του Θωμα Τσαλαπατη...
Θυμάσαι
πότε κατάλαβες πως έφτασε η κρίση; Δεν ήταν τα δελτία, οι τίτλοι, οι
πολιτικές δηλώσεις. Ήταν αυτό το καθημερινό που ένιωσες να μετακινείται.
Ελαφρά στην αρχή κι ύστερα λίγο ακόμη,
μετατοπίσεις να ενώνονται να φτιάχνουν μια στροφή και ύστερα μια παύση.
Ήταν τα πρώτα μαγαζιά στη γειτονιά που έκλεισαν, οι πρώτοι απολυμένοι,
ήταν τα όρνια που αγόραζαν χρυσό, τα μαγαζιά με τα hot dog που πλήθαιναν
(ποτέ δεν καταλάβαμε γιατί) η προσφορά στην τυρόπιτα και στον καφέ.
Γέμισαν οι δρόμοι πιάτσες ταξί. Σκαρφαλωμένες πρόχειρα σε όποιο πεζοδρόμιο, ευθείες κίτρινες μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Το ένα αμάξι να διαδέχεται το άλλο, να προχωρούν αργά σαν ουρά σε δημόσια υπηρεσία, ώρα την ώρα, για να μην καεί το πετρέλαιο, περισσότερα σταθμευμένα παρά σε κίνηση. Παρέλαση ομοιοχρωμίας, κίτρινος πυρετός αναμονής.
Μα και στα μέσα του αμαξιού κάτι έχει αλλάξει. Δεν θα ακούσεις πια για σεξουαλικά κατορθώματα σπαρμένα απλόχερα σε κάθε γειτονιά που θα διασχίσεις (παλιά ήταν μία στις δύο συζητήσεις). Τώρα ακούς μόνο για δάνεια, δανεικά για όσους μας έχουν γονατίσει. Οι διπλοκούρσες χάθηκαν και το ταξί έγινε πολυτέλεια (στις μέρες μας συχνά η πολυτέλεια κοστολογείται στα 3,20 ευρώ). Μικρές ιστορίες της κρίσης, κοινότοπες, επαναλαμβανόμενες μα με την αξιοπρέπεια της αυτοτέλειάς τους, την μοναδικότητα της πληγής που αν και την μοιράζεσαι με τόσες περιπτώσεις, εσένα σε χτυπά ξεχωριστά. Όπως όμοια συμβαίνει σε κάθε επιδημία.
Σπάνια πια και συ πιάνεις κουβέντα, είναι και κείνο το άγχος που σε πιάνει, μήπως σου πει ο ταξιτζής πως ψηφίζει Χρυσή Αυγή και πρέπει να επιχειρηματολογήσεις, στοιβάζοντας οργή μαζί με απογοήτευση στην κάθε φράση. Τροχοφόρο παράπονο, τροχοφόρα αγένεια και πληγή τροχοφόρα.
Και φτιάχνεται μια αντίθεση, όταν τα νέα λόγια σκορπούν στο παλιό σκηνικό: μερικοί κοινότοποι άγιοι κρεμασμένοι από σταυρούς, πιασμένοι όλο αγωνία απ τους καθρέφτεςμας και πέσουν στον γκρεμό του αμαξιού, που και που η τσαλακωμένη περηφάνια ενός μαδημένου εθνόσημου, ταυτότητες των οδηγών με πρόσωπα που μοιάζουν άλλα και ανάμεσα το GPS να κάνει τη διαδρομή αριθμό, πόλη σε κάτοψη, σε δύο διαστάσεις πατικωμένη, πόλη ψυχρή, διεκπεραιωτική.
Λίγο οι πρώτοι μετανάστες οδηγοί, λίγο οι ρατσιστές που δεν σταματούν ποτέ στο σηκωμένο χέρι μετανάστη, οι νέοι οδηγοί με πτυχίο που η ανεργία τους έστησε μπρος στο τιμόνι, οι σαραντάρηδες, οι πενηντάρηδες, με τις δουλειές κλειστές και το ταξί σαν έσχατη λύση. Φτάνουν και δω όσα αλλάζουν γύρω. Μα η αίσθηση μοιάζει συχνά η ίδια. Η βιασύνη της καθυστέρησης, το σφύριγμα του αμαξιού όταν δεν φοράς ζώνη, η απροσδόκητη επαφή με τον άγνωστο (συχνά η κοινωνικότητά σου μένει μαγκωμένη μαζί με το παλτό στην πόρτα), η εισβολή σου σε μια ενοικιαζόμενη ημιιδιωτικότητα. Το ξάφνιασμα μπροστά σε μια ενδιαφέρουσα κουβέντα, που συνεχίζει με κατάφαση και ρυθμό που θα κοπεί απότομα στην άφιξή σου. Ζωή διακεκομμένη, ενοικιαζόμενη, έκτακτη, όμοια με τις μέρες μας.
Την επόμενη φορά που θα πάρεις Ταξί φόρα την ζώνη σου, πες τον προορισμό σου και μείνε για λίγο σιωπηλός ενώ το ταξί καλπάζει. Ύστερα κοίτα για λίγο πίσω σου μέσα από τον καθρέφτη: Είναι ο παλιός κόσμος που κυνηγά εσένα και τ’ αμάξι.
Ή –άμα δεν έχεις χρόνο και διάθεση- απλώς θυμήσου λίγους στίχους του Βαρβέρη:
Θα μείνεις τέλος μόνο εσύ κι’ εγώ αμαξά
εγώ που έχω από πριν σοφά μετρήσει
τις πιθανές γωνίες των καθρεπτών σου
για να μη δεις ποτέ το πρόσωπό μου
και μες στην άπνοια της πλατείας που χλιμιντρίζει
να μη με δεις τώρα σαν κατεβαίνω
που θα φυσήξω λίγο την κορφάδα των μαλλιών σου
για να μου πουν
χωρίς να νιώσεις
Καληνύχτα.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Γέμισαν οι δρόμοι πιάτσες ταξί. Σκαρφαλωμένες πρόχειρα σε όποιο πεζοδρόμιο, ευθείες κίτρινες μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Το ένα αμάξι να διαδέχεται το άλλο, να προχωρούν αργά σαν ουρά σε δημόσια υπηρεσία, ώρα την ώρα, για να μην καεί το πετρέλαιο, περισσότερα σταθμευμένα παρά σε κίνηση. Παρέλαση ομοιοχρωμίας, κίτρινος πυρετός αναμονής.
Μα και στα μέσα του αμαξιού κάτι έχει αλλάξει. Δεν θα ακούσεις πια για σεξουαλικά κατορθώματα σπαρμένα απλόχερα σε κάθε γειτονιά που θα διασχίσεις (παλιά ήταν μία στις δύο συζητήσεις). Τώρα ακούς μόνο για δάνεια, δανεικά για όσους μας έχουν γονατίσει. Οι διπλοκούρσες χάθηκαν και το ταξί έγινε πολυτέλεια (στις μέρες μας συχνά η πολυτέλεια κοστολογείται στα 3,20 ευρώ). Μικρές ιστορίες της κρίσης, κοινότοπες, επαναλαμβανόμενες μα με την αξιοπρέπεια της αυτοτέλειάς τους, την μοναδικότητα της πληγής που αν και την μοιράζεσαι με τόσες περιπτώσεις, εσένα σε χτυπά ξεχωριστά. Όπως όμοια συμβαίνει σε κάθε επιδημία.
Σπάνια πια και συ πιάνεις κουβέντα, είναι και κείνο το άγχος που σε πιάνει, μήπως σου πει ο ταξιτζής πως ψηφίζει Χρυσή Αυγή και πρέπει να επιχειρηματολογήσεις, στοιβάζοντας οργή μαζί με απογοήτευση στην κάθε φράση. Τροχοφόρο παράπονο, τροχοφόρα αγένεια και πληγή τροχοφόρα.
Και φτιάχνεται μια αντίθεση, όταν τα νέα λόγια σκορπούν στο παλιό σκηνικό: μερικοί κοινότοποι άγιοι κρεμασμένοι από σταυρούς, πιασμένοι όλο αγωνία απ τους καθρέφτεςμας και πέσουν στον γκρεμό του αμαξιού, που και που η τσαλακωμένη περηφάνια ενός μαδημένου εθνόσημου, ταυτότητες των οδηγών με πρόσωπα που μοιάζουν άλλα και ανάμεσα το GPS να κάνει τη διαδρομή αριθμό, πόλη σε κάτοψη, σε δύο διαστάσεις πατικωμένη, πόλη ψυχρή, διεκπεραιωτική.
Λίγο οι πρώτοι μετανάστες οδηγοί, λίγο οι ρατσιστές που δεν σταματούν ποτέ στο σηκωμένο χέρι μετανάστη, οι νέοι οδηγοί με πτυχίο που η ανεργία τους έστησε μπρος στο τιμόνι, οι σαραντάρηδες, οι πενηντάρηδες, με τις δουλειές κλειστές και το ταξί σαν έσχατη λύση. Φτάνουν και δω όσα αλλάζουν γύρω. Μα η αίσθηση μοιάζει συχνά η ίδια. Η βιασύνη της καθυστέρησης, το σφύριγμα του αμαξιού όταν δεν φοράς ζώνη, η απροσδόκητη επαφή με τον άγνωστο (συχνά η κοινωνικότητά σου μένει μαγκωμένη μαζί με το παλτό στην πόρτα), η εισβολή σου σε μια ενοικιαζόμενη ημιιδιωτικότητα. Το ξάφνιασμα μπροστά σε μια ενδιαφέρουσα κουβέντα, που συνεχίζει με κατάφαση και ρυθμό που θα κοπεί απότομα στην άφιξή σου. Ζωή διακεκομμένη, ενοικιαζόμενη, έκτακτη, όμοια με τις μέρες μας.
Την επόμενη φορά που θα πάρεις Ταξί φόρα την ζώνη σου, πες τον προορισμό σου και μείνε για λίγο σιωπηλός ενώ το ταξί καλπάζει. Ύστερα κοίτα για λίγο πίσω σου μέσα από τον καθρέφτη: Είναι ο παλιός κόσμος που κυνηγά εσένα και τ’ αμάξι.
Ή –άμα δεν έχεις χρόνο και διάθεση- απλώς θυμήσου λίγους στίχους του Βαρβέρη:
Θα μείνεις τέλος μόνο εσύ κι’ εγώ αμαξά
εγώ που έχω από πριν σοφά μετρήσει
τις πιθανές γωνίες των καθρεπτών σου
για να μη δεις ποτέ το πρόσωπό μου
και μες στην άπνοια της πλατείας που χλιμιντρίζει
να μη με δεις τώρα σαν κατεβαίνω
που θα φυσήξω λίγο την κορφάδα των μαλλιών σου
για να μου πουν
χωρίς να νιώσεις
Καληνύχτα.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου