Δεν κρατιέται η κυβέρνηση από τη
χαρά της να διαρρέει τα «ευχάριστα» νέα, που η ίδια προετοιμάζει, όχι
χωρίς κόπο, από καιρό: τα διπλά ελλείμματα, δημοσιονομικό και εξωτερικό,
της ελληνικής οικονομίας εξελίσσονται επίπονα, αλλά πάντως προς θετική
κατεύθυνση, αφού έχουν ήδη μετατραπεί σε «πλεονάσματα».
Ο αρμόδιος υπουργός επαίρεται ότι «κατόρθωσε να αναστρέψει την
πορεία της ελληνικής οικονομίας και να την επαναφέρει στην οδό μιας νέας
ανάπτυξης». Ο εκπρόσωπός του μας ειδοποιεί ότι χάρη στο κυβερνητικό
έργο πιάσαμε επιτέλους πάτο και ότι στο εξής επιστρέφουν «καλύτερες
μέρες».
Ωστόσο, εάν δεχθούμε την ακρίβεια των στοιχείων, παραμένει η
ουσιαστική πλευρά της οικονομικής πραγματικότητος, που συστηματικά
παρασιωπάται με τις πανηγυρικές δηλώσεις. Δεν αρκεί ο ιατρός να κάνει
καλά την εγχείρηση, θα πρέπει ακόμη και ο ασθενής να βγαίνει από αυτήν
ενισχυμένος, όχι περισσότερο εξαντλημένος. Για τα «επιτεύγματα» στην
ισοσκέλιση του δημοσιονομικού και εξωτερικού ισοζυγίου, θα πρέπει να
συνυπολογίζεται και το κόστος τους, οι επιπτώσεις στην οικονομία. Επί
του παρόντος, μπορεί η κυβέρνηση να πανηγυρίζει ότι ισοσκέλισε τα
ισοζύγια, αλλά η οικονομία έχει περιέλθει εξαιτίας της ισοσκέλισης σε
κατάσταση «νεκροφάνειας». Η εγχείρηση επέτυχε, αλλά ο ασθενής
αντιμετωπίζει «κλινικό θάνατο».
Οσον αφορά στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών, εάν το χρόνιο
έλλειμμα της χώρας μετατράπηκε σε πλεόνασμα, αυτό δεν οφείλεται στο ότι
τα ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες έγιναν ανταγωνιστικότερα, όπως
διετείνετο η πολιτική της λιτότητος. Αντίθετα, οι εξαγωγές μας έχουν
καθηλωθεί σε 22 δισ. και δεν αυξάνονται, αφού και οι εταίροι μας,
εφαρμόζοντας και αυτοί πολιτική λιτότητος, δεν μας διευκολύνουν διόλου
σε αυτό. Εάν το εξωτερικό έλλειμμα μετατράπηκε σε πλεόνασμα, αυτό
οφείλεται κατά κύριο λόγο στη συρρίκνωση των εισαγωγών.
Ωστόσο, η
τελευταία απορρέει από τις δραστικές περικοπές εισοδημάτων κατά την
τελευταία 4ετία. Αυτονόητο είναι ότι όσο περικόπτεται το εισόδημα, τόσο
πλήττονται οι εισαγωγές. Ομως το ζήτημα είναι ότι με το «μπαζούκα» της
συστηματικής περικοπής εισοδημάτων δεν πλήττονται μόνον οι εισαγωγές,
αλλά ακόμη περισσότερο η εσωτερική ζήτηση και αγορά, με συνέπεια την
κατάρρευση των ελληνικών επιχειρήσεων και της απασχόλησης. Οταν οι
Ελληνες δεν έχουν εισόδημα, δεν αγοράζουν εισαγόμενα, αλλά δεν αγοράζουν
ούτε εγχώρια προϊόντα, η οικονομία βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση και η
ανεργία σε εκτίναξη. Ωραίο το εξωτερικό πλεόνασμα, αλλά το τίμημα γι'
αυτό αποβαίνει υπέρτερο του οφέλους. Η οικονομία εξισορροπεί τους
εξωτερικούς λογαριασμούς της, αλλά έχει νεκρωθεί η αγορά, ώστε και οι
επενδύσεις δεν προσελκύονται υπό αυτές τις συνθήκες, αλλά αντίθετα
απωθούνται.
Το ανάλογο συμβαίνει με το πρωτογενές πλεόνασμα: εάν είναι
αληθινό, βασίζεται και αυτό στην αρπαγή και μεταφορά εισοδήματος από τον
ιδιωτικό τομέα στον δημόσιο. Η κυβέρνηση αποσπά πλεόνασμα από την
οικονομία, είτε επειδή αυξάνει τις φοροεπιδρομές στα ιδιωτικά
εισοδήματα, είτε επειδή περικόπτει τις δημόσιες δαπάνες, οι οποίες όμως
αποτελούν επίσης εισοδήματα για τους πολίτες και την οικονομία. Κατά την
τελευταία 4ετία, οι δημόσιες δαπάνες περικόπηκαν κατά 25% και αυτό, ενώ
επιτρέπει στην κυβέρνηση να καυχάται ότι μετέτρεψε το δημόσιο έλλειμμα
σε πλεόνασμα, από την άλλη πλευρά αποτελεί θανάσιμο πλήγμα για την
οικονομία, αφού το διαθέσιμο συνολικά εισόδημα και η συναφής εθνική
δαπάνη περικόπτονται κατά αντίστοιχο ποσοστό.
Τόσο το εξωτερικό «πλεόνασμα» όσο και το δημόσιο θα πρέπει να
συνεκτιμώνται με τις επιπτώσεις τους στο επίπεδο λειτουργίας της
οικονομίας. Πράγματι, όταν αυτή είναι νεκρή, δεν καταναλώνει εισαγόμενα
και το εξωτερικό ισοζύγιο αποβαίνει «θετικό». Και όταν το Δημόσιο
αφαιμάσσει τη ρευστότητα, μπορεί το ίδιο να «εξυγιαίνεται», αλλά η
οικονομία περιέρχεται σε συνθήκες μείζονος και ανεπανόρθωτης
καταστροφής. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η ζημιά για τη χώρα είναι
κατά πολύ υπέρτερη του οφέλους. Μπορεί ίσως η χώρα να επανέρχεται σε
συνθήκες ισορροπίας, όμως ο στόχος επιτεύχθηκε με πολύ μεγαλύτερο
κόστος, αφού η οικονομία δεν είναι πλέον σε θέση να ατενίζει προς το
μέλλον. Η αντιπληθωριστική επιλογή από την κυβέρνηση και την τρόικα, με
αιτιολογία την ανάκτηση ανταγωνιστικότητος, εγκαθιστά την οικονομία σε
συνθήκες αρνητικού πληθωρισμού (deflation), που εκτιμάται σήμερα μέχρι
-2,8%. Αυτό και μόνον αρκεί για να απωθεί κάθε επένδυση είτε από το
εξωτερικό είτε από το εσωτερικό. Σε αιμορραγούσα οικονομία, οι
επενδύσεις όχι μόνον δεν προσέρχονται, αλλά φεύγουν πρώτες.
Παράλληλα, ενόσω το ΑΕΠ της χώρας συρρικνώνεται, το χρέος της
αυξάνεται τόσο σε απόλυτα μεγέθη όσο και, πολύ περισσότερο, ως ποσοστό
επί του ΑΕΠ. Ενώ το χρέος ήταν 115% του ΑΕΠ το 2009, θεωρείται επιτυχία
εάν, έπειτα από 11 χρόνια, το 2020, έχει φθάσει σε 123,7% του ΑΕΠ.
Ανατρέψαμε την πορεία της ελληνικής οικονομίας: ναι ή όχι; Ή μήπως
έχουμε ανατρέψει τα βασικά της οικονομικής επιστήμης; Από την εποχή του
Ανταμ Σμιθ, είναι γνωστό ότι σε συνθήκες αποπληθωρισμού, όταν οι τιμές,
τα εισοδήματα και η αγορά εξελίσσονται αρνητικά, πλήττεται η
φερεγγυότητα όλων των χρεών. Ακόμη και τα βιώσιμα χρέη, αποβαίνουν μη
βιώσιμα. Μπορεί τα ισοζύγια να γίνονται πλεονασματικά, αλλά όταν τα
αντανακλαστικά της οικονομίας αποβαίνουν ανενεργά, η χώρα δεν αλλάζει
πορεία, αλλά εγκλωβίζεται σε τέλμα δεινότερο από το προηγούμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου