Γιώργος Κατσαμπέκης, απο το Περιοδικο Χρονος...
Γιατί να επανέρχομαι σε όλα αυτά, τα μάλλον γνωστά (ίσως και βαρετά) για τις περισσότερες και τους περισσότερους από μας; Αφορμή στέκεται εδώ η έκπληξη και η οργή που εκφράστηκε στα κοινωνικά δίκτυα και ορισμένες ιστοσελίδες απέναντι σε πρόσφατο πόνημα του εν λόγω δημοσιογράφου, στο οποίο περιγράφει το ακροατήριο της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης ως ένα συνονθύλευμα «κακομαθημένων», «στερημένων» και τελικά «καθυστερημένων» ανθρώπων («Εμείς τον θέλουμε...», 12.1.2014). Δεν νομίζω πως δικαιολογείται μια τέτοια έκπληξη, πόσο μάλλον οργή. Όπως και να το δει κανείς, είτε μας αρέσει είτε όχι, ο Πρετεντέρης είναι ένας μάλλον συνεπής δημοσιογράφος· τουλάχιστον όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο ασκεί την «κριτική» του στους πολιτικούς του αντιπάλους. Μία εν τάχει αναδρομή στα «χρυσά χρόνια» του εκσυγχρονισμού θα αναδείξει εύκολα ευθείες αναλογίες και συνδέσεις με τα όσα υποστηρίζει και σήμερα. Τότε λοιπόν, οποιοσδήποτε αντιτίθετο στις «εκσυγχρονιστικές» μεταρρυθμίσεις αποκτούσε αμέσως μια θέση σε αυτό που ονόμαζε «Σωματείο της Εθνικής Κλάψας» (29.9.1996): «Ένα ιδιότυπο σωματείο αμφίβολων δημοσιογράφων, δυσλεκτικών διανοουμενιζόντων, παραπανεπιστημιακών, άτυπων φασιστοειδών, χαβαλέδων […] και λοιπών απατεώνων, που ορθώνει επιλεκτικά τη θιγόμενη υπερηφάνειά του κάθε φορά όπου αυτός ο τόπος λέει να κάνει ένα βήμα μπροστά. […] Μόνο η αναπαραγωγή μιας ορισμένης πνευματικής υπανάπτυξης επιτρέπει στο “Σωματείο Εθνικής Κλάψας” να μη φαίνεται αυτό που πραγματικά είναι: ένα σύνολο ψώνιων». Απέναντι σε τούτο το σωματείο της μιζέριας έστεκε βεβαίως το «success symbol» (όπως το έλεγε) του εκσυγχρονισμού. Σας θυμίζει τίποτα;
Με αυτό τον τρόπο, στον λόγο του Πρετεντέρη τότε, όπως και τώρα, ο αντίπαλος (ιδίως ο κοινωνικός –ο από «τα κάτω»– αντίπαλος) θα λοιδορείται συστηματικά και θα σκιαγραφείται ως άξεστος, γκροτέσκος, φοβικός, οπισθοδρομικός, «μπάχαλος», τελικά βλάκας. Οι «απέναντι», αυτοί που αντιδρούν και κινητοποιούνται (άλλοτε οι αγρότες, άλλοτε οι μαθητές, άλλοτε οι δάσκαλοι κ.ο.κ.), θα παρουσιάζονται ως άνθρωποι που «δεν θέλουν τίποτε να αλλάξει. Δεν θέλουν το ευρώ, δεν τους αρέσει το Χρηματιστήριο, δεν γουστάρουν τον ανταγωνισμό, δεν ανέχονται την αξιολόγηση, δεν πιστεύουν στην Ευρώπη, δεν θέλουν εξετάσεις, δεν πολυκαταλαβαίνουν τους υπολογιστές. […] Γι’ αυτό και προσπαθούν να τα κάνουν όλα μπάχαλο, σε κάθε ευκαιρία» («Γαβρήλο, ζεις...», 31.1.1999). Δεν αναγνωρίζεται στον «απέναντι», με άλλα λόγια, η πολιτική υπόσταση, τα νομιμοποιημένα πολιτικά αιτήματα, ούτε καν η διανοητική/ορθολογική επάρκεια για την άρθρωση της διαφωνίας. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για τα πολιτικά κόμματα και όποιον τολμά να στέκεται αλληλέγγυος στο πλευρό των εκάστοτε κινητοποιημένων ή αντιπολιτευόμενων κοινωνικών ομάδων. Δεν το κάνουν, σύμφωνα με τον Πρετεντέρη, βασισμένοι σε κάποια συγκεκριμένη πολιτική ανάλυση ή σε ένα εναλλακτικό πρόγραμμα, ένα άλλο σύστημα αξιών, αλλά από «καιροσκοπισμό και πολιτική ιδιοτέλεια. […] Από παλαιο-αριστερές ενοχές. Από πηγαίο ρομαντισμό. Από ενθουσιασμό. Από απλή βλακεία. Από ιδεολογική σύγχυση. […] Από μίσος γι’ αυτή τη “νέα κοινωνία” που ανατέλλει» («Οι δύο Ελλάδες», ό.π.). Αυτός είναι άλλωστε ο κόσμος που πεισματικά κρατάει «πίσω» το έθνος την ώρα που αυτό «εξορμά πλησίστιο προς το μέλλον» («2000 παρά 2. Η Ελλάδα που αλλάζει», 4.1.1998), καβάλα στο άρμα του σημιτικού «εκσυγχρονισμού». Σας θυμίζει μήπως κι αυτό κάτι; Εκείνοι που «μισούν» το «νέο» που «ανατέλλει»; Που δεν θέλουν να πάει η χώρα «μπροστά»;
Ας κάνουμε ένα άλμα στο σήμερα. Τη στιγμή που η (άλλοτε) αγιοποιημένη οκταετία του «εκσυγχρονισμού» βουλιάζει στο ζέον περιβάλλον της αδιανόητης μίζας, ο Πρετεντέρης (όπως και άλλοι δημοσιογράφοι/δημοσιολόγοι αντίστοιχου διαμετρήματος) έχει σχεδόν ανοίξει προσωπικό πόλεμο με την αξιωματική αντιπολίτευση της χώρας, τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α., αλλά και σχεδόν κάθε κοινωνική ομάδα ή επαγγελματικό κλάδο που τολμά να κινητοποιηθεί ενάντια στις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», τις βίαιες μαζικές απολύσεις, την ορθοδοξία των μνημονίων και την ατέλειωτη λιτότητα. Πιθανότατα γιατί μοιάζει τούτη η άξεστη, γκροτέσκα και μιαρή Ελλάδα, που για χρόνια περιέγραφε και ξόρκιζε ο δημοσιογράφος στον λόγο του, να εντοπίζεται σήμερα αυτούσια στο εκλογικό ακροατήριο του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., αλλά και στην καρδιά των συλλογικών κινητοποιήσεων. Κατά τα λοιπά δεν έχουν αλλάξει πολλά. Το μοτίβο παραμένει το ίδιο και απαράλλακτο: ο πολιτικός αντίπαλος υποτίθεται πως χαρακτηρίζεται από συντήρηση, φοβικότητα, βόλεμα, αμορφωσιά, ανορθολογισμό, φθόνο για το «νέο» που «ανατέλλει», τελικά από «απλή», «αγνή» βλακεία (ακόμα χειρότερα: «καθυστέρηση»). Μαθαίνουμε λοιπόν ότι «η πολιτική, ιδεολογική, πολιτιστική, ακόμη και αισθητική συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καμία σχέση με αυτό που ονομάζεται “Ευρωπαϊκή Ένωση”»· με την τελευταία να προβάλλει ως «μία και αδιαίρετη», σχεδόν «ουσία», μια Ε.Ε. αυταξία πέραν πολιτικών συσχετισμών, κοινωνικής και πολιτικής διαμάχης, πισωγυρισμάτων, αντιφάσεων κ.λπ. Αλλά εκεί στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. φαίνεται να φταίει και κάτι παραπάνω: δεν είναι ότι ασκούν κριτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση με βάση κάποια συγκροτημένη επιχειρηματολογία ή πολιτική θέση. Είναι κάτι πιο βαθιά εντυπωμένο, είναι η «παρωχημένη Ελλάδα» που κυλά στο αίμα τους, είναι που αυτό που λέμε «Ευρώπη» «δεν το ξέρουν, δεν το γουστάρουν, δεν το έχουν στο DNA τους». Γι’ αυτό και ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. «απευθύνεται και εκπροσωπεί έναν κόσμο ταλαιπωρημένο, στερημένο, κακομαθημένο, θυμωμένο ή καθυστερημένο» («Εμείς τον θέλουμε...», ό.π.). Τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η πλέμπα με την Ευρώπη; Τι να καταλάβει από διαρθρωτικές αλλαγές και πρωτογενή πλεονάσματα; Τι αξία να αποδώσουμε στη δυσφορία της;
Αυτού του είδους η «συνεπής» μηδενιστική κριτική όμως, που ισοπεδώνει συλλήβδην σημαντικά κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας, που ακυρώνει τον αντίλογο, ενώ απαξιώνει συστηματικά κάθε πολιτική δύναμη που τολμά να αντιπαρατεθεί με την κυρίαρχη πολιτική και ιδεολογία, δεν επιδιώκει τον διάλογο, την αντιπαράθεση επιχειρημάτων, τη δημιουργική σύγκρουση απόψεων. Δεν έχει καμία σχέση με τον ευρωπαϊσμό που προσχηματικά επικαλείται ή τα «βαριά» ονόματα διανοουμένων που εντελώς εργαλειακά και επιλεκτικά ενίοτε επιστρατεύει. Διατυπώνεται με μοναδικό σκοπό την επίτευξη του μέγιστου δυνατού αρνητικού αντίκτυπου στο πλαίσιο μιας «πολιτικής του φόβου». Γιατί, όπως και να το κάνουμε, ο κυρίαρχος λόγος σήμερα, ως υπεράσπιση της κυρίαρχης πολιτικής, μόνο φόβο έχει να προσφέρει (μας το απέδειξε με τον πιο γλαφυρό τρόπο και τον Ιούνη του 2012): φόβο για την επικινδυνότητα κάθε εναλλακτικής επιλογής, κάθε παρέκκλισης από την ορθοδοξία της νεοφιλελεύθερης λιτότητας, κάθε (ακόμα και δειλού) βήματος πέρα από τον «καπιταλισμό τη καταστροφής». Είναι αυτός ο «έγκυρος» δημοσιογραφικός λόγος που φρίττει μπροστά σε κάθε προοπτική ή πρόταση ριζοσπαστικής δημοκρατικής κοινωνικής αλλαγής, φτάνοντας να χαρακτηρίζει «παρατρομοκρατικές οργανώσεις» κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς με ουσιαστική πολιτική και κοινωνική παρέμβαση/προσφορά, την ώρα που προτείνει (στα σοβαρά) συγκυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με μια «σοβαρευμένη» Χρυσή Αυγή (εδώ βεβαίως παραπέμπουμε σε άλλο δημοσιογράφο του ευρύτερου «μνημονιακού» φιλελεύθερου χώρου). Ίσως να φτάνει σε τέτοιες γραφικές ακρότητες γιατί οι «αισιόδοξες» επαγγελίες του φωτεινού «μεταμνημονιακού» αύριο –που υποτίθεται κοντοζυγώνει– ηχούν και σε αυτούς ακόμα ως κακόγουστο αστείο μπροστά στο χαίνον τραύμα του πραγματικού που καταγράφεται στα τρομακτικά νούμερα της ανεργίας, της φτώχειας και της εξαθλίωσης.
Ο Πρετεντέρης λοιπόν δεν είναι καθόλου μόνος σε αυτό το εγχείρημα –γι’ αυτό και ασχολούμαστε με τη στάση του εδώ–, αλλά αποτελεί συστατικό κομμάτι ενός πολύ ευρύτερου πλέγματος δημοσιολόγων και διανοουμένων που ρέπουν συστηματικά προς τούτη τη μηδενιστική απόρριψη, την (κεκαλυμμένη ή απροκάλυπτη) λοιδορία ως υποκατάστατο της πολιτικής αντιπαράθεσης, τη στοχοποίηση τελικά της ίδιας της κοινωνίας ως επικίνδυνης, αδαούς και επιρρεπούς στο «μπάχαλο». Αυτό βεβαίως συμβαίνει μόνο όταν η τελευταία κινητοποιείται και αντιδρά ή όταν «ψηφίζει λάθος». Γιατί όταν βγαίνει, π.χ., και ψωνίζει στις «λευκές νύχτες» ή όταν κάθεται και υπομένει στωικά το μαρτύριό της, τότε επαινείται και εξαίρεται για το κουράγιο, την υπομονή, το ήθος, την ωριμότητά της…
Στην πραγματικότητα, ο λόγος του Πρετεντέρη (και των ομοϊδεατών του) εκπροσωπεί ακριβώς αυτό που (υποκριτικά) ξορκίζει και ως τέτοιον πρέπει να τον διαβάζουμε: μια φοβική και συντηρητική στάση απέναντι σε οποιοδήποτε ενδεχόμενο ουσιαστικής αλλαγής (ειδικά μάλιστα όταν αυτό το ενδεχόμενο ενδέχεται να εκβάλλει προς τα αριστερά του πολιτικού φάσματος)· μια στάση ουσιωδώς αντιπολιτική (καλύτερα: μεταπολιτική). Γιατί, για να θυμηθούμε και τις καίριες παρατηρήσεις της Βελγίδας πολιτικής φιλοσόφου Chantal Mouffe, μια πολιτική αντιπαράθεση με δημοκρατικούς («αγωνιστικούς»/ πλουραλιστικούς) όρους προϋποθέτει τον σεβασμό του πολιτικού αντιπάλου, την αναγνώριση του δικαιώματός του να διατυπώνει τις απόψεις του, τις κριτικές του, τη διαφωνία του (ανεξάρτητα από την ένταση και τη ριζοσπαστικότητα με την οποία μπορεί να αναπτύσσεται αυτή η κριτική/διαφωνία). Εδώ ακριβώς έγκειται και η έννοια του «αγωνιστικού πλουραλισμού» της Mouffe, που εγγράφεται στη σύγχρονη δημοκρατική παράδοση και ιδιαίτερα στο κριτικό πνεύμα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της νομιμοποίησης της αμφισβήτησης. Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, είναι να αναρωτιέται κανείς πόσο «Ευρωπαίοι» και «δημοκράτες» είναι οι διάφοροι δημοσιολόγοι που, σαν τον Πρετεντέρη, εκμηδενίζουν και απορρίπτουν με εύκολο και συνοπτικό τρόπο τον πολιτικό αντίπαλο (ως «βλάκα», «καθυστερημένο» κ.λπ.) παράγοντας έναν αντιπολιτικό λόγο που δύναται να συνομιλεί μόνο με τον εαυτό του· ή με εκδοχές του εαυτού του.
Τελικά απέναντι σε τούτον τον λόγο ο αντίπαλος δεν υφίσταται, αφού έχει εκπέσει στην τάξη του «εχθρού», στο πλαίσιο ενός μη μετουσιωμένου, «ωμού» ανταγωνισμού, δημοκρατικά αντιπαραγωγικού και εντέλει ίσως επικίνδυνου. Ενός μεταπολιτικού κυνισμού που πολύ εύκολα φτάνει να ξεχνά τις «ευρωπαϊκές αξίες» τις οποίες προσχηματικά ενδύεται, για να εκδηλωθεί στο πρόσωπο ενός ανάλγητου, κοινότοπου και κυνικού ρατσισμού: έτσι ακριβώς μπορεί, π.χ., να βλέπει τους κατατρεγμένους της γης, που παλεύουν να γλιτώσουν από τα δεινά του πολέμου και της εξαθλίωσης αναζητώντας διέξοδο στην Ευρώπη της στοιχειώδους επιβίωσης, σαν τίποτα περισσότερο από ανεύθυνους βλάκες που «καβαλάνε μια βάρκα Γενάρη μήνα, παίρνουν και τα παιδιά τους», ξανοίγονται στη θαλασσοταραχή του Αιγαίου και τελικά πνίγονται…
… Και ένα σχόλιο για τον αντιπολιτικό κυνισμό του κυρίαρχου λόγου
Λίγοι δημοσιογράφοι έχουν ταυτιστεί με το εγχείρημα του
«εκσυγχρονισμού» όσο ο Γιάννης Πρετεντέρης. Μέσω της τακτικής
αρθρογραφίας του (κυρίως στο Βήμα και τα Νέα), αλλά
και της σταθερής τηλεοπτικής του παρουσίας,
ο εν λόγω δημοσιογράφος για
πολλά χρόνια φάνταζε ως η «δημοσιογραφική φωνή του Σημίτη», καθώς
φαίνεται πως έκανε λιανά, όσα ο τελευταίος, λόγω της θεσμικής του θέσης
ή/και του ύφους του, δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να πει. «Δεν υπάρχουν
νικητές και ηττημένοι» για τον εκσυγχρονισμό, έλεγε ο Σημίτης («Ομιλία
στην Ολομέλεια της Βουλής», 21.12.1996)· βεβαίως και «θα υπάρξουν και
νικητές και ηττημένοι», απαντούσε αμέσως ο Πρετεντέρης από τις σελίδες
του Βήματος («Οι δύο Ελλάδες», 22.12.1996). Ενώ και οι δυο τους
πίστευαν (και πιθανότατα ακόμα πιστεύουν) στο ανελαστικό σχήμα των «δύο
Ελλάδων». Πιστοί σε έναν ιδιότυπο «πολιτισμικό δυϊσμό» –ο οποίος στον
χώρο της ακαδημαϊκής σκέψης συστήθηκε από τον Νικηφόρο Διαμαντούρο–,
αναλάμβαναν στον λόγο τους, μαζί με ένα ευρύ πλέγμα σύμμαχων
διανοουμένων, πολιτικών και δημοσιολόγων, επί σειρά ετών, να
υπερασπιστούν την «ορθολογική», «πεφωτισμένη», «ευρωπαϊκή»,
«κοσμοπολίτικη» και «αντιλαϊκιστική» Ελλάδα ενάντια στη «μίζερη»,
«ανορθολογική», «ανατολίτικη», «εθνικιστική» και αφόρητα «λαϊκιστική»
αντίρροπη πτυχή της, η οποία έπρεπε πάση θυσία να ηττηθεί για να δει
άσπρη μέρα ο τόπος· να «εκπνεύσει», όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Πρετεντέρης.Γιατί να επανέρχομαι σε όλα αυτά, τα μάλλον γνωστά (ίσως και βαρετά) για τις περισσότερες και τους περισσότερους από μας; Αφορμή στέκεται εδώ η έκπληξη και η οργή που εκφράστηκε στα κοινωνικά δίκτυα και ορισμένες ιστοσελίδες απέναντι σε πρόσφατο πόνημα του εν λόγω δημοσιογράφου, στο οποίο περιγράφει το ακροατήριο της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης ως ένα συνονθύλευμα «κακομαθημένων», «στερημένων» και τελικά «καθυστερημένων» ανθρώπων («Εμείς τον θέλουμε...», 12.1.2014). Δεν νομίζω πως δικαιολογείται μια τέτοια έκπληξη, πόσο μάλλον οργή. Όπως και να το δει κανείς, είτε μας αρέσει είτε όχι, ο Πρετεντέρης είναι ένας μάλλον συνεπής δημοσιογράφος· τουλάχιστον όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο ασκεί την «κριτική» του στους πολιτικούς του αντιπάλους. Μία εν τάχει αναδρομή στα «χρυσά χρόνια» του εκσυγχρονισμού θα αναδείξει εύκολα ευθείες αναλογίες και συνδέσεις με τα όσα υποστηρίζει και σήμερα. Τότε λοιπόν, οποιοσδήποτε αντιτίθετο στις «εκσυγχρονιστικές» μεταρρυθμίσεις αποκτούσε αμέσως μια θέση σε αυτό που ονόμαζε «Σωματείο της Εθνικής Κλάψας» (29.9.1996): «Ένα ιδιότυπο σωματείο αμφίβολων δημοσιογράφων, δυσλεκτικών διανοουμενιζόντων, παραπανεπιστημιακών, άτυπων φασιστοειδών, χαβαλέδων […] και λοιπών απατεώνων, που ορθώνει επιλεκτικά τη θιγόμενη υπερηφάνειά του κάθε φορά όπου αυτός ο τόπος λέει να κάνει ένα βήμα μπροστά. […] Μόνο η αναπαραγωγή μιας ορισμένης πνευματικής υπανάπτυξης επιτρέπει στο “Σωματείο Εθνικής Κλάψας” να μη φαίνεται αυτό που πραγματικά είναι: ένα σύνολο ψώνιων». Απέναντι σε τούτο το σωματείο της μιζέριας έστεκε βεβαίως το «success symbol» (όπως το έλεγε) του εκσυγχρονισμού. Σας θυμίζει τίποτα;
Με αυτό τον τρόπο, στον λόγο του Πρετεντέρη τότε, όπως και τώρα, ο αντίπαλος (ιδίως ο κοινωνικός –ο από «τα κάτω»– αντίπαλος) θα λοιδορείται συστηματικά και θα σκιαγραφείται ως άξεστος, γκροτέσκος, φοβικός, οπισθοδρομικός, «μπάχαλος», τελικά βλάκας. Οι «απέναντι», αυτοί που αντιδρούν και κινητοποιούνται (άλλοτε οι αγρότες, άλλοτε οι μαθητές, άλλοτε οι δάσκαλοι κ.ο.κ.), θα παρουσιάζονται ως άνθρωποι που «δεν θέλουν τίποτε να αλλάξει. Δεν θέλουν το ευρώ, δεν τους αρέσει το Χρηματιστήριο, δεν γουστάρουν τον ανταγωνισμό, δεν ανέχονται την αξιολόγηση, δεν πιστεύουν στην Ευρώπη, δεν θέλουν εξετάσεις, δεν πολυκαταλαβαίνουν τους υπολογιστές. […] Γι’ αυτό και προσπαθούν να τα κάνουν όλα μπάχαλο, σε κάθε ευκαιρία» («Γαβρήλο, ζεις...», 31.1.1999). Δεν αναγνωρίζεται στον «απέναντι», με άλλα λόγια, η πολιτική υπόσταση, τα νομιμοποιημένα πολιτικά αιτήματα, ούτε καν η διανοητική/ορθολογική επάρκεια για την άρθρωση της διαφωνίας. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για τα πολιτικά κόμματα και όποιον τολμά να στέκεται αλληλέγγυος στο πλευρό των εκάστοτε κινητοποιημένων ή αντιπολιτευόμενων κοινωνικών ομάδων. Δεν το κάνουν, σύμφωνα με τον Πρετεντέρη, βασισμένοι σε κάποια συγκεκριμένη πολιτική ανάλυση ή σε ένα εναλλακτικό πρόγραμμα, ένα άλλο σύστημα αξιών, αλλά από «καιροσκοπισμό και πολιτική ιδιοτέλεια. […] Από παλαιο-αριστερές ενοχές. Από πηγαίο ρομαντισμό. Από ενθουσιασμό. Από απλή βλακεία. Από ιδεολογική σύγχυση. […] Από μίσος γι’ αυτή τη “νέα κοινωνία” που ανατέλλει» («Οι δύο Ελλάδες», ό.π.). Αυτός είναι άλλωστε ο κόσμος που πεισματικά κρατάει «πίσω» το έθνος την ώρα που αυτό «εξορμά πλησίστιο προς το μέλλον» («2000 παρά 2. Η Ελλάδα που αλλάζει», 4.1.1998), καβάλα στο άρμα του σημιτικού «εκσυγχρονισμού». Σας θυμίζει μήπως κι αυτό κάτι; Εκείνοι που «μισούν» το «νέο» που «ανατέλλει»; Που δεν θέλουν να πάει η χώρα «μπροστά»;
Ας κάνουμε ένα άλμα στο σήμερα. Τη στιγμή που η (άλλοτε) αγιοποιημένη οκταετία του «εκσυγχρονισμού» βουλιάζει στο ζέον περιβάλλον της αδιανόητης μίζας, ο Πρετεντέρης (όπως και άλλοι δημοσιογράφοι/δημοσιολόγοι αντίστοιχου διαμετρήματος) έχει σχεδόν ανοίξει προσωπικό πόλεμο με την αξιωματική αντιπολίτευση της χώρας, τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α., αλλά και σχεδόν κάθε κοινωνική ομάδα ή επαγγελματικό κλάδο που τολμά να κινητοποιηθεί ενάντια στις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», τις βίαιες μαζικές απολύσεις, την ορθοδοξία των μνημονίων και την ατέλειωτη λιτότητα. Πιθανότατα γιατί μοιάζει τούτη η άξεστη, γκροτέσκα και μιαρή Ελλάδα, που για χρόνια περιέγραφε και ξόρκιζε ο δημοσιογράφος στον λόγο του, να εντοπίζεται σήμερα αυτούσια στο εκλογικό ακροατήριο του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., αλλά και στην καρδιά των συλλογικών κινητοποιήσεων. Κατά τα λοιπά δεν έχουν αλλάξει πολλά. Το μοτίβο παραμένει το ίδιο και απαράλλακτο: ο πολιτικός αντίπαλος υποτίθεται πως χαρακτηρίζεται από συντήρηση, φοβικότητα, βόλεμα, αμορφωσιά, ανορθολογισμό, φθόνο για το «νέο» που «ανατέλλει», τελικά από «απλή», «αγνή» βλακεία (ακόμα χειρότερα: «καθυστέρηση»). Μαθαίνουμε λοιπόν ότι «η πολιτική, ιδεολογική, πολιτιστική, ακόμη και αισθητική συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καμία σχέση με αυτό που ονομάζεται “Ευρωπαϊκή Ένωση”»· με την τελευταία να προβάλλει ως «μία και αδιαίρετη», σχεδόν «ουσία», μια Ε.Ε. αυταξία πέραν πολιτικών συσχετισμών, κοινωνικής και πολιτικής διαμάχης, πισωγυρισμάτων, αντιφάσεων κ.λπ. Αλλά εκεί στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. φαίνεται να φταίει και κάτι παραπάνω: δεν είναι ότι ασκούν κριτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση με βάση κάποια συγκροτημένη επιχειρηματολογία ή πολιτική θέση. Είναι κάτι πιο βαθιά εντυπωμένο, είναι η «παρωχημένη Ελλάδα» που κυλά στο αίμα τους, είναι που αυτό που λέμε «Ευρώπη» «δεν το ξέρουν, δεν το γουστάρουν, δεν το έχουν στο DNA τους». Γι’ αυτό και ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. «απευθύνεται και εκπροσωπεί έναν κόσμο ταλαιπωρημένο, στερημένο, κακομαθημένο, θυμωμένο ή καθυστερημένο» («Εμείς τον θέλουμε...», ό.π.). Τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η πλέμπα με την Ευρώπη; Τι να καταλάβει από διαρθρωτικές αλλαγές και πρωτογενή πλεονάσματα; Τι αξία να αποδώσουμε στη δυσφορία της;
Αυτού του είδους η «συνεπής» μηδενιστική κριτική όμως, που ισοπεδώνει συλλήβδην σημαντικά κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας, που ακυρώνει τον αντίλογο, ενώ απαξιώνει συστηματικά κάθε πολιτική δύναμη που τολμά να αντιπαρατεθεί με την κυρίαρχη πολιτική και ιδεολογία, δεν επιδιώκει τον διάλογο, την αντιπαράθεση επιχειρημάτων, τη δημιουργική σύγκρουση απόψεων. Δεν έχει καμία σχέση με τον ευρωπαϊσμό που προσχηματικά επικαλείται ή τα «βαριά» ονόματα διανοουμένων που εντελώς εργαλειακά και επιλεκτικά ενίοτε επιστρατεύει. Διατυπώνεται με μοναδικό σκοπό την επίτευξη του μέγιστου δυνατού αρνητικού αντίκτυπου στο πλαίσιο μιας «πολιτικής του φόβου». Γιατί, όπως και να το κάνουμε, ο κυρίαρχος λόγος σήμερα, ως υπεράσπιση της κυρίαρχης πολιτικής, μόνο φόβο έχει να προσφέρει (μας το απέδειξε με τον πιο γλαφυρό τρόπο και τον Ιούνη του 2012): φόβο για την επικινδυνότητα κάθε εναλλακτικής επιλογής, κάθε παρέκκλισης από την ορθοδοξία της νεοφιλελεύθερης λιτότητας, κάθε (ακόμα και δειλού) βήματος πέρα από τον «καπιταλισμό τη καταστροφής». Είναι αυτός ο «έγκυρος» δημοσιογραφικός λόγος που φρίττει μπροστά σε κάθε προοπτική ή πρόταση ριζοσπαστικής δημοκρατικής κοινωνικής αλλαγής, φτάνοντας να χαρακτηρίζει «παρατρομοκρατικές οργανώσεις» κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς με ουσιαστική πολιτική και κοινωνική παρέμβαση/προσφορά, την ώρα που προτείνει (στα σοβαρά) συγκυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με μια «σοβαρευμένη» Χρυσή Αυγή (εδώ βεβαίως παραπέμπουμε σε άλλο δημοσιογράφο του ευρύτερου «μνημονιακού» φιλελεύθερου χώρου). Ίσως να φτάνει σε τέτοιες γραφικές ακρότητες γιατί οι «αισιόδοξες» επαγγελίες του φωτεινού «μεταμνημονιακού» αύριο –που υποτίθεται κοντοζυγώνει– ηχούν και σε αυτούς ακόμα ως κακόγουστο αστείο μπροστά στο χαίνον τραύμα του πραγματικού που καταγράφεται στα τρομακτικά νούμερα της ανεργίας, της φτώχειας και της εξαθλίωσης.
Ο Πρετεντέρης λοιπόν δεν είναι καθόλου μόνος σε αυτό το εγχείρημα –γι’ αυτό και ασχολούμαστε με τη στάση του εδώ–, αλλά αποτελεί συστατικό κομμάτι ενός πολύ ευρύτερου πλέγματος δημοσιολόγων και διανοουμένων που ρέπουν συστηματικά προς τούτη τη μηδενιστική απόρριψη, την (κεκαλυμμένη ή απροκάλυπτη) λοιδορία ως υποκατάστατο της πολιτικής αντιπαράθεσης, τη στοχοποίηση τελικά της ίδιας της κοινωνίας ως επικίνδυνης, αδαούς και επιρρεπούς στο «μπάχαλο». Αυτό βεβαίως συμβαίνει μόνο όταν η τελευταία κινητοποιείται και αντιδρά ή όταν «ψηφίζει λάθος». Γιατί όταν βγαίνει, π.χ., και ψωνίζει στις «λευκές νύχτες» ή όταν κάθεται και υπομένει στωικά το μαρτύριό της, τότε επαινείται και εξαίρεται για το κουράγιο, την υπομονή, το ήθος, την ωριμότητά της…
Στην πραγματικότητα, ο λόγος του Πρετεντέρη (και των ομοϊδεατών του) εκπροσωπεί ακριβώς αυτό που (υποκριτικά) ξορκίζει και ως τέτοιον πρέπει να τον διαβάζουμε: μια φοβική και συντηρητική στάση απέναντι σε οποιοδήποτε ενδεχόμενο ουσιαστικής αλλαγής (ειδικά μάλιστα όταν αυτό το ενδεχόμενο ενδέχεται να εκβάλλει προς τα αριστερά του πολιτικού φάσματος)· μια στάση ουσιωδώς αντιπολιτική (καλύτερα: μεταπολιτική). Γιατί, για να θυμηθούμε και τις καίριες παρατηρήσεις της Βελγίδας πολιτικής φιλοσόφου Chantal Mouffe, μια πολιτική αντιπαράθεση με δημοκρατικούς («αγωνιστικούς»/ πλουραλιστικούς) όρους προϋποθέτει τον σεβασμό του πολιτικού αντιπάλου, την αναγνώριση του δικαιώματός του να διατυπώνει τις απόψεις του, τις κριτικές του, τη διαφωνία του (ανεξάρτητα από την ένταση και τη ριζοσπαστικότητα με την οποία μπορεί να αναπτύσσεται αυτή η κριτική/διαφωνία). Εδώ ακριβώς έγκειται και η έννοια του «αγωνιστικού πλουραλισμού» της Mouffe, που εγγράφεται στη σύγχρονη δημοκρατική παράδοση και ιδιαίτερα στο κριτικό πνεύμα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της νομιμοποίησης της αμφισβήτησης. Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, είναι να αναρωτιέται κανείς πόσο «Ευρωπαίοι» και «δημοκράτες» είναι οι διάφοροι δημοσιολόγοι που, σαν τον Πρετεντέρη, εκμηδενίζουν και απορρίπτουν με εύκολο και συνοπτικό τρόπο τον πολιτικό αντίπαλο (ως «βλάκα», «καθυστερημένο» κ.λπ.) παράγοντας έναν αντιπολιτικό λόγο που δύναται να συνομιλεί μόνο με τον εαυτό του· ή με εκδοχές του εαυτού του.
Τελικά απέναντι σε τούτον τον λόγο ο αντίπαλος δεν υφίσταται, αφού έχει εκπέσει στην τάξη του «εχθρού», στο πλαίσιο ενός μη μετουσιωμένου, «ωμού» ανταγωνισμού, δημοκρατικά αντιπαραγωγικού και εντέλει ίσως επικίνδυνου. Ενός μεταπολιτικού κυνισμού που πολύ εύκολα φτάνει να ξεχνά τις «ευρωπαϊκές αξίες» τις οποίες προσχηματικά ενδύεται, για να εκδηλωθεί στο πρόσωπο ενός ανάλγητου, κοινότοπου και κυνικού ρατσισμού: έτσι ακριβώς μπορεί, π.χ., να βλέπει τους κατατρεγμένους της γης, που παλεύουν να γλιτώσουν από τα δεινά του πολέμου και της εξαθλίωσης αναζητώντας διέξοδο στην Ευρώπη της στοιχειώδους επιβίωσης, σαν τίποτα περισσότερο από ανεύθυνους βλάκες που «καβαλάνε μια βάρκα Γενάρη μήνα, παίρνουν και τα παιδιά τους», ξανοίγονται στη θαλασσοταραχή του Αιγαίου και τελικά πνίγονται…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου