Η νέα δημοσιότητα, αυτή του Διαδικτύου,
ακολουθεί την παράδοση της τηλεόρασης και τα μηδενικά τα κάνει νούμερα,
ενώ σπανίως αληθινοί άνθρωποι και αυθεντικές ιστορίες απολαμβάνουν την
προσοχή των συνδαιτυμόνων της ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Αν δε πρόκειται
για πρόσωπα και ιστορίες,




που κομίζουν αισιοδοξία και ελπίδα, πάμε
ακόμα πιο πίσω, στην κλασική αρχή της έντυπης δημοσιογραφίας "no news, good news", που πρακτικά εφαρμοζόταν και εφαρμόζεται ακόμα ως "good news, no news". Πατάμε εν προκειμένω ένα λάικ και τελειώσαμε, στην περίπτωση που κάποιος αναρτήσει μια τέτοια απλή, αληθινή και ελπιδοφόρα ιστορία, όπως η ιστορία του Σαΐντ. Ενώ, λοιπόν, για την Αφροδίτη αλ Σάλεχ χύνονται ποταμοί αναρτήσεων, ποικίλης αισθητικής, για τον Σαΐντ Νούρι ελάχιστοι γνωρίζουν. Η κυρία Σάλεχ προτίθεται να μεταναστεύσει στα Παρίσια, ο Σαΐντ
αναγκάστηκε να μεταναστεύσει προς το άγνωστο, κυνηγημένος από τις
βόμβες, ορφανό πολέμου και από τους δυο γονείς.

Από το Αφγανιστάν στο
Ιράν για τέσσερα χρόνια κι από κει με τα πόδια στην Τουρκία, προς το
όνειρο του Παράδεισου της Δύσης: προς τη Γερμανία, όπου υπήρχε συγγενής.
Ο Τούρκος δουλέμπορος πήρε 8.000 ευρώ για να μεταφέρει τον
Σαΐντ
και τον αδελφό του στην Ιταλία, ώστε να πάνε οδικώς στον Παράδεισο. Και
τους πέταξε στα βράχια μιας απομονωμένης ακτής της Τήλου,
προφασιζόμενος βλάβη. 120 άνθρωποι, νέοι, γέροι και παιδιά,
απελπισμένοι, διψασμένοι, ταλαιπωρημένοι, φοβισμένοι. Πεταμένοι στα
βράχια.


Συνέβη τον Σεπτέμβριο του 2010 και είχα την τύχη να το ζήσω. Είχα την
τύχη να ζήσω και να συμμετάσχω στην αστραπιαία ανθρωπιστική κινητοποίηση
που οργάνωσε ο αγαπημένος φίλος μου δήμαρχος και γιατρός Τάσος
Αλιφέρης. Η περίθαλψη ολοκληρώθηκε, οι μετανάστες αναχώρησαν για την
Αθήνα. Ο 15χρονος Σαΐντ έμεινε. Κάποιος Τηλιακός, που δεν είχε παιδιά,
προσφέρθηκε να τον υιοθετήσει. Λίγο αργότερα -πέσαν οι "ενδιαφερόμενοι"
συγγενείς στη μέση- το μετάνιωσε. Ξανά στα βράχια ο Σαΐντ. Αλλά τότε
πήρε όλη την υπόθεση πάνω του ο Αλιφέρης. Τον "υιοθέτησε" ο ίδιος. Η
οικογένειά του και οι φίλοι του, από κοντά. Να πάει σχολείο ο ατίθασος
Σαΐντ. Να βρει δουλειά ο περήφανος Σαΐντ. Να μην κάνει κοπάνες και να
μην τσακώνεται ο θυμωμένος με το Σύμπαν Σαΐντ. Όπου βρισκόταν ο
δήμαρχος, ο Σαΐντ μαζί του - αυτοκόλλητος. Και μετά, ο Τάσος έφυγε. Για
πάντα. Το αγόρι ξαναορφάνεψε. Και αγρίεψε. Και ήθελε να φύγει μοναχό του
για την άγρια Δύση. Αλλά βρέθηκαν άλλοι μπαμπάδες και πολλές μαμάδες
και αδέλφια και φίλοι, που τον κράτησαν. Και δεν ήταν εύκολο, ούτε γι'
αυτούς ούτε γι' αυτόν. Τώρα, ο πανέξυπνος Σαΐντ, που σε 6 μήνες μιλούσε
άπταιστα ελληνικά, πηγαίνει στην πρώτη Λυκείου. Μιλάει τέσσερις γλώσες
και είναι τζίνι στα ηλεκτρονικά μέσα. Θέλει να γίνει σεφ και βάζει
μουσικές στον μικρό τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό. Είναι ένα από τα παιδιά
του νησιού. Και η Τήλος, με πρώτη τη δήμαρχο Μαρία Καμμά, είναι περήφανη
γι' αυτόν. Κι εμείς για την Τήλο.