Του Τάσου Παππά, απο την Εφημεριδα των Συντακτων...
«Με εντολή Σαμαρά εκείνο, με εντολή Σαμαρά το άλλο, με εντολή Σαμαρά
ετούτο». Θα την ακούμε συχνά αυτή τη φράση κατά τη διάρκεια της
προεκλογικής περιόδου. Σύσσωμο το επικοινωνιακό επιτελείο της κυβέρνησης
ρίχνεται στη μάχη με εμπροσθοφυλακή τον πρωθυπουργό. Λογικό.
Πρωθυπουργοκεντρικό είναι το σύστημά μας, τον επικεφαλής του πρέπει να
πλασάρουν οι διάφοροι κατασκευαστές εικόνας. Δεν πρωτοτυπούν. Αλλωστε,
δεν έχουν να επιδείξουν και κάτι άλλο. Οι επιδόσεις τους σε όλα τα
μέτωπα είναι αξιοθρήνητες. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που
καταβάλλουν, ο κόσμος δεν δείχνει να τσιμπάει ούτε με το πρωτογενές
πλεόνασμα ούτε με τις αλλεπάλληλες αλχημείες που κάνουν οι αρμόδιοι για
να εμφανίσουν την ανεργία μειωμένη ούτε με τις διαδόσεις μέσω των
φιλικών μέσων ενημέρωσης ότι, τάχα, η δικομματική κυβέρνηση έχει βγει
στα χαρακώματα και συγκρούεται ανηλεώς με την ανάλγητη τρόικα για να
προστατεύσει τα εθνικά συμφέροντα. Μάλιστα, όπως δήλωσε ανώτατη
κυβερνητική πηγή (πιο ανώτατη δεν γίνεται), «περιμένουμε δήλωση στήριξης
από την τρόικα». Τόσο ανηλεής είναι η σύγκρουση!
Από τις δημοσκοπήσεις προκύπτει πως οι περισσότερες κοινωνικές ομάδες
έχουν αποσύρει την εμπιστοσύνη τους από τα κόμματα που κυβερνούν.
Δημόσιοι υπάλληλοι, εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, άνεργοι και νέοι
αποδοκιμάζουν τις πολιτικές που προωθούνται. Μπορεί να μη δίνουν αέρα
άνετης νίκης στον ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο δηλώνουν βαθύτατα απογοητευμένοι με την
πορεία της χώρας, εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους για τη στάση της
Ευρωπαϊκής Ενωσης απέναντι στην Ελλάδα και παραμένουν σταθερά
απαισιόδοξοι για το μέλλον τους. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες είναι
σχεδόν αναγκαστική η επιλογή της σύγκρισης ανάμεσα στον εν ενεργεία
πρωθυπουργό και τον υποψήφιο πρωθυπουργό. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο η
επίσημη προπαγάνδα, όσο και οι δημοσιολόγοι που στηρίζουν την
κυβερνητική γραμμή αναδεικνύουν από τις μετρήσεις το εύρημα για το ποιος
είναι καταλληλότερος για τη θέση του πρωθυπουργού, υποβαθμίζοντας και
την πρόθεση ψήφου και την παράσταση νίκης και όλα τα άλλα μεγέθη που δεν
τους ευνοούν.
Βεβαίως, δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν τα γνωστά όπλα, αυτά που
χρησιμοποίησαν κατά κόρον στις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις και
τα οποία απέδωσαν σε μεγάλο βαθμό. Με τη συνδρομή του ξένου παράγοντα,
αξιοποιώντας τη συντριπτική υπεροχή που διαθέτουν στα μέσα ενημέρωσης,
προβάλλοντας για αντίβαρο το σοβαρό ΚΚΕ έναντι της έξαλλης Αριστεράς και
ποντάροντας στην πολυφωνία που επικρατεί στον ΣΥΡΙΖΑ θα επιχειρήσουν να
τον παρουσιάσουν ως αντιευρωπαϊκή δύναμη, θα τον κατηγορήσουν ότι
δημαγωγεί, ότι θέλει να βάλει τη χώρα σε επικίνδυνες περιπέτειες, ότι
ρέπει προς τον εξτρεμισμό, ότι ανέχεται στο εσωτερικό του απόψεις που
φλερτάρουν με τον σταλινισμό και την ένοπλη ανυπακοή και γενικώς θα του
χρεώσουν όλα όσα μπορούν να φοβίσουν τους απελπισμένους και χρεωμένους
ανθρώπους.
Πρώτη προτεραιότητά τους πάντως θα είναι η ανάδειξη των ηγετικών
προσόντων του πρωθιερέα της κυβέρνησης. Εχει πείρα, είναι ο συνομιλητής
των ξένων κυβερνήσεων, τον πριμοδοτούν οι ηγετικές και οικονομικές ελίτ
της Ευρώπης. Συνεπώς είναι γνωστός, δοκιμασμένος και συμφέρει. Αυτός θα
διαπραγματευτεί καλύτερα από τον άλλο που δεν μπορεί να ελέγξει το κόμμα
του, που δεν μας λέει τι θα κάνει, που συναγελάζεται στην Ευρώπη με
αριστερίστικα γκρουπούσκουλα της συμφοράς και πάει λέγοντας.
Από δω και πέρα ό,τι καλό γίνεται θα πιστώνεται στον Αντ. Σαμαρά, ενώ
οι αστοχίες, οι αβλεψίες, οι επιπολαιότητες και τα λάθη θα χρεώνονται
στους υπουργούς, κυρίως στον Γ. Στουρνάρα, που είναι και ο εύκολος
στόχος. Ενδεχομένως και να τον θυσιάσουν για να δείξουν ότι ο
πρωθυπουργός ενωτίζεται τις διαμαρτυρίες των καθημαγμένων πολιτών. Με τα
τερτίπια αυτά οι δοκησίσοφοι του μεγάρου Μαξίμου ελπίζουν να εκτονώσουν
τη δυσφορία της κοινωνίας, να περιορίσουν τις εκλογικές ζημιές και να
πετύχουν μια αξιοπρεπή ήττα, την οποία οι επικοινωνιακοί ιμάντες τους θα
μασκαρέψουν σε θρίαμβο.
Καλό είναι πάντως να ρίξουν μια ματιά στην πρόσφατη Ιστορία. Θα
διαπιστώσουν ότι μόνο με τον «καταλληλότερο πρωθυπουργό» δεν
ανατρέπονται οι συσχετισμοί. Ο Κώστας Σημίτης προηγούνταν καθαρά του
Κώστα Καραμανλή, ενώ την ίδια στιγμή το κόμμα του κατέρρεε δημοσκοπικά. Η
«καταλληλότητά» του δεν έσωσε το ΠΑΣΟΚ από την ήττα, ούτε και η
παράδοση της αρχηγικής σκυτάλης στην τελική ευθεία για τις κάλπες. Ο
Κώστας Καραμανλής ήταν πολύ μπροστά από τον Γ. Παπανδρέου καθ’ όλη τη
διάρκεια της θητείας του, ωστόσο η Ν.Δ. δεν απέφυγε τη συντριβή στις
εκλογές του 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου