του Αρη Δαβαρακη, απο toPortal...
Δεν ξέρω τι έχω πάθει –μήπως φταίει αυτή η άνοιξη του 2014 που ήδη
την έχω μυριστεί από μακριά να πλησιάζει κάθε μέρα και πιο κοντά, μέχρι
να καταφτάσει εκεί κατά τα τέλη Μαρτίου, στις 21 συγκεκριμένα που είναι
και η εαρινή ισημερία; Μάλλον.
Γιατί πάω να γίνω λίγο κυνικός, λίγο
εξυπνάκιας, λίγο over the rainbow και αμέσως συμμαζεύομαι και λέω, σκάσε
Ζαχαρία. Σκάσε και κολύμπα. Η φάση που διανύουμε απαιτεί υπομονή, επιμονή, εργατικότητα, χαμόγελο αληθινό εσωτερικό (όχι δήθεν) –και προσπάθεια κατανόησης των προβλημάτων. «Εσωτερική ηλιοφάνεια» την λέω εγώ αυτήν την ψυχοσωματική συνθήκη. Δεν είμαστε για εύκολες κραυγές και συμπεράσματα επί παντός επιστητού σ’ αυτή την επικίνδυνη στροφή,
πρέπει να δούμε την κατάσταση με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διαύγεια
και, αν μπορούμε, να εκφραστούμε επαρκώς με όσο το δυνατόν λιγότερα
λόγια.
Εμείς μάλιστα που διαλέξαμε το ιδιωτικό μονοπάτι της δημόσιας
γραφής και το εξασκούμε σχεδόν καθημερινά, πρέπει πολύ να τα μετράμε πια
τα λόγια μας. Διότι ήδη, χρόνια τώρα, διανύουμε περίοδο σκληρών
δυσκολιών και το πιθανότερο είναι πως, ό,τι και αν βγάλουν οι επόμενες κάλπες, οι δυσκολίες όχι μόνο δεν θα εξαφανιστούν, αλλά θα πάρουν και μορφή πιο στέρεη και συγκεκριμένη, μορφή μεγάλων διλημμάτων και αποφάσεων: Αυτό που λέμε πως «πρέπει πια ν’ αποφασίσουμε» οι πολλοί, «με ποιους θα πάμε και ποιούς θ’ αφήσουμε.» Γιατί η ευθύνη της επόμενης φάσης θα είναι πια εντελώς δική μας. Τώρα ξέρουμε. Δεν μπορούμε πια να παραστήσουμε τους ανήξερους.
Διαβάζω λοιπόν πως «ακόμη και ο θυρωρός στη Χαριλάου Τρικούπη
γνωρίζει πώς ο «πράσινος ο ήλιος» έχει σβήσει», μαζί με την επωδό
«Αιωνία του η μνήμη…» που αναφέρεται στον «πολιτικό θάνατο» του κόμματος που ίδρυσε στην μεταπολίτευση ο Ανδρέας Παπανδρέου και προς στιγμήν χαμογελάω με ηδονική κακεντρέχεια ως κλασικός αντί-ΠαΣόΚ νεοέλληνας.
Αμέσως όμως μετά συμμαζεύομαι γιατί σκέπτομαι ότι, κακά τα ψέματα,
άσχετα από την συνέχειά του, όσο και αν δεν το συμπαθούσα εγώ, σ’ αυτό
το κόμμα και στον Ανδρέα Παπανδρέου ακούμπησαν τις ελπίδες
τους και τα όνειρά τους για μια καλύτερη ζωή εκατομμύρια Έλληνες για
τρεις, σχεδόν, δεκαετίες. Όπως και στην μέχρι πρότινος «απέναντι μεριά»,
την «Νέα Δημοκρατία», είχαν επενδυθεί άλλα τόσα εκατομμύρια όνειρα
για μιαν Ελλάδα αξιοπρεπή, με υγιή οικονομία και επιχειρηματικότητα,
ευρωπαϊκή συνείδηση και διεθνή Ελληνική «ταυτότητα» κύρους και αξιοπρέπειας. Όλη αυτή η επένδυση
λοιπόν που, δυστυχώς, δεν κατάφερε να αποδώσει ούτε με «Ευρωπαϊκό
σοσιαλισμό» ούτε με «Ευρωπαϊκό φιλελευθερισμό», κόστισε πολύ στον τόπο
και την πληρώνουμε όλοι πολύ ακριβά. Εύκολο είναι να
διαγράψεις τόσες προσπάθειες με μια μολυβιά –και να πεις ότι τις ελπίδες
μας τις διαχειρίστηκαν απατεώνες «σοσιαλιστές» και
απατεώνες «φιλελεύθεροι», μέχρι που μας ρίξανε στα βράχια. Είναι εύκολο
και, εν μέρει, είναι και αλήθεια. Αλλά δεν βοηθάει. Τίποτα αρνητικό που
ανήκει στο παρελθόν και δεν φτιάχνεται, δεν βοηθάει για να διαμορφωθεί
ένα καλύτερο μέλλον.
Πρέπει να κοιτάμε μπροστά και να επικαλεστούμε αυτό που εγώ το λέω «εσωτερική ηλιοφάνεια»
- και ας είναι ακόμα Ιανουάριος. Δεν βοηθάει να χαιρόμαστε που πέθανε η
κατσίκα του διπλανού μας, είναι πολύ καλύτερο να φροντίσουμε να μην
πεθάνει και η δικιά μας. Να οραματιστούμε ένα περιβόλι
που θα παράγει αυτά που χρειαζόμαστε να καταναλώσουμε – και θα τα
παράγει σε ικανές ποσότητες και σε πολύ καλή ποιότητα. Εντάξει.
Αποτύχαμε πλήρως. Βεβαίως και φυσικά δεν θα ξαναψηφίσουμε τα πρόσωπα
αυτά που μας οδήγησαν στην πτώχευση –και την διεθνή αυτή ταπείνωση που
έχουμε υποστεί. Αλλά είναι μάταιο να σκοτεινιάζουμε πια και να θυμώνουμε
για όλα αυτά που μας καταστρέψανε.
Κάποτε, τον περασμένο αιώνα, είχαμε γράψει με την Ευανθία Ρεμπούτσικα ένα τραγούδι που τραγούδησε ο Γιάννης Κότσιρας στο πρώτο του CD. «Στ’ όνομά του Σάϊ-μπάμπα/που είναι λέει Θεός», έλεγε κάπου ο στίχος, «σβήσε λίγο τη λάμπα/ για ν’ανάψει το Φώς».
Το είχα από τότε στα υπ’ όψιν αυτό το «Φώς» που
ανάβει μόνο άμα σβήνει η λάμπα, την «εσωτερική ηλιοφάνεια» που τώρα
επικαλούμαι σχεδόν κάθε μέρα πιά, χειμώνα-καλοκαίρι. Απλώνεται γλυκά
μέσα στο στήθος, σαν επίστρωση πορφυρού βελούδου και, αυτόματα, σου
φέρνει ένα χαμόγελο στα χείλη και μια ζεστασιά στην καρδιά. Έχουμε τόση πολλή δουλειά μπροστά μας για να καταφέρουμε να ορθοποδήσουμε
πρώτα και αμέσως μετά να σκάψουμε επιτέλους τα θεμέλια μιας Ελλάδας
αντάξιας όλων αυτών των δώρων που της έχει χαρίσει ο Θεός, ώστε δεν
βοηθάει να σπαταλιόμαστε στην γκρίνια.
Εσωτερική ηλιοφάνεια λοιπόν: Let the sunshine in!
την έχω μυριστεί από μακριά να πλησιάζει κάθε μέρα και πιο κοντά, μέχρι
να καταφτάσει εκεί κατά τα τέλη Μαρτίου, στις 21 συγκεκριμένα που είναι
και η εαρινή ισημερία; Μάλλον.
Γιατί πάω να γίνω λίγο κυνικός, λίγο
εξυπνάκιας, λίγο over the rainbow και αμέσως συμμαζεύομαι και λέω, σκάσε
Ζαχαρία. Σκάσε και κολύμπα. Η φάση που διανύουμε απαιτεί υπομονή, επιμονή, εργατικότητα, χαμόγελο αληθινό εσωτερικό (όχι δήθεν) –και προσπάθεια κατανόησης των προβλημάτων. «Εσωτερική ηλιοφάνεια» την λέω εγώ αυτήν την ψυχοσωματική συνθήκη. Δεν είμαστε για εύκολες κραυγές και συμπεράσματα επί παντός επιστητού σ’ αυτή την επικίνδυνη στροφή,
πρέπει να δούμε την κατάσταση με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διαύγεια
και, αν μπορούμε, να εκφραστούμε επαρκώς με όσο το δυνατόν λιγότερα
λόγια.
Εμείς μάλιστα που διαλέξαμε το ιδιωτικό μονοπάτι της δημόσιας
γραφής και το εξασκούμε σχεδόν καθημερινά, πρέπει πολύ να τα μετράμε πια
τα λόγια μας. Διότι ήδη, χρόνια τώρα, διανύουμε περίοδο σκληρών
δυσκολιών και το πιθανότερο είναι πως, ό,τι και αν βγάλουν οι επόμενες κάλπες, οι δυσκολίες όχι μόνο δεν θα εξαφανιστούν, αλλά θα πάρουν και μορφή πιο στέρεη και συγκεκριμένη, μορφή μεγάλων διλημμάτων και αποφάσεων: Αυτό που λέμε πως «πρέπει πια ν’ αποφασίσουμε» οι πολλοί, «με ποιους θα πάμε και ποιούς θ’ αφήσουμε.» Γιατί η ευθύνη της επόμενης φάσης θα είναι πια εντελώς δική μας. Τώρα ξέρουμε. Δεν μπορούμε πια να παραστήσουμε τους ανήξερους.
Διαβάζω λοιπόν πως «ακόμη και ο θυρωρός στη Χαριλάου Τρικούπη
γνωρίζει πώς ο «πράσινος ο ήλιος» έχει σβήσει», μαζί με την επωδό
«Αιωνία του η μνήμη…» που αναφέρεται στον «πολιτικό θάνατο» του κόμματος που ίδρυσε στην μεταπολίτευση ο Ανδρέας Παπανδρέου και προς στιγμήν χαμογελάω με ηδονική κακεντρέχεια ως κλασικός αντί-ΠαΣόΚ νεοέλληνας.
Αμέσως όμως μετά συμμαζεύομαι γιατί σκέπτομαι ότι, κακά τα ψέματα,
άσχετα από την συνέχειά του, όσο και αν δεν το συμπαθούσα εγώ, σ’ αυτό
το κόμμα και στον Ανδρέα Παπανδρέου ακούμπησαν τις ελπίδες
τους και τα όνειρά τους για μια καλύτερη ζωή εκατομμύρια Έλληνες για
τρεις, σχεδόν, δεκαετίες. Όπως και στην μέχρι πρότινος «απέναντι μεριά»,
την «Νέα Δημοκρατία», είχαν επενδυθεί άλλα τόσα εκατομμύρια όνειρα
για μιαν Ελλάδα αξιοπρεπή, με υγιή οικονομία και επιχειρηματικότητα,
ευρωπαϊκή συνείδηση και διεθνή Ελληνική «ταυτότητα» κύρους και αξιοπρέπειας. Όλη αυτή η επένδυση
λοιπόν που, δυστυχώς, δεν κατάφερε να αποδώσει ούτε με «Ευρωπαϊκό
σοσιαλισμό» ούτε με «Ευρωπαϊκό φιλελευθερισμό», κόστισε πολύ στον τόπο
και την πληρώνουμε όλοι πολύ ακριβά. Εύκολο είναι να
διαγράψεις τόσες προσπάθειες με μια μολυβιά –και να πεις ότι τις ελπίδες
μας τις διαχειρίστηκαν απατεώνες «σοσιαλιστές» και
απατεώνες «φιλελεύθεροι», μέχρι που μας ρίξανε στα βράχια. Είναι εύκολο
και, εν μέρει, είναι και αλήθεια. Αλλά δεν βοηθάει. Τίποτα αρνητικό που
ανήκει στο παρελθόν και δεν φτιάχνεται, δεν βοηθάει για να διαμορφωθεί
ένα καλύτερο μέλλον.
Πρέπει να κοιτάμε μπροστά και να επικαλεστούμε αυτό που εγώ το λέω «εσωτερική ηλιοφάνεια»
- και ας είναι ακόμα Ιανουάριος. Δεν βοηθάει να χαιρόμαστε που πέθανε η
κατσίκα του διπλανού μας, είναι πολύ καλύτερο να φροντίσουμε να μην
πεθάνει και η δικιά μας. Να οραματιστούμε ένα περιβόλι
που θα παράγει αυτά που χρειαζόμαστε να καταναλώσουμε – και θα τα
παράγει σε ικανές ποσότητες και σε πολύ καλή ποιότητα. Εντάξει.
Αποτύχαμε πλήρως. Βεβαίως και φυσικά δεν θα ξαναψηφίσουμε τα πρόσωπα
αυτά που μας οδήγησαν στην πτώχευση –και την διεθνή αυτή ταπείνωση που
έχουμε υποστεί. Αλλά είναι μάταιο να σκοτεινιάζουμε πια και να θυμώνουμε
για όλα αυτά που μας καταστρέψανε.
Κάποτε, τον περασμένο αιώνα, είχαμε γράψει με την Ευανθία Ρεμπούτσικα ένα τραγούδι που τραγούδησε ο Γιάννης Κότσιρας στο πρώτο του CD. «Στ’ όνομά του Σάϊ-μπάμπα/που είναι λέει Θεός», έλεγε κάπου ο στίχος, «σβήσε λίγο τη λάμπα/ για ν’ανάψει το Φώς».
ανάβει μόνο άμα σβήνει η λάμπα, την «εσωτερική ηλιοφάνεια» που τώρα
επικαλούμαι σχεδόν κάθε μέρα πιά, χειμώνα-καλοκαίρι. Απλώνεται γλυκά
μέσα στο στήθος, σαν επίστρωση πορφυρού βελούδου και, αυτόματα, σου
φέρνει ένα χαμόγελο στα χείλη και μια ζεστασιά στην καρδιά. Έχουμε τόση πολλή δουλειά μπροστά μας για να καταφέρουμε να ορθοποδήσουμε
πρώτα και αμέσως μετά να σκάψουμε επιτέλους τα θεμέλια μιας Ελλάδας
αντάξιας όλων αυτών των δώρων που της έχει χαρίσει ο Θεός, ώστε δεν
βοηθάει να σπαταλιόμαστε στην γκρίνια.
Εσωτερική ηλιοφάνεια λοιπόν: Let the sunshine in!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου