Εχουν πάντοτε τα προβλήματά τους οι
έρευνες που επιχειρούν να δώσουν μαθηματική υπόσταση σε υποκειμενικές
δηλώσεις ή σε αισθήματα που ίσως είναι της στιγμής ή της «φάσης». Οσο
επιφυλακτικοί κι αν είμαστε πάντως,
δεν γίνεται να μη σταθούμε στα
αποτελέσματα μιας τριετούς έκθεσης του ΟΟΣΑ που δημοσιεύτηκαν τις
προάλλες. Πεντακόσιες χιλιάδες δεκαπεντάχρονοι μαθητές από 65 χώρες
βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη φράση «Είμαι χαρούμενος στο σχολείο», δίπλα
στην οποία όφειλαν να σημειώσουν -όσο πιο ειλικρινά και αυθόρμητα
μπορούσαν- ένα «συμφωνώ» ή «διαφωνώ». Να γράψουν δηλαδή «μια χαρά νιώθω,
όλα καλά με τους συμμαθητές και τους καθηγητές μου, ανοίγει η όρεξή μου
να διαβάζω και να μαθαίνω» ή «χάλια μαύρα, δεν βρίσκω κανένα νόημα, δεν
βγάζει πουθενά».
Με την απάντηση των μαθητών, το «διαφωνώ» ή το «συμφωνώ», προσδιορίζεται, μάλλον εμπειρικά, η διάθεσή τους, εκείνο το παλιό «ορέγεσθαι του ειδέναι». Και με τη βαθμολόγηση -όντως αντικειμενική αυτή- των επιδόσεών τους στα μαθηματικά και σε δύο ακόμα μαθήματα προσδιορίζεται ο δεύτερος παράγοντας. Ο συνδυασμός τώρα διάθεσης και επιδόσεων δίνει έναν μαθησιακό οικουμενικό χάρτη, με τα όρη του, τις πεδιάδες, τους βάλτους, τα ρήγματα, τις καταβόθρες.
Πού βρίσκονται οι δικοί μας μαθητές όσον αφορά τον συνδυαστικό δείκτη «διάθεση + επίδοση»; Οι δικοί μας δεκαπεντάχρονοι, παιδιά, ανίψια, βαφτιστήρια, γειτονόπουλα;
Εκεί, δυστυχώς, που δεν θα μπορούσε να προβλέψει και ο περισσότερο απαισιόδοξος. Στο ρήγμα. Στο σπηλαιοβάραθρο. «Εις τον πάτο της εικόνας» είναι οι μαθητές του Κατάρ. Δεύτερα από το τέλος, τα Αργεντινόπουλα. Στην τρίτη και την τέταρτη θέση, από κάτω προς τα πάνω πάντα, κακοδιάθετα και με κακούς βαθμούς, Κυπριωτόπουλα και Ελλαδιτόπουλα. Αδέρφια. Στην κορυφή, ευτυχείς όπως δηλώνουν και με καλούς βαθμούς, βρίσκονται οι μαθητές από τη Σιγκαπούρη, την Ταϊβάν, την Ελβετία, το Χονγκ Κονγκ, το Λιχτενστάιν.
Αν η όρεξη για διάβασμα δεν συνδέεται μόνο με την καθαυτό απόλαυση και με την επιθυμία μόρφωσης, αλλά συναρτάται και με το περιβάλλον σου (σχολικό και ευρύτερο), καθώς και με το ενδεχόμενο η μελέτη να σε οδηγήσει σε μια δουλειά που να την αγαπάς, δεν μπορούμε να δηλώνουμε ξαφνιασμένοι. Η τριετία της έρευνας είναι η τριετία της κρίσης στην Ελλάδα (και κατόπιν στην Κύπρο). Δεν κυκλοφορούν με ωτασπίδες τα παιδιά. Ακούνε. Και βλέπουν βέβαια. Βλέπουν τους δικούς τους όλο και πιο μελαγχολικούς. Ακούνε δυσάρεστες ιστορίες για γνωστούς. Ακούνε ειδήσεις. Αρκεί αυτό. Γιατί και τα πιο φιλτραρισμένα δελτία, το έχουν το δηλητήριό τους.
Μια φουρνιά Ελληνόπουλα, οι σημερινοί τριαντάρηδες συν-πλην, φαίνεται πως πάει χαμένη (ή πάει στην ξενιτιά για να μη χαθεί) επειδή διάβαζε πολύ, συσσωρεύοντας πτυχία χωρίς αντίκρισμα στην πατρίδα της. Και μια άλλη γενιά, τα τωρινά εφηβάκια, φαίνεται ότι πάει «αδιάβαστη». Καλά τα καταφέραμε.
Με την απάντηση των μαθητών, το «διαφωνώ» ή το «συμφωνώ», προσδιορίζεται, μάλλον εμπειρικά, η διάθεσή τους, εκείνο το παλιό «ορέγεσθαι του ειδέναι». Και με τη βαθμολόγηση -όντως αντικειμενική αυτή- των επιδόσεών τους στα μαθηματικά και σε δύο ακόμα μαθήματα προσδιορίζεται ο δεύτερος παράγοντας. Ο συνδυασμός τώρα διάθεσης και επιδόσεων δίνει έναν μαθησιακό οικουμενικό χάρτη, με τα όρη του, τις πεδιάδες, τους βάλτους, τα ρήγματα, τις καταβόθρες.
Πού βρίσκονται οι δικοί μας μαθητές όσον αφορά τον συνδυαστικό δείκτη «διάθεση + επίδοση»; Οι δικοί μας δεκαπεντάχρονοι, παιδιά, ανίψια, βαφτιστήρια, γειτονόπουλα;
Εκεί, δυστυχώς, που δεν θα μπορούσε να προβλέψει και ο περισσότερο απαισιόδοξος. Στο ρήγμα. Στο σπηλαιοβάραθρο. «Εις τον πάτο της εικόνας» είναι οι μαθητές του Κατάρ. Δεύτερα από το τέλος, τα Αργεντινόπουλα. Στην τρίτη και την τέταρτη θέση, από κάτω προς τα πάνω πάντα, κακοδιάθετα και με κακούς βαθμούς, Κυπριωτόπουλα και Ελλαδιτόπουλα. Αδέρφια. Στην κορυφή, ευτυχείς όπως δηλώνουν και με καλούς βαθμούς, βρίσκονται οι μαθητές από τη Σιγκαπούρη, την Ταϊβάν, την Ελβετία, το Χονγκ Κονγκ, το Λιχτενστάιν.
Αν η όρεξη για διάβασμα δεν συνδέεται μόνο με την καθαυτό απόλαυση και με την επιθυμία μόρφωσης, αλλά συναρτάται και με το περιβάλλον σου (σχολικό και ευρύτερο), καθώς και με το ενδεχόμενο η μελέτη να σε οδηγήσει σε μια δουλειά που να την αγαπάς, δεν μπορούμε να δηλώνουμε ξαφνιασμένοι. Η τριετία της έρευνας είναι η τριετία της κρίσης στην Ελλάδα (και κατόπιν στην Κύπρο). Δεν κυκλοφορούν με ωτασπίδες τα παιδιά. Ακούνε. Και βλέπουν βέβαια. Βλέπουν τους δικούς τους όλο και πιο μελαγχολικούς. Ακούνε δυσάρεστες ιστορίες για γνωστούς. Ακούνε ειδήσεις. Αρκεί αυτό. Γιατί και τα πιο φιλτραρισμένα δελτία, το έχουν το δηλητήριό τους.
Μια φουρνιά Ελληνόπουλα, οι σημερινοί τριαντάρηδες συν-πλην, φαίνεται πως πάει χαμένη (ή πάει στην ξενιτιά για να μη χαθεί) επειδή διάβαζε πολύ, συσσωρεύοντας πτυχία χωρίς αντίκρισμα στην πατρίδα της. Και μια άλλη γενιά, τα τωρινά εφηβάκια, φαίνεται ότι πάει «αδιάβαστη». Καλά τα καταφέραμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου