του Δημητρη Σεβαστακη, απο την Αυγη...
Ο δημόσιος χώρος στον τόπο μας είναι
εναντίον του ιδιωτικού. Η ίδια η συνθήκη της πόλης, θεμελιώνει μια
τέτοια αντιδικία. Η Αθήνα με την ανάπτυξη και κατάρρευσή της, το
εκφράζει εντονότερα. Οι μεγαλοαστοί θεωρούν την πόλη και τον δημόσιο
χώρο, ως το ανεπιθύμητο εμπόδιο που χωρίζει την φρουρούμενη κατοικία από το γραφείο, καθυστερώντας τους.
Κάτι μαγικά κατασταλτικό πρέπει να τους απαλλάξει από τα σαράβαλα που γεμίζουν τους δρόμους, από τα παλιόσπιτα που γεμίζουν τα οικοδομικά τετράγωνα και την πλέμπα που περνάει τις διαβάσεις και ασφυκτιά στα πεζοδρόμια.
Οι μικροαστοί με τον παροιμιώδη ατομισμό τους και την κουλτούρα της ανάθεσης θεωρούν ότι κάτι διαφορετικό από τους ίδιους οφείλει να επιμεληθεί τη ζημιά, την κακοτεχνία, τη βλάβη, τη βρόμα. Κάτι γρήγορο, αυτόματο και χωρίς κόστος. Ο δήμος ή ο Θεός, ανάλογα. Οι ηλικιωμένοι θεωρούν ότι ο δημόσιος χώρος είναι η επιτομή της απειλής. Εκτός του ότι φοβούνται να πάνε στο φαρμακείο ή στην τράπεζα, τα ψώνια τούς φαίνονται βαριά, τα πεζοδρόμια κατειλημμένα, οι συγκοινωνίες έχουν ψηλά σκαλοπάτια -«δεν σηκώνονται πια οι νέοι»- και οι αλλόκοτοι ξένοι, γεμίζουν τις πλατείες και τα παγκάκια. Επιθυμούν, κάτι να τους απαλλάξει από τις «απειλές» και τις δυσκολίες. Οι νέοι θεωρούν τον δημόσιο χώρο περίπου σαν τον πατέρα τους, καταπιεστικό και συγχωρητικό. Πρέπει να τον αποκαθηλώσουν, ώστε να απελευθερωθούν από τον εναγκαλισμό του.
Η κρατική γραφειοκρατία θεωρεί τον δημόσιο χώρο ως μια απόλυτη μεταβλητή, πάνω στην οποία μπορούν να βρουν εφαρμογή όλες οι εγκύκλιοι, οι καταπατήσεις, οι τιμωρίες, οι ανεκτικότητες, οι ανομίες, τα ναρκωτικά, τα σκυλάδικα,οι ηθικές αντιστάσεις και οι μίζες. Συγχρόνως. Τα κόμματα εξουσίας θεωρούσαν τον δημόσιο χώρο ως πεδίο τηλεοπτικής επίδειξης της μαζικότητάς τους, τελευταία όμως γίνεται απειλητικός και διωκτικός για τα ίδια και τους ανθρώπους τους. Η πολιτική εξουσία θεωρεί πλέον τον δημόσιο Χώρο ως κάτι άχρηστο και πολυέξοδο που μπορεί να γίνει επικερδές αν πουληθεί ή κτιστεί . Οι άστεγοι θεωρούν τον δημόσιο χώρο ως το τελευταίο καταφύγιο, ανάμεσα στον εξευτελισμό και τον θάνατο.
Τα κόμματα της αριστεράς θεωρούν το δημόσιο χώρο ως προνομιακό πεδίο τους, συχνά επινοούν ή υιοθετούν πρωτοβουλίες και ποιοτικές δράσεις, εύθραυστες, αδύναμες, συχνά ανακόλουθες. Ο δημόσιος χώρος γίνεται το πεδίο απόσβεσης όλων των ταξικών και πολιτισμικών συγκρούσεων, αλλά και το πεδίο εγγραφής όλων των κοινωνικών αντιφάσεων.
Κατά περίεργο τρόπο, αυτή η πυκνότητα τον αραιώνει σημασιακά. Ο δημόσιος χώρος μένει ακατάκτητος, ανερμήνευτος, αντιλειτουργικός. Το ένα σύστημα χρήσης αντιδικεί με το άλλο. Το σύστημα των εποχούμενων αντιδικεί με το σύστημα των πεζών, το σύστημα κατοίκησης με το οδικό σύστημα, το οδικό σύστημα αντιδικεί με τον εαυτό του και την κοινή λογική. Συγκοινωνιακά φορτία, πολεοδομικός ανορθολογισμός, συντηρητισμός και βία κάνουν αυτή την πόλη σκοτεινή κάτω από τον λαμπρό ήλιο της. Τα ιστορικά χαρακτηριστικά της κρύβονται ή ερειπώνονται, τα αρχιτεκτονημένα μέρη της σπανίζουν ή καταστρέφονται, κανείς πεζός δεν μπορεί να διανύσει λίγα μέτρα πεζοδρομίου χωρίς να τον εμποδίσει μια καρέκλα καφετέριας, ένα «καφάο» ΟΤΕ, μια αυτοσχέδια διαφημιστική μπάρα κινητής τηλεφωνίας, ένα μηχανάκι ή ένα επιθετικά παρκαρισμένο αυτοκίνητο, μια κολώνα, ένας κάδος απορριμμάτων, το κόπρισμα - ίχνος ενός σκύλου, οι πολλαπλές αγένειες. Τα παιδιά στα καρότσια ή τα ποδήλατα, αιχμαλωτισμένα από την πιο αντιδραστική και γερασμένη κοινωνία. Όλες οι εκδοχές χρήσης, όλες οι ηλικίες και οι ταξικές ταυτότητες, συνομολογούν σε μια στρέβλωση.
Η Αθήνα, ευρύτερα η πόλη και η νέα πολιτική συνθήκη, θεμελιώνουν μια εκ των έσω καταστροφή του δημόσιου χώρου. Εθιμική, αντιληπτική, πολιτισμική. Ο δημόσιος χώρος είναι ανύπαρκτος αφού ο διπλανός μας είναι αντίπαλος. Το κοινωνικό ενδομίσος καταστρέφει τον δημόσιο χώρο, αφού ακυρώνει τον δημόσιο λόγο, την συλλογική απεύθυνση. Η κατ' επίφαση δημόσια πολυφωνία (διαδικτυακή, τηλεοπτική κ.λπ.), γίνεται φλυαρία, δεν συνθέτει δημόσιο λόγο αφού μονολογεί, δεν απευθύνεται, ενδοστρέφεται.
Η αντίφαση αυτή, όσο περισσότερο να συν-εξαθλιώνεται κάποιος, τόσο περισσότερο να χωρίζει από τον/την σύντροφό του, είναι χαρακτηριστικό μιας ηγεμονικής κουλτούρας - τομής. Για την κρατούσα αντίληψη, δεν είναι ο Άλλος η προϋπόθεσή σου, αλλά Εσύ η δικαίωσή του. Δεν χρειάζεσαι τον άλλο, αλλά εσύ του παραχωρείς αυτό που έχει ανάγκη. Ο πολιτισμός της αυτοθέωσης πότισε πολλά χρόνια τους πολίτες, ταυτίζοντας το ιδανικό της ανάπτυξης με το ιδανικό της διόγκωσης. Μεγάλη πόλη, μεγάλο σπίτι, μεγάλο αυτοκίνητο, μεγάλη οντότητα. Η έννοια του δήμου που περιγράφω, είναι ο υπέρτιτλος σε μια ερημιά, αλλά και ο τίτλος μιας πολιτικής σύγκρουσης. Υπό αυτούς τους όρους γίνεται η πρόσληψη και η σύσταση του δημόσιου χώρου, υπό αυτούς τους όρους τίθεται ως στρατηγικό αίτημα η ανασυγκρότηση των σχέσεων, των ταυτοτήτων, για να ανακτηθεί ο δημόσιος χώρος. Η συναλληλία είναι προνομιακό πεδίο των τίμιων, των αριστερών, των συλλογισμένων. Να ο πολιτικός χώρος της βαθιάς μάχης...
* Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης, είναι ζωγράφος, αν. καθηγητής ΕΜΠ και υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με την Ανοικτή πόλη
Κάτι μαγικά κατασταλτικό πρέπει να τους απαλλάξει από τα σαράβαλα που γεμίζουν τους δρόμους, από τα παλιόσπιτα που γεμίζουν τα οικοδομικά τετράγωνα και την πλέμπα που περνάει τις διαβάσεις και ασφυκτιά στα πεζοδρόμια.
Οι μικροαστοί με τον παροιμιώδη ατομισμό τους και την κουλτούρα της ανάθεσης θεωρούν ότι κάτι διαφορετικό από τους ίδιους οφείλει να επιμεληθεί τη ζημιά, την κακοτεχνία, τη βλάβη, τη βρόμα. Κάτι γρήγορο, αυτόματο και χωρίς κόστος. Ο δήμος ή ο Θεός, ανάλογα. Οι ηλικιωμένοι θεωρούν ότι ο δημόσιος χώρος είναι η επιτομή της απειλής. Εκτός του ότι φοβούνται να πάνε στο φαρμακείο ή στην τράπεζα, τα ψώνια τούς φαίνονται βαριά, τα πεζοδρόμια κατειλημμένα, οι συγκοινωνίες έχουν ψηλά σκαλοπάτια -«δεν σηκώνονται πια οι νέοι»- και οι αλλόκοτοι ξένοι, γεμίζουν τις πλατείες και τα παγκάκια. Επιθυμούν, κάτι να τους απαλλάξει από τις «απειλές» και τις δυσκολίες. Οι νέοι θεωρούν τον δημόσιο χώρο περίπου σαν τον πατέρα τους, καταπιεστικό και συγχωρητικό. Πρέπει να τον αποκαθηλώσουν, ώστε να απελευθερωθούν από τον εναγκαλισμό του.
Η κρατική γραφειοκρατία θεωρεί τον δημόσιο χώρο ως μια απόλυτη μεταβλητή, πάνω στην οποία μπορούν να βρουν εφαρμογή όλες οι εγκύκλιοι, οι καταπατήσεις, οι τιμωρίες, οι ανεκτικότητες, οι ανομίες, τα ναρκωτικά, τα σκυλάδικα,οι ηθικές αντιστάσεις και οι μίζες. Συγχρόνως. Τα κόμματα εξουσίας θεωρούσαν τον δημόσιο χώρο ως πεδίο τηλεοπτικής επίδειξης της μαζικότητάς τους, τελευταία όμως γίνεται απειλητικός και διωκτικός για τα ίδια και τους ανθρώπους τους. Η πολιτική εξουσία θεωρεί πλέον τον δημόσιο Χώρο ως κάτι άχρηστο και πολυέξοδο που μπορεί να γίνει επικερδές αν πουληθεί ή κτιστεί . Οι άστεγοι θεωρούν τον δημόσιο χώρο ως το τελευταίο καταφύγιο, ανάμεσα στον εξευτελισμό και τον θάνατο.
Τα κόμματα της αριστεράς θεωρούν το δημόσιο χώρο ως προνομιακό πεδίο τους, συχνά επινοούν ή υιοθετούν πρωτοβουλίες και ποιοτικές δράσεις, εύθραυστες, αδύναμες, συχνά ανακόλουθες. Ο δημόσιος χώρος γίνεται το πεδίο απόσβεσης όλων των ταξικών και πολιτισμικών συγκρούσεων, αλλά και το πεδίο εγγραφής όλων των κοινωνικών αντιφάσεων.
Κατά περίεργο τρόπο, αυτή η πυκνότητα τον αραιώνει σημασιακά. Ο δημόσιος χώρος μένει ακατάκτητος, ανερμήνευτος, αντιλειτουργικός. Το ένα σύστημα χρήσης αντιδικεί με το άλλο. Το σύστημα των εποχούμενων αντιδικεί με το σύστημα των πεζών, το σύστημα κατοίκησης με το οδικό σύστημα, το οδικό σύστημα αντιδικεί με τον εαυτό του και την κοινή λογική. Συγκοινωνιακά φορτία, πολεοδομικός ανορθολογισμός, συντηρητισμός και βία κάνουν αυτή την πόλη σκοτεινή κάτω από τον λαμπρό ήλιο της. Τα ιστορικά χαρακτηριστικά της κρύβονται ή ερειπώνονται, τα αρχιτεκτονημένα μέρη της σπανίζουν ή καταστρέφονται, κανείς πεζός δεν μπορεί να διανύσει λίγα μέτρα πεζοδρομίου χωρίς να τον εμποδίσει μια καρέκλα καφετέριας, ένα «καφάο» ΟΤΕ, μια αυτοσχέδια διαφημιστική μπάρα κινητής τηλεφωνίας, ένα μηχανάκι ή ένα επιθετικά παρκαρισμένο αυτοκίνητο, μια κολώνα, ένας κάδος απορριμμάτων, το κόπρισμα - ίχνος ενός σκύλου, οι πολλαπλές αγένειες. Τα παιδιά στα καρότσια ή τα ποδήλατα, αιχμαλωτισμένα από την πιο αντιδραστική και γερασμένη κοινωνία. Όλες οι εκδοχές χρήσης, όλες οι ηλικίες και οι ταξικές ταυτότητες, συνομολογούν σε μια στρέβλωση.
Η Αθήνα, ευρύτερα η πόλη και η νέα πολιτική συνθήκη, θεμελιώνουν μια εκ των έσω καταστροφή του δημόσιου χώρου. Εθιμική, αντιληπτική, πολιτισμική. Ο δημόσιος χώρος είναι ανύπαρκτος αφού ο διπλανός μας είναι αντίπαλος. Το κοινωνικό ενδομίσος καταστρέφει τον δημόσιο χώρο, αφού ακυρώνει τον δημόσιο λόγο, την συλλογική απεύθυνση. Η κατ' επίφαση δημόσια πολυφωνία (διαδικτυακή, τηλεοπτική κ.λπ.), γίνεται φλυαρία, δεν συνθέτει δημόσιο λόγο αφού μονολογεί, δεν απευθύνεται, ενδοστρέφεται.
Η αντίφαση αυτή, όσο περισσότερο να συν-εξαθλιώνεται κάποιος, τόσο περισσότερο να χωρίζει από τον/την σύντροφό του, είναι χαρακτηριστικό μιας ηγεμονικής κουλτούρας - τομής. Για την κρατούσα αντίληψη, δεν είναι ο Άλλος η προϋπόθεσή σου, αλλά Εσύ η δικαίωσή του. Δεν χρειάζεσαι τον άλλο, αλλά εσύ του παραχωρείς αυτό που έχει ανάγκη. Ο πολιτισμός της αυτοθέωσης πότισε πολλά χρόνια τους πολίτες, ταυτίζοντας το ιδανικό της ανάπτυξης με το ιδανικό της διόγκωσης. Μεγάλη πόλη, μεγάλο σπίτι, μεγάλο αυτοκίνητο, μεγάλη οντότητα. Η έννοια του δήμου που περιγράφω, είναι ο υπέρτιτλος σε μια ερημιά, αλλά και ο τίτλος μιας πολιτικής σύγκρουσης. Υπό αυτούς τους όρους γίνεται η πρόσληψη και η σύσταση του δημόσιου χώρου, υπό αυτούς τους όρους τίθεται ως στρατηγικό αίτημα η ανασυγκρότηση των σχέσεων, των ταυτοτήτων, για να ανακτηθεί ο δημόσιος χώρος. Η συναλληλία είναι προνομιακό πεδίο των τίμιων, των αριστερών, των συλλογισμένων. Να ο πολιτικός χώρος της βαθιάς μάχης...
* Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης, είναι ζωγράφος, αν. καθηγητής ΕΜΠ και υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με την Ανοικτή πόλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου