του Πετρου Σταυρου, απο το Red NoteBook...
Σύμφωνα με ευρωπαϊκό κέντρο αναλύσεων CEPS και τους οικονομολόγους
του (δες εδώ), το ελληνικό πρόγραμμα στήριξης και η πολιτική της τρόικας
απέτυχαν, σε σχέση με το πρόγραμμα στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία.
Το χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξήθηκε πάνω από 50 ποσοστιαίες μονάδες.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε, αλλά η ύφεση ήταν τόσο μεγάλη που δημιούργησε ένα διαρκές ρευστό πολιτικό περιβάλλον που επιτείνει τα υφεσιακά φαινόμενα. Εκείνο όμως που προκαλεί εντύπωση στους αναλυτές του CEPS είναι η αποτυχία του εξαγωγικού τομέα να «τραβήξει» την οικονομία, παρά τη μεγάλη μείωση του εργατικού κόστους, σε μια νέα εξωστρεφή πορεία που θα βελτίωνε την ανταγωνιστικότητα.
Το κέντρο CEPS επισημαίνει ότι οι αγκυλώσεις και οι στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας είναι τέτοιου μεγέθους, που δεν επιτρέπουν στις τιμές της αγοράς να παίξουν τον ρόλο τους και να ανακατευθύνουν την παραγωγή, από κλάδους που απευθύνονται στην εσωτερική αγορά, σε κλάδους του εξαγωγικού τομέα.
Οι επιχειρούμενες μεταρρυθμίσεις δεν καταφέρνουν να τρυπήσουν το σκληρό κέλυφος της ελληνικής οικονομίας, αλλά και η κακή διακυβέρνηση των προηγούμενων χρόνων έχουν απαξιώσει του πολιτικούς θεσμούς και αποδυναμώνουν, εκ προοιμίου, τις κυβερνητικές απόπειρες. Προφανώς, πρόκειται για μια ιδεολογικά μεροληπτική ανάλυση, η οποία δεν θέλει να δει όσα θα την οδηγούσαν σε διαπιστώσεις που θα αποκάλυπταν τον δογματισμό, την οπισθοδρομική υφή αλλά και το ταξικό πρόσημο των πολιτικών λιτότητας και των θεωριών που τις υποστηρίζουν.
Όμως, παρά τον ιδεολογικά αγκυλωμένο λόγο της, δεν παύει να μας δείχνει τα χαρακτηριστικά των πολιτικών της επόμενης περιόδου. Φαίνεται πως αν κάτι θα χαρακτηρίσει το επόμενο διάστημα μέχρι και το 2016, αυτό θα είναι η πυκνότητα των «μεταρρυθμιστικών» μέτρων που θα «απελευθερώνουν» αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, θα προλεταριοποιούν ελεύθερους επαγγελματίες και καταστηματάρχες, θα εγγυώνται μόνο τις κατώτατες συντάξεις, θα μειώνουν το μη εργοδοτικό κόστος και θα ωθούν τις επιχειρήσεις σε ένα είδος «απέριττης» παραγωγής, δηλαδή παραγωγής μόνο με τις άκρως απαραίτητες οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές προϋποθέσεις (εξαιρετικά φθηνό εργατικό δυναμικό, χωρίς περιβαλλοντικές μέριμνες, χαμηλά λειτουργικά έξοδα, φθηνές πρώτες ύλες, χαμηλή πίστωση, στήριξη των κεφαλαίων κίνησης στον τζίρο).
Ό,τι συμβαίνει με το εμπορικό ισοζύγιο, όπου η ψαλίδα έχει κλείσει, όχι τόσο λόγω αύξησης των εξαγωγών αλλά, κυρίως, λόγω κατάρρευσης των εισαγωγών, θα συμβεί και με τις εισροές–εκροές των επιχειρήσεων. Η συμφωνία της ελληνικής κυβέρνησης με την τρόικα δεν έχει μόνο τη διανομή 500 εκ €, από το πρωτογενές πλεόνασμα, σε 1 εκ. δικαιούχους. Έχει και άλλα «σημεία», πολύ πιο δραστικά σε μακροοικονομικό επίπεδο.
Ας πάρουμε την περίπτωση της μείωσης των μισθών των μακροχρόνια ανέργων κατά 29 έως και 89€. Η απόφαση στηρίζεται στη γνωστή αιτιολόγηση πως η μείωση του κόστους απασχόλησης του μακροχρόνιου ανέργου θα έχει θετικά αποτελέσματα γιατί θα προκαλέσει αύξηση των προσλήψεων και, κατά συνέπεια, μείωση της ανεργίας. Για παράδειγμα, ο νέος μισθός για την πρόσληψη ενός μακροχρόνιου άνεργου, από την επίσημη λίστα του ΟΑΕΔ με 6 έως 9 χρόνια προϋπηρεσία, θα είναι 645 € αντί για 703 € που ήταν. Το ερώτημα είναι γιατί να επιλέξει μια επιχείρηση την πρόσληψη ενός μακροχρόνιου ανέργου από τις λίστες του ΟΑΕΔ με μισθό 645€, την στιγμή που μπορεί να χρησιμοποιήσει τις ευέλικτες μορφές εργασίας και τη μερική απασχόληση και να προσλάβει με 400€ έναν μερικά απασχολούμενο εργάτη. Ο εργάτης αυτός, αν και μερικά απασχολούμενος, μπορεί κάτω από τη πίεση του πλήρως αποκατεστημένου εργοδοτικού «δικαιώματος» να δουλέψει με πλήρες ωράριο και να συνεχίζει να πληρώνεται σαν να ήταν μερικής απασχόλησης.
Αν η επιχείρηση μπορεί να δράσει με απεριόριστους βαθμούς «ελευθερίας», τότε μπορεί να μειώσει το εργατικό κόστος ακόμα περισσότερο από ότι έχει καταφέρει η επίσημη απορύθμιση της αγοράς εργασίας και αυτό σε ενδοεπιχειρησιακό περιβάλλον και χωρίς να γίνεται πολύς ντόρος. Μα, τότε, ποια είναι η «χρησιμότητα» της νέας συμφωνίας για τον ανακαθορισμό των κατώτατων αμοιβών και της επαναρύθμισης των τριετιών; Η συμφωνία, όπως και κάθε σχετικό μέτρο, επιδιώκει τη θεσμική και τυπική μείωση των κατώτατων μισθών αλλά, στην πραγματικότητα, προσπαθεί να προσδιορίσει τα επίπεδα που μπορούν να κυμανθούν οι μέσες και υψηλές αμοιβές. Γιατί μια αμοιβή γύρω στα 700€, που άλλοτε θεωρούνταν ως ο κατώτερος μισθός, σήμερα θεωρείται υψηλή.
Η νέα συμφωνία μειώνει περαιτέρω τον κατώτατο μισθό αλλά μαζί με αυτόν και όλα τα άλλα επίπεδα αμοιβών, έτσι ώστε ο ορίζοντας της εργασιακής εξέλιξης να είναι από τα τώρα προσδιορισμένος και να μην μπορεί να ξεπεράσει ένα συγκεκριμένο «κατώφλι». Όλα τα μέτρα που θεωρούνται «διαρθρωτικά», είτε αφορούν το γάλα, είτε αφορούν τους κατώτατους μισθούς, είτε αφορούν την «απελευθέρωση» των αγορών, προσπαθούν να πείσουν πως η όποια κοινωνική ευημερία βρίσκεται στη πτώση των τιμών. Ουδέν ψευδέστερο επιχείρημα, αλλά, στη φετιχιστική κοινωνία μας έχει μεγάλη πειθώ και «φυσικοποιεί» τις όποιες εξελίξεις στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο. Επείγει, λοιπόν, η απομυστικοποίηση της νέας περιόδου.
Το χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξήθηκε πάνω από 50 ποσοστιαίες μονάδες.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε, αλλά η ύφεση ήταν τόσο μεγάλη που δημιούργησε ένα διαρκές ρευστό πολιτικό περιβάλλον που επιτείνει τα υφεσιακά φαινόμενα. Εκείνο όμως που προκαλεί εντύπωση στους αναλυτές του CEPS είναι η αποτυχία του εξαγωγικού τομέα να «τραβήξει» την οικονομία, παρά τη μεγάλη μείωση του εργατικού κόστους, σε μια νέα εξωστρεφή πορεία που θα βελτίωνε την ανταγωνιστικότητα.
Το κέντρο CEPS επισημαίνει ότι οι αγκυλώσεις και οι στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας είναι τέτοιου μεγέθους, που δεν επιτρέπουν στις τιμές της αγοράς να παίξουν τον ρόλο τους και να ανακατευθύνουν την παραγωγή, από κλάδους που απευθύνονται στην εσωτερική αγορά, σε κλάδους του εξαγωγικού τομέα.
Οι επιχειρούμενες μεταρρυθμίσεις δεν καταφέρνουν να τρυπήσουν το σκληρό κέλυφος της ελληνικής οικονομίας, αλλά και η κακή διακυβέρνηση των προηγούμενων χρόνων έχουν απαξιώσει του πολιτικούς θεσμούς και αποδυναμώνουν, εκ προοιμίου, τις κυβερνητικές απόπειρες. Προφανώς, πρόκειται για μια ιδεολογικά μεροληπτική ανάλυση, η οποία δεν θέλει να δει όσα θα την οδηγούσαν σε διαπιστώσεις που θα αποκάλυπταν τον δογματισμό, την οπισθοδρομική υφή αλλά και το ταξικό πρόσημο των πολιτικών λιτότητας και των θεωριών που τις υποστηρίζουν.
Όμως, παρά τον ιδεολογικά αγκυλωμένο λόγο της, δεν παύει να μας δείχνει τα χαρακτηριστικά των πολιτικών της επόμενης περιόδου. Φαίνεται πως αν κάτι θα χαρακτηρίσει το επόμενο διάστημα μέχρι και το 2016, αυτό θα είναι η πυκνότητα των «μεταρρυθμιστικών» μέτρων που θα «απελευθερώνουν» αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, θα προλεταριοποιούν ελεύθερους επαγγελματίες και καταστηματάρχες, θα εγγυώνται μόνο τις κατώτατες συντάξεις, θα μειώνουν το μη εργοδοτικό κόστος και θα ωθούν τις επιχειρήσεις σε ένα είδος «απέριττης» παραγωγής, δηλαδή παραγωγής μόνο με τις άκρως απαραίτητες οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές προϋποθέσεις (εξαιρετικά φθηνό εργατικό δυναμικό, χωρίς περιβαλλοντικές μέριμνες, χαμηλά λειτουργικά έξοδα, φθηνές πρώτες ύλες, χαμηλή πίστωση, στήριξη των κεφαλαίων κίνησης στον τζίρο).
Ό,τι συμβαίνει με το εμπορικό ισοζύγιο, όπου η ψαλίδα έχει κλείσει, όχι τόσο λόγω αύξησης των εξαγωγών αλλά, κυρίως, λόγω κατάρρευσης των εισαγωγών, θα συμβεί και με τις εισροές–εκροές των επιχειρήσεων. Η συμφωνία της ελληνικής κυβέρνησης με την τρόικα δεν έχει μόνο τη διανομή 500 εκ €, από το πρωτογενές πλεόνασμα, σε 1 εκ. δικαιούχους. Έχει και άλλα «σημεία», πολύ πιο δραστικά σε μακροοικονομικό επίπεδο.
Ας πάρουμε την περίπτωση της μείωσης των μισθών των μακροχρόνια ανέργων κατά 29 έως και 89€. Η απόφαση στηρίζεται στη γνωστή αιτιολόγηση πως η μείωση του κόστους απασχόλησης του μακροχρόνιου ανέργου θα έχει θετικά αποτελέσματα γιατί θα προκαλέσει αύξηση των προσλήψεων και, κατά συνέπεια, μείωση της ανεργίας. Για παράδειγμα, ο νέος μισθός για την πρόσληψη ενός μακροχρόνιου άνεργου, από την επίσημη λίστα του ΟΑΕΔ με 6 έως 9 χρόνια προϋπηρεσία, θα είναι 645 € αντί για 703 € που ήταν. Το ερώτημα είναι γιατί να επιλέξει μια επιχείρηση την πρόσληψη ενός μακροχρόνιου ανέργου από τις λίστες του ΟΑΕΔ με μισθό 645€, την στιγμή που μπορεί να χρησιμοποιήσει τις ευέλικτες μορφές εργασίας και τη μερική απασχόληση και να προσλάβει με 400€ έναν μερικά απασχολούμενο εργάτη. Ο εργάτης αυτός, αν και μερικά απασχολούμενος, μπορεί κάτω από τη πίεση του πλήρως αποκατεστημένου εργοδοτικού «δικαιώματος» να δουλέψει με πλήρες ωράριο και να συνεχίζει να πληρώνεται σαν να ήταν μερικής απασχόλησης.
Αν η επιχείρηση μπορεί να δράσει με απεριόριστους βαθμούς «ελευθερίας», τότε μπορεί να μειώσει το εργατικό κόστος ακόμα περισσότερο από ότι έχει καταφέρει η επίσημη απορύθμιση της αγοράς εργασίας και αυτό σε ενδοεπιχειρησιακό περιβάλλον και χωρίς να γίνεται πολύς ντόρος. Μα, τότε, ποια είναι η «χρησιμότητα» της νέας συμφωνίας για τον ανακαθορισμό των κατώτατων αμοιβών και της επαναρύθμισης των τριετιών; Η συμφωνία, όπως και κάθε σχετικό μέτρο, επιδιώκει τη θεσμική και τυπική μείωση των κατώτατων μισθών αλλά, στην πραγματικότητα, προσπαθεί να προσδιορίσει τα επίπεδα που μπορούν να κυμανθούν οι μέσες και υψηλές αμοιβές. Γιατί μια αμοιβή γύρω στα 700€, που άλλοτε θεωρούνταν ως ο κατώτερος μισθός, σήμερα θεωρείται υψηλή.
Η νέα συμφωνία μειώνει περαιτέρω τον κατώτατο μισθό αλλά μαζί με αυτόν και όλα τα άλλα επίπεδα αμοιβών, έτσι ώστε ο ορίζοντας της εργασιακής εξέλιξης να είναι από τα τώρα προσδιορισμένος και να μην μπορεί να ξεπεράσει ένα συγκεκριμένο «κατώφλι». Όλα τα μέτρα που θεωρούνται «διαρθρωτικά», είτε αφορούν το γάλα, είτε αφορούν τους κατώτατους μισθούς, είτε αφορούν την «απελευθέρωση» των αγορών, προσπαθούν να πείσουν πως η όποια κοινωνική ευημερία βρίσκεται στη πτώση των τιμών. Ουδέν ψευδέστερο επιχείρημα, αλλά, στη φετιχιστική κοινωνία μας έχει μεγάλη πειθώ και «φυσικοποιεί» τις όποιες εξελίξεις στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο. Επείγει, λοιπόν, η απομυστικοποίηση της νέας περιόδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου