του Κωστα Καναβουρη, απο την Αυγη...
Είναι περίεργο πράγμα ο εαυτός. Γύρω
σου να βουίζει η συστημική κλοπή. Εκατομμύρια επί εκατομμυρίων κλεμμένα
λεφτά της ζωής σου. Δισεκατομμύρια, σου λέει. Γύρω σου ένα ολόκληρο
σκυλολόι νάνων που κορυβαντιούν προσπαθώντας με τον θόρυβο να αποκρύψουν το πραγματικό τους ύψος.
Γύρω σου μια ακατανόητη οικονομία που όσο
κι αν προσπαθούν να την εξηγήσουν είναι αδύνατον να καταλάβεις τις
πολυδαίδαλες τεχνικές κλοπής της ζωής σου. Καταλαβαίνεις βέβαια ότι ένας
σκοτεινός χορός εγκληματικά χυδαίων Προσώπων (γεια σου, Ράμφο γίγαντα) και ακόμα εγκληματικότερων καταστάσεων του απείρως επιχειρείν (και πάλι γεια σου, Ράμφο
γίγαντα) επιχείρησε απείρως στα χρόνια της εύθραυστης και εν πολλοίς
αδικαιολόγητης ου μην αλλά και ύποπτης αθωότητας. Και τώρα πέφτει με
πάταγο το ψέμα.
Πέφτουν με πάταγο όλες οι τεχνικές μιας ταξικής συστημικής
οργάνωσης που ονομάσθηκε Δημοκρατία και που στον τόπο αυτό δεν ξεπέρασε
ποτέ το επίπεδο της κλοπής ως δομικού στοιχείου της κοινωνικής
οργάνωσης. Δεν συνέβη δηλαδή ούτε καν το ελάχιστο: να είναι η κλοπή
παρακολούθημα ιστορικό της κοινωνικής οργάνωσης. Συνέβη ακριβώς το
αντίθετο: να είναι η (ταξική) κοινωνική οργάνωση παρακολούθημα της
εκάστοτε αρπακτικότητας της οικονομικής και πολιτικής συμμορίας που
βρισκόταν στα πράγματα.
Γιατί σ' αυτό τον τόπο ο καπιταλισμός (κι ας υπάρχουν σήμερα στρατιές
ολόκληρες από golden boys) ποτέ δεν πήγε παραπέρα από την πρωτογενή
συσσώρευση κεφαλαίου: από το πλιάτσικο. Από πλιάτσικο σε πλιάτσικο
φτάσαμε ώς εδώ. Και μάλιστα από το πλιάτσικο σε δανεικά λεφτά. Όποιος
ήταν κοντά, άρπαξε κι άρπαξε. Όσοι, ας πούμε, ήταν κοντά, άρπαξαν το
δάνειο της Αγγλίας στο οποίο χρωστούμε την ελευθερία του νεώτερου
ελληνικού κράτους (δηλαδή στον τραπεζικό φιλελληνισμό εκείνου του
καιρού). Και έκτοτε πληρώνουμε τα τοκοχρεολύσια αυτής της κλοπής. Και
φτάσαμε ώς εδώ. Από κλοπή σε κλοπή. Από πολιτική αλητεία σε πολιτική
αλητεία. Από τραγωδία σε τραγωδία. Και το πλιάτσικο, πλιάτσικο. Το οποίο
πλιάτσικο συνεχίζεται έως και τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτού
του κειμένου, άσε που έχω τη φοβερή υποψία (υποψία και μόνο, διότι αν
είχα αποδείξεις, θα πήγαινα στον εισαγγελέα όπως συνιστούσε το απόπλυμα
που ονομάζεται Σημίτης) ότι το πλιάτσικο θα συνεχίζεται και μετά τη
δημοσίευση αυτών των γραμμών.
Το πράγμα λοιπόν βοά. Και όζει. Βρομάει κλεμμένο αίμα σκληροτράχηλης
αντίστασης και λυγρής ελπίδας. Θέλω να πω ότι βρομάει επειδή είναι
κλεμμένο, κατάθεση σε άγνωστες τράπεζες ενός αγνώστου κόσμου. Το πράγμα
βρωμάει κλεμμένη σκέψη που την άρπαξαν νύχτα από τον Εμπεδοκλή, από τον
Παρμενίδη, πιο πριν από τον Αρχίλοχο, σε όλη την απόσταση μέχρι τον
Επίκτητο και τον Κάλβο, αλλά και υπογείως από τον Τζέησον Ξενάκη
περνώντας από τη δίψα πτώσεως του Πουλαντζά.
Το πράγμα βρομοκοπάει κλεμμένη χειρονομία: χθες ήταν ο ποιητής Ναπολέων
Λαπαθιώτης που πριν αυτοκτονήσει πήρε τα όπλα της (στρατιωτικής)
οικογένειάς του και τα παρέδωσε στον ΕΛ.ΑΣ. Σήμερα είναι ο ένστολος
συμμορίτης της ΕΛ.ΑΣ που έχει το κράτος στην άκρη του όπλου του και το
καταφέρνει στην ψυχή, στο μυαλό και στο κορμί τού καθ' ενός «εαυτού» που
«συλλογίζεται» διεκδικώντας. Το πράγμα βρομάει κλεμμένη χειρονομία,
κλεμμένο βλέμμα και κυρίως βρομάει κλεμμένο φόβο. Ένα πλιάτσικο φοβερό
του φόβου. Ο φόβος δεν είναι πια δικός σου. Ο φόβος είναι αυτό που το
κάθε σίχαμα της εξουσίας σου λέει ότι είναι ο φόβος σου. Φόβος είναι
αυτό που πρέπει να είναι ο φόβος σου. Φόβος είναι αυτό που άλλοι
αποφασίζουν τι πρέπει να είναι αυτός ο φόβος. Μια χίμαιρα σαν φάουσα,
που κρύβεται στις Τράπεζες και στις ακατανόητες ορολογίες. Που πάει να
πει ότι κρύβεται στα ακατανόητα διλήμματα.
Και οι πλιατσικολόγοι να είναι εκπαιδευμένοι στην ανόητη σιγουριά. Αν
δεις το γαλβανισμένο πρόσωπο της Ντόρας Μπακογιάννη, θα καταλάβεις: μια
θεότητα της κλοπής. Σχεδόν τοτέμ. Και γύρω της ολόκληρος ο τοτεμισμός
του συστήματος. Η χρήση ρόλου εννοώ. Η χρήση των τοτέμ ως πραγματικών
υπάρξεων. Αυτό θα πει κλοπή. Με τα ωσαννά χιλιάδων δούλων που δεν
στρατήγησαν ποτέ ούτε κατ' ίχνος το κορμί τους και δεν ακούστηκαν ποτέ
μέσα στη σιωπή, εκεί δηλαδή όπου συμβαίνει το πολύτιμον: η μια σιωπή να
διακρίνεται απ' την άλλη, όμως ως ολοκλήρωμα και ποίημα του καθ' όλου.
Γι' αυτό σου λέω: είναι περίεργο πράγμα ο εαυτός. Αυτός που επιβίωσε με
λυπημένη ψυχή, αλλ' όχι λιπόθυμη. Με αργόθυμη όραση, αλλά με καίρια
χειρονομία όταν χρειάστηκε. Με λυσσασμένη σιωπή όταν χόρεψαν γύρω του
(κι ακόμα χορεύουν) οι εκφωνητές των αντίτιμων συστάσεων. Αυτά τα τέρατα
που λυμαίνονται την Αριστερά κρατώντας ακόμα τα μικρόφωνα στα χέρια
τους. Της ίδιας συνομοταξίας αρπακτικά τοτέμ με την Ντόρα Μπακογιάννη.
Και άλλα παρεμφερή υποκείμενα. Που υποκύπτουν. Θα τα βρούμε μπροστά μας
στην πιο δύσκολη ώρα: εκεί όπου θα πρέπει να μοιράσουμε τη δουλειά. Αυτή
τη συνείδηση. Αυτόν το συνειδητό χρόνο που θα αντικαταστήσει και θα
αντικρύσει ταυτοχρόνως τον ασύνειδο εαυτό μας. Γι' αυτό σου λέω: είναι
περίεργο πράγμα ο εαυτός. Και πανάκριβο. Όπως ο στίχος του Νικόλα
Άσιμου: «Νιώσε με για να σε νιώσω κι ας πονάς, είν' πανάκριβο σ' το λέω
ν' αγαπάς».
Αγαπάμε;
σου να βουίζει η συστημική κλοπή. Εκατομμύρια επί εκατομμυρίων κλεμμένα
λεφτά της ζωής σου. Δισεκατομμύρια, σου λέει. Γύρω σου ένα ολόκληρο
σκυλολόι νάνων που κορυβαντιούν προσπαθώντας με τον θόρυβο να αποκρύψουν το πραγματικό τους ύψος.
Γύρω σου μια ακατανόητη οικονομία που όσο
κι αν προσπαθούν να την εξηγήσουν είναι αδύνατον να καταλάβεις τις
πολυδαίδαλες τεχνικές κλοπής της ζωής σου. Καταλαβαίνεις βέβαια ότι ένας
σκοτεινός χορός εγκληματικά χυδαίων Προσώπων (γεια σου, Ράμφο γίγαντα) και ακόμα εγκληματικότερων καταστάσεων του απείρως επιχειρείν (και πάλι γεια σου, Ράμφο
γίγαντα) επιχείρησε απείρως στα χρόνια της εύθραυστης και εν πολλοίς
αδικαιολόγητης ου μην αλλά και ύποπτης αθωότητας. Και τώρα πέφτει με
πάταγο το ψέμα.
Πέφτουν με πάταγο όλες οι τεχνικές μιας ταξικής συστημικής
οργάνωσης που ονομάσθηκε Δημοκρατία και που στον τόπο αυτό δεν ξεπέρασε
ποτέ το επίπεδο της κλοπής ως δομικού στοιχείου της κοινωνικής
οργάνωσης. Δεν συνέβη δηλαδή ούτε καν το ελάχιστο: να είναι η κλοπή
παρακολούθημα ιστορικό της κοινωνικής οργάνωσης. Συνέβη ακριβώς το
αντίθετο: να είναι η (ταξική) κοινωνική οργάνωση παρακολούθημα της
εκάστοτε αρπακτικότητας της οικονομικής και πολιτικής συμμορίας που
βρισκόταν στα πράγματα.
Γιατί σ' αυτό τον τόπο ο καπιταλισμός (κι ας υπάρχουν σήμερα στρατιές
ολόκληρες από golden boys) ποτέ δεν πήγε παραπέρα από την πρωτογενή
συσσώρευση κεφαλαίου: από το πλιάτσικο. Από πλιάτσικο σε πλιάτσικο
φτάσαμε ώς εδώ. Και μάλιστα από το πλιάτσικο σε δανεικά λεφτά. Όποιος
ήταν κοντά, άρπαξε κι άρπαξε. Όσοι, ας πούμε, ήταν κοντά, άρπαξαν το
δάνειο της Αγγλίας στο οποίο χρωστούμε την ελευθερία του νεώτερου
ελληνικού κράτους (δηλαδή στον τραπεζικό φιλελληνισμό εκείνου του
καιρού). Και έκτοτε πληρώνουμε τα τοκοχρεολύσια αυτής της κλοπής. Και
φτάσαμε ώς εδώ. Από κλοπή σε κλοπή. Από πολιτική αλητεία σε πολιτική
αλητεία. Από τραγωδία σε τραγωδία. Και το πλιάτσικο, πλιάτσικο. Το οποίο
πλιάτσικο συνεχίζεται έως και τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτού
του κειμένου, άσε που έχω τη φοβερή υποψία (υποψία και μόνο, διότι αν
είχα αποδείξεις, θα πήγαινα στον εισαγγελέα όπως συνιστούσε το απόπλυμα
που ονομάζεται Σημίτης) ότι το πλιάτσικο θα συνεχίζεται και μετά τη
δημοσίευση αυτών των γραμμών.
Το πράγμα λοιπόν βοά. Και όζει. Βρομάει κλεμμένο αίμα σκληροτράχηλης
αντίστασης και λυγρής ελπίδας. Θέλω να πω ότι βρομάει επειδή είναι
κλεμμένο, κατάθεση σε άγνωστες τράπεζες ενός αγνώστου κόσμου. Το πράγμα
βρωμάει κλεμμένη σκέψη που την άρπαξαν νύχτα από τον Εμπεδοκλή, από τον
Παρμενίδη, πιο πριν από τον Αρχίλοχο, σε όλη την απόσταση μέχρι τον
Επίκτητο και τον Κάλβο, αλλά και υπογείως από τον Τζέησον Ξενάκη
περνώντας από τη δίψα πτώσεως του Πουλαντζά.
Το πράγμα βρομοκοπάει κλεμμένη χειρονομία: χθες ήταν ο ποιητής Ναπολέων
Λαπαθιώτης που πριν αυτοκτονήσει πήρε τα όπλα της (στρατιωτικής)
οικογένειάς του και τα παρέδωσε στον ΕΛ.ΑΣ. Σήμερα είναι ο ένστολος
συμμορίτης της ΕΛ.ΑΣ που έχει το κράτος στην άκρη του όπλου του και το
καταφέρνει στην ψυχή, στο μυαλό και στο κορμί τού καθ' ενός «εαυτού» που
«συλλογίζεται» διεκδικώντας. Το πράγμα βρομάει κλεμμένη χειρονομία,
κλεμμένο βλέμμα και κυρίως βρομάει κλεμμένο φόβο. Ένα πλιάτσικο φοβερό
του φόβου. Ο φόβος δεν είναι πια δικός σου. Ο φόβος είναι αυτό που το
κάθε σίχαμα της εξουσίας σου λέει ότι είναι ο φόβος σου. Φόβος είναι
αυτό που πρέπει να είναι ο φόβος σου. Φόβος είναι αυτό που άλλοι
αποφασίζουν τι πρέπει να είναι αυτός ο φόβος. Μια χίμαιρα σαν φάουσα,
που κρύβεται στις Τράπεζες και στις ακατανόητες ορολογίες. Που πάει να
πει ότι κρύβεται στα ακατανόητα διλήμματα.
Και οι πλιατσικολόγοι να είναι εκπαιδευμένοι στην ανόητη σιγουριά. Αν
δεις το γαλβανισμένο πρόσωπο της Ντόρας Μπακογιάννη, θα καταλάβεις: μια
θεότητα της κλοπής. Σχεδόν τοτέμ. Και γύρω της ολόκληρος ο τοτεμισμός
του συστήματος. Η χρήση ρόλου εννοώ. Η χρήση των τοτέμ ως πραγματικών
υπάρξεων. Αυτό θα πει κλοπή. Με τα ωσαννά χιλιάδων δούλων που δεν
στρατήγησαν ποτέ ούτε κατ' ίχνος το κορμί τους και δεν ακούστηκαν ποτέ
μέσα στη σιωπή, εκεί δηλαδή όπου συμβαίνει το πολύτιμον: η μια σιωπή να
διακρίνεται απ' την άλλη, όμως ως ολοκλήρωμα και ποίημα του καθ' όλου.
Γι' αυτό σου λέω: είναι περίεργο πράγμα ο εαυτός. Αυτός που επιβίωσε με
λυπημένη ψυχή, αλλ' όχι λιπόθυμη. Με αργόθυμη όραση, αλλά με καίρια
χειρονομία όταν χρειάστηκε. Με λυσσασμένη σιωπή όταν χόρεψαν γύρω του
(κι ακόμα χορεύουν) οι εκφωνητές των αντίτιμων συστάσεων. Αυτά τα τέρατα
που λυμαίνονται την Αριστερά κρατώντας ακόμα τα μικρόφωνα στα χέρια
τους. Της ίδιας συνομοταξίας αρπακτικά τοτέμ με την Ντόρα Μπακογιάννη.
Και άλλα παρεμφερή υποκείμενα. Που υποκύπτουν. Θα τα βρούμε μπροστά μας
στην πιο δύσκολη ώρα: εκεί όπου θα πρέπει να μοιράσουμε τη δουλειά. Αυτή
τη συνείδηση. Αυτόν το συνειδητό χρόνο που θα αντικαταστήσει και θα
αντικρύσει ταυτοχρόνως τον ασύνειδο εαυτό μας. Γι' αυτό σου λέω: είναι
περίεργο πράγμα ο εαυτός. Και πανάκριβο. Όπως ο στίχος του Νικόλα
Άσιμου: «Νιώσε με για να σε νιώσω κι ας πονάς, είν' πανάκριβο σ' το λέω
ν' αγαπάς».
Αγαπάμε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου