του Θωμα Τσαλαπατη...
“Η Ελλάδα πεθαίνει, τουλάχιστον ας πεθάνει γρήγορα, γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο.”
Ο Θανάσης Βέγγος στο Βλέμμα του Οδυσσέα
Στις 24 του Γενάρη, συμπληρώνονται δύο χρόνια από το
θάνατο του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Το έργο του μένει σταθερό
μέσα στο χρόνο, κουβαλώντας κρίσεις, βραβεία, αντιρρήσεις από
το 1970 της Αναπαράστασης, μέχρι και το σήμερα της
αποτίμησης. Ενώ, όμως, η ημερομηνία του Γενάρη τοποθετεί
με τον πιο απόλυτο τρόπο το τέλος στην εξέλιξη ενός έργου που
διήρκεσε 13 ταινίες, αυτό που συνεχίζει αμείωτο είναι η
μετάλλαξη του έργου αυτού μέσα στο χρόνο, οι νέες σημασίες και
τα φορτία που κουβαλά για εμάς στο παρόν, το άλλο βλέμμα που
έρχεται να διαμορφώσει το βλέμμα μας.
Από τις 23 έως τις 29 Γενάρη, η Ταινιοθήκη οργανώνει ένα αφιέρωμα στο έργο του
έλληνα δημιουργού, προβάλλοντας το σύνολο των ταινιών του
μαζί με ανοιχτές συζητήσεις, παρουσιάσεις και ερμηνείες.
Είναι προφανές ήδη από τον τίτλο της εκδήλωσης («Ο Θόδωρος
Αγγελόπουλος με τα μάτια των νέων») πως δεν βρισκόμαστε μπροστά
σε άλλον ένα φόρο τιμής στο έργο του Αγγελόπουλου, σε άλλη μια
σινεφίλ ρετροσπεκτίβα, αλλά σε μια προσπάθεια ψηλάφησης
ενός νέου αποτυπώματος.
Η άλλη αφήγηση
Ένα
σύντομο κείμενο δεν μπορεί να έχει την αξίωση να δημιουργήσει
μια νέα ανάγνωση σε έργο τέτοιας έκτασης και τέτοιας
σημασίας. Θα μπορούσε, όμως, να περιγράψει κάποια σημεία στον
ορίζοντα, προς τα οποία θα μπορούσε να κατευθυνθεί μια νέα
προσδοκία. Άλλωστε, οι παλαιότερες κρίσεις για το έργο του
Αγγελόπουλου, θετικές ή αρνητικές (σε σχέση με τους ρυθμούς,
την ελληνικότητα, την αφήγηση της ήττας, την ποιητικότητα,
την μπρεχτική διατύπωση του κινηματογράφου κτλ) έχουν
ειπωθεί τόσες φορές, ώστε να θυμίζουν λόγια γερασμένων
συγγενών που αναπολούν τις περασμένες εποχές με μια κουβέρτα
στα πόδια και μια θερμοφόρα κάτω από τη γλώσσα.
Το ερώτημα
που πρέπει να διατυπωθεί είναι: Μπορεί το έργο του
Αγγελόπουλου να μιλήσει για το δικό μας παρόν; Για τη στιγμή
αυτή στο μόνιμο σημείο μηδέν που βιώνουμε; Μπορεί ένα έργο που
χαρτογραφεί με τη συνέπεια και την ακρίβεια ενός προσωπικού
οράματος τις περασμένες δεκαετίες -από τον μεσοπόλεμο
μέχρι την όχθη της κρίσης- να έρθει σε επαφή με γενιές για τις
οποίες το πρόσφατο παρελθόν τοποθετείται στην ιστορία και
όχι στο βίωμα;
Ο κινηματογράφος του Θόδωρου Αγγελόπουλου
περιγράφει μια παράλληλη ιστορική καταγραφή. Δίπλα στους
εκλογικούς θριάμβους, τις μεταπολιτευτικές μεταλλάξεις, τις
υποσχέσεις ισχύος, ευμάρειας και ευδαιμονίας, δίπλα στο
πρόχειρο πλαστικό όραμα των περασμένων δεκαετιών. Το έργο
του Αγγελόπουλου αποτελεί μια κιβωτό της άλλης αφήγησης,
έναν άλλο χρόνο, μιας άλλης ελλάδας, μια ποιητική αγωνία που
εισέρχεται στα χρόνια της κρίσης ως αναστοχασμός.
Γιατί οι συγκεκριμένες ταινίες εξιστορούσαν την πληγή ακόμα
και στους καιρούς της πιο αφόρητης αισιοδοξίας. Έχοντας τις
ρίζες τους στα βάθη του εμφύλιου χάσματος, δεν πανηγύρισαν
καμία Αλλαγή και καμία δικαίωση τη δεκαετία του ’80, μας
έδειξαν μια ύπαιθρο ερημωμένη και μια χώρα κούφια, ανθρώπους
που αποφάσισαν να επιστρέψουν πίσω και αναγνώρισαν την
επιστροφή σαν την πιο βαθειά εξορία, νέους χαμένους στο
επιτακτικό Ναι της Νεότητας, ακίνητες φιγούρες
καρφιτσωμένες στο χρόνο, αγάλματα ενσαρκωμένα.
Υποδέχτηκαν την Ισχυρή Ελλάδα παραδίδοντάς της ένα
διαμελισμένο βαλκάνιο σώμα στο Βλέμμα του Οδυσσέα,
αντικατέστησαν τα σπασμένα σεφερικά αγάλματα με τα
αποκαθηλωμένα αγάλματα των κομουνιστικών οραμάτων,
υποδέχτηκαν τους μετανάστες, δίνοντάς τους το πρόσωπο ενός
παιδιού και τη συντροφιά ενός ετοιμοθάνατου ποιητή.
Μα δεν
μιλούμε για ήττα. Ίσως για τον αναγκαίο θρήνο της ίασης. Λίγο
πριν το τέλος, εργάτες ντυμένοι στα κίτρινα ανεβαίνουν τους
στύλους για να στήσουν μια ανάταση. Γιατί, αν κάτι
παραγνωρίστηκε ως στοιχείο στις ταινίες του Αγγελόπουλου,
αυτό είναι η θέση που επεφύλαξε στους νέους: Στο «Τοπίο στην
ομίχλη», η ομίχλη σπάει μετά από ένα «μη φοβάσαι» και τα
παιδιά τρέχουν προς ένα γαλάζιο δέντρο, ο Οδυσσέας επιστρέφει
«με το όνομα και τα ρούχα ενός άλλου», ενώ στο φινάλε της
Σκόνης του χρόνου -τελευταίο πλάνο της όλης φιλμικής του
ιστορίας- ο Θόδωρος Αγγελόπουλος μας εμφανίζει τον παππού και
την εγγονή να τρέχουν χέρι χέρι σ’ ένα χιονισμένο Βερολίνο.
Η συμφιλίωση της συνέχειας, ο δεσμός του καινούριου, η
προσδοκία μιας άγνωστης δικαίωσης. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος με
τα μάτια των νέων.
(στην εφημερίδα Εποχή)
(αναλυτικά πρόγραμμα και κείμενα εδώ http://theoangelopoulos.blogspot.gr/)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου