του Νικου Σκοπλακη, απο το Red NoteBook...
Η διδακτική τσιτατολογία είναι μια πρωτίστως χειρουργική
τέχνη. Κατατέμνει τον λόγο σε αυτοαναφορικές αποφάνσεις, οι οποίες δεν
προορίζονται για να ενεργοποιήσουν διαλεκτικά,
αλλά για να παθητικοποιήσουν προς επίρρωση ενός a priori πρωτοκόλλου. Η αξίωση ετεροβαρούς διεύθυνσης κάθε συζήτησης με τα νήματα μιας διδακτικής τσιτατολογίας υφαίνει πρώτα απ’ όλα ένα βαθύ τσουβάλι, μέσα στο οποίο ρίπτονται κατ’ εξακολούθηση η αυτοαναφορικότητα, που σε κάθε συγκυρία απαιτεί τα μονά-ζυγά δικά της, και η κριτική άμυνα της αμφισβήτησής της.
Οι ορθοτόμες αποφάνσεις του εσαεί αυταπόδεικτου δόγματος, που διεκδικούν να είναι πάντα πρώτη και τελευταία λέξη αντιδογματικής αντίληψης, κατορθώνουν έτσι να ξεμυτίζουν σε κάθε περίπτωση στην επιφάνεια των πολιτικών διεργασιών. Δικά τους τα ραπτικά, δικά τους και τα τσουβάλια, γι’ αυτό και η κριτική αμφισβήτηση δέον είναι να στριμώχνεται σαν «κακοθυμία» στον πάτο του τσουβαλιού.
Η διδακτική τσιτατολογία αναλαμβάνει με τη χειρουργική της να καταρρακώνει τον αναστοχασμό, ώστε να παραμένουν διαρκώς εκτός εξέτασης οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις που πρεσβεύει στην απονομή ευσήμων ή επιτιμήσεων. Μέσα στα ράκη του αναστοχασμού, σταθεροποιείται η κίνηση του επικοινωνιακού λόγου της και η αυτοανακήρυξή της σε υπέρτερη μορφή πολιτικής ορθολογικότητας. Μυθοποιητικό σύστημα, το οποίο εκβιάζει τη λογικοφανή του συγκρότηση εις βάρος της κριτικής λειτουργίας.
Έτσι, παρά τη δογματική αφομοίωση παραγώγων μιας κακώς εννοούμενης σκοπιμότητας στην πολιτική πράξη, αυτοπροτείνεται ως φρέσκια και αυτονόητη νομιμότητα: ακόμα κι αν είναι παρωχημένο και άγονο κρούσμα ιδεολογικής αποπτώχευσης, θριαμβολογεί ως η πιο εμφατική κι αδιαμφισβήτητη έκφραση αλήθειας, καθιστώντας απαγορευτική την κριτική του ιδεολογικού της φαίνεσθαι. Εφόσον, μάλιστα, η σκέψη και η θεωρία υποβιβάζονται στην εξυπηρέτηση των λειτουργικών συναφειών αυτού του μυθοποιητικού συστήματος, ο φορμαλιστικός λογισμός του, που φαντασιώνεται τον εαυτό του ως υπέρτερη μορφή πολιτικής ορθολογικότητας, δυσφημεί αυτάρεσκα την πραγματική δικαιοσύνη των μέσων σε σχέση με τον σκοπό, αλλά ανέχεται τον κυνισμό και τον αρλεκινισμό σε πόζες θυσίας και υψιπετούς σεμνότητας. Στο βαθύ τσουβάλι της διδακτικής τσιτατολογίας, οι αιτιώδεις σχέσεις καθιζάνουν σε μπουρδουκλωμένες επιφάσεις προς χάριν της ταχυδακτυλουργικής υποκρισίας. Μια πανάρχαια μέθοδος για να γίνεται η αγιαστούρα ρομφαία και αντιστρόφως.
Η Αριστερά στην Ελλάδα ταλανίστηκε επί δεκαετίες από τη ναρκισσική αυτοαναφορικότητα «ιθυνόντων», που με πρωθύστερες επαληθεύσεις αναπαράγονταν και ως αγιαστούρες και ως ρομφαίες. Εκείνο που επιστρωμάτωνε το έδαφος της αναπαραγωγής τους, δεν ήταν η ποιότητα του κριτικού λόγου, αλλά η διαπραγματεύσιμη επεμβατικότητα της διδακτικής τσιτατολογίας. Η σημερινή ηγεσία της ΔΗΜΑΡ αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα καπάτσας νομενκλατούρας, η οποία παρουσίαζε τα στρογγυλέματα ως ακεραιότητα και τη συνθηκολόγηση με κάθε όψη του παλιού κόσμου και του παλιωμένου παραγοντίστικου μικρόκοσμου ως επιτομή του καινούργιου, περιφέροντας μια διδακτική καρικατούρα αριστεροφανούς λαλιάς αντί για εύχυμο αριστερό λόγο σχετικά με τις ανάγκες και τις αγωνίες των καταπιεζόμενων τάξεων. Η Αριστερά του 4% συντηρούσε το αποξηραμένο κέλυφος της αλήθειας, χωρίς το ριζοσπαστικό περιεχόμενό της. Η Αριστερά που έφτασε στο 27% έπεισε ευρύτερα, έστω και με αντιφατική ριζοσπαστικοποίηση, στρώματα ότι η πολιτική της πρόταση ισοδυναμούσε με έμπρακτη αμφισβήτηση της λογοκρατούμενης αγλωσσίας, των εθνοπρεπών αυτοματισμών της μνημονιακής πολυκατοικίας, του ηττημένου γνεψίματος στην τεχνοκρατική «καταλληλότητα» του κοινωνικού σιωπητηρίου. Από αυτή την άποψη, Αριστερά του 4% είναι κάθε διάθεση συντήρησης ευτελών τεχνοκρατικών ιδανικών, κάτω από τα οποία αλλοτριώθηκαν πολιτικά και ληστεύτηκαν οικονομικά οι εργαζόμενες τάξεις. Είναι η διδακτική τσιτατολογία που αποπιστώνει τις δυνατότητες του αριστερού ριζοσπαστισμού και τις καθιστά ύποπτες ή άχρηστες, για να εξωραΐσει σε «ανάγκες της συγκυρίας» εκείνες τις «τεχνοκρατικές επάρκειες» με υψηλές συστατικές επιστολές εκσυγχρονιστικής ευφορίας ή ευδόκιμης θητείας στα συντρίμμια της καιροσκοπικής καρεκλοκρατίας.
Το μυθοποιητικό σύστημα με τις λειτουργικές του συνάφειες απαξιώνει τους φορείς αριστερού κριτικού λόγου σε δυναμίτες πίκρας ή ζήλειας. Είναι κι αυτό ένα είδος κυνισμού, του οποίου οι φορείς φοβούνται να βλέπουν εαυτούς στο δικό τους φως, προσφεύγοντας στη σκίαση των άλλων και των σημασιών τους. Η διδακτική τσιτατολογία διατηρεί τον χειρουργικό χαρακτήρα της όσο κατασκευάζει αφηγήσεις αρνητικών μεγεθών ή εξισώσεις με αποτέλεσμα ίσο με το μηδέν, αντί να δημιουργεί αναλύσεις που δεν εξορίζουν τα πολιτικά επίδικα με συνοπτικές διαδικασίες. Ο Δημήτρης Χατζής, στο αριστουργηματικό διήγημα «Η Διαθήκη του καθηγητή», καυτηριάζει αυτή την τεχνική στον χαρακτήρα του Λιαράτου: «”-Ορίστε, λοιπόν...Μηδαμινότητες όλοι...”. Γι’ αυτό το επιμύθιο ζούσε».
Επειδή, όμως, το μυθοποιητικό στρέφεται ενάντια σε κάθε διαλεκτικό περιεχόμενο, γίνεται συμβατό με τις τάσεις των κυρίαρχων (νεοφιλελεύθερων) ιδεολογικών μορφών και έτσι κολακεύει τον κοινωνικό συντηρητισμό και τις επιβιώσεις του εντός της Αριστεράς, παρά τις ρητορικές του προθέσεις. Διότι ο κοινωνικός συντηρητισμός είναι εκπαιδευμένος στη σιωπή, αδιαφορεί για την ποιότητα των επιχειρημάτων που διαπερνούν τις απαντήσεις. Αυτά είναι η σιωπή: αδιαφορία και ανάθεση. Και αναθέτοντας, βάζει από το παράθυρο τη λογοκρατούμενη αγλωσσία που έχει φύγει μεγαλοπρεπώς από την πόρτα.
Από το ιστορικό βάθος της κομμουνιστικής ανανέωσης, ας ακουστεί το αίτημα του Κώστα Κουλουφάκου: «Δεν ντρέπομαι που θέλω να ζήσω. Γιατί θέλω να ζήσω απροσκύνητος. Και πάλι, καθόλου για χάρη των άλλων, καθόλου για χάρη του Κόμματος, καθόλου για χάρη των αυριανών γενεών-να ζήσω απροσκύνητος μονάχα για μένα. Και κανένας γι’ αυτό να μην μου χρωστάει τιμές. Και το Κόμμα πρώτα γι’ αυτό να με θέλει». Για να κατανοήσουμε πόσο μας αφορά σήμερα αυτό το διαχρονικό αίτημα πολιτικής, κοινωνικής και προσωπικής αξιοπρέπειας, οφείλουμε να απορρίψουμε απερίφραστα, με όση δριμύτητα απαιτούν οι συνθήκες, την παραμορφωτική χειρουργική της διδακτικής τσιτατολογίας, για να κερδίσουμε τον κοπιώδη, σύνθετο, αλλά ριζοσπαστικό αναστοχασμό. Να αρνηθούμε το πειθηνιόμετρο για την υψηλού επιπέδου κριτική λειτουργία. Να θυμηθούμε τη διαλεκτική που είναι ασυμβίβαστη με ραπτικά και τσουβάλια, να την βγάλουμε από τη δακρύβρεχτη προθήκη των σεμνότυφων μνημοσύνων, να την αξιοποιήσουμε απαντώντας στην εποχή μας το ερώτημα του Μπρεχτ: Ποιά αλήθεια αξίζει να ειπωθεί; Και συγχρόνως να προσθέσουμε άφοβα και ειλικρινά τα δικά μας ερωτήματα, τις δικές μας απορίες.
αλλά για να παθητικοποιήσουν προς επίρρωση ενός a priori πρωτοκόλλου. Η αξίωση ετεροβαρούς διεύθυνσης κάθε συζήτησης με τα νήματα μιας διδακτικής τσιτατολογίας υφαίνει πρώτα απ’ όλα ένα βαθύ τσουβάλι, μέσα στο οποίο ρίπτονται κατ’ εξακολούθηση η αυτοαναφορικότητα, που σε κάθε συγκυρία απαιτεί τα μονά-ζυγά δικά της, και η κριτική άμυνα της αμφισβήτησής της.
Οι ορθοτόμες αποφάνσεις του εσαεί αυταπόδεικτου δόγματος, που διεκδικούν να είναι πάντα πρώτη και τελευταία λέξη αντιδογματικής αντίληψης, κατορθώνουν έτσι να ξεμυτίζουν σε κάθε περίπτωση στην επιφάνεια των πολιτικών διεργασιών. Δικά τους τα ραπτικά, δικά τους και τα τσουβάλια, γι’ αυτό και η κριτική αμφισβήτηση δέον είναι να στριμώχνεται σαν «κακοθυμία» στον πάτο του τσουβαλιού.
Η διδακτική τσιτατολογία αναλαμβάνει με τη χειρουργική της να καταρρακώνει τον αναστοχασμό, ώστε να παραμένουν διαρκώς εκτός εξέτασης οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις που πρεσβεύει στην απονομή ευσήμων ή επιτιμήσεων. Μέσα στα ράκη του αναστοχασμού, σταθεροποιείται η κίνηση του επικοινωνιακού λόγου της και η αυτοανακήρυξή της σε υπέρτερη μορφή πολιτικής ορθολογικότητας. Μυθοποιητικό σύστημα, το οποίο εκβιάζει τη λογικοφανή του συγκρότηση εις βάρος της κριτικής λειτουργίας.
Έτσι, παρά τη δογματική αφομοίωση παραγώγων μιας κακώς εννοούμενης σκοπιμότητας στην πολιτική πράξη, αυτοπροτείνεται ως φρέσκια και αυτονόητη νομιμότητα: ακόμα κι αν είναι παρωχημένο και άγονο κρούσμα ιδεολογικής αποπτώχευσης, θριαμβολογεί ως η πιο εμφατική κι αδιαμφισβήτητη έκφραση αλήθειας, καθιστώντας απαγορευτική την κριτική του ιδεολογικού της φαίνεσθαι. Εφόσον, μάλιστα, η σκέψη και η θεωρία υποβιβάζονται στην εξυπηρέτηση των λειτουργικών συναφειών αυτού του μυθοποιητικού συστήματος, ο φορμαλιστικός λογισμός του, που φαντασιώνεται τον εαυτό του ως υπέρτερη μορφή πολιτικής ορθολογικότητας, δυσφημεί αυτάρεσκα την πραγματική δικαιοσύνη των μέσων σε σχέση με τον σκοπό, αλλά ανέχεται τον κυνισμό και τον αρλεκινισμό σε πόζες θυσίας και υψιπετούς σεμνότητας. Στο βαθύ τσουβάλι της διδακτικής τσιτατολογίας, οι αιτιώδεις σχέσεις καθιζάνουν σε μπουρδουκλωμένες επιφάσεις προς χάριν της ταχυδακτυλουργικής υποκρισίας. Μια πανάρχαια μέθοδος για να γίνεται η αγιαστούρα ρομφαία και αντιστρόφως.
Η Αριστερά στην Ελλάδα ταλανίστηκε επί δεκαετίες από τη ναρκισσική αυτοαναφορικότητα «ιθυνόντων», που με πρωθύστερες επαληθεύσεις αναπαράγονταν και ως αγιαστούρες και ως ρομφαίες. Εκείνο που επιστρωμάτωνε το έδαφος της αναπαραγωγής τους, δεν ήταν η ποιότητα του κριτικού λόγου, αλλά η διαπραγματεύσιμη επεμβατικότητα της διδακτικής τσιτατολογίας. Η σημερινή ηγεσία της ΔΗΜΑΡ αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα καπάτσας νομενκλατούρας, η οποία παρουσίαζε τα στρογγυλέματα ως ακεραιότητα και τη συνθηκολόγηση με κάθε όψη του παλιού κόσμου και του παλιωμένου παραγοντίστικου μικρόκοσμου ως επιτομή του καινούργιου, περιφέροντας μια διδακτική καρικατούρα αριστεροφανούς λαλιάς αντί για εύχυμο αριστερό λόγο σχετικά με τις ανάγκες και τις αγωνίες των καταπιεζόμενων τάξεων. Η Αριστερά του 4% συντηρούσε το αποξηραμένο κέλυφος της αλήθειας, χωρίς το ριζοσπαστικό περιεχόμενό της. Η Αριστερά που έφτασε στο 27% έπεισε ευρύτερα, έστω και με αντιφατική ριζοσπαστικοποίηση, στρώματα ότι η πολιτική της πρόταση ισοδυναμούσε με έμπρακτη αμφισβήτηση της λογοκρατούμενης αγλωσσίας, των εθνοπρεπών αυτοματισμών της μνημονιακής πολυκατοικίας, του ηττημένου γνεψίματος στην τεχνοκρατική «καταλληλότητα» του κοινωνικού σιωπητηρίου. Από αυτή την άποψη, Αριστερά του 4% είναι κάθε διάθεση συντήρησης ευτελών τεχνοκρατικών ιδανικών, κάτω από τα οποία αλλοτριώθηκαν πολιτικά και ληστεύτηκαν οικονομικά οι εργαζόμενες τάξεις. Είναι η διδακτική τσιτατολογία που αποπιστώνει τις δυνατότητες του αριστερού ριζοσπαστισμού και τις καθιστά ύποπτες ή άχρηστες, για να εξωραΐσει σε «ανάγκες της συγκυρίας» εκείνες τις «τεχνοκρατικές επάρκειες» με υψηλές συστατικές επιστολές εκσυγχρονιστικής ευφορίας ή ευδόκιμης θητείας στα συντρίμμια της καιροσκοπικής καρεκλοκρατίας.
Το μυθοποιητικό σύστημα με τις λειτουργικές του συνάφειες απαξιώνει τους φορείς αριστερού κριτικού λόγου σε δυναμίτες πίκρας ή ζήλειας. Είναι κι αυτό ένα είδος κυνισμού, του οποίου οι φορείς φοβούνται να βλέπουν εαυτούς στο δικό τους φως, προσφεύγοντας στη σκίαση των άλλων και των σημασιών τους. Η διδακτική τσιτατολογία διατηρεί τον χειρουργικό χαρακτήρα της όσο κατασκευάζει αφηγήσεις αρνητικών μεγεθών ή εξισώσεις με αποτέλεσμα ίσο με το μηδέν, αντί να δημιουργεί αναλύσεις που δεν εξορίζουν τα πολιτικά επίδικα με συνοπτικές διαδικασίες. Ο Δημήτρης Χατζής, στο αριστουργηματικό διήγημα «Η Διαθήκη του καθηγητή», καυτηριάζει αυτή την τεχνική στον χαρακτήρα του Λιαράτου: «”-Ορίστε, λοιπόν...Μηδαμινότητες όλοι...”. Γι’ αυτό το επιμύθιο ζούσε».
Επειδή, όμως, το μυθοποιητικό στρέφεται ενάντια σε κάθε διαλεκτικό περιεχόμενο, γίνεται συμβατό με τις τάσεις των κυρίαρχων (νεοφιλελεύθερων) ιδεολογικών μορφών και έτσι κολακεύει τον κοινωνικό συντηρητισμό και τις επιβιώσεις του εντός της Αριστεράς, παρά τις ρητορικές του προθέσεις. Διότι ο κοινωνικός συντηρητισμός είναι εκπαιδευμένος στη σιωπή, αδιαφορεί για την ποιότητα των επιχειρημάτων που διαπερνούν τις απαντήσεις. Αυτά είναι η σιωπή: αδιαφορία και ανάθεση. Και αναθέτοντας, βάζει από το παράθυρο τη λογοκρατούμενη αγλωσσία που έχει φύγει μεγαλοπρεπώς από την πόρτα.
Από το ιστορικό βάθος της κομμουνιστικής ανανέωσης, ας ακουστεί το αίτημα του Κώστα Κουλουφάκου: «Δεν ντρέπομαι που θέλω να ζήσω. Γιατί θέλω να ζήσω απροσκύνητος. Και πάλι, καθόλου για χάρη των άλλων, καθόλου για χάρη του Κόμματος, καθόλου για χάρη των αυριανών γενεών-να ζήσω απροσκύνητος μονάχα για μένα. Και κανένας γι’ αυτό να μην μου χρωστάει τιμές. Και το Κόμμα πρώτα γι’ αυτό να με θέλει». Για να κατανοήσουμε πόσο μας αφορά σήμερα αυτό το διαχρονικό αίτημα πολιτικής, κοινωνικής και προσωπικής αξιοπρέπειας, οφείλουμε να απορρίψουμε απερίφραστα, με όση δριμύτητα απαιτούν οι συνθήκες, την παραμορφωτική χειρουργική της διδακτικής τσιτατολογίας, για να κερδίσουμε τον κοπιώδη, σύνθετο, αλλά ριζοσπαστικό αναστοχασμό. Να αρνηθούμε το πειθηνιόμετρο για την υψηλού επιπέδου κριτική λειτουργία. Να θυμηθούμε τη διαλεκτική που είναι ασυμβίβαστη με ραπτικά και τσουβάλια, να την βγάλουμε από τη δακρύβρεχτη προθήκη των σεμνότυφων μνημοσύνων, να την αξιοποιήσουμε απαντώντας στην εποχή μας το ερώτημα του Μπρεχτ: Ποιά αλήθεια αξίζει να ειπωθεί; Και συγχρόνως να προσθέσουμε άφοβα και ειλικρινά τα δικά μας ερωτήματα, τις δικές μας απορίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου