του Στεφανου Δημητριου, απο τα Ενθεματα...
Η σχέση
δημοκρατίας, λαϊκής κυριαρχίας και αντιπροσώπευσης καθορίζει τη θέση των
κομμάτων στη δημοκρατία. Συνήθως, η λαϊκή κυριαρχία ανάγεται στην
πολιτική αντιπροσώπευση και συνιστά την εξουσία εκλογής των αντιπροσώπων
του λαού στο κοινοβούλιο. Με αυτή τη σημασιολόγηση της λαϊκής
κυριαρχίας, η δημοκρατία ταυτίζεται με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία.
Ως
δημοκρατία νοείται η αντιπροσωπευτική δημοκρατία· συνεπώς, η λαϊκή
κυριαρχία χάνει τη νοηματική της αυτοτέλεια, καθώς και το αντίστοιχο
κανονιστικό της περιεχόμενο. Το τελευταίο ανάγεται απλώς στην εκλογική
διαδικασία και την αντιπροσώπευση. Η κυριαρχία του λαού εξαντλείται στην
έκφραση της βούλησής του, η οποία έχει σκοπό την εκλογή κυβέρνησης.
Έτσι, η θεσμική και εννοιολογική διάκριση της κυριαρχίας από την
κυβέρνηση, αλλά και του δημοκρατικού πολιτεύματος από το κυβερνητικό
σύστημα, συσκοτίζεται και σχεδόν απαλείφεται.
Σε αυτό το
πλαίσιο, τα κόμματα συνιστούν συνταγματικώς αναγνωριζόμενους θεσμούς,
αναγκαίους για τον καθορισμό και την κινητοποίηση της λαϊκής κυριαρχίας.
Οφείλουν να οργανώνουν την πολιτική και να εκφράζουν τη λαϊκή
κυριαρχία, διότι συνιστούν το πεδίο για την ανάπτυξη αυτόβουλης
πολιτικής δράσης. Συνδέουν την αντιπροσώπευση με τη συμμετοχή. Τα
κόμματα είναι αντίβαρα στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, επ’ ωφελεία της
αμεσοδημοκρατικής πολιτικής. Όλα τα παραπάνω μετεωρίζονται εντός του
ρευστού κοινωνικού και πολιτικού πλαισίου. Σε αυτό, τα κόμματα
διαμεσολαβούν τη σχέση κρατικής εξουσίας και αυτενέργειας των κοινωνικών
δυνάμεων. Συνεπώς, τα κόμματα είναι διπλώς αναγώγιμα: και στο κράτος
και στην κοινωνία. Σήμερα, η εξάρτηση των κομμάτων από ιδιώτες –κυρίως
κρατικοδίαιτους ιδιοκτήτες ΜΜΕ και τραπεζίτες– βαθαίνει διαρκώς. Με το
Μνημόνιο, εντάθηκε και η κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Με την
παρούσα κυβέρνηση, η δημοκρατία συρρικνούται και το Σύνταγμα
υποκαθίσταται από το Μνημόνιο. Εκδόθηκαν περισσότερες Πράξεις
Νομοθετικού Περιεχομένου σε όλη τη μεταπολίτευση. Η κατάσταση έκτακτης
ανάγκης, ως υποκατάσταση της νομοθετικής εξουσίας από την εκτελεστική,
παγιώνεται.
Το 2003, ο
Ευάγγελος Βενιζέλος διατύπωνε τη θεωρία του περί «ανοιχτού» κόμματος
(Ευ. Βενιζέλος, «Το “ανοιχτό” κόμμα ως απάντηση στην κρίση του
κομματικού φαινομένου», στο Δ.Θ. Τσάτσος, Ξ. Κοντιάδης (επιμ.), Το μέλλον των πολιτικών κομμάτων,
εκδ. Παπαζήσης). Ξεκινούσε από την παραδοχή ότι έχει αλλάξει το μοντέλο
της πολιτικής αντιπροσώπευσης και αναρωτιόταν ποιος τύπος κόμματος
μπορούσε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Η κρίση των κομμάτων συνίστατο
στη μεταλλαγή τους σε κλειστούς, σκληροπυρηνικούς σχηματισμούς, με
αυταρχικές δομές και λειτουργίες. Η λύση του προβλήματος ήταν, κατά τον
Βενιζέλο, η ιδέα του «ανοικτού» κόμματος, δηλαδή του πολυσυλλεκτικού
κόμματος, που θα υπηρετούσε το γενικό συμφέρον. Αυτό το κόμμα θα
προήγαγε τη διαβούλευση μέσω των οργανώσεών του και θα αποτελούσε το
ίδιο ένα δίκτυο κοινωνικών συλλογικοτήτων. Συνεπώς, θα ήταν κόμμα
ουσιωδώς δημοκρατικό, κόμμα της πολιτικής συμμετοχής.
Αυτά τότε.
Τώρα, το κόμμα του οποίου ηγείται ο Ευ. Βενιζέλος συγκυβερνά με
αυτόμολους του ΛΑΟΣ και έναν πρωθυπουργό συνεργαζόμενο με μινιατούρες
του Γεωργαλά. Είναι δύσκολο να πούμε πόσο «ανοικτό» κόμμα είναι το
ΠΑΣΟΚ, καθώς είναι δύσκολο να προσδιορισθεί ως κόμμα και όχι
συνονθύλευμα παραγόντων. Επιπλέον, οφείλει 130 εκ. Όσα περίπου και η
όμαιμη αυτού ΝΔ, η οποία, μετονομαζόμενη λ.χ. σε «Νέα Ελλάδα»- -και
αλλάζοντας, εκτός από όνομα, ενδεχομένως και ΑΦΜ–, θα τα μετακυλίσει
στους φορολογουμένους. Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, ως εμπνευστής της ιδέας του
«ανοικτού κόμματος» και της λειτουργίας του ως αντίβαρου, διά της
πολιτικής συμμετοχής, στην κρίση της αντιπροσώπευσης φιλοδωρείται από
τον αρμόδιο υπουργό Γ. Μιχελάκη, με 1,5 εκ. ευρώ. Απλώς, το ποσό της
εκλογικής επιχορήγησης και ο δωρεάν τηλεοπτικός χρόνος υπολογίζονται,
κατά κύριο λόγο βάσει των ευρωεκλογών του 2009… Αποτελεί προσβολή στον
θεσμικό ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, απαξίωση του
κοινοβουλευτικού πνεύματος και περιφρόνηση των εκλογέων. Είναι προσβολή
της λαϊκής κυριαρχίας. Τώρα, ο εμπνευστής του «ανοικτού» κόμματος δεν
διαπιστώνει κρίση της δημοκρατίας ούτε και αλλοίωση των δημοκρατικών και
δικαιοκρατικών αρχών του πολιτεύματος. Δεν αναγνωρίζει ευθύνες στον
πρωθυπουργό για την ακροδεξιά μεταλλαγή του κόμματός του και την
υποτίμηση του Συντάγματος, το οποίο παρακάμπτεται χάριν του Μνημονίου
και της μετατροπής του τελευταίου σε διαρκή οργανωτική αρχή της
πολιτικής ζωής και της καθημερινότητας των ανθρώπων. Ο θεωρητικός του
«ανοικτού» κόμματος, προφανώς, θεωρεί ότι η συγκυβέρνηση με τον
ακροδεξιό πρωθυπουργό προάγει την πολιτική συμμετοχή, ενισχύει την
πολιτική αυτενέργεια, δεν οδηγεί σε εκβιασμούς βουλευτών ούτε υπονομεύει
το πολίτευμα. Τώρα, το ΠΑΣΟΚ κατέστη όντως «ανοικτό» κόμμα και, ως
τέτοιο, μπορεί να συνεργάζεται με την ακροδεξιά ηγεσία της Ν.Δ. Ως
«ανοικτό» κόμμα είναι και ευρύχωρο, και έτσι μπορεί να δέχεται τους
καινούριους φίλους, που δεν έρχονται ποτέ με άδεια χέρια, γιατί ξέρουν
ότι η κυβέρνησή τους εξαρτάται από την ευρυχωρία αυτού του «ανοικτού»
κόμματος. Η κυβερνώσα Άκρα Δεξιά τιμά έργω και το συγκυβερνών «ανοικτό»
κόμμα και τους ολιγάρχες των ΜΜΕ. Έτσι, και ο Σαμαράς υιοθέτησε την ιδέα
του «ανοικτού» κόμματος. Πού αλλού, άλλωστε, θα φιλοξενούσε τόσους και
τέτοιους ακροδεξιούς φίλους και αδελφούς;
Ο Στέφανος Δημητρίου διδάσκει πολιτική φιλοσοφία στον Τομέα Φιλοσοφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου