τους αρχικούς σχεδιασμούς της ΕΕ, μετά την Πορτογαλία και μέσα στο 2014 θα ακολουθούσε η Ελλάδα. Όμως τα πράγματα με την έξοδο της ελληνικής οικονομίας στις αγορές έχουν μπερδευτεί αρκετά.
Εκεί λοιπόν που είχαν δημιουργηθεί προσδοκίες για την οριστική σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας και φαινόταν πως η στρατηγική της Ευρώπης κυλάει ομαλά, εμφανίστηκε το περίφημο χρηματοδοτικό κενό (περίπου 14 δις), που σχετίζεται με την ανακύκληση του χρέους της επόμενης τριετίας. Ας θυμίσουμε λίγο ποια ήταν, σε αδρές γραμμές, η στρατηγική της ΕΕ για την σταδιακή έξοδο στις χρηματαγορές των χωρών σε επιτήρηση.
Ξεκινώντας από την πιο σταθεροποιημένη οικονομία, αυτήν της Ιρλανδίας, θα επιχειρούνταν, με την έκδοση κρατικών ομολόγων της χώρας, η έξοδος της στις ιδιωτικές αγορές χρήματος. Αν ήταν επιτυχής η έξοδος της πρώτης χώρας στις αγορές, θα προετοιμάζονταν η δεύτερη χώρα (η Πορτογαλία) για να αποπειραθεί και αυτή να δανειστεί ικανοποιητικά. Αν δεν ήταν και τόσο επιτυχημένες οι απόπειρες φθηνού δανεισμού, τότε θα εξεταζόταν η περίπτωση της παρεμβολής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) για την αγορά των ομολόγων που περίσσεψαν στις αγορές από τον μηχανισμό και την ΕΚΤ. Μέχρι τώρα τα πράγματα έχουν πάει καλά για την Ιρλανδία, χωρίς να είναι εξασφαλισμένη η συνέχεια ενός άνετου δανεισμού της από τις αγορές. Κατά τη γνώμη μας, ακόμα και ο πιο πετυχημένος δανεισμός δεν λύνει το αναπτυξιακό πρόβλημα των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, ούτε αποκαθιστά την ισορροπία του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος αλλά, προς το παρόν, και για την οικονομία του άρθρου, αυτά τα προβλήματα θα τα βάλουμε στην άκρη και χωρίς μεμψιμοιρία θα παραδεχτούμε ότι το πρώτο πείραμα ήταν κάτι παραπάνω από επιτυχές. Η περίπτωση της Πορτογαλίας, επίσης, μέχρι στιγμής δεν δημιουργεί ανησυχίες.
Τι γίνεται όμως με την Ελλάδα; Γιατί συζητιέται και τρίτο μνημόνιο, δηλαδή και τρίτος δανεισμός από ευρωπαϊκούς πόρους και όχι ένα σαφές χρονοδιάγραμμα εξόδου στις αγορές;
Τι μεσολάβησε ώστε τα πράγματα να μην κυλούν τόσο ομαλά και να χρειάζεται μια κάποια αναθεώρηση της παραπάνω στρατηγικής; Κυρίως δύο εξελίξεις. Πρώτη εξέλιξη, η σημαντική αλλαγή της πολιτικής της αμερικάνικης Κεντρικής Τράπεζας (FED) που σκοπεύει να κλείσει τη νομισματική «κάνουλα» του τυπώματος χρήματος (ποσοτική χαλάρωση). Την περίοδο αυτή επιχειρείται η εκτίμηση της έκτασης των επιπτώσεων που θα χει η μείωση της ποσότητας χρήματος που «ρίχνει» στην αγορά η FED για την παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία. Η ΕΕ και η ΕΚΤ διστάζουν ακόμα να χρησιμοποιήσουν αντίρροπα εργαλεία (αγορά ομολόγων στη δευτερογενή αγορά – μια μορφή ποσοτικής χαλάρωσης) επεκτατικής νομισματικής πολιτικής σε σχέση με αυτά της FED. Έτσι, για τις χώρες που θα επιχειρηθεί η οργανωμένη έξοδος στις ιδιωτικές αγορές χρήματος δεν θα ισχύσει, στο βαθμό που αρχικά σχεδιαζόταν, η στήριξη του ESM. Άρα, ο νέος δανεισμός θα στηριχθεί περισσότερο στις προοπτικές της οικονομίας της χώρας που θα δανειστεί -και εδώ οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι ακόμα πολύ «θολές» για παρακινδυνευμένα πειράματα.
Δεύτερη και σημαντικότερη εξέλιξη είναι η έναρξη μιας μεγάλης διαδικασίας απομόχλευσης του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος ενόψει της προώθησης , μέσα στο 2014, της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης. Λίγα νούμερα αρκούν για να διαπιστώσουμε το πρόβλημα των 130 περίπου συστημικών τραπεζών της Ευρώπης. Το ενεργητικό τους είναι το 250% του ΑΕΠ της ευρωζώνης, τα αθροιστικά κέρδη τους (και των 130) είναι σχεδόν μηδενικά τα τελευταία 4 χρόνια και η κεφαλαιακή τους επάρκεια είναι γύρω στο 4% του ενεργητικού (Δες: The Asset Quality Review and Capital Needs: Why re-capitalise banks with public money? Daniel Gros No. 311, 19 December 2013).
Το πρόβλημα δημιουργεί «ίλιγγο». Ας φανταστούμε τι θα σημαίνει έστω και μια μικρή υποτίμηση του ενεργητικού των 130 τραπεζών (εφόσον διαπιστωθούν μη εξυπηρετούμενα δάνεια) σε ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης. Η ΕΚΤ και κατ’ επέκταση η ΤτΕ στην Ελλάδα, λόγω των κρίσιμων τεστ για την ποιότητα της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών που θα γίνεται καθόλη τη διάρκεια του 2014, ενδιαφέρονται πολύ για τα κεφάλαια του ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) και θέλουν να τα χρησιμοποιήσουν ως «μαξιλάρι» για τους κραδασμούς των stress test της ΕΚΤ.
Για την ελληνική κυβέρνηση το πρόβλημα είναι διαφορετικό. Το ΤΧΣ έχει δώσει 40 δις ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών. Τώρα καταλαβαίνει ότι είναι δύσκολο να εξαντλήσει τη τετραετία με την πιθανότητα ενός τρίτου μνημονίου που θα συνοδεύει τη δανειοδότηση του χρηματοδοτικού κενού της επόμενης τριετίας. Έτσι, αποπειράται την επίσπευση της αποκρατικοποίησης των τεσσάρων τραπεζών και με τα όποια έσοδα από αυτήν (πολύ λιγότερα από τα 40 δις που έχει δώσει το ΤΧΣ για την ανακεφαλαιοποίηση) επιδιώκει να καλύψει το χρηματοδοτικό κενό της επόμενης περιόδου (Δες και Γιάννης Αγγέλης, Το ΤΧΣ, οι τράπεζες και η νέα «λύση» για το χρηματοδοτικό κενό. Capital, 15/1/2014).
Είναι κάτι παραπάνω από εμφανές λοιπόν πως υπάρχει πρόβλημα σύγκρουσης συμφερόντων και τακτικών και εκρηκτικής έντασης των αντιφάσεων των επιλογών που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια και από τις δύο πλευρές. Οι μνημονιακές στρατηγικές είναι πλήρως αποσταθεροποιημένες και το εγχώριο πολιτικό σύστημα «ρευστοποιείται» μέσα σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον, όπου η εκδήλωση όλων των προβλημάτων του τρόπου της νομισματικής οικοδόμησης του παρελθόντος ξεσπούν ταυτόχρονα.
Είναι η στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση θα παρουσιάσει μια σειρά από καταστροφικές πολιτικές προτάσεις με τη μορφή της δήθεν σκληρής διαπραγματευτικής στάσης απέναντι στη τρόικα για να παρατείνει -τι ακριβώς, αλήθεια;- δεν ξέρει. Και το ερώτημα είναι: Θα πετύχουν αυτές οι πολιτικές; Και η απάντηση είναι πως, εδώ που έφτασαν τα πράγματα είτε πετύχουν είτε δεν πετύχουν, είναι το ίδιο επικίνδυνες και πρέπει να ανατραπούν άμεσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου