Του Τάσου Παππά, απο την Εφημεριδα των Συντακτων...
Ενα κόμμα της Αριστεράς με ριζοσπαστικό πρόγραμμα που διεκδικεί την
κυβέρνηση (στην Ευρώπη δεν έχει συμβεί συχνά) καλείται να αναμετρηθεί με
το κλασικό ερώτημα για το αν είναι δυνατόν να υπάρξει ριζική αλλαγή του
κοινωνικού υποδείγματος μέσω των εκλογών. Η συζήτηση εκτείνεται από τον
παλιό αφορισμό που έλεγε ότι «αν οι εκλογές άλλαζαν κάτι, θα ήταν
παράνομες»,
μέχρι το συναφούς περιεχομένου σύνθημα του Μάη του ’68 «εκλογές = παγίδα για τους μαλάκες» και από το τριτοδιεθνιστικό επιχείρημα ότι «δεν πρέπει οι εργαζόμενοι να τρέφουν ψευδαισθήσεις για τον κοινοβουλευτισμό», μέχρι τη σοσιαλδημοκρατική λογική που αναγορεύει την εκλογική διαδικασία και την αντιπροσώπευση σε βασικές και απαραβίαστες αρχές της δημοκρατίας.
Η σύγχρονη ριζοσπαστική Αριστερά έχει πάρει αποστάσεις και από τον φιλελευθερισμό, που έχει συμφιλιωθεί με την τρέχουσα μορφή της συρρικνωμένης δημοκρατίας όπου οι πολίτες είναι μόνο εκλογείς, και από τον ελευθεριακό κομμουνισμό, που πιστεύει ότι μπορούμε να αλλάξουμε την κοινωνία χωρίς να κατακτήσουμε την εξουσία, χτίζοντας μικρές ανεξάρτητες νησίδες και παράλληλες μορφές κυριαρχίας, και από την παραδοσιακή κομμουνιστική Αριστερά, που χαρακτηρίζει τις εκλογές ένα μέσο μικρής σχετικά σημασίας, στις οποίες συμμετέχει, όπως και στους υπόλοιπους θεσμούς του αστικού κράτους, χωρίς όμως αυταπάτες, αλλά για να ενισχύσει τη θέση της προκειμένου να δώσει τη μάχη κατά του καπιταλισμού με καλύτερους όρους.
Για τη ριζοσπαστική Αριστερά, που έχει εντάξει στην κοσμοθεωρία της τη γνωστή φράση του Πουλαντζά ότι «ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει», τόσο η συναίνεση της κοινωνίας που θα προκύψει και από τις κάλπες, όσο και η ισχυρή παρουσία κινημάτων διεκδίκησης που θα έχουν ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της κεντρικής πολιτικής, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να ευδοκιμήσει μια στρατηγική ρήξης με τις κατεστημένες δομές και τις δεσπόζουσες νοοτροπίες. Ο συνδυασμός είναι ασφαλώς δύσκολος, ωστόσο είναι αναγκαίος.
Τα ριζοσπαστικά κόμματα που θα αναλάβουν ευθύνες διακυβέρνησης σε αντίξοες περιστάσεις, με τον καπιταλισμό σε κρίση και ιδιαίτερα επιθετικό, κινδυνεύουν να περιπέσουν είτε στον ρεφορμιστικό λεγκαλισμό που οδηγεί στην ενσωμάτωσή τους είτε στη λατρεία του βολονταρισμού που οδηγεί σε συντριπτικές ήττες τα ίδια και την υπόθεση της Αριστεράς συνολικά. Μία απάντηση στο εξαιρετικά σύνθετο αυτό ζήτημα θα μπορούσε να είναι η αναμονή. Να περιμένει δηλαδή η Αριστερά μέχρι να ωριμάσουν οι κοινωνικές συνθήκες και έως τότε να προετοιμάζεται οργανωτικά και να εξοπλίζεται ιδεολογικά για να ανταποκριθεί στη μεγάλη πρόκληση. Ενας στοχαστής, από τους πιο δημοφιλείς στην Ελλάδα, ο Αλέν Μπαντιού, υποστηρίζει με θέρμη αυτή την άποψη: «Είναι αναγκαίο, απόλυτα αναγκαίο, να απομακρυνθούμε για μια μεγάλη περίοδο από κάθε συγκατάβαση στην εξουσία του κράτους, όπως και από κάθε θριαμβολογία που συνδέεται με τη λατρεία του κινήματος. Αυτό που μετράει είναι να εργαστούμε για να πλέξουμε, συνθήκη με συνθήκη, την οργανωμένη συνάντηση ανάμεσα στις λαϊκές μάζες όπως αυτές είναι σήμερα και την κομμουνιστική Ιδέα, όπως θα την έχουν διατυπώσει οι οργανικοί διανοούμενοι» («Η Αυγή», 27-4-2014).
Με βάση αυτή τη λογική, την οποία υιοθετούν, με παραλλαγές φυσικά, το ΚΚΕ και η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να προσδοκούν τίποτε ουσιαστικό για τα συμφέροντά τους από μια κυβέρνηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς, παρά μόνο αποχρώσεις, λεπτομέρειες και κάποια οριακή βελτίωση της οικονομικής κατάστασής τους. Συνεπώς, μέχρι να συναντηθεί το επαναστατικό υποκείμενο με τις λαϊκές μάζες και μέχρι να επεξεργαστούν οι διανοούμενοι της Αριστεράς τη νέα κομμουνιστική Ιδέα (προφανώς γιατί όπου εφαρμόστηκε η σταλινική εκδοχή της τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά για τις κοινωνίες και κηλίδωσαν το γενέθλιο ιδεώδες), η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της πρέπει να περιμένουν. Να αντιστέκονται βεβαίως, αλλά να περιμένουν.
Ωστόσο, μέχρι να φτάσουμε σ’ αυτόν τον ευτυχή συνδυασμό, τα κόμματα του συστήματος (Κεντροδεξιά, Κεντροαριστερά) θα δημιουργούν τετελεσμένα στην οικονομία, θα καταστρέφουν ως ασύμφορα τμήματα της παραγωγής, θα ακυρώνουν τις κατακτήσεις του εργατικού κινήματος, θα οργανώνουν τους μηχανισμούς αναδιανομής του εισοδήματος μεταφέροντας τον πλούτο στους ισχυρούς, θα περιορίζουν τις δημόσιες δαπάνες, θα διαλύουν το κοινωνικό κράτος, θα κοινωνικοποιούν τις ζημιές, θα σώζουν τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις αιχμής με δημόσιο χρήμα, θα διευρύνουν την επισφαλή, μερική και κακοπληρωμένη εργασία, θα επιβάλλουν την ηθική της ενοχής και του φόβου, θα ενισχύουν την καταστολή στο όνομα της ασφάλειας και της πολιτικής σταθερότητας, θα παράγουν χρεωμένους και απελπισμένους ανθρώπους, θα αποβλακώνουν τις μάζες μέσω των ιδεολογικών μηχανισμών και της πολιτιστικής βιομηχανίας.
Μια σεχταριστική αντίληψη ενδεχομένως να «πανηγύριζε», αφού «όσο χειρότερα για την κοινωνία, τόσο καλύτερα για το κίνημα». Ξέρουμε όμως πολύ καλά ότι πολλές φορές τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως τα φαντάζονται όσοι κατασκευάζουν ιδανικά σχέδια σε συνθήκες εργαστηρίου. Η λιγότερη δυνατή δημοκρατία και η οικονομία του εκβιασμού είναι οι στόχοι του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού. Για να ανατραπεί αυτή η τάση εκτός από ηρωική αντίσταση χρειάζονται και οι εκλογικές νίκες.
t.pappas@efsyn.gr
μέχρι το συναφούς περιεχομένου σύνθημα του Μάη του ’68 «εκλογές = παγίδα για τους μαλάκες» και από το τριτοδιεθνιστικό επιχείρημα ότι «δεν πρέπει οι εργαζόμενοι να τρέφουν ψευδαισθήσεις για τον κοινοβουλευτισμό», μέχρι τη σοσιαλδημοκρατική λογική που αναγορεύει την εκλογική διαδικασία και την αντιπροσώπευση σε βασικές και απαραβίαστες αρχές της δημοκρατίας.
Η σύγχρονη ριζοσπαστική Αριστερά έχει πάρει αποστάσεις και από τον φιλελευθερισμό, που έχει συμφιλιωθεί με την τρέχουσα μορφή της συρρικνωμένης δημοκρατίας όπου οι πολίτες είναι μόνο εκλογείς, και από τον ελευθεριακό κομμουνισμό, που πιστεύει ότι μπορούμε να αλλάξουμε την κοινωνία χωρίς να κατακτήσουμε την εξουσία, χτίζοντας μικρές ανεξάρτητες νησίδες και παράλληλες μορφές κυριαρχίας, και από την παραδοσιακή κομμουνιστική Αριστερά, που χαρακτηρίζει τις εκλογές ένα μέσο μικρής σχετικά σημασίας, στις οποίες συμμετέχει, όπως και στους υπόλοιπους θεσμούς του αστικού κράτους, χωρίς όμως αυταπάτες, αλλά για να ενισχύσει τη θέση της προκειμένου να δώσει τη μάχη κατά του καπιταλισμού με καλύτερους όρους.
Για τη ριζοσπαστική Αριστερά, που έχει εντάξει στην κοσμοθεωρία της τη γνωστή φράση του Πουλαντζά ότι «ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει», τόσο η συναίνεση της κοινωνίας που θα προκύψει και από τις κάλπες, όσο και η ισχυρή παρουσία κινημάτων διεκδίκησης που θα έχουν ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της κεντρικής πολιτικής, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να ευδοκιμήσει μια στρατηγική ρήξης με τις κατεστημένες δομές και τις δεσπόζουσες νοοτροπίες. Ο συνδυασμός είναι ασφαλώς δύσκολος, ωστόσο είναι αναγκαίος.
Τα ριζοσπαστικά κόμματα που θα αναλάβουν ευθύνες διακυβέρνησης σε αντίξοες περιστάσεις, με τον καπιταλισμό σε κρίση και ιδιαίτερα επιθετικό, κινδυνεύουν να περιπέσουν είτε στον ρεφορμιστικό λεγκαλισμό που οδηγεί στην ενσωμάτωσή τους είτε στη λατρεία του βολονταρισμού που οδηγεί σε συντριπτικές ήττες τα ίδια και την υπόθεση της Αριστεράς συνολικά. Μία απάντηση στο εξαιρετικά σύνθετο αυτό ζήτημα θα μπορούσε να είναι η αναμονή. Να περιμένει δηλαδή η Αριστερά μέχρι να ωριμάσουν οι κοινωνικές συνθήκες και έως τότε να προετοιμάζεται οργανωτικά και να εξοπλίζεται ιδεολογικά για να ανταποκριθεί στη μεγάλη πρόκληση. Ενας στοχαστής, από τους πιο δημοφιλείς στην Ελλάδα, ο Αλέν Μπαντιού, υποστηρίζει με θέρμη αυτή την άποψη: «Είναι αναγκαίο, απόλυτα αναγκαίο, να απομακρυνθούμε για μια μεγάλη περίοδο από κάθε συγκατάβαση στην εξουσία του κράτους, όπως και από κάθε θριαμβολογία που συνδέεται με τη λατρεία του κινήματος. Αυτό που μετράει είναι να εργαστούμε για να πλέξουμε, συνθήκη με συνθήκη, την οργανωμένη συνάντηση ανάμεσα στις λαϊκές μάζες όπως αυτές είναι σήμερα και την κομμουνιστική Ιδέα, όπως θα την έχουν διατυπώσει οι οργανικοί διανοούμενοι» («Η Αυγή», 27-4-2014).
Με βάση αυτή τη λογική, την οποία υιοθετούν, με παραλλαγές φυσικά, το ΚΚΕ και η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να προσδοκούν τίποτε ουσιαστικό για τα συμφέροντά τους από μια κυβέρνηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς, παρά μόνο αποχρώσεις, λεπτομέρειες και κάποια οριακή βελτίωση της οικονομικής κατάστασής τους. Συνεπώς, μέχρι να συναντηθεί το επαναστατικό υποκείμενο με τις λαϊκές μάζες και μέχρι να επεξεργαστούν οι διανοούμενοι της Αριστεράς τη νέα κομμουνιστική Ιδέα (προφανώς γιατί όπου εφαρμόστηκε η σταλινική εκδοχή της τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά για τις κοινωνίες και κηλίδωσαν το γενέθλιο ιδεώδες), η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της πρέπει να περιμένουν. Να αντιστέκονται βεβαίως, αλλά να περιμένουν.
Ωστόσο, μέχρι να φτάσουμε σ’ αυτόν τον ευτυχή συνδυασμό, τα κόμματα του συστήματος (Κεντροδεξιά, Κεντροαριστερά) θα δημιουργούν τετελεσμένα στην οικονομία, θα καταστρέφουν ως ασύμφορα τμήματα της παραγωγής, θα ακυρώνουν τις κατακτήσεις του εργατικού κινήματος, θα οργανώνουν τους μηχανισμούς αναδιανομής του εισοδήματος μεταφέροντας τον πλούτο στους ισχυρούς, θα περιορίζουν τις δημόσιες δαπάνες, θα διαλύουν το κοινωνικό κράτος, θα κοινωνικοποιούν τις ζημιές, θα σώζουν τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις αιχμής με δημόσιο χρήμα, θα διευρύνουν την επισφαλή, μερική και κακοπληρωμένη εργασία, θα επιβάλλουν την ηθική της ενοχής και του φόβου, θα ενισχύουν την καταστολή στο όνομα της ασφάλειας και της πολιτικής σταθερότητας, θα παράγουν χρεωμένους και απελπισμένους ανθρώπους, θα αποβλακώνουν τις μάζες μέσω των ιδεολογικών μηχανισμών και της πολιτιστικής βιομηχανίας.
Μια σεχταριστική αντίληψη ενδεχομένως να «πανηγύριζε», αφού «όσο χειρότερα για την κοινωνία, τόσο καλύτερα για το κίνημα». Ξέρουμε όμως πολύ καλά ότι πολλές φορές τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως τα φαντάζονται όσοι κατασκευάζουν ιδανικά σχέδια σε συνθήκες εργαστηρίου. Η λιγότερη δυνατή δημοκρατία και η οικονομία του εκβιασμού είναι οι στόχοι του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού. Για να ανατραπεί αυτή η τάση εκτός από ηρωική αντίσταση χρειάζονται και οι εκλογικές νίκες.
t.pappas@efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου