Stiegler Bernard, μετ. Χαρης Λογοθετης, monde diplomatique.gr...
Ο κόσμος περιμένει πολλά από την Ευρώπη. Τουλάχιστον αυτή την εντύπωση δίνουν διάφορα πρόσφατα βιβλία [1].
Οι εκκλήσεις για μια « άλλη Ευρώπη », που διατυπώνονται από τα
κοινωνικά κινήματα στη Γηραιά Ήπειρο, υποδηλώνουν, και αυτές, την ίδια
προσδοκία. Η Ευρώπη δεν θα οικοδομηθεί παρά μόνο εάν βρει τον τρόπο να
ανταποκριθεί σε αυτή την προσδοκία. Σε τι ακριβώς συνίσταται, όμως, μια
τέτοια προσδοκία ;
Ο κόσμος δεν περιμένει καλές προθέσεις : περιμένει η
Ευρώπη να διαμορφώσει ένα νέο βιομηχανικό μοντέλο, το οποίο θα θέσει
τέρμα στη διαδικασία γενικευμένης απώλειας ταυτότητας που υποσκάπτει τις δυτικές κοινωνίες. Ο Ζιλμπέρ Σιμοντόν αποκαλούσε ψυχοκοινωνική συγκρότηση ταυτότητας
τη διαδικασία κατά την οποία ένα συλλογικό υποκείμενο γίνεται αυτό που
είναι μέσω της ψυχικής συγκρότησης ταυτότητας των συστατικών του. Η
διαδικασία αποτελεί μια δυναμική στην οποία η ψυχική συγκρότηση
ταυτότητας εμπεριέχει στοιχεία της κοινωνικής συγκρότησης ταυτότητας,
συμβάλλοντας στη συγκρότηση αυτή. Η πραγματική οικοδόμηση της Ευρώπης θα
έπρεπε να πυροδοτήσει μια νέα διαδικασία ψυχικής και συλλογικής συγκρότησης ταυτότητας των πολιτών της, ενισχύοντας τη σύγκλιση ήδη υπαρκτών διαδικασιών συγκρότησης ταυτότητας : των ευρωπαϊκών εθνών.
Όμως, η βιομηχανική ψυχική και συλλογική συγκρότηση
ταυτότητας, που προέκυψε από το σύγχρονο καπιταλισμό, διανύει μια κρίση
χωρίς προηγούμενο. Υποφέρει από βαριά και επικίνδυνη ασθένεια : την έλλειψη εκπλήρωσης,
δηλαδή το σφετερισμό και τη χωρίς όρια εκμετάλλευση της ενέργειας της
λίμπιντο των παραγωγών και των καταναλωτών. Γιατί, από τη στιγμή που η
ενέργεια της λίμπιντο ατόμων και ομάδων διοχετεύεται σε πολύ μεγάλο
βαθμό προς τα αντικείμενα της κατανάλωσης, όλα τα υπόλοιπα αντικείμενα
της λίμπιντο, και, ιδιαίτερα, τα αντικείμενα που επιτρέπουν τη
δημιουργία πολιτισμού απογυμνώνονται και απειλούνται σοβαρά.
Κάτι τέτοιο ισχύει για την οικογένεια, την εκπαίδευση
-και, επομένως, για το σχολείο και τις γνώσεις στο σύνολό τους-, ισχύει,
όμως, και για την πολιτική, για το ίδιο το δίκαιο, για όλες τις ευγενείς δραστηριότητες του πνεύματος, καρπούς αυτού που οι Γερμανοί ονόμαζαν Bildung [2].
Η διαδικασία της καπιταλιστικής και βιομηχανικής συγκρότησης ταυτότητας
βρίσκεται πια σε αντίφαση με τον εαυτό της και τείνει να
αυτοκαταστραφεί μέσω της πτωτικής τάσης της ενέργειας της λίμπιντο, που
μεταφράζεται σε απώλεια ταυτότητας. Η απώλεια αυτή στερεί από τα άτομα
τη δυνατότητα να υπάρξουν και, σε τελική ανάλυση, είναι θανατηφόρα για
την εμπορευματική κοινωνία στο σύνολό της, καθώς η λίμπιντο και η
εκπλήρωση βρίσκονται στην αφετηρία τόσο της αγοράς όσο και της
παραγωγής [3].
Εάν, λοιπόν, η Ευρώπη επιθυμεί να οικοδομηθεί, να
υπάρξει, πρέπει κατ’ αρχήν να αντιστρέψει τη διαδικασία γενικευμένης
απώλειας ταυτότητας μέσα από μια νέα βιομηχανική πολιτική [4].
Με άλλα λόγια, ολόκληρος ο κόσμος και οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι περιμένουν
από την Ευρώπη να επινοήσει ξανά την ιδέα ενός βιομηχανικού πολιτισμού και να αποδείξει ότι η βιομηχανία δεν είναι κατ’ ανάγκη η αιτία της οπισθοδρόμησης.
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Ένωση στήριξε
συστηματικά την ανεξέλεγκτη εξάπλωση ενός ξεπερασμένου βιομηχανικού
μοντέλου και έθεσε μοναδικό στόχο της την εμπορευματοποίηση όλων των
κοινωνικών πρακτικών - που υποβιβάστηκαν, έτσι, στην ταπεινή κατηγορία
των καταναλωτικών συμπεριφορών. Το αποτέλεσμα είναι ότι η οικοδόμηση της Ευρώπης βιώνεται όλο και περισσότερο από τους Ευρωπαίους ως διαδικασία καταστροφής της Ευρώπης.
Η αίσθηση της απειλής έγινε ακόμη εντονότερη, καθώς ο
μοναδικός στόχος της ανάπτυξης των αγορών σε όλους τους τομείς της
ύπαρξης επιδιωκόταν πάντοτε ρητά στο όνομα μιας ιδεολογίας που έθετε ως
απόλυτη αρχή ότι τα ευρωπαϊκά κράτη έπρεπε να ανταγωνίζονται μεταξύ
τους. Και κάτι τέτοιο, χωρίς να διαφαίνεται και να διακηρύσσεται
συστηματικά, κανένας ορίζοντας ενότητας πάνω από τις πιθανές συγκρούσεις
συμφερόντων. Οι Ευρωπαίοι, όμως, γνωρίζουν πού τους οδήγησε στο
παρελθόν ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα κράτη τους : σε δύο παγκόσμιους
πολέμους, κατά τον 20ό αιώνα, που ερείπωσαν το μεγαλύτερο μέρος της
Ευρώπης, χωρίς να υπολογίζονται οι πόλεμοι των προηγούμενων αιώνων. Μια
παρόμοια απειλή γίνεται τόσο πιο αισθητή όσο η έλλειψη εκπλήρωσης που προκύπτει από τον αχαλίνωτο καταναλωτισμό, ο οποίος έχει αναχθεί σε μοναδικό στόχο, διεγείρει τα ένστικτα του θανάτου [5].
Χωρίς αμφιβολία, ο ανταγωνισμός αποτελεί θεμελιώδη
δυναμικό παράγοντα σε κάθε διαδικασία ψυχοκοινωνικής συγκρότησης
ταυτότητας. Η κριτική της κρατικοποιημένης οικονομίας στηρίζεται, και
πολύ σωστά, στα φαινόμενα μειωμένης απόδοσης και έλλειψης κινήτρων που
χαρακτήριζαν τις κομμουνιστικές χώρες, για να καταδείξει ότι ο
ανταγωνισμός των ατομικών συμφερόντων αποτελεί προϋπόθεση για
οποιαδήποτε μορφή οικονομικής βιωσιμότητας.
Παρ’ όλα αυτά, η καπιταλιστική οργάνωση του
ανταγωνισμού, στο σημερινό στάδιο της υπερφιλελεύθερης ιδεολογίας,
παράγει, με τη σειρά της, και μάλιστα μαζικά, έλλειψη κινήτρων και
« απαισιοδοξία », όπως με λύπη διαπιστώνουν ορισμένες φορές οι
πολιτικοί [6] - εκτός του γεγονότος ότι συντελεί και στη δημιουργία καπιταλιστικών μονοπωλίων.
Οι πολίτες της Ευρώπης φοβούνται ότι όσα βιώνουν
αποτελούν όλο και λιγότερο την οικοδόμηση της Ευρώπης και όλο και
περισσότερο την καταστροφή της, γιατί στέκονται με δικαιολογημένη
δυσπιστία απέναντι στη λανθασμένη και επικίνδυνη ιδέα σύμφωνα με την
οποία η Ευρώπη θα μπορούσε να οικοδομηθεί θέτοντας τις χώρες της σε
ανταγωνισμό μεταξύ τους. Πώς να φανταστεί κανείς ότι μια κοινότητα θα
μπορούσε να συγκροτηθεί υποχρεώνοντας τους λαούς που τη συγκροτούν μόνο σε μεταξύ τους ανταγωνισμό, δηλαδή σε αντίθεση ;
Η έννοια του ανταγωνισμού, που εφαρμόζεται στην
περίπτωση αυτή, αποτελεί ολέθρια απλούστευση της έννοιας της άμιλλας,
όπως τη στοχάζονταν οι αρχαίοι Έλληνες οι οποίοι την ονόμαζαν έριδα [7].
Το γεγονός ότι η άμιλλα βρίσκεται στην αφετηρία του εσωτερικού
δυναμισμού κάθε οικονομικο-πολιτικής κοινότητας μοιάζει όχι απλά
κατανοητό, αλλά και ανυπέρβλητο. Ωστόσο, η άμιλλα πρέπει να εξυψώνει
όσους κινεί πάνω από τις ιδιαιτερότητές τους και με τον τρόπο αυτό να
γίνεται πρωταρχική δύναμη ένωσης και συγκρότησης ταυτότητας.
Επομένως ο ανταγωνισμός δεν μπορεί να αποτελεί τη
σημαντικότερη και πολύ περισσότερο τη μοναδική αρχή μιας νεοπαγούς
πολιτικής και οικονομικής κοινότητας. Ακριβώς επειδή οι σχέσεις μεταξύ
των κρατών-μελών μιας ενιαίας πολιτικής κοινότητας δεν περιορίζονται
στις οικονομικές ανταλλαγές και στον ανταγωνισμό -αλλά προϋποθέτουν ένα
κοινό συμφέρον που υπερτερεί απέναντι στα συμφέροντα του κάθε ξεχωριστού
κράτους- είναι δυνατή η διάκριση ανάμεσα σε μια πολιτική ένωση και σε
μια απλή ένωση οικονομικών συμφερόντων, όπως ήταν για παράδειγμα η
χανσεατική λίγκα [8],
ή όπως είναι η Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου (NAFTA)
και τόσες άλλες ζώνες προνομιακών οικονομικών ανταλλαγών. Επομένως, το
ζήτημα είναι ακριβώς στις συνειδήσεις των πολιτών των κρατών που
απαρτίζουν την Ευρώπη να σμιλευθεί η ευρωπαϊκή ιδέα, δηλαδή η διατύπωση
ενός ευρωπαϊκού τρόπου ζωής.
Ο ευρωπαϊκός τρόπος ζωής πρέπει να εκφράζει ένα
ευρωπαϊκό πνεύμα το οποίο συγκροτείται ιστορικά από μια αίσθηση του
δικαίου, που αποτελεί χαρακτηριστική ευρωπαϊκή κληρονομιά : μετά τον
Φρόιντ πρέπει να θεωρείται ως επιθυμία και να ενσαρκώνεται ως κίνητρο. Η επιθυμία, όμως, είναι από τη φύση της και στην ουσία της δύναμη μετουσίωσης. Είναι αυτή που μετουσίωσε την έριδα του Ησίοδου, που τόσο κέντριζε το νεαρό Νίτσε, σε δύναμη της πόλης [9], γεγονός που υποδηλώνει ότι η έρις πρέπει να εξυψώνει προς το καλύτερο, προς το άριστον [10].
Ο χωρικός στα « Έργα και Ημέρες » του Ησίοδου βρίσκεται, προφανώς, σε
ανταγωνισμό ή σε άμιλλα με κάποιον άλλο χωρικό, αυτό, όμως, συμβαίνει
για να τον κατευθύνει προς το καλύτερο.
Το καλύτερο παραπέμπει σε αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες πατέρες του δικαίου ονομάζουν δίκη και αιδώ [11], οι οποίες δεν αποτελούν απλές « αξίες », αλλά μάλλον θεμελιώδεις αρχές.
Η αιδώς, η οποία μεταφράζεται και ως λεπτότητα και άλλοτε ως ταπεινότητα, αποτελεί τη βάση της έριδος. Εάν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, η έρις δεν είναι πια « η καλή έρις »,
όπως γράφει ο Ησίοδος : γίνεται μια δύναμη αυτοκαταστροφής, εκφράζει το
ένστικτο του θανάτου - που οδηγεί στον πόλεμο. Όμως, ο αχαλίνωτος
ανταγωνισμός, που δεν ρυθμίζεται από ενοποιητικές αρχές, οδηγεί σε έναν
κόσμο χωρίς ντροπή : κάτι τέτοιο, στο όνομα της
αποτελεσματικότητας, μας κατεβάζει πάντοτε στο χαμηλότερο σκαλί. Και
εξομοιώνει προς τα κάτω την ποιότητα των τηλεοπτικών προγραμμάτων -όπως
δήλωσε, χωρίς ντροπή, ο Πατρίκ λε Λε, πρόεδρος και γενικός διευθυντής
του ιδιωτικού τηλεοπτικού καναλιού TF1 [12]- , αλλά και την κοινωνική νομοθεσία.
Δυστυχώς, η Ευρώπη είναι η ήπειρος των πολέμων και η
πολιτική οικοδόμησή της είναι απαραίτητη πρώτα από όλα για να
αποφευχθεί, πάση θυσία, η επιστροφή ενός τέτοιου ενδεχομένου. Οι
Ευρωπαίοι φοβούνται μήπως ένα Σύνταγμα που θα θεμελιώνεται στον
ανεξέλεγκτο ανταγωνισμό οδηγήσει τις χώρες τους προς την αντίθετη
κατεύθυνση, της πυροδότησης νέων συγκρούσεων. Δεν θεωρούν ότι οι
« αξίες » που διέπουν το σχέδιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος έχουν κάποια
σχέση με τις ιδρυτικές αρχές μιας πολιτικής ένωσης, η οποία παλεύει
ενάντια στη δυσαρμονία που πάντοτε εμπεριέχει η απαραίτητη δυναμική αρχή
που οργανώνει την άμιλλα και τον ανταγωνισμό, δυνάμεις χωρίς τις οποίες
πραγματικά δεν υπάρχει διαρκές κίνητρο. Γι’ αυτό και η ρητορική περί
αξιών, που αναπτύσσεται στο άρθρο 2 του σχεδίου του Ευρωπαϊκού
Συντάγματος, ηχεί παράφωνα στα αφτιά τους : δεν την πιστεύουν γιατί δεν
νιώθουν να ενσαρκώνει κανένα απολύτως κίνητρο.
Notes
[1] Βλ., για παράδειγμα, το Jeremy Rifkin, « Το ευρωπαϊκό όνειρο », ΛΙβάνης, Αθήνα, 2005.
[2] (ΣτΜ) : Μόρφωση, εκπαίδευση.
[3] « Le désir asphyxié, ou comment l’industrie culturelle détruit l’individu », Le Monde diplomatique, Ιούνιος 2004.
[4] Αυτός είναι ο στόχος της Ars Industrialis, διεθνούς ένωσης για τη βιομηχανική πολιτική των τεχνολογιών του πνεύματος.
[5] Ο Richard Durn, που σκότωσε οκτώ μέλη του δημοτικού συμβουλίου της Ναντέρ, εκμυστηρευόταν ότι « έκανε κακό, τουλάχιστον για μια φορά στη ζωή του, για να αισθανθεί ότι υπάρχει », « Le Monde », 10 Απριλίου 2002.
[6] Για παράδειγμα, ο πρόεδρος Ζακ Σιράκ, σε τηλεοπτική συζήτηση με νέους, στις 14 Απριλίου 2005.
[7] (ΣτΜ) : Ελληνικά στο κείμενο Βλ. « Έργα και Ημέραι », καθολικά αναγνωρισμένο ως έργο του Ησίοδου.
[8]
(ΣτΜ) : Ένωση γερμανικών εμπορικών πόλεων στο βορρά της χώρας, που
κυριάρχησε κατά το 12ο και 13ο αιώνα, στον εμπορικό άξονα Βόρεια
Θάλασσα-Βαλτική. Πρωτεύουσά της ήταν το Λίμπεκ.
[9] (ΣτΜ) : Ελληνικά στο κείμενο.
[10] (ΣτΜ) : Ελληνικά στο κείμενο.
[11] (ΣτΜ) : Ελληνικά στο κείμενο.
[12] « Για
να μπορεί, όμως, ο τηλεθεατής να προσλάβει ένα διαφημιστικό μήνυμα,
πρέπει ο εγκέφαλός του να είναι διαθέσιμος. Οι εκπομπές μας έχουν την
τάση να τον καθιστούν διαθέσιμο : δηλαδή να τον διασκεδάζουν, να τον
χαλαρώνουν, για να τον προετοιμάσουν ανάμεσα σε δύο μηνύματα. Το προϊόν
που πουλάμε στην Κόκα Κόλα είναι διαθέσιμος χρόνος του ανθρώπινου
εγκεφάλου », Βλ. « Les Dirigeants face au changement », Editions du Huitieme Jour, Παρίσι, 2005.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου