Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Σύντομη ιστορία των ανθρώπινων δικαιωμάτων...

Του Κώστα Δουζίνα*, απο την Εφημεριδα των Συντακτων...

Από την αρχαιότητα μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση και το σήμερα,
η φιλοσοφική και νομική πορεία αυτών που αποτελούν την τελευταία
ουτοπία σε έναν κόσμο χωρίς αξίες
.


Από  το 1989 και μετά, τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν γίνει η ιδεολογία μετά
«το τέλος των ιδεολογιών», η τελευταία «ουτοπία» σε έναν κόσμο χωρίς
αξίες. Αλλά η μεταχείριση προσφύγων και μεταναστών, η κατάσταση
εξαίρεσης στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και στους δρόμους της
Αθήνας και οι «ανθρωπιστικοί» πόλεμοι δείχνουν ότι η κατάσταση είναι πιο
σύνθετη. Οπως είχε παρατηρήσει ο καθολικός φιλόσοφος και πρωτεργάτης
της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ζακ Μαριτέν,
«συμφωνούμε για τα δικαιώματα αρκεί να μη μας ρωτήσουν γιατί. Με το
“γιατί” αρχίζουν οι διαφωνίες». Οι ενθουσιώδεις υποστηρικτές των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων επαναλαμβάνουν μερικές ανακουφιστικές
κοινοτοπίες, ζητώντας μας να μην το ψάχνουμε πολύ αλλά να
συστρατευτούμε, να «σώσουμε» τον κόσμο. Στο άρθρο αυτό θα εξετάσουμε εν
συντομία τη γενεαλογία των δικαιωμάτων του ανθρώπου κάνοντας
παραλληλισμούς με παλιότερες παραδόσεις και σύγχρονους προβληματισμούς.





Το δικαίωμα στον προνεωτερικό κόσμο



Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι δημιούργημα του 20ού αιώνα. Αλλά η
θεωρητική τους καταγωγή ανάγεται στο αρχαιοελληνικό φυσικό δίκαιο. Ο
προνεωτερικός κόσμος και όλα τα έμψυχα και τα άψυχα όντα έχουν μια
μοναδική φύση η οποία καθορίζει το τέλος ή τον σκοπό τους. Ο σκοπός του
σταφυλιού είναι να δημιουργεί το γλυκύτερο κρασί, του υποδηματοποιού να
φτιάχνει τα καλύτερα σανδάλια, του στρατιώτη να γίνει ο πιο γενναίος
πολεμιστής. Μια πόλη είναι δίκαιη αν δίνει στους κατοίκους της τη
δυνατότητα να φτάσουν την τελειότητα σύμφωνα με τη μοναδική τους φύση
και σκοπό. Η επινόηση της ιδέας της «φύσης» επέτρεψε στον Σωκράτη και
τον Αριστοτέλη, στους Σοφιστές και τους Στωικούς να εξετάσουν τι είναι
«δίκαιο και ορθό» σύμφωνα με τη φύση κάθε οντότητας και σχέσης,
χρησιμοποιώντας τη λογική ενάντια στην ιερατική και προγονική αυθεντία. Η
«φύση» ήταν λοιπόν αρχικά η πιο πολιτισμική και επαναστατική ιδέα.
Σήμερα, πολλοί χρησιμοποιούν την φράση «είναι φυσικό» όταν δεν έχουν
άλλα καλά επιχειρήματα.



Μια κοινή αντίληψη για το αγαθό καθώς και την ηθική, το ήθος, ένωνε
τον αρχαιοελληνικό κόσμο, στον οποίο δεν υπήρχε αυστηρή διάκριση ανάμεσα
στην ηθικότητα και τη νομιμότητα. Το «δίκαιο» ήταν η σωστή απάντηση σε
ένα ηθικό-νομικό ερώτημα ή σύγκουση, στην οποία έφτανε κανείς μέσα από
τον στοχασμό της «μεγάλης αλυσίδας της ύπαρξης». Δεν υπήρχαν ατομικά
δικαιώματα. Οι ισχυροί οικογενειακοί και κοινοτικοί δεσμοί δημιουργούσαν
καθήκοντα και αρετές. Οπως είχε πει η Χάνα Αρεντ, λόγω των υποχρεώσεων
που είχαν απέναντί τους οι αφέντες τους, οι σκλάβοι στην αρχαία Αθήνα
ζούσαν καλύτερα από τις απάτριδες μειονότητες του μεσοπόλεμου –ή τους
σημερινούς πρόσφυγες– που θεωρητικά έχουν διάφορα δικαιώματα, αλλά καμία
πραγματική προστασία.



Αργότερα, οι στωικοί φιλόσοφοι μετέτρεψαν το φυσικό δίκαιο σε έναν
οικουμενικό «σπερματικό λόγο». Αλλά όταν πέρασε το φυσικό δίκαιο από
τους Ελληνες Στωικούς, που δίδασκαν την «αταραξία», στους Ρωμαίους
αυτοκράτορες και νομικούς βοήθησε σημαντικά στην οικοδόμηση της
αυτοκρατορίας. Ο Κικέρωνας μετέτρεψε τον οικουμενικό λόγο και τις
«κοινές έννοιες» των Στωικών σε jus gentium, το «αιώνιο και αμετάβλητο»
δίκαιο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Εκτοτε, ο φιλοσοφικός οικουμενισμός
οδηγεί αταλάντευτα στις διάφορες μορφές του ιμπεριαλισμού.



Με τον εκχριστιανισμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το ορθολογικό
φυσικό δίκαιο αντιπαρατέθηκε στις θεολογικές προτεραιότητες, στις οποίες
ο Θεός είναι ο παντοδύναμος νομοθέτης. Οι «κοινές έννοιες» των Στωικών
και το εκλεπτυσμένο ρωμαϊκό δίκαιο μετατράπηκαν σταδιακά σε ένα σύνολο
βιβλικών εντολών. Η νέα μορφή του θεόδοτου φυσικού δίκαιου ανακηρύχθηκε
ανώτερη από το κρατικό δίκαιο και έγινε ισχυρό όπλο στα χέρια της
Εκκλησίας στον αγώνα για επικράτηση με την πολιτική εξουσία. Οταν
εδραιώθηκε όμως η εκκλησιαστική ανωτερότητα, το φυσικό δίκαιο
μετατράπηκε σε μέσο νομιμοποίησης της κρατικής εξουσίας. Το μεγάλο
πλεονέκτημα του φυσικού δικαίου υπήρξε πάντα η ελαστικότητά του και η
μεγάλη δύναμη που έδινε στους ερμηνευτές του. Τα ανθρώπινα δικαιώματα
έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά.



Τον 14ο αιώνα, οι «νομιναλιστές» θεολόγοι Γουλιέλμος του Οκαμ και
Ντανς Σκότος υποστήριξαν ότι η βούληση του Θεού υπερισχύει της λογικής.
Το φυσικό δίκαιο έχει επιβληθεί από τον Θεό – και Εκείνος μπορεί να το
αλλάξει ριζικά. Ο Θεός μπορεί να ορίσει ότι δύο και δύο κάνει πέντε,
είπε ο Καρτέσιος, ή ότι η μοιχεία δεν είναι αμαρτία αλλά αρετή. Οι
νομιναλιστές εγκατέλειψαν την κλασική πίστη στην ορθολογικότητα του
κόσμου και υποστήριξαν ότι τα άτομα και όχι οι κοινότητες είναι οι
θεμελιώδεις οντότητες και ότι οι σχέσεις τους είναι εξωτερικές και όχι
εμμενείς. Με τον ίδιο τρόπο, αφηρημένες έννοιες όπως «το δίκαιο» ή «η
πόλη» είναι τεχνητά κατασκευάσματα. Αποκτούν υπόσταση επειδή τους έχουμε
δώσει όνομα (από δω και ο «νομιναλισμός»), αλλά δεν είναι τίποτα
παραπάνω από το σύνολο των στοιχείων που τις απαρτίζουν. Οπως το έθεσε η
Μάργκαρετ Θάτσερ (που θα μπορούσε να είναι μια σύγχρονη νομιναλίστρια),
δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα και οικογένειες.



Στις σημερινές συζητήσεις η πιο σημαντική διαμάχη είναι ανάμεσα σε
εκείνους που πιστεύουν ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα ισχύουν οικουμενικά
και στους σχετικιστές που το αρνούνται. Οι σχετικιστές μοιάζουν με τους
φιλοσόφους της κλασικής Ελλάδας. Κάθε ηθικός κώδικας αναδύεται οργανικά,
υποστηρίζουν, μέσα από την κοινωνία, και μπορεί να λειτουργήσει μόνο
εφόσον ανταποκρίνεται στις αξίες της. Η εξωτερική επιβολή θα ήταν
λανθασμένη και αναποτελεσματική. Αντίθετα, οι οικουμενιστές ακολουθούν
τον νομιναλισμό, υποστηρίζοντας ότι οι καθολικοί νόμοι και οι αξίες
μπορούν και πρέπει να επιβάλλονται από έξω σε κοινωνίες που
αντιστέκονται. Εφόσον οι κοινωνικές σχέσεις είναι επιφανειακές και
τεχνητές, ακόμα και οι κοινωνίες που είναι απρόθυμες θα πειθαρχήσουν
τελικά και θα αποδεχτούν τον οικουμενικό κώδικα. Αν υπάρχει μια
οικουμενική αλήθεια σε ζητήματα της ηθικής, εκείνος που την κατέχει έχει
το δικαίωμα (εάν έχει τη δύναμη) να την επιβάλλει. Οι πρόσφατοι πόλεμοι
στο Αφγανιστάν και το Ιράκ είχαν ως πρόσχημα την εξαγωγή των
οικουμενικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας,
επαναλαμβάνοντας στην ύστερη νεωτερικότητα τη νομιναλιστική θεολογική
παράδοση. Από την άλλη, αυτοί που προβάλλουν το ήθος της κοινότητας και
της κοινωνίας βρίσκονται πιο κοντά στην κλασική παράδοση.



Ατομικά δικαιώματα της νεωτερικότητας



Η νεωτερικότητα και ο καπιταλισμός αφαίρεσαν το πνεύμα από τη φύση
και μετέτρεψαν την κοινωνία σε ένα άθροισμα ιδιοτελών ατόμων. Το
αρμονικό φυσικό δίκαιο διαιρέθηκε από τη μια στους αμετάβλητους νόμους
της φύσης που τώρα περιέγραφαν υλικές κανονικότητες και από την άλλη στο
εκκλησιαστικό και κρατικό δίκαιο που έχουν σκοπό να πειθαρχούν τους
ανθρώπους που δεν είναι πια ενάρετοι ούτε πιστεύουν στο κοινό καλό. Το
«δίκαιο», σύμφωνα με τη φύση της προηγούμενης περιόδου, μετατράπηκε στα
«φυσικά δικαιώματα»: ένα σύνολο από ατομικές εξουσίες και ελευθερίες,
που ακολουθούν τη μορφή του δικαιώματος στην ιδιοκτησία. Αυτό ήταν το
πρώτο δικαίωμα και πρότυπο για όλα τα υπόλοιπα. Το δικαίωμα στη ζωή, την
ελευθερία και την επιδίωξη της ευτυχίας δημιουργήθηκαν μεν από τις
επαναστάσεις, αλλά ανακηρύχθηκαν αιώνια και απόλυτα. Οι φιλόσοφοι
παρατηρούσαν τις δραστηριότητες και επιδιώξεις των πρώιμων καπιταλιστών
και τις πρόβαλλαν ως βασικές ανάγκες και επιθυμίες της ανθρώπινης φύσης
σχεδιάζοντας Συντάγματα τα οποία υποτίθεται ότι ακολουθούν κάποιο
φανταστικό «κοινωνικό συμβόλαιο». Τα ατομικά δικαιώματα έγιναν έτσι τα
εργαλεία μέσω των οποίων τα νεωτερικά άτομα, έχοντας χάσει την κοινή
αντίληψη για το «αγαθό» και το «ευ ζην», επιδιώκουν ανταγωνιστικά τις
ιδιαίτερες αντίληψεις τους για την ευτυχία.



Οι διακηρύξεις του 18ου αιώνα, αποτέλεσμα επαναστάσεων, περιλάμβαναν
και το δικαίωμα στην αντίσταση. Ωστόσο, το ανατρεπτικό δυναμικό του ήταν
προφανές για τους θριαμβευτές επαναστάτες και σύντομα ατρόφησε, μαζί με
τα φυσικά δικαιώματα. Ο 19ος αιώνας ήταν η εποχή της κοινωνικής
μηχανικής. Οι εκκλήσεις στα φυσικά δικαιώματα αντιμετωπίζονταν σαν
αντιδραστικά εμπόδια στην πρόοδο. Οπως το έθεσε ο Τζέρεμι Μπένθαμ, τα
περί φυσικών δικαιωμάτων είναι «ανοησίες, ανοησίες σε ξυλοπόδαρα»
(nonsense on stilts). Ο Ντιρκέμ, ο Μαρξ και ο Βέμπερ κατέρριψαν τον μύθο
των φυσικών δικαιωμάτων και του κοινωνικού συμβολαίου, των πρώτων
μεγάλων ιδεολογικών κατασκευών. Οι αγώνες για τη χειραφέτηση των
σκλάβων, για την ψήφο, τα δικαιώματα των γυναικών ή την προστασία της
εργασίας ήταν πολιτικοί, όχι νομικοί. Τα δικαιώματα ανήκαν στους πολίτες
και όχι γενικά στους ανθρώπους. Ηταν εργαλεία για την κοινωνική
κινητοποίηση, όχι για δικαστική χρήση. Οπως είδαμε στα πρόσφατα κινήματα
αντίστασης σε όλο τον κόσμο, η γλώσσα των δικαιωμάτων δεν αφορά μόνο
νόμους και Συντάγματα. Χρησιμοποιείται επίσης για να αμφισβητήσει τις
υπάρχουσα νομική τάξη. Υπάρχουν λοιπόν δύο είδη δικαιωμάτων: τα
δικαιώματα του δικαίου και τα δικαιώματα του δρόμου. Χωρίς τα δεύτερα,
χωρίς την ανυπακοή και την αντίσταση, κανένα από τα νομικά δικαιώματα
που θεωρούμε δεδομένα δεν θα είχε γεννηθεί.



Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα η θεωρία των φυσικών δικαιωμάτων είχε
απορριφθεί συνολικά. Το φυσικό δίκαιο επανεμφανίστηκε στις δίκες των
ναζί εγκληματιών πολέμου στη Νυρεμβέργη – με τη μορφή των «εγκλημάτων
κατά της ανθρωπότητας». Το δικαστήριο, έχοντας να αντιμετωπίσει το
επιχείρημα ότι οι κατηγορούμενοι εφάρμοζαν ισχύουσα νομοθεσία, αποφάσισε
ότι η συστηματική εξολόθρευση Εβραίων, Ρομά, κομμουνιστών και
ομοφυλόφιλων παραβίαζε το διεθνές εθιμικό δίκαιο και τις αρχές των
«πολιτισμένων» εθνών. Η Δύση είχε διαπράξει επανειλημένα αποτρόπαια
εγκλήματα με τη δουλεία, την εξολόθρευση ιθαγενών πληθυσμών και τις
αγριότητες των αποικιοκρατών. Τώρα ωστόσο που κάποιοι Ευρωπαίοι
επιχείρησαν να εξολοθρεύσουν άλλους Ευρωπαίους, μπήκε στο νομικό
λεξιλόγιο η έννοια των «εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας». Μετά από τη
Νυρεμβέργη, η ανθρωπότητα χωρίστηκε για πάντα σε τρεις ρόλους: θύματα,
θύτες και σωτήρες. Κι οι θύτες και τα θύματα προέρχονται από τα
«σκοτεινά» μέρη του κόσμου, ενώ οι σωτήρες τους από τη Δύση.



Είναι δυτικά ή οικουμενικά τα ανθρώπινα δικαιώματα;



Ο ιστορικός Σάμιουελ Μόιν έχει δείξει με πειστικό τρόπο στο βιβλίο
του «Η τελευταία ουτοπία» ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα απέκτησαν τη
σημερινή σημασία τους μόλις στη δεκαετία του 1970. Οι αγώνες για την
αποαποικιοποίηση στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 δεν
χρησιμοποιούσαν τη γλώσσα των δικαιωμάτων, η οποία εκλαμβανόταν σαν μια
προσπάθεια της Δύσης να επιβάλει μια νομική νεο-αποικιοκρατία στις
πρόσφατα ανεξαρτητοποιημένες αποικίες. Ο Γκάντι, ο Φανόν, ο Σεζέρ και ο
Νκρούμα δεν είχαν καμία σχέση με τον δυτικό φιλελεύθερο ανθρωπισμό.
Πράγματι, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ήταν μια
προσπάθεια της ηθικά και πολιτικά απονομιμοποιημένης ευρωπαϊκής Δεξιάς
να ανακαλύψει μια νέα ιδεολογία που θα της έδινε πλεονέκτημα απέναντι
στον Δεύτερο και τον Τρίτο Κόσμο. Αντίθετα από την Οικουμενική
Διακήρυξη, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση δεν περιλαμβάνει κανένα κοινωνικό ή
οικονομικό δικαίωμα εκτός από το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και είναι
γεμάτη ψυχροπολεμικές προβλέψεις οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν
επανειλημμένως εναντίον ριζοσπαστικών κομμάτων. Μόνο τη δεκαετία του
1970, όταν οι ΗΠΑ χρειάζονταν μια νέα νομιμοποίηση μετά την ήττα στο
Βιετνάμ και το τέλος των κινημάτων του 1968, ο πρόεδρος Κάρτερ ανακάλυψε
ξανά τη γλώσσα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία έγινε η ιδεολογία
της Δύσης.



Τα διεθνή ανθρώπινα δικαιώματα επινοήθηκαν ως ένα είδος ανώτερου
νόμου που θα υπερίσχυε των εθνικών δικαιικών τάξεων. Για να παραφράσουμε
τον Νίτσε, αν ο Θεός, η πηγή του φυσικού δικαίου, είναι νεκρός, έχει
αντικατασταθεί από το διεθνές δίκαιο. Αραγε λοιπόν είναι τα ανθρώπινα
δικαιώματα δυτικά ή οικουμενικά; Το οικογενειακό τους δέντρο είναι
αναμφίβολα δυτικό. Ο κομφουκιανισμός, ο ινδουισμός, ο ισλαμισμός και οι
αφρικανικές θρησκείες έχουν τη δική τους προσέγγιση στην ηθική, την
αξιοπρέπεια και την ισότητα. Οι μη δυτικές φιλοσοφίες και θρησκείες
διατηρούν μια ισχυρή κοινοτική βάση, δίνοντας έμφαση στα καθήκοντα που
απορρέουν από στέρεους κοινωνικούς δεσμούς. Δεν αποτέλεσαν μέρος της
πρώιμης ανάπτυξης του κινήματος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Τζον
Χάμφρεϊ, που ετοίμασε το προσχέδιο της Οικουμενικής Διακήρυξης, θυμάται
ότι του είχε ζητηθεί να μελετήσει κινεζική φιλοσοφία πριν καταπιαστεί με
το έργο του. «Δεν πήγα στην Κίνα ούτε μελέτησα τα γραπτά του
Κομφούκιου», γράφει αργότερα.



Είναι οικουμενικά τα ανθρώπινα δικαιώματα; Η ιστορία τους είναι
δυτική. Σήμερα έχουν παγκοσμιοποιηθεί. Το αν είναι οικουμενικά με την
κανονιστική έννοια του όρου είναι ένα σημαντικό ερώτημα. Μια πρώτη
απάντηση θα δοθεί στο επόμενο άρθρο που διερωτάται «ποιος είναι ο
«άνθρωπος» των δικαιωμάτων του ανθρώπου;».







* Καθηγητής της Νομικής, αντιπρύτανης και διευθυντής του
Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Ερευνών στο Κολέγιο Μπίρκμπεκ του
Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Ανάμεσα στα τελευταία βιβλία του Κώστα
Δουζίνα που κυκλοφορούν είναι το «Αντίσταση και Φιλοσοφία στην Κρίση»
(εκδ. «Αλεξάνδρεια», 2012) και το «Ριζοσπαστική Πολιτική και Νομική
Φιλοσοφία» (εκδ. «Νήσος», 2013).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων