Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου, απο το Red NoteBook...
Για την πολιτική της Αριστεράς στο μεταναστευτικό, με αφορμή το ναυάγιο στο Φαρμακονήσι.
Δεκατρείς φορές. Τόσες εμφανίζεται η λέξη “παράνομος” στην ανακοίνωση
που έβγαλε το Αρχηγείο του Λιμενικού
“για την πλήρη αποκατάσταση της
αλήθειας και της πραγματικότητας”. Παράνομοι μετανάστες, παράνομη
μετανάστευση, παράνομη είσοδος, και πάει λέγοντας. Σαν άσκηση
στρεψοδικίας, μπροστά στην κατακραυγή για την παράνομη επαναπροώθηση των
προσφύγων από το Φαρμακονήσι προς τις τουρκικές ακτές. Σαν επίδειξη
υπηρεσιακής ευσυνειδησίας κρετίνου ή απολογία μπροστά σε “πιασμένη”
έδρα. Σα να βρέθηκε ο αντιπερισπασμός, και μαζί η γλώσσα για να κρυφτεί
ένα κρατικό έγκλημα πίσω απ΄ την ψυχρή, αποστασιοποιημένη γλώσσα της
διοίκησης.
Αυτή είναι η μία στάση απέναντι σε όσα έγιναν τη Δευτέρα στο Φαρμακονήσι: η επιθετική διαχείριση/αποποίηση του πολιτικού κόστους. Υπάρχει όμως και η συμμετρική της: η καθήλωση στη συγκίνηση. Είτε στη βερσιόν των δακρυρροούντων κροκόδειλων –“είπαμε να καταπολεμήσουμε τη λαθρομετανάστευση, αλλά όχι κι έτσι”–, είτε στην περίπτωση όσων αδυνατούν να δουν πίσω απ΄ το συγκεκριμένο, που προφανώς είναι συντριπτικό.
Έχει σημασία να μη βιαστούμε να καταχωρίσουμε το φονικό της Λέρου στη μακρά λίστα με τα κρατικά εγκλήματα, εκεί δηλαδή που ανήκει. Θα κάναμε χάρη στους αυτουργούς, στον πολιτικό προϊστάμενό τους και τα μέσα ενημέρωσης αν δεν αναζητούσαμε τις συγκεκριμένες ευθύνες, αν δεν στεκόμασταν στις μαρτυρίες και τις δήθεν απαλλακτικές για τους λιμενικούς καταθέσεις, αν καταγγέλλαμε γενικώς και αορίστως το κράτος και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από την άλλη, όμως, έχει σημασία, τώρα που όλοι ακούνε περισσότερο ό,τι έχει να ειπωθεί για το μεταναστευτικό, να μην εξαντληθούμε στο παράλογο και το αποτρόπαιο του Φαρμακονησιου, αδιαφορώντας για τη λογική του. Το μεταναστευτικό έχει συνδεθεί με την πολιτική των συναισθημάτων όσο λίγα ζητήματα. Για την ακροδεξιά, με το φόβο. Για ένα τμήμα των κινημάτων αλληλεγγύης, από την άλλη, με τον οίκτο. Κάπως έτσι, όμως, η αλληλεγγύη στους μετανάστες και τους πρόσφυγες απαξιώνεται ευκολότερα ως “συναισθηματισμός”, ως κάτι ξένο δηλαδή με την πολιτική. Ακριβώς ό,τι δεν χρειαζόμαστε.
Το σύνορο της ασφάλειας
Το ελληνικό κράτος ακολουθεί και ταυτόχρονα πλειοδοτεί όσον αφορά την ευρωπαϊκή πολιτική ενίσχυσης των συνόρων. Από αυτή την άποψη, αναγκαία αφετηρία είναι η κατανόηση της λογικής του συνόρου.
Σύνορο σημαίνει διατήρηση της ασφάλειας των μέσα από τη μια, επιλεκτική χρήση των έξω από την άλλη. Ως γνωστόν, η σύνδεση μεταναστευτικού και ασφάλειας αποτελεί σήμα κατατεθέν της ευρωπαϊκής πολιτικής για το μεταναστευτικό. Με δεδομένη όμως την ηγεμονία Δεξιάς και Ακροδεξιάς μετά το ΄90, της ηγεμονίας στον αστερισμό της οποίας κινείται διαχρονικά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, και η ελληνική μεταναστευτική πολιτική, ακόμα και τμήματα της Αριστεράς έχουν συνηθίσει να βλέπουν το μεταναστευτικό μόνο ή πρωτίστως α) ως ζήτημα ασφάλειας συνόρων, δηλαδή εθνικής κυριαρχίας και β) ως ζήτημα ασφάλειας με την έννοια του νόμου και της τάξης.
Κάνοντας “αβίωτο” το βίο στους λαθρομετανάστες, το ελληνικό κράτος υπερασπίζεται το τελευταίο οχυρό της κυριαρχίας του, στην εποχή που αυτή αλλάζει νόημα –στην εποχή δηλαδή της τρόικας και των μνημονίων–, κι έτσι εννοεί να νομιμοποιείται στο εσωτερικό, ως εθνικό κράτος: με φράχτες, νάρκες και ισχυρές δυνάμεις στα σύνορα, και επωφελούμενο της κυρίως ευρωπαϊκής συνεργασίας, αυτής στο πεδίο της ανάσχεσης των μεταναστευτικών ροών. Με τις μεθόδους αυτές το ελληνικό κράτος οριοθετεί δικαιώματα: Κατ΄ αρχάς απέναντι στην Τουρκία, που χειρίζεται κατά το δοκούν το Πρωτόκολλο Επανεισδοχής (και που μεταξύ 2002 και 2011 παρέλαβε μόλις 3.291 αιτήματα επανεισδοχής μεταναστών, επί συνόλου 85.687 [1]). Και την ίδια στιγμή απέναντι στην Κεντρική, Δυτική και Βόρεια Ευρώπη, που θέλουν την Ελλάδα κυματοθραύστη των μεταναστευτικών ροών, σε ρόλο δηλαδή που συμμερίζεται, πλην χωρίς πόρους: αφενός για την ενίσχυση των κοινών εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε., που οφείλουν να αποκλείουν ξένους ανειδίκευτους-“καταχραστές” επιδομάτων και να ανοίγουν νόμιμα μόνο για τους επίλεκτους “εγκεφάλους” (βλ. Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο του 2008)΄ και αφετέρου προς ενίσχυση των εσωτερικών συνόρων, των συνόρων δηλαδή που χωρίζουν τον ευρωπαϊκό Νότο από το κλαμπ των πλουσιότερων ευρωπαίων εταίρων (βλ. Δουβλίνο ΙΙ και ΙΙΙ).
Για τη Δεξιά και την Ακροδεξιά, λοιπόν, το μεταναστευτικό δοκιμάζει την εθνική κυριαρχία, είναι ζήτημα ανταγωνισμού με την Τουρκία και την Ε.Ε., και αποτελεί πρόκληση για το νόμο και την τάξη: ευκαιρία νομιμοποίησης του κράτους ως προστάτη των “εθνικών” λαϊκών τάξεων έναντι των φτηνότερων ξένων, και ταυτόχρονα ευκαιρία για το κεφάλαιο, για να αναλάβει αυτό τομείς της μεταναστευτικής πολιτικής στους οποίους το κράτος υπολείπεται ή από τους οποίους απέχει (τεχνολογία επιτήρησης και αποτροπής, φύλαξη, σίτιση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κ.ο.κ). Αυτή την αντίληψη απηχεί, στα καθ΄ ημάς, η de facto μετατροπή της κράτησης των χωρίς χαρτιά από δυνητική και περιορισμένη σε αυτόματη και διαρκή, η πλήρης υπαγωγή των υπηρεσιών ασύλου στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, η παρατεταμένη διοικητική κράτηση των αιτούντων, η έλλειψη διαδικασιών νομιμοποίησης που “παράγει” παράτυπους μετανάστες κ.ο.κ.
Από τις ασκήσεις κυριαρχίας και την ποινικοποίηση της φτώχειας στην ευρωπαϊκή συνεργασία και τη σύγκρουση για τα κοινωνικά δικαιώματα
Για την Αριστερά, αντίθετα, το μεταναστευτικό είναι ζήτημα ευρωπαϊκής και ευρωτουρκικής συνεργασίας (και των ορίων που της θέτει η υπαρκτή Ευρωπαϊκή Ένωση) από τη μια, και εγγύησης/αφαίρεσης κοινωνικών δικαιωμάτων από την άλλη. Ζήτημα που επισημαίνει το επείγον της προστασίας της εργασίας, της βασικής δηλαδή προϋπόθεσης για ένα νέο, καθολικό κοινωνικό κράτος, χωρίς το οποίο δεν νοείται υπέρβαση της κρίσης, πολλώ δε μάλλον μεταναστευτική πολιτική. Το κοινό στοιχείο όλων των πολιτικών και νομοθετικών ρυθμίσεων είναι η σύνδεση με την εργασία [2]. Η διαφορά με τη Δεξιά, λοιπόν, δεν είναι απλώς και μόνο σύγκρουση αφηρημένων αρχών: στο μεταναστευτικό δεν διακυβεύεται απλώς η ανθρωπιστική ευαισθησία και ο σεβασμός της εθνικής και της διεθνούς νομοθεσίας. Το θέμα είναι αν θα αποσπάσουμε από το κεφάλαιο το μερίδιο εκείνο που χρειαζόμαστε για να στεγαστούν, να εκπαιδευτούν, να γιατρευτούν και να δουλέψουν οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, πράγμα που σημαίνει δημιουργία θέσεων εργασίας, δημόσιες επενδύσεις και αναπροσανατολισμό της φορολογίας. Αν αυτά δεν συμβούν, η ανασυγκρότηση του καπιταλισμού εν μέσω κρίσης θα περάσει πάνω από τις ανθρωπιστικές ευαισθησίες μας. Και ο μεν ευρωπαϊκός Νότος θα έχει μετατραπεί σε Ειδική Οικονομική Ζώνη, η δε Μεσόγειος σε απέραντο υγρό τάφο.
Για να εξηγήσουμε ότι η Αριστερά έχει πολιτική στο μεταναστευτικό, ίσως βοηθά να αντιστρέψουμε τη συνήθη σειρά. Γιατί μπορούμε και πρέπει, από τη μια, να υπερασπιστούμε τους περίπου 350.000 “χωρίς χαρτιά” που ζουν σήμερα στην Ελλάδα ή τους αιτούντες άσυλο πρόσφυγες (αυτούς που η σημερινή Ευρώπη, με την Ελλάδα στην πρώτη γραμμή, βαφτίζει λαθραίους και τους θαλασσοπνίγει “χριστιανικά”): να το κάνουμε επιμένοντας ότι η ρητορική περί νομιμότητας και παρανομίας της μετανάστευσης είναι η αργκό της ποινικοποίησης της φτώχειας. Μπορούμε να εξηγήσουμε πια τι εννοούν όσοι μας λένε, βαρρβιτσοειδώς, “και τι θέλετε δηλαδή; Ανοιχτά σύνορα;”. Μπορούμε όμως, από την άλλη, να δείξουμε ότι υπάρχει από σήμερα κιόλας το δικό μας ιδανικό, ένα παράδειγμα κοινωνικής ένταξης και πολυεθνικής συμβίωσης -πλην όχι ακόμα ισότιμης: Είναι οι μετανάστες και οι μετανάστριες που βρίσκονται στην Ελλάδα πάνω από εφτά χρόνια. Μπορούμε να ξεκινάμε λοιπόν από τους “νόμιμους”. Αυτούς και τα παιδιά τους που πρέπει να παίρνουν ιθαγένεια, πλην όμως εκπίπτουν ή κινδυνεύουν να εκπέσουν από τη νομιμότητα λόγω έλλειψης ενσήμων - ενώ η ιθαγένειά έχει μπλοκάρει κυριολεκτικά λόγω “ανομίας”.
Ιθαγένεια, επαναφορά των εκπεσόντων στη νομιμότητα, εγγύηση της πρόσβασης στο προσφυγικό άσυλο με υπηρεσίες στις πύλες εισόδου, ανοιχτά κέντρα πρώτης υποδοχής και φιλοξενίας, πλήρης νομική και ιατροφαρμακευτική κάλυψη από δημόσιο σύστημα υγείας, μηχανισμοί επιθεώρησης εργασίας, εκπαίδευση δικαστικών και σωμάτων ασφαλείας. Και τέλος μια νέα, διαρκής και δίκαιη διαδικασία νομιμοποίησης, χωρίς την οποία μένουν βορά στην υπερεκμετάλλευση και το φασισμό. Αυτά είναι τα βασικά σημεία μιας νέας μεταναστευτικής πολιτικής. Κι είναι για να μη γίνουν αυτά (γιατί αυτά κοστίζουν), που το κράτος προτιμά τις παράνομες μαζικές συλλήψεις με βάση το χρώμα του δέρματος, τα στρατόπεδα παράνομης παρατεταμένης κράτησης, τις παράνομες επαναπροωθήσεις - και κούφιες ρητορείες περί νομιμότητας. Θυμίζω ότι η πρώτη μας νίκη μέσα στο Μνημόνιο ήταν η Υπατία. Το Φαρμακονήσι ας ρίξει την αυλαία μια ώρα αρχύτερα.
____________
Σημειώσεις
[1] Αγγελική Δημητριάδη, Διέλευση και Μετανάστευση στην Ελλάδα, Νήσος 2013
[2] ό.π., σ. 97. Η εξάρτηση της άδειας παραμονής από την άδεια εργασίας και τον αριθμό των ενσήμων, η μετάκληση εγκεφάλων και ο αποκλεισμός των ανειδίκευτων, ο ανταγωνισμός για το μεροκάματο, η απουσία κρατικών ελεγκτικών μηχανισμών και συνδικαλιστικών δομών που επιτρέπει Μανωλάδες ή αφήνει αόρατες τις γυναίκες της οικιακής εργασίας κ.ο.κ.
Για την πολιτική της Αριστεράς στο μεταναστευτικό, με αφορμή το ναυάγιο στο Φαρμακονήσι.
Αυτή είναι η μία στάση απέναντι σε όσα έγιναν τη Δευτέρα στο Φαρμακονήσι: η επιθετική διαχείριση/αποποίηση του πολιτικού κόστους. Υπάρχει όμως και η συμμετρική της: η καθήλωση στη συγκίνηση. Είτε στη βερσιόν των δακρυρροούντων κροκόδειλων –“είπαμε να καταπολεμήσουμε τη λαθρομετανάστευση, αλλά όχι κι έτσι”–, είτε στην περίπτωση όσων αδυνατούν να δουν πίσω απ΄ το συγκεκριμένο, που προφανώς είναι συντριπτικό.
Έχει σημασία να μη βιαστούμε να καταχωρίσουμε το φονικό της Λέρου στη μακρά λίστα με τα κρατικά εγκλήματα, εκεί δηλαδή που ανήκει. Θα κάναμε χάρη στους αυτουργούς, στον πολιτικό προϊστάμενό τους και τα μέσα ενημέρωσης αν δεν αναζητούσαμε τις συγκεκριμένες ευθύνες, αν δεν στεκόμασταν στις μαρτυρίες και τις δήθεν απαλλακτικές για τους λιμενικούς καταθέσεις, αν καταγγέλλαμε γενικώς και αορίστως το κράτος και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από την άλλη, όμως, έχει σημασία, τώρα που όλοι ακούνε περισσότερο ό,τι έχει να ειπωθεί για το μεταναστευτικό, να μην εξαντληθούμε στο παράλογο και το αποτρόπαιο του Φαρμακονησιου, αδιαφορώντας για τη λογική του. Το μεταναστευτικό έχει συνδεθεί με την πολιτική των συναισθημάτων όσο λίγα ζητήματα. Για την ακροδεξιά, με το φόβο. Για ένα τμήμα των κινημάτων αλληλεγγύης, από την άλλη, με τον οίκτο. Κάπως έτσι, όμως, η αλληλεγγύη στους μετανάστες και τους πρόσφυγες απαξιώνεται ευκολότερα ως “συναισθηματισμός”, ως κάτι ξένο δηλαδή με την πολιτική. Ακριβώς ό,τι δεν χρειαζόμαστε.
Το σύνορο της ασφάλειας
Το ελληνικό κράτος ακολουθεί και ταυτόχρονα πλειοδοτεί όσον αφορά την ευρωπαϊκή πολιτική ενίσχυσης των συνόρων. Από αυτή την άποψη, αναγκαία αφετηρία είναι η κατανόηση της λογικής του συνόρου.
Σύνορο σημαίνει διατήρηση της ασφάλειας των μέσα από τη μια, επιλεκτική χρήση των έξω από την άλλη. Ως γνωστόν, η σύνδεση μεταναστευτικού και ασφάλειας αποτελεί σήμα κατατεθέν της ευρωπαϊκής πολιτικής για το μεταναστευτικό. Με δεδομένη όμως την ηγεμονία Δεξιάς και Ακροδεξιάς μετά το ΄90, της ηγεμονίας στον αστερισμό της οποίας κινείται διαχρονικά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, και η ελληνική μεταναστευτική πολιτική, ακόμα και τμήματα της Αριστεράς έχουν συνηθίσει να βλέπουν το μεταναστευτικό μόνο ή πρωτίστως α) ως ζήτημα ασφάλειας συνόρων, δηλαδή εθνικής κυριαρχίας και β) ως ζήτημα ασφάλειας με την έννοια του νόμου και της τάξης.
Κάνοντας “αβίωτο” το βίο στους λαθρομετανάστες, το ελληνικό κράτος υπερασπίζεται το τελευταίο οχυρό της κυριαρχίας του, στην εποχή που αυτή αλλάζει νόημα –στην εποχή δηλαδή της τρόικας και των μνημονίων–, κι έτσι εννοεί να νομιμοποιείται στο εσωτερικό, ως εθνικό κράτος: με φράχτες, νάρκες και ισχυρές δυνάμεις στα σύνορα, και επωφελούμενο της κυρίως ευρωπαϊκής συνεργασίας, αυτής στο πεδίο της ανάσχεσης των μεταναστευτικών ροών. Με τις μεθόδους αυτές το ελληνικό κράτος οριοθετεί δικαιώματα: Κατ΄ αρχάς απέναντι στην Τουρκία, που χειρίζεται κατά το δοκούν το Πρωτόκολλο Επανεισδοχής (και που μεταξύ 2002 και 2011 παρέλαβε μόλις 3.291 αιτήματα επανεισδοχής μεταναστών, επί συνόλου 85.687 [1]). Και την ίδια στιγμή απέναντι στην Κεντρική, Δυτική και Βόρεια Ευρώπη, που θέλουν την Ελλάδα κυματοθραύστη των μεταναστευτικών ροών, σε ρόλο δηλαδή που συμμερίζεται, πλην χωρίς πόρους: αφενός για την ενίσχυση των κοινών εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε., που οφείλουν να αποκλείουν ξένους ανειδίκευτους-“καταχραστές” επιδομάτων και να ανοίγουν νόμιμα μόνο για τους επίλεκτους “εγκεφάλους” (βλ. Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο του 2008)΄ και αφετέρου προς ενίσχυση των εσωτερικών συνόρων, των συνόρων δηλαδή που χωρίζουν τον ευρωπαϊκό Νότο από το κλαμπ των πλουσιότερων ευρωπαίων εταίρων (βλ. Δουβλίνο ΙΙ και ΙΙΙ).
Για τη Δεξιά και την Ακροδεξιά, λοιπόν, το μεταναστευτικό δοκιμάζει την εθνική κυριαρχία, είναι ζήτημα ανταγωνισμού με την Τουρκία και την Ε.Ε., και αποτελεί πρόκληση για το νόμο και την τάξη: ευκαιρία νομιμοποίησης του κράτους ως προστάτη των “εθνικών” λαϊκών τάξεων έναντι των φτηνότερων ξένων, και ταυτόχρονα ευκαιρία για το κεφάλαιο, για να αναλάβει αυτό τομείς της μεταναστευτικής πολιτικής στους οποίους το κράτος υπολείπεται ή από τους οποίους απέχει (τεχνολογία επιτήρησης και αποτροπής, φύλαξη, σίτιση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κ.ο.κ). Αυτή την αντίληψη απηχεί, στα καθ΄ ημάς, η de facto μετατροπή της κράτησης των χωρίς χαρτιά από δυνητική και περιορισμένη σε αυτόματη και διαρκή, η πλήρης υπαγωγή των υπηρεσιών ασύλου στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, η παρατεταμένη διοικητική κράτηση των αιτούντων, η έλλειψη διαδικασιών νομιμοποίησης που “παράγει” παράτυπους μετανάστες κ.ο.κ.
Από τις ασκήσεις κυριαρχίας και την ποινικοποίηση της φτώχειας στην ευρωπαϊκή συνεργασία και τη σύγκρουση για τα κοινωνικά δικαιώματα
Για την Αριστερά, αντίθετα, το μεταναστευτικό είναι ζήτημα ευρωπαϊκής και ευρωτουρκικής συνεργασίας (και των ορίων που της θέτει η υπαρκτή Ευρωπαϊκή Ένωση) από τη μια, και εγγύησης/αφαίρεσης κοινωνικών δικαιωμάτων από την άλλη. Ζήτημα που επισημαίνει το επείγον της προστασίας της εργασίας, της βασικής δηλαδή προϋπόθεσης για ένα νέο, καθολικό κοινωνικό κράτος, χωρίς το οποίο δεν νοείται υπέρβαση της κρίσης, πολλώ δε μάλλον μεταναστευτική πολιτική. Το κοινό στοιχείο όλων των πολιτικών και νομοθετικών ρυθμίσεων είναι η σύνδεση με την εργασία [2]. Η διαφορά με τη Δεξιά, λοιπόν, δεν είναι απλώς και μόνο σύγκρουση αφηρημένων αρχών: στο μεταναστευτικό δεν διακυβεύεται απλώς η ανθρωπιστική ευαισθησία και ο σεβασμός της εθνικής και της διεθνούς νομοθεσίας. Το θέμα είναι αν θα αποσπάσουμε από το κεφάλαιο το μερίδιο εκείνο που χρειαζόμαστε για να στεγαστούν, να εκπαιδευτούν, να γιατρευτούν και να δουλέψουν οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, πράγμα που σημαίνει δημιουργία θέσεων εργασίας, δημόσιες επενδύσεις και αναπροσανατολισμό της φορολογίας. Αν αυτά δεν συμβούν, η ανασυγκρότηση του καπιταλισμού εν μέσω κρίσης θα περάσει πάνω από τις ανθρωπιστικές ευαισθησίες μας. Και ο μεν ευρωπαϊκός Νότος θα έχει μετατραπεί σε Ειδική Οικονομική Ζώνη, η δε Μεσόγειος σε απέραντο υγρό τάφο.
***
Για να εξηγήσουμε ότι η Αριστερά έχει πολιτική στο μεταναστευτικό, ίσως βοηθά να αντιστρέψουμε τη συνήθη σειρά. Γιατί μπορούμε και πρέπει, από τη μια, να υπερασπιστούμε τους περίπου 350.000 “χωρίς χαρτιά” που ζουν σήμερα στην Ελλάδα ή τους αιτούντες άσυλο πρόσφυγες (αυτούς που η σημερινή Ευρώπη, με την Ελλάδα στην πρώτη γραμμή, βαφτίζει λαθραίους και τους θαλασσοπνίγει “χριστιανικά”): να το κάνουμε επιμένοντας ότι η ρητορική περί νομιμότητας και παρανομίας της μετανάστευσης είναι η αργκό της ποινικοποίησης της φτώχειας. Μπορούμε να εξηγήσουμε πια τι εννοούν όσοι μας λένε, βαρρβιτσοειδώς, “και τι θέλετε δηλαδή; Ανοιχτά σύνορα;”. Μπορούμε όμως, από την άλλη, να δείξουμε ότι υπάρχει από σήμερα κιόλας το δικό μας ιδανικό, ένα παράδειγμα κοινωνικής ένταξης και πολυεθνικής συμβίωσης -πλην όχι ακόμα ισότιμης: Είναι οι μετανάστες και οι μετανάστριες που βρίσκονται στην Ελλάδα πάνω από εφτά χρόνια. Μπορούμε να ξεκινάμε λοιπόν από τους “νόμιμους”. Αυτούς και τα παιδιά τους που πρέπει να παίρνουν ιθαγένεια, πλην όμως εκπίπτουν ή κινδυνεύουν να εκπέσουν από τη νομιμότητα λόγω έλλειψης ενσήμων - ενώ η ιθαγένειά έχει μπλοκάρει κυριολεκτικά λόγω “ανομίας”.
Ιθαγένεια, επαναφορά των εκπεσόντων στη νομιμότητα, εγγύηση της πρόσβασης στο προσφυγικό άσυλο με υπηρεσίες στις πύλες εισόδου, ανοιχτά κέντρα πρώτης υποδοχής και φιλοξενίας, πλήρης νομική και ιατροφαρμακευτική κάλυψη από δημόσιο σύστημα υγείας, μηχανισμοί επιθεώρησης εργασίας, εκπαίδευση δικαστικών και σωμάτων ασφαλείας. Και τέλος μια νέα, διαρκής και δίκαιη διαδικασία νομιμοποίησης, χωρίς την οποία μένουν βορά στην υπερεκμετάλλευση και το φασισμό. Αυτά είναι τα βασικά σημεία μιας νέας μεταναστευτικής πολιτικής. Κι είναι για να μη γίνουν αυτά (γιατί αυτά κοστίζουν), που το κράτος προτιμά τις παράνομες μαζικές συλλήψεις με βάση το χρώμα του δέρματος, τα στρατόπεδα παράνομης παρατεταμένης κράτησης, τις παράνομες επαναπροωθήσεις - και κούφιες ρητορείες περί νομιμότητας. Θυμίζω ότι η πρώτη μας νίκη μέσα στο Μνημόνιο ήταν η Υπατία. Το Φαρμακονήσι ας ρίξει την αυλαία μια ώρα αρχύτερα.
____________
Σημειώσεις
[1] Αγγελική Δημητριάδη, Διέλευση και Μετανάστευση στην Ελλάδα, Νήσος 2013
[2] ό.π., σ. 97. Η εξάρτηση της άδειας παραμονής από την άδεια εργασίας και τον αριθμό των ενσήμων, η μετάκληση εγκεφάλων και ο αποκλεισμός των ανειδίκευτων, ο ανταγωνισμός για το μεροκάματο, η απουσία κρατικών ελεγκτικών μηχανισμών και συνδικαλιστικών δομών που επιτρέπει Μανωλάδες ή αφήνει αόρατες τις γυναίκες της οικιακής εργασίας κ.ο.κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου