Κωστας Καναβούρης, απο την Αυγη...
Την Πέμπτη το πρωί άκουγα στο «Κόκκινο» τον πάντοτε εξαιρετικό Γιώργο
Ανανδρανιστάκη (που στην ώρα του θα ήθελα να τον ακούω περισσότερη ώρα,
αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Ο Γιώργος αντικαθιστούσε τον
ενοχλητικό (όχι για μένα φυσικά), Κώστα Βαξεβάνη ο οποίος με την σειρά
του ως συνήθης εναγόμενος ή μηνυόμενος έλειπε στα δικαστήρια... ταξίδι
για δουλειές, με βάση τον τυποκτόνο νόμο Βενιζέλου
(κι αυτός ο άνθρωπος βρε παιδί από τόσα και τόσα υπουργεία πέρασε και το να ψάξεις να βρεις νόμο δικό του που να μην είναι εναντίον του λαού και του τόπου, μοιάζει με καρναβαλικό «κυνήγι του χαμένου θησαυρού» μόνο που εδώ δεν υπάρχει θησαυρός). Να σημειώσω εδώ, ότι σ' αυτή την επικίνδυνα γελοία (σε βαθμό παρενόχλησης της λογικής και της δημοκρατίας παρεμπιπτόντως) ιστορία της βιομηχανίας αγωγών και μηνύσεων εναντίον δημοσιογράφων, αφού δεν γίνεται να συλληφθεί και να καταδικαστεί η συνταγματικά κατοχυρωμένη έννοια της ελευθεροτυπίας, ίσως χρειαστεί να επανέλθω, αλλά κι αυτή είναι μια άλλη ιστορία.
Εδώ, προς το παρόν - ένα παρόν που κρατάει πολύ, όσο και η ευψυχία - μας ενδιαφέρει το πρωί της περασμένης Πέμπτης που ο Γιώργος Ανανδρανιστάκης βρίσκεται στο μικρόφωνο κι έχει βγάλει στον «αέρα» την εκπρόσωπο των καθαριστριών (και ζητώ ταπεινά -εγώ που απεχθάνομαι την έννοια της ταπεινότητας- συγγνώμη με όλη την κυριολεξία που μπορώ να διαθέσω, γιατί δεν συγκράτησα το όνομα της κυρίας που μιλούσε), αυτών των καθαριστριών του υπουργείου Οικονομικών που για μια ακόμα φορά είχαν μόλις δαρθεί από τα καλόπαιδα του Δένδια (αυτά που άμα τα θίξεις το παίρνει προσωπικά η Ντόρα λες και θίγεται η τιμή -η πανάκριβα πληρωμένη από εμάς, τιμή- και η υπόληψη της ανοικονόμητης και αχόρταγης -για εξουσία εννοείται- οικογένειας Μητσοτάκη). Μιλούσε λοιπόν η κυρία που προφανώς αγνοούσε ότι «και οι αστυνομικοί έχουν μανάδες» οπότε δικαιούνται να ξυλοκοπούν ό,τι κινείται σε μανάδες, ό,τι κολυμπάει σε μανάδες (με απτό αποτέλεσμα εννιά πνιγμένα παιδιά και τρεις μανάδες που είχαν κι αυτές παιδιά) και ευτυχώς όχι ακόμα και ό,τι πετάει γενικώς αλλά που ξέρεις, μπορεί σε λίγο και αυτό το πρόβλημα να λυθεί, αφού όπως είχε δηλώσει κάποτε και ο αείγερος Κώστας Μητσοτάκης στους εργαζόμενους της βαριάς βιομηχανίας δημοκρατικού πολιτισμού που είναι ο ξυλοδαρμός, «εσείς είστε το κράτος».
Και ιδού το κράτος: ένα κράτος που δέρνει κι όταν οργίζεται επειδή δέρνει και το λες ή αποκαλύπτεις το γιατί δέρνει, τρως και μια αγωγή εκατοντάδων χιλιάδων μονάδων ενός σκληρότατου νομίσματος, πιο σκληρού κι από τη ζωή των ανθρώπων, επειδή δεν δικαιούσαι (με το έτσι θέλω) «για να μιλάς» όπως θα έλεγε σε άψογα -δημοκρατικώς- ελληνικά και ο Μένιος Κουτσόγιωργας επί π. Κ. (προ Κοσκωτά) εποχής του ΠΑΣΟΚ, όταν η Δεξιά είχε μπει στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Και για την ακρίβεια στην τραπεζική θυρίδα της Ιστορίας. Τα offshore χρονοντούλαπα ήρθαν αργότερα. Αλλά πάντα στην ίδια Ιστορία.
Ας επιστρέψουμε ωστόσο στην εξαίσια κυρία που μιλούσε στον Γιώργο Αναδρανιστάκη, δηλαδή ας επιστρέψουμε σε όλες τις εξαίσιες κυρίες που μιλούσαν με τη φωνή της. Αυτές τις όρθιες γυναίκες που παλεύουν για όλους μας, για ΟΛΟΥΣ και το εννοώ. Όρθιες και μόνες «μέσ' την φοβερή ερημία του πλήθους» όπως προείπε και ο Μανόλης Αναγνωστάκης που ένα κατακλυσμιαίο διάστημα της ζωής του, ας μη ξεχνάμε, το πέρασε ως μελλοθάνατος, δηλαδή μέσα στην απέραντη φρίκη στην οποία καταδίκασαν τον ποιητή οι πολιτικοί (και για πολλούς διαλάμποντες αστέρες της διορισμένης εκλεξιμότητας φυσικοί) πρόγονοι εκείνων που σήμερα καταστρέφουν κάθε φυσικό παλμό έξω και έσω ζωής. Εκείνων πάει να πει που σήμερα όπως οι προγονοί τους - με άλλο τρόπο - θανατώνουν. Σαν να μην έχουν μανάδες. Πράγμα που σημαίνει ότι οι καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών είτε έπεσαν από τον ουρανό, είτε φύτρωσαν. Και στις δύο περιπτώσεις μανάδες δεν υφίστανται. Οπότε καλά να πάθουν. Οι καθαρίστριες. Όχι οι μανάδες τους, αφού δεν υπάρχουν. Οι μανάδες. Όχι οι καθαρίστριες που υπάρχουν. Με λίγα λόγια, τι θέλουν και φωνάζουν; Μα εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα που θέτουν. Και στην εξουσία και σε όλους: ότι δεν φωνάζουν. Εννοιοδοτούν το ρήμα «αγωνίζομαι» στην καθ' ημάς πραγματικότητα. Επανασχηματίζουν την ορθοστασία. Φθέγγονται με νέα απειροσύνη την αξιοπρέπεια. Κάνουν ανεμοδαρμένη λυγμική ευπραξία το διαρκές έμπροσθεν της ποιητικής ζωής. Αυτό το «Άξιον Εστί»: «Γυμνώνω τα στήθη μου και ξαπολυούνται οι άνεμοι/ Κι ερείπια σαρώνουν και χαλασμένες ψυχές/ κι απ' τα νέφη τα πυκνά της καθαρίζουν / Τη γη, να φανούν τα Λιβάδια τα Πάντερπνα».
Συνεπώς πρέπει κι εμείς να αρθούμε στο ύψος της περίστασης που δημιούργησαν αυτές οι γυναίκες. Όχι για να είμαστε μαζί τους αλλά για να μαθητεύσουμε στον σεβασμό επειδή είναι μαζί μας. Για να τα σκεφτούμε όλα από την αρχή.
Με μια κουβέντα: Όστις θέλει οπίσω τους ελθείν. Είναι μεγάλο πράγμα αυτές οι γυναίκες. Πιο μεγάλο και από την ίδια την ανατροπή. Όπως λέει και ο Ίβαν Γκολ το σώμα τους μεγάλωσε, τις ξεπέρασε. Όποιον δρόμο κι αν πάρουμε επάνω τους θα περπατήσουμε.
(κι αυτός ο άνθρωπος βρε παιδί από τόσα και τόσα υπουργεία πέρασε και το να ψάξεις να βρεις νόμο δικό του που να μην είναι εναντίον του λαού και του τόπου, μοιάζει με καρναβαλικό «κυνήγι του χαμένου θησαυρού» μόνο που εδώ δεν υπάρχει θησαυρός). Να σημειώσω εδώ, ότι σ' αυτή την επικίνδυνα γελοία (σε βαθμό παρενόχλησης της λογικής και της δημοκρατίας παρεμπιπτόντως) ιστορία της βιομηχανίας αγωγών και μηνύσεων εναντίον δημοσιογράφων, αφού δεν γίνεται να συλληφθεί και να καταδικαστεί η συνταγματικά κατοχυρωμένη έννοια της ελευθεροτυπίας, ίσως χρειαστεί να επανέλθω, αλλά κι αυτή είναι μια άλλη ιστορία.
Εδώ, προς το παρόν - ένα παρόν που κρατάει πολύ, όσο και η ευψυχία - μας ενδιαφέρει το πρωί της περασμένης Πέμπτης που ο Γιώργος Ανανδρανιστάκης βρίσκεται στο μικρόφωνο κι έχει βγάλει στον «αέρα» την εκπρόσωπο των καθαριστριών (και ζητώ ταπεινά -εγώ που απεχθάνομαι την έννοια της ταπεινότητας- συγγνώμη με όλη την κυριολεξία που μπορώ να διαθέσω, γιατί δεν συγκράτησα το όνομα της κυρίας που μιλούσε), αυτών των καθαριστριών του υπουργείου Οικονομικών που για μια ακόμα φορά είχαν μόλις δαρθεί από τα καλόπαιδα του Δένδια (αυτά που άμα τα θίξεις το παίρνει προσωπικά η Ντόρα λες και θίγεται η τιμή -η πανάκριβα πληρωμένη από εμάς, τιμή- και η υπόληψη της ανοικονόμητης και αχόρταγης -για εξουσία εννοείται- οικογένειας Μητσοτάκη). Μιλούσε λοιπόν η κυρία που προφανώς αγνοούσε ότι «και οι αστυνομικοί έχουν μανάδες» οπότε δικαιούνται να ξυλοκοπούν ό,τι κινείται σε μανάδες, ό,τι κολυμπάει σε μανάδες (με απτό αποτέλεσμα εννιά πνιγμένα παιδιά και τρεις μανάδες που είχαν κι αυτές παιδιά) και ευτυχώς όχι ακόμα και ό,τι πετάει γενικώς αλλά που ξέρεις, μπορεί σε λίγο και αυτό το πρόβλημα να λυθεί, αφού όπως είχε δηλώσει κάποτε και ο αείγερος Κώστας Μητσοτάκης στους εργαζόμενους της βαριάς βιομηχανίας δημοκρατικού πολιτισμού που είναι ο ξυλοδαρμός, «εσείς είστε το κράτος».
Και ιδού το κράτος: ένα κράτος που δέρνει κι όταν οργίζεται επειδή δέρνει και το λες ή αποκαλύπτεις το γιατί δέρνει, τρως και μια αγωγή εκατοντάδων χιλιάδων μονάδων ενός σκληρότατου νομίσματος, πιο σκληρού κι από τη ζωή των ανθρώπων, επειδή δεν δικαιούσαι (με το έτσι θέλω) «για να μιλάς» όπως θα έλεγε σε άψογα -δημοκρατικώς- ελληνικά και ο Μένιος Κουτσόγιωργας επί π. Κ. (προ Κοσκωτά) εποχής του ΠΑΣΟΚ, όταν η Δεξιά είχε μπει στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Και για την ακρίβεια στην τραπεζική θυρίδα της Ιστορίας. Τα offshore χρονοντούλαπα ήρθαν αργότερα. Αλλά πάντα στην ίδια Ιστορία.
Ας επιστρέψουμε ωστόσο στην εξαίσια κυρία που μιλούσε στον Γιώργο Αναδρανιστάκη, δηλαδή ας επιστρέψουμε σε όλες τις εξαίσιες κυρίες που μιλούσαν με τη φωνή της. Αυτές τις όρθιες γυναίκες που παλεύουν για όλους μας, για ΟΛΟΥΣ και το εννοώ. Όρθιες και μόνες «μέσ' την φοβερή ερημία του πλήθους» όπως προείπε και ο Μανόλης Αναγνωστάκης που ένα κατακλυσμιαίο διάστημα της ζωής του, ας μη ξεχνάμε, το πέρασε ως μελλοθάνατος, δηλαδή μέσα στην απέραντη φρίκη στην οποία καταδίκασαν τον ποιητή οι πολιτικοί (και για πολλούς διαλάμποντες αστέρες της διορισμένης εκλεξιμότητας φυσικοί) πρόγονοι εκείνων που σήμερα καταστρέφουν κάθε φυσικό παλμό έξω και έσω ζωής. Εκείνων πάει να πει που σήμερα όπως οι προγονοί τους - με άλλο τρόπο - θανατώνουν. Σαν να μην έχουν μανάδες. Πράγμα που σημαίνει ότι οι καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών είτε έπεσαν από τον ουρανό, είτε φύτρωσαν. Και στις δύο περιπτώσεις μανάδες δεν υφίστανται. Οπότε καλά να πάθουν. Οι καθαρίστριες. Όχι οι μανάδες τους, αφού δεν υπάρχουν. Οι μανάδες. Όχι οι καθαρίστριες που υπάρχουν. Με λίγα λόγια, τι θέλουν και φωνάζουν; Μα εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα που θέτουν. Και στην εξουσία και σε όλους: ότι δεν φωνάζουν. Εννοιοδοτούν το ρήμα «αγωνίζομαι» στην καθ' ημάς πραγματικότητα. Επανασχηματίζουν την ορθοστασία. Φθέγγονται με νέα απειροσύνη την αξιοπρέπεια. Κάνουν ανεμοδαρμένη λυγμική ευπραξία το διαρκές έμπροσθεν της ποιητικής ζωής. Αυτό το «Άξιον Εστί»: «Γυμνώνω τα στήθη μου και ξαπολυούνται οι άνεμοι/ Κι ερείπια σαρώνουν και χαλασμένες ψυχές/ κι απ' τα νέφη τα πυκνά της καθαρίζουν / Τη γη, να φανούν τα Λιβάδια τα Πάντερπνα».
Συνεπώς πρέπει κι εμείς να αρθούμε στο ύψος της περίστασης που δημιούργησαν αυτές οι γυναίκες. Όχι για να είμαστε μαζί τους αλλά για να μαθητεύσουμε στον σεβασμό επειδή είναι μαζί μας. Για να τα σκεφτούμε όλα από την αρχή.
Με μια κουβέντα: Όστις θέλει οπίσω τους ελθείν. Είναι μεγάλο πράγμα αυτές οι γυναίκες. Πιο μεγάλο και από την ίδια την ανατροπή. Όπως λέει και ο Ίβαν Γκολ το σώμα τους μεγάλωσε, τις ξεπέρασε. Όποιον δρόμο κι αν πάρουμε επάνω τους θα περπατήσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου