Του Τίτους Μίλεχ, απο το Alter Thess...
Το παρακάτω κείμενο είναι η ομιλία του Τίτους Μίλεχ, συγγραφέα του βιβλίου με τίτλο «Ο τόπος του εγκλήματος. Γερμανία, η ανοίκεια πατρίδα», ψυχιάτρου/ ψυχαναλυτή, στην εκδήλωση της δημοτικής κίνησης "Θεσσαλονίκη Ανοιχτή Πόλη" με θέμα "69 χρόνια από την απελευθέρωση του Άουσβιτς. Ποτέ πια φασισμός!" (31/1/2014).
Όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με την πραγματικότητα[1] αυτή, σου κόβεται η μιλιά. ( Η αυθόρμητη επιθυμία μου θα ήταν να το βάλω στα πόδια όσο πιο γρήγορα μπορώ και χωρίς να με βλέπει κανείς, να κρυφτώ κάπου και να κλάψω μέχρι που να μην έχω άλλα δάκρυα …)
Και να σκεφτεί κανείς ότι το Auschwitz, το πιο γνωστό από όλα τα στρατόπεδα, είναι μόνο μία από τις 42.500 «φυλακές», γκέτο, στρατόπεδα συγκέντρωσης, θανάτου και εργασίας που έστησαν οι Γερμανοί στην κατεχόμενη Ευρώπη[2].
Εάν προσπαθήσουμε να συνειδητοποιήσουμε τα εκατομμύρια των βασανισμένων και καταδικασμένων σε θάνατο ανθρώπων και οικογενειών, φτάνουμε στα όρια του αφόρητου. Και σε μένα, ως Γερμανό, κάθε φορά που θυμάμαι ότι όλο αυτό το έκαναν ή το επέτρεψαν να γίνει οι συμπατριώτες μου, ξυπνάει – είτε το θέλω είτε όχι – το δικό μου αίσθημα ντροπής και ενοχής, αυτό το αίσθημα που υπάρχει από καιρό.
Για μένα, ως Γερμανό, είναι αδιανόητο να μην ασχοληθώ με το Ολοκαύτωμα και τα άλλα εγκλήματα των Ναζί. Παρόλ’ αυτά, άρχισε μόλις στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 (γύρω στα 40 μου) να με απασχολεί πραγματικά και εντατικά η ερώτηση «πώς ήταν δυνατόν;».
Τι μπορώ να σας πω τώρα, και εν συντομία, απαντώντας στην ερώτηση «πώς ήταν δυνατόν;».
Για να αποφύγω να επαναλάβω τις ιστορίες για τις καταστροφές ή και για να σας αποτρέψω (από παρόμοιες καταστάσεις) πρέπει να προσπαθήσουμε να αναγνωρίσουμε και να αναλύσουμε τους παράγοντες που οδήγησαν στη δημιουργία όλων αυτών.
Οι ιστορικοί, πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες έχουν ερευνηθεί σε βάθος χρόνου. Ο αριθμός των δημοσιεύσεων στο θέμα αυξάνεται συνεχώς και μου είναι δύσκολο να τις παρακολουθήσω. Για τον λόγο αυτό οι απόψεις μου δεν είναι πλήρεις.
Αυτό (όμως) που με απασχολεί κυρίως είναι οι ατομικές, οικογενειακές και ψυχοπολιτισμικές προϋποθέσεις, κυρίως εκείνες που συχνά παραμένουν στο ασυνείδητο.
Για τις έρευνες μου χρησιμοποίησα κατά κύριο λόγο ως «υλικό» τον εαυτό μου και το οικογενειακό μου υπόβαθρο, κάτι που σίγουρα δεν μπορεί να κάνει κάποιος άλλος. Το βιβλίο μου, δίνει τις σχετικές πληροφορίες.
Όπως πολλοί ερευνητές, έτσι κι εγώ ως ερασιτέχνης διαπίστωσα – ή έπρεπε να διαπιστώσω – ότι στο γερμανόφωνο χώρο επικρατούσε και σίγουρα επικρατεί ακόμη μία ιδιαίτερη προδιάθεση για φασιστική σκέψη και πρακτική. Ακόμη και εάν αναγνωρίσουμε ότι αυτή η προδιάθεση είναι γενική, στη Γερμανία έφτασε – ποσοτικά τουλάχιστον – σε ένα βαθμό που έκανε το «αδύνατο» δυνατό.
Πώς φαίνεται από κοντά αυτή η «τυπικά γερμανική» προδιάθεση;
Εάν προσεγγίσει κανείς την εποχή των Ναζί και τις αγριότητές τους σαν εκδήλωση συλλογικής ασθένειας, τα συμπτώματά της μπορούν να μας δώσουν πληροφορίες για τη λανθάνουσα αυτή προδιάθεση, ως «αδυναμία» ή «φιλασθένεια».
Πρώτα απ’ όλα, εντυπωσιάζει το γεγονός ότι αυτή η εκδήλωση της ασθένειας είχε τα χαρακτηριστικά μίας μανίας ή μίας ψυχασθένειας.
Ως ψυχίατροι γνωρίζουμε ότι στις περισσότερες ψυχασθένειες ενυπάρχει μία αδύναμη ταυτότητα, ένας ελλιπής εαυτός.
Πώς φτάνει κάποιος σε μία τέτοια αδύναμη ταυτότητα ή πώς εμποδίζεται από την αρχή η ανάπτυξη του εαυτού;
Εν αρχή ήταν η ανατροφή[3] απαντά με τον τίτλο του βιβλίου της η Ελβετή ψυχαναλύτρια Alice Miller.
Περιγράφει πολύ αναλυτικά τις συνέπειες του παραδοσιακού τρόπου γερμανικής ανατροφής. (Ίσως άλλαξαν κάποια πράγματα μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά κατά την αντίληψή μου, οι αλλαγές είναι μάλλον επιφανειακές.)
Ένας άλλος Ελβετός, ο ιστορικός Philippe Burrin, ειδικός σε θέματα ναζισμού και Shoah (Ολοκαυτώματος), στο βιβλίο του ‘Ressentiment et apocalypse. Essai sur l’antisémitisme nazi”[4] παρουσιάζει πολύ καθαρά τις κλασσικές γερμανικές αξίες.
Αυτές δεν τις χαρακτηρίζει γενικές αξίες (κι εγώ συμφωνώ μαζί του), αλλά «τοπικές» ή δευτερεύουσας τάξης.
Ως πρώτη αναφέρει το «να είσαι Γερμανός („Deutschtum“)», μία γεω-βιολογική ποιότητα η οποία μεταφέρεται μόνον με το αίμα. Μία «αξία» η οποία φαίνεται ήδη από την αρχή της ρατσιστική.
Οι υπόλοιπες «αξίες» στις οποίες κτίζεται το «να είσαι Γερμανός („Deutschtum“)» είναι:
Η υπακοή, η πειθαρχία, η ευπείθεια στην εξουσία, η τάξη, ο έλεγχος των συναισθημάτων, η ακρίβεια, η καθαριότητα και οι επιδόσεις (κυρίως στην τεχνολογία, στον στρατό και τον αθλητισμό).
Πώς μπορεί μία ανατροφή που μεταδίδει – για να μην πούμε επιβάλλει – στα παιδιά κυρίως αυτές τις αξίες να «δημιουργήσει» άτομα με αυτο-πεποίθηση, αυτο –δύναμα και «υπεύθυνα»;
Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Ας ρίξουμε μια ματιά στη γερμανική γλώσσα.
Γνωρίζουμε ότι σε κάθε γλωσσική έκφραση «προδίδεται» ή «αποκαλύπτεται» η (συνήθως ασυνείδητη) αντίληψη για το θέμα για το οποίο εκφραζόμαστε.
Οι αναφορές που ακολουθούν δείχνουν ξεκάθαρα τι εννοώ:
Η πρώτη είναι η ακόμη κα σήμερα πολύ συνηθισμένη λέξη αλτρουισμός, στα γερ. „Selbst-losigkeit“, δηλαδή „Sein ohne Selbst” = ύπαρξη χωρίς εαυτό.
Πώς θα μπορούσε ή θα έπρεπε ένα άτομο να είναι καλό προς έναν άλλο άνθρωπο χωρίς να έχει έναν δικό του εαυτό; Δεν είναι αυτή η (ασυνείδητη) αντίληψη για το «είμαι καλός / ή» παράλογη ( για να μην πω παρανοϊκή);
Αναπόσπαστη από κάθε ανατροφή είναι η γερμανική λέξη Unterricht (= μάθημα) για τη μετάδοση γνώσης και δεξιοτήτων.
Τι σημαίνει Unter-richt? Richten nach unten! (= στροφή προς τα κάτω)!
Και αυτό τα λέει όλα: Στο γερμανόφωνο χώρο η επιθυμία ή η πράξη της διδασκαλίας είναι μία επιθυμία και μία δράση της υποταγής, του γίνομαι μη αυτοδύναμος/ -η …
Αυτός ο βαθιά παραδοσιακά και πολιτισμικά ριζωμένος τρόπος ανατροφής και επίδρασης στο άτομο, εμποδίζει ή το λιγότερο αποτρέπει την αυτοεξέλιξη και την «ενηλικίωση» του ατόμου. Ο τρόπος αυτός είναι καταναγκαστικά καταπιεστικός, υποτιμητικός και δημιουργεί πληγές ακόμη και όταν δεν το επιδιώκει.
Οι προσβολές (Kränkungen) προκαλούν όχι μόνον - όπως λέει η γερμανική γλώσσα- αρρώστιες (Krankheiten) αλλά έναν εν δυνάμει θυμό, μίσος και βία.
Ο «χωρίς εαυτό» ανώριμος άνθρωπος δεν έχει την ικανότητα να εκτονώσει το θυμό του και το μίσος του στον καταπιεστή του. Πρέπει λοιπόν να μεταφέρει αυτήν την ανάγκη του σε άλλους. Σχεδόν δεν μπορεί επίσης – επειδή δεν του επιτρέπεται – να δει τον καταπιεστή του σαν τον εχθρό του, και προβάλλει την εικόνα του εχθρού του σε άλλους.
Αυτές οι οικείες, προσωπικές πραγματικότητες, κυρίως αυτό το υποδόριο, ασυνείδητο και απίστευτο γιγάντιο δυναμικό βιαιότητας μπορούν σε τελική ανάλυση να οδηγήσουν σε ό,τι είδαμε εδώ στο ντοκιμαντέρ.
Τι θα κάνει ένας άνθρωπος ο οποίος με βάση τη δική του εσωτερική ιστορία εμπειριών έχει συγκεντρώσει αρκετούς λόγους για να γίνει ένας εν δυνάμει βίαιος άνθρωπος;
Στην καλύτερη περίπτωση – αφού συνειδητοποιήσει την ψυχική του αδυναμία και την εσωτερική του κόλαση – θα μπει σε μία μακροχρόνια, γεμάτη πόνο «διαδικασία αυτογνωσίας». Θα χρειαστεί να μάθει πολλά πράγματα από την αρχή.
Στην πιο συνηθισμένη περίπτωση όμως, μπορεί να επιβιώσει μόνον με το να καταπιέσει την ψυχική του αδυναμία και την εσωτερική του κόλαση και – όπως είπαμε – να τη μεταφέρει σε άλλους. Θα προσπαθήσει λίγο πολύ συνειδητά να βρει ευκαιρίες και αντικείμενα για να μπορέσει να εκτονωθεί.
Σε «κανονικούς» καιρούς εκτονώνεται στα παιδιά του και σε όλους/-ες όσους/-ες βρίσκονται κάτω από αυτόν.
Σε καιρό πολέμου – πράγμα που είναι το καλύτερο και το πιο επιθυμητό γι’ αυτόν – έχει τον εχθρό του ή τους εχθρούς του και μπορεί επιτέλους όχι μόνον να αναλάβει δράση και να τους εξολοθρεύσει, αλλά να πάρει ακόμη και χρήματα και δόξα και τιμή γι’ αυτό…
Ό,τι ήδη είπαμε οδηγεί και σε ένα ακόμη σημείο της παράνοιας, τη διχασμένη ύπαρξη.
Το άτομο με αδύναμη ταυτότητα συνειδητοποιεί μόνον εκείνες τις πλευρές του που είναι γενικά αρεστές, όπως ευγένεια, παιδεία, κοινωνικό στάτους, γνώσεις κ.ά.
Όλες οι δυσάρεστες πλευρές του, όπως ανασφάλεια, φόβος, ανάγκες που προκαλούνται από βιαία ένστικτα, θυμός, μίσος και εν δυνάμει βία, είναι αποκομμένες και καταδικασμένες να μένουν για πάντα στο ασυνείδητο.
Πολλά από τα άτομα που είναι έτσι φτιαγμένα, τα οποία εξωτερικά δεν ήταν «εκεί» ενεργά, έδωσαν ασυνείδητα εντολή σε όσους ήταν ενεργοί να ικανοποιήσουν αντί γι’ αυτούς τις κρυμμένες εσωτερικές ανάγκες τους για εκτόνωση.
Όλοι αυτοί «έπραξαν» βασικά, ως μη συμμετέχοντες, πολύ περισσότερα από το να επιτρέψουν μόνον ή να «παραβρίσκονται» μόνον. Και μετά αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους σαν τελείως αθώο.
Η καθοριστική σημασία αυτής της κατηγορίας των «δραστών» όπως και άλλων «συνοδοιπόρων» ή «παθητικών θεατών» στην πραγματοποίηση του «αδιανόητου» υποτιμάται – κατά τη γνώμη μου – ακόμη.
Σε ό,τι αφορά αυτούς τους «αδρανείς (=Untätigen)» η γερμανική γλώσσα είναι σαφής. Η λέξη „Untat“ σημαίνει στην κυριολεξία την αδράνεια αλλά στην καθομιλουμένη σημαίνει το έγκλημα, το κακούργημα.
Ας πάμε ξανά πίσω στη «γερμανική μανία» και στην αδύναμη ταυτότητα που υποκρύπτει.
Γιατί υπήρξε ο τεράστιος ενθουσιασμός για την ιδέα μιας δυνατής μεγάλης γερμανικής αυτοκρατορίας, ενός παντοδύναμου Αρχηγού (Φύρερ) και πολλών «κακών», «βρωμιάρηδων» (μη καθαρών) εχθρών; Διότι αυτός που έχει αδύναμη ταυτότητα καταρρέει, όταν δεν έχει να πιαστεί από ένα είδωλο και / ή συχνά μία κοινή «Μεγάλη Ιδέα», μία ιδεολογία, ένα δόγμα.
Όταν αυτή η ανάγκη της ταύτισης είναι πολύ ισχυρή, μπορούν πολύ εύκολα να αναπτυχθούν μανιακές αντιλήψεις. Διότι μόνον μία «ακλόνητη βεβαιότητα» δίνει στα άτομα αυτά το απαραίτητο υπαρξιακό ψυχολογικό έρεισμα. Φυσικά τους βοηθάει, ότι μοιράζονται τη μανία τους με πολλούς άλλους. Αισθάνονται «αυτονόητα απόλυτα φυσιολογικοί» σαν μέλη ή οπαδοί ενός κοινού «κινήματος».
Ο παραλογισμός των Ναζί έφερε συνολικά στην επιφάνεια δύο θέματα μανίας: τη μεγαλομανία και τη μανία της καθαρότητας.
Η μεγαλομανία αντιστοιχεί πλήρως στην (ασυνείδητη) επιθυμία να διορθωθεί και να αντισταθμιστεί η οικεία αρρωστημένη μικρότητα.
Τη μανία της καθαρότητας μπορεί να την κατανοήσουμε καλύτερα εάν συμβουλευτούμε τη γαλλική γλώσσα. Η γαλλική λέξη propre σημαίνει «καθαρός» αλλά και «οικείος» και «ο εαυτός μου».
Δηλαδή, αυτός στον οποίο λείπει το οικείο, ο εαυτός του ή έχει χαμηλή μόρφωση αναπτύσσει σχεδόν καταναγκαστικά τη σφοδρή επιθυμία να κάνει τον κόσμο που τον περιβάλλει „propre“, να τον οικειοποιηθεί και να τον «καθάρει».
Αισθάνεται εξαναγκασμένος να καθαρίσει τον «δικό του» κόσμο (και γιατί όχι και όλον τον κόσμο) από τα στοιχεία που του είναι ξένα και τον φοβίζουν, όπως ανάπηροι, πνευματικά άρρωστοι, ομοφυλόφιλοι, τσιγγάνοι, Εβραίοι, Σλάβοι κοκ[5]
------------------
Στο τέλος κάθε διάλεξης συνηθίζεται ένα κλείσιμο.
Παρόλ’ αυτά, όταν σκέπτομαι το Auschwitz, το Ολοκαύτωμα και τα άλλα εγκλήματα των Ναζί δεν μπορώ να κάνω κάποιο κλείσιμο!
Σκέπτομαι σχετικά μ’ αυτό που ακούγεται πολύ συχνά στη Γερμανία «Πρέπει να τραβήξουμε επιτέλους μία οριστική γραμμή τέλους (κάτω από το παρελθόν)!» [6]
Οι απόγονοι όσων δεινοπάθησαν μπορούν – αν το επιθυμούν – να μη βάλουν καμιά γραμμή τέλους. (Από όσο γνωρίζω από τους ασθενείς μου) δεν μπορούν να βρουν ησυχία.
Οι απόγονοι όλων αυτών που είναι υπεύθυνοι δεν θα έπρεπε να βρίσκουν ησυχία[7].
(απόδοση στα ελληνικά Α. Κοιλιάρη)
Θεσ/νίκη, 31.01.2014
Το παρακάτω κείμενο είναι η ομιλία του Τίτους Μίλεχ, συγγραφέα του βιβλίου με τίτλο «Ο τόπος του εγκλήματος. Γερμανία, η ανοίκεια πατρίδα», ψυχιάτρου/ ψυχαναλυτή, στην εκδήλωση της δημοτικής κίνησης "Θεσσαλονίκη Ανοιχτή Πόλη" με θέμα "69 χρόνια από την απελευθέρωση του Άουσβιτς. Ποτέ πια φασισμός!" (31/1/2014).
Όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με την πραγματικότητα[1] αυτή, σου κόβεται η μιλιά. ( Η αυθόρμητη επιθυμία μου θα ήταν να το βάλω στα πόδια όσο πιο γρήγορα μπορώ και χωρίς να με βλέπει κανείς, να κρυφτώ κάπου και να κλάψω μέχρι που να μην έχω άλλα δάκρυα …)
Και να σκεφτεί κανείς ότι το Auschwitz, το πιο γνωστό από όλα τα στρατόπεδα, είναι μόνο μία από τις 42.500 «φυλακές», γκέτο, στρατόπεδα συγκέντρωσης, θανάτου και εργασίας που έστησαν οι Γερμανοί στην κατεχόμενη Ευρώπη[2].
Εάν προσπαθήσουμε να συνειδητοποιήσουμε τα εκατομμύρια των βασανισμένων και καταδικασμένων σε θάνατο ανθρώπων και οικογενειών, φτάνουμε στα όρια του αφόρητου. Και σε μένα, ως Γερμανό, κάθε φορά που θυμάμαι ότι όλο αυτό το έκαναν ή το επέτρεψαν να γίνει οι συμπατριώτες μου, ξυπνάει – είτε το θέλω είτε όχι – το δικό μου αίσθημα ντροπής και ενοχής, αυτό το αίσθημα που υπάρχει από καιρό.
Για μένα, ως Γερμανό, είναι αδιανόητο να μην ασχοληθώ με το Ολοκαύτωμα και τα άλλα εγκλήματα των Ναζί. Παρόλ’ αυτά, άρχισε μόλις στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 (γύρω στα 40 μου) να με απασχολεί πραγματικά και εντατικά η ερώτηση «πώς ήταν δυνατόν;».
Τι μπορώ να σας πω τώρα, και εν συντομία, απαντώντας στην ερώτηση «πώς ήταν δυνατόν;».
Για να αποφύγω να επαναλάβω τις ιστορίες για τις καταστροφές ή και για να σας αποτρέψω (από παρόμοιες καταστάσεις) πρέπει να προσπαθήσουμε να αναγνωρίσουμε και να αναλύσουμε τους παράγοντες που οδήγησαν στη δημιουργία όλων αυτών.
Οι ιστορικοί, πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες έχουν ερευνηθεί σε βάθος χρόνου. Ο αριθμός των δημοσιεύσεων στο θέμα αυξάνεται συνεχώς και μου είναι δύσκολο να τις παρακολουθήσω. Για τον λόγο αυτό οι απόψεις μου δεν είναι πλήρεις.
Αυτό (όμως) που με απασχολεί κυρίως είναι οι ατομικές, οικογενειακές και ψυχοπολιτισμικές προϋποθέσεις, κυρίως εκείνες που συχνά παραμένουν στο ασυνείδητο.
Για τις έρευνες μου χρησιμοποίησα κατά κύριο λόγο ως «υλικό» τον εαυτό μου και το οικογενειακό μου υπόβαθρο, κάτι που σίγουρα δεν μπορεί να κάνει κάποιος άλλος. Το βιβλίο μου, δίνει τις σχετικές πληροφορίες.
Όπως πολλοί ερευνητές, έτσι κι εγώ ως ερασιτέχνης διαπίστωσα – ή έπρεπε να διαπιστώσω – ότι στο γερμανόφωνο χώρο επικρατούσε και σίγουρα επικρατεί ακόμη μία ιδιαίτερη προδιάθεση για φασιστική σκέψη και πρακτική. Ακόμη και εάν αναγνωρίσουμε ότι αυτή η προδιάθεση είναι γενική, στη Γερμανία έφτασε – ποσοτικά τουλάχιστον – σε ένα βαθμό που έκανε το «αδύνατο» δυνατό.
Πώς φαίνεται από κοντά αυτή η «τυπικά γερμανική» προδιάθεση;
Εάν προσεγγίσει κανείς την εποχή των Ναζί και τις αγριότητές τους σαν εκδήλωση συλλογικής ασθένειας, τα συμπτώματά της μπορούν να μας δώσουν πληροφορίες για τη λανθάνουσα αυτή προδιάθεση, ως «αδυναμία» ή «φιλασθένεια».
Πρώτα απ’ όλα, εντυπωσιάζει το γεγονός ότι αυτή η εκδήλωση της ασθένειας είχε τα χαρακτηριστικά μίας μανίας ή μίας ψυχασθένειας.
Ως ψυχίατροι γνωρίζουμε ότι στις περισσότερες ψυχασθένειες ενυπάρχει μία αδύναμη ταυτότητα, ένας ελλιπής εαυτός.
Πώς φτάνει κάποιος σε μία τέτοια αδύναμη ταυτότητα ή πώς εμποδίζεται από την αρχή η ανάπτυξη του εαυτού;
Εν αρχή ήταν η ανατροφή[3] απαντά με τον τίτλο του βιβλίου της η Ελβετή ψυχαναλύτρια Alice Miller.
Περιγράφει πολύ αναλυτικά τις συνέπειες του παραδοσιακού τρόπου γερμανικής ανατροφής. (Ίσως άλλαξαν κάποια πράγματα μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά κατά την αντίληψή μου, οι αλλαγές είναι μάλλον επιφανειακές.)
Ένας άλλος Ελβετός, ο ιστορικός Philippe Burrin, ειδικός σε θέματα ναζισμού και Shoah (Ολοκαυτώματος), στο βιβλίο του ‘Ressentiment et apocalypse. Essai sur l’antisémitisme nazi”[4] παρουσιάζει πολύ καθαρά τις κλασσικές γερμανικές αξίες.
Αυτές δεν τις χαρακτηρίζει γενικές αξίες (κι εγώ συμφωνώ μαζί του), αλλά «τοπικές» ή δευτερεύουσας τάξης.
Ως πρώτη αναφέρει το «να είσαι Γερμανός („Deutschtum“)», μία γεω-βιολογική ποιότητα η οποία μεταφέρεται μόνον με το αίμα. Μία «αξία» η οποία φαίνεται ήδη από την αρχή της ρατσιστική.
Οι υπόλοιπες «αξίες» στις οποίες κτίζεται το «να είσαι Γερμανός („Deutschtum“)» είναι:
Η υπακοή, η πειθαρχία, η ευπείθεια στην εξουσία, η τάξη, ο έλεγχος των συναισθημάτων, η ακρίβεια, η καθαριότητα και οι επιδόσεις (κυρίως στην τεχνολογία, στον στρατό και τον αθλητισμό).
Πώς μπορεί μία ανατροφή που μεταδίδει – για να μην πούμε επιβάλλει – στα παιδιά κυρίως αυτές τις αξίες να «δημιουργήσει» άτομα με αυτο-πεποίθηση, αυτο –δύναμα και «υπεύθυνα»;
Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Ας ρίξουμε μια ματιά στη γερμανική γλώσσα.
Γνωρίζουμε ότι σε κάθε γλωσσική έκφραση «προδίδεται» ή «αποκαλύπτεται» η (συνήθως ασυνείδητη) αντίληψη για το θέμα για το οποίο εκφραζόμαστε.
Οι αναφορές που ακολουθούν δείχνουν ξεκάθαρα τι εννοώ:
Η πρώτη είναι η ακόμη κα σήμερα πολύ συνηθισμένη λέξη αλτρουισμός, στα γερ. „Selbst-losigkeit“, δηλαδή „Sein ohne Selbst” = ύπαρξη χωρίς εαυτό.
Πώς θα μπορούσε ή θα έπρεπε ένα άτομο να είναι καλό προς έναν άλλο άνθρωπο χωρίς να έχει έναν δικό του εαυτό; Δεν είναι αυτή η (ασυνείδητη) αντίληψη για το «είμαι καλός / ή» παράλογη ( για να μην πω παρανοϊκή);
Αναπόσπαστη από κάθε ανατροφή είναι η γερμανική λέξη Unterricht (= μάθημα) για τη μετάδοση γνώσης και δεξιοτήτων.
Τι σημαίνει Unter-richt? Richten nach unten! (= στροφή προς τα κάτω)!
Και αυτό τα λέει όλα: Στο γερμανόφωνο χώρο η επιθυμία ή η πράξη της διδασκαλίας είναι μία επιθυμία και μία δράση της υποταγής, του γίνομαι μη αυτοδύναμος/ -η …
Αυτός ο βαθιά παραδοσιακά και πολιτισμικά ριζωμένος τρόπος ανατροφής και επίδρασης στο άτομο, εμποδίζει ή το λιγότερο αποτρέπει την αυτοεξέλιξη και την «ενηλικίωση» του ατόμου. Ο τρόπος αυτός είναι καταναγκαστικά καταπιεστικός, υποτιμητικός και δημιουργεί πληγές ακόμη και όταν δεν το επιδιώκει.
Οι προσβολές (Kränkungen) προκαλούν όχι μόνον - όπως λέει η γερμανική γλώσσα- αρρώστιες (Krankheiten) αλλά έναν εν δυνάμει θυμό, μίσος και βία.
Ο «χωρίς εαυτό» ανώριμος άνθρωπος δεν έχει την ικανότητα να εκτονώσει το θυμό του και το μίσος του στον καταπιεστή του. Πρέπει λοιπόν να μεταφέρει αυτήν την ανάγκη του σε άλλους. Σχεδόν δεν μπορεί επίσης – επειδή δεν του επιτρέπεται – να δει τον καταπιεστή του σαν τον εχθρό του, και προβάλλει την εικόνα του εχθρού του σε άλλους.
Αυτές οι οικείες, προσωπικές πραγματικότητες, κυρίως αυτό το υποδόριο, ασυνείδητο και απίστευτο γιγάντιο δυναμικό βιαιότητας μπορούν σε τελική ανάλυση να οδηγήσουν σε ό,τι είδαμε εδώ στο ντοκιμαντέρ.
Τι θα κάνει ένας άνθρωπος ο οποίος με βάση τη δική του εσωτερική ιστορία εμπειριών έχει συγκεντρώσει αρκετούς λόγους για να γίνει ένας εν δυνάμει βίαιος άνθρωπος;
Στην καλύτερη περίπτωση – αφού συνειδητοποιήσει την ψυχική του αδυναμία και την εσωτερική του κόλαση – θα μπει σε μία μακροχρόνια, γεμάτη πόνο «διαδικασία αυτογνωσίας». Θα χρειαστεί να μάθει πολλά πράγματα από την αρχή.
Στην πιο συνηθισμένη περίπτωση όμως, μπορεί να επιβιώσει μόνον με το να καταπιέσει την ψυχική του αδυναμία και την εσωτερική του κόλαση και – όπως είπαμε – να τη μεταφέρει σε άλλους. Θα προσπαθήσει λίγο πολύ συνειδητά να βρει ευκαιρίες και αντικείμενα για να μπορέσει να εκτονωθεί.
Σε «κανονικούς» καιρούς εκτονώνεται στα παιδιά του και σε όλους/-ες όσους/-ες βρίσκονται κάτω από αυτόν.
Σε καιρό πολέμου – πράγμα που είναι το καλύτερο και το πιο επιθυμητό γι’ αυτόν – έχει τον εχθρό του ή τους εχθρούς του και μπορεί επιτέλους όχι μόνον να αναλάβει δράση και να τους εξολοθρεύσει, αλλά να πάρει ακόμη και χρήματα και δόξα και τιμή γι’ αυτό…
Ό,τι ήδη είπαμε οδηγεί και σε ένα ακόμη σημείο της παράνοιας, τη διχασμένη ύπαρξη.
Το άτομο με αδύναμη ταυτότητα συνειδητοποιεί μόνον εκείνες τις πλευρές του που είναι γενικά αρεστές, όπως ευγένεια, παιδεία, κοινωνικό στάτους, γνώσεις κ.ά.
Όλες οι δυσάρεστες πλευρές του, όπως ανασφάλεια, φόβος, ανάγκες που προκαλούνται από βιαία ένστικτα, θυμός, μίσος και εν δυνάμει βία, είναι αποκομμένες και καταδικασμένες να μένουν για πάντα στο ασυνείδητο.
Πολλά από τα άτομα που είναι έτσι φτιαγμένα, τα οποία εξωτερικά δεν ήταν «εκεί» ενεργά, έδωσαν ασυνείδητα εντολή σε όσους ήταν ενεργοί να ικανοποιήσουν αντί γι’ αυτούς τις κρυμμένες εσωτερικές ανάγκες τους για εκτόνωση.
Όλοι αυτοί «έπραξαν» βασικά, ως μη συμμετέχοντες, πολύ περισσότερα από το να επιτρέψουν μόνον ή να «παραβρίσκονται» μόνον. Και μετά αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους σαν τελείως αθώο.
Η καθοριστική σημασία αυτής της κατηγορίας των «δραστών» όπως και άλλων «συνοδοιπόρων» ή «παθητικών θεατών» στην πραγματοποίηση του «αδιανόητου» υποτιμάται – κατά τη γνώμη μου – ακόμη.
Σε ό,τι αφορά αυτούς τους «αδρανείς (=Untätigen)» η γερμανική γλώσσα είναι σαφής. Η λέξη „Untat“ σημαίνει στην κυριολεξία την αδράνεια αλλά στην καθομιλουμένη σημαίνει το έγκλημα, το κακούργημα.
Ας πάμε ξανά πίσω στη «γερμανική μανία» και στην αδύναμη ταυτότητα που υποκρύπτει.
Γιατί υπήρξε ο τεράστιος ενθουσιασμός για την ιδέα μιας δυνατής μεγάλης γερμανικής αυτοκρατορίας, ενός παντοδύναμου Αρχηγού (Φύρερ) και πολλών «κακών», «βρωμιάρηδων» (μη καθαρών) εχθρών; Διότι αυτός που έχει αδύναμη ταυτότητα καταρρέει, όταν δεν έχει να πιαστεί από ένα είδωλο και / ή συχνά μία κοινή «Μεγάλη Ιδέα», μία ιδεολογία, ένα δόγμα.
Όταν αυτή η ανάγκη της ταύτισης είναι πολύ ισχυρή, μπορούν πολύ εύκολα να αναπτυχθούν μανιακές αντιλήψεις. Διότι μόνον μία «ακλόνητη βεβαιότητα» δίνει στα άτομα αυτά το απαραίτητο υπαρξιακό ψυχολογικό έρεισμα. Φυσικά τους βοηθάει, ότι μοιράζονται τη μανία τους με πολλούς άλλους. Αισθάνονται «αυτονόητα απόλυτα φυσιολογικοί» σαν μέλη ή οπαδοί ενός κοινού «κινήματος».
Ο παραλογισμός των Ναζί έφερε συνολικά στην επιφάνεια δύο θέματα μανίας: τη μεγαλομανία και τη μανία της καθαρότητας.
Η μεγαλομανία αντιστοιχεί πλήρως στην (ασυνείδητη) επιθυμία να διορθωθεί και να αντισταθμιστεί η οικεία αρρωστημένη μικρότητα.
Τη μανία της καθαρότητας μπορεί να την κατανοήσουμε καλύτερα εάν συμβουλευτούμε τη γαλλική γλώσσα. Η γαλλική λέξη propre σημαίνει «καθαρός» αλλά και «οικείος» και «ο εαυτός μου».
Δηλαδή, αυτός στον οποίο λείπει το οικείο, ο εαυτός του ή έχει χαμηλή μόρφωση αναπτύσσει σχεδόν καταναγκαστικά τη σφοδρή επιθυμία να κάνει τον κόσμο που τον περιβάλλει „propre“, να τον οικειοποιηθεί και να τον «καθάρει».
Αισθάνεται εξαναγκασμένος να καθαρίσει τον «δικό του» κόσμο (και γιατί όχι και όλον τον κόσμο) από τα στοιχεία που του είναι ξένα και τον φοβίζουν, όπως ανάπηροι, πνευματικά άρρωστοι, ομοφυλόφιλοι, τσιγγάνοι, Εβραίοι, Σλάβοι κοκ[5]
------------------
Στο τέλος κάθε διάλεξης συνηθίζεται ένα κλείσιμο.
Παρόλ’ αυτά, όταν σκέπτομαι το Auschwitz, το Ολοκαύτωμα και τα άλλα εγκλήματα των Ναζί δεν μπορώ να κάνω κάποιο κλείσιμο!
Σκέπτομαι σχετικά μ’ αυτό που ακούγεται πολύ συχνά στη Γερμανία «Πρέπει να τραβήξουμε επιτέλους μία οριστική γραμμή τέλους (κάτω από το παρελθόν)!» [6]
Οι απόγονοι όσων δεινοπάθησαν μπορούν – αν το επιθυμούν – να μη βάλουν καμιά γραμμή τέλους. (Από όσο γνωρίζω από τους ασθενείς μου) δεν μπορούν να βρουν ησυχία.
Οι απόγονοι όλων αυτών που είναι υπεύθυνοι δεν θα έπρεπε να βρίσκουν ησυχία[7].
(απόδοση στα ελληνικά Α. Κοιλιάρη)
Θεσ/νίκη, 31.01.2014
[1] Το σοβιετικό ντοκιμαντέρ για την απελευθέρωση του στρατοπέδου συγκέντρωσης στο Auschwitz
[2] The Holocaust Just Got More Shocking By ERIC LICHTBLAU Published: March 1, 2013 in new york times http://nyti.ms/Y4Bd9z
[3] MILLER, Alice, Am Anfang war Erziehung, Frankfurt/Main, Suhrkamp, 1983.
[4] BURRIN, Philippe, Ressentiment et apocalypse. Essai sur l’antisémitisme nazi, Seuil, 2005.
[5]Ο ψυχαναλυτής Arno Gruen στο βιβλίο του, Der Fremde in uns, (DTV, München, 2002) περιγράφει πολύ καλά αυτό το θέμα.
[6]Π.χ. Anlässlich der „Verjährungsdebatte“ im Bundestag (siehe K. Jaspers, Wohin treibt die Bundesrepublik?, Piper, 1966.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου