Πολύ απλά, το που θα βρεθούν
τα λεφτά για μια σειρά από στόχους, κατευθύνσεις και πολιτικές ενδιαφέρει μόνο
την αριστερά
και τις κοινωνικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις και όχι την
κυβέρνηση, τα δεξιά και σοσιαλφιλελεύθερα κόμματα και οργανώσεις.
Η διαπίστωση αυτή μας αναγκάζει
να καταλήξουμε σε ένα πολύ βασικό συμπέρασμα: Η μεγάλη διαφορά μεταξύ μιας
αριστερής και μιας σκληρής δεξιάς–σοσιαλφιλελεύθερης πολιτικής, στη παρούσα
συγκυρία, ξεκινά από το πολύ απλό γεγονός ότι η μεν αριστερή πολιτική
χρειάζεται σημαντικούς πόρους για να χρηματοδοτήσει συγκεκριμένους στόχους της και
συγκεκριμένες ανάγκες κοινωνικών στρωμάτων που δεν έχουν πρόσβαση στο χρήμα, ενώ
η δεξιά–σοσιαλφιλελεύθερη πολιτική δεν τους χρειάζεται. Οι στόχοι του
νεοφιλελευθερισμού είναι άλλης υφής και εξυπηρετούν αυτούς που έχουν τα λεφτά
και όχι αυτούς που τα χρειάζονται (σε άλλη συγκυρία τα πράγματα θα άλλαζαν).
Βέβαια, μεταξύ της αριστεράς και
της δεξιάς υπάρχει και το κράτος, το οποίο χρειάζεται διαρκώς λεφτά και το οποίο
είναι εκτός αγορών, λόγω μερικής χρεωκοπίας, οπότε με σκληρά ταμειακά μέτρα
προσπαθεί να εισπράξει αυτούς τους πόρους και να καλύψει τις πάγιες ανάγκες του
αλλά και τους στόχους του μνημονίου και της δημοσιονομικής περιστολής. Αλλά
αυτό είναι γενικά το «κράτος», δεν είναι ούτε δεξιό ούτε αριστερό πράγμα το
κράτος, ούτε βέβαια περιορίζεται στη κυβέρνηση, και γι΄ αυτό ας το αφήσουμε προς
το παρόν εκτός κουβέντας.
Σε μελέτες διεθνούς μελετητικού
και συμβουλευτικού οίκου, συμπεράσματα των οποίων ανακοινώθηκαν και από το
υπουργείο Ανάπτυξης στη παρουσίαση του νέου ΕΣΠΑ, επισημαίνεται πως η αλλαγή
του παραγωγικού μοντέλου της χώρας προς εκείνους τους κλάδους που θα δώσουν
εξωστρεφή προσανατολισμό στην οικονομία απαιτεί 112 δις ευρώ ως επενδύσεις επί
των συγκεκριμένων κλάδων (τουρισμός, βιομηχανία τροφίμων, πολιτιστική
βιομηχανία, logistics,
υπηρεσίες υγείας κλπ) μέχρι και το 2020. Που θα βρεθούν αυτοί οι πόροι; 20 δις
€ θα προκύψουν από το νέο ΕΣΠΑ, δηλαδή αφορούν μεταβιβαστικές πληρωμές των
ευρωπαϊκών διαρθρωτικών ταμείων, ενώ τα υπόλοιπα 90 και βάλε δις € θα είναι η
συμβολή των ιδιωτικών κεφαλαίων. Δηλαδή βλέπουμε καθαρά πως, για τον επίσημο
πολιτικό και τεχνοκρατικό λόγο, αυτή η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου δεν
απαιτεί να ανησυχούμε για το που θα βρούμε τα λεφτά. Αυτά υπάρχουν. Περίπου το
1/6 των πόρων θα το βάλει η ΕΕ με τα ταμεία της και το υπόλοιπο οι ιδιώτες
επιχειρηματίες που θα επενδύσουν εφόσον βέβαια το ελληνικό κράτος και η
ελληνική κοινωνία γίνουν πιο «φιλικά» ως προς την επιχειρηματικότητα. Άρα, το
πολιτικό ζήτημα για τις δεξιές και σοσιαλφιλελεύθερες προσεγγίσεις και
πολιτικές δεν είναι το που θα βρούμε τα λεφτά αλλά το πως θα προκαλέσουμε
αυτούς που κατακρατούν τα λεφτά, σε μια «μετέωρη» κατάσταση, να τα επενδύσουν
και να τα αξιοποιήσουν στους πιο δυναμικούς κλάδους.
Και η λειτουργία του κράτους, οι
κοινωνικές παροχές, οι δημόσιες επενδύσεις, η υγεία και η παιδεία πως θα
χρηματοδοτηθούν χωρίς να ξέρουμε το που θα βρούμε τα λεφτά; Αν προσέξετε
καλύτερα, και εδω δεν υπάρχει σπουδαίο ζήτημα ανεύρεσης χρηματοδοτικών
πόρων. Οι παραπάνω τομείς που
χρειάζονται δημόσιο χρήμα, είτε θα πρέπει να αλλάξουν χαρακτήρα και να γίνουν σε
μεγαλύτερο βαθμό ιδιωτικοί τομείς και να μην χρειάζονται τόσο δημόσιο χρήμα όσο
προηγουμένως (για να μην πληρώνουν οι φορολογούμενοι πολίτες), είτε θα
χρηματοδοτηθούν και αυτοί από το ΕΣΠΑ.
Τώρα αν δεν βρεθούν και δεν πειστούν οι ιδιώτες να επενδύσουν τους
ιδιωτικούς τους πόρους ή αν δεν επενδύσουν επαρκώς, σίγουρα θα φταίει το ότι δεν
προχώρησαν όσο θα έπρεπε οι περίφημες «μεταρρυθμίσεις».
Πάντως, είτε έτσι είτε αλλιώς,
για τις επίσημες πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού λεφτά δεν χρειάζονται, δηλαδή
δεν χρειάζονται δημόσιοι πόροι, δηλαδή δεν απαιτούνται αναδιανεμητικές
πολιτικές, όπως επίσης δεν χρειάζονται μεγάλοι τομείς δημόσιας παρέμβασης. Αν
θέλουν οι ιδιώτες και αν εμείς ως κοινωνία έχουμε κάνει το «χρέος» μας απέναντι
στην επιχειρηματικότητα, τα λεφτά θα βρεθούν χωρίς να το ψάξουμε πολύ. Ας δούμε
όμως τώρα και κάποια άλλα στοιχεία.
Σύμφωνα με τη
βάση δεδομένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (AMECO) και την επεξεργασία που έχει κάνει ο Michael Roberts (δες εδώ),
για τις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις εκείνο που χρειάζεται η Ευρώπη για να
ανακάμψει από την κρίση δεν είναι λεφτά αλλά περισσότερη εκμετάλλευση και
περισσότερη κινητικότητα ή μετανάστευση. Στις χώρες που η κρίση χτύπησε πιο
σκληρά και που παράλληλα επιβλήθηκαν οι πιο σκληρές πολιτικές λιτότητας, το
ποσοστό των μισθών στο ΑΕΠ έχει πέσει κατακόρυφα κατά το διάστημα 2009–2013
(18% στη Λετονία, 14% στην Ελλάδα, 13,5% στη Κύπρο, 13% στη Λιθουανία, 10,5%
στη Ρουμανία, 10% στη Ιρλανδία, και γύρω στο 7% σε Πορτογαλία και Ισπανία).
Στις χώρες της Βαλτικής, της Ιρλανδίας και της Ισπανίας τα πράγματα θα ήταν
ακόμα χειρότερα εάν δεν υπήρχε και η ασφαλιστική δικλείδα της μετανάστευσης που
εκτονώνει κοινωνικές πιέσεις.
Πότε θα αρχίσει
η πραγματική ανάκαμψη της οικονομίας για να αρχίσουν να τοποθετούν τα λεφτά
τους οι ιδιώτες επενδυτές; Όταν αποκατασταθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου
τουλάχιστον σε ανάλογα επίπεδα με αυτά που υπήρχαν προ της κρίσης (ή
δημιουργηθούν οι αντίστοιχες προσδοκίες για κερδοφορία τέτοιου βαθμού). Στην
περίπτωση της Ελλάδας, στο μειωμένο κατά 25% ΑΕΠ, όπου πλέον οι μισθοί
συμμετέχουν με ένα μικρότερο μερίδιο κατά 14% περίπου στο παραγόμενο προϊόν,
υπάρχουν περιθώρια για περαιτέρω επιδείνωση των μισθών και των εργασιακών
σχέσεων. Όμως, στον τομέα του ιδιωτικού χρέους τα πράγματα δεν έχουν προχωρήσει
αρκετά όσο στην περίπτωση του βαθμού εκμετάλλευσης. Το υψηλό ιδιωτικό χρέος
κρατάει ακόμα το επίπεδο των προσδοκιών κερδοφορίας και επενδύσεων χαμηλά.
Χρειάζεται η διαδικασία απομόχλευσης να ολοκληρωθεί, είτε με πληρωμή των
δανείων, είτε με πτωχεύσεις για να μπορέσει η αγορά να «εκκαθαριστεί» από τα
αντιπαραγωγικά κεφάλαια και να συγκεντροποιηθεί στον απαραίτητο βαθμό. Αυτό θα
πάρει λίγο καιρό ακόμα, αλλά το σημαντικό είναι πως και για την αύξηση της
εκμετάλλευσης και για την ολοκλήρωση της απομόχλευσης δεν χρειάζεται να βρει
λεφτά μια νεοφιλελεύθερη πολιτική πρακτική. Το αντίθετο πρέπει να κάνει, μάλλον,
για να μπορέσει να ολοκληρώσει τις απαραίτητες, γι αυτήν, «μεταρρυθμίσεις».
Έτσι λοιπόν,
μόνο η αριστερά χρειάζεται να μας πει πού και πώς θα βρει τα λεφτά που απαιτούν
οι δικές της και μόνο πολιτικές. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές είναι «υπεράνω»
χρημάτων, όχι όλων των χρημάτων, αλλά ειδικά αυτών που λειτουργούν ως πληρωμές
για κοινωνικές ανάγκες. Επίσης, λεφτά ως μέσο πληρωμής των αναγκών επιβίωσης
χρειάζονται, εκτός μιας αριστερής κυβέρνησης, και τα λαϊκά στρώματα που
στερούνται σχεδόν τα πάντα. Η αστική τάξη, αντίθετα, χρειάζεται τα λεφτά ως
μέσο αποθησαύρισης, ειδικά τώρα κατά την περίοδο της ύφεσης, για να μπορέσει
αργότερα και με την πρώτη ευκαιρία να τα χρησιμοποιήσει ως «κεφάλαιο». Μέσα στη
τετραετία 2010–2013 «χάθηκαν» τόσα χρήματα από τις μειώσεις των αποδοχών των
μισθωτών και από τον αριθμό των πρόσθετων ανέργων που δημιούργησαν οι υφεσιακές
πολιτικές (περίπου 37 δις €), όσα είναι και τα χρήματα που απορροφούν δύο
συνεχόμενα ΕΣΠΑ μέσα σε μια περίοδο 14 ετών.
Γι΄ αυτό και όταν
καλούν την αριστερά να απαντήσει πού θα βρει τα λεφτά για να κάνει ό,τι λέει ότι
θα κάνει, θα πρέπει η απάντηση να είναι πως αυτή η πρόθεση να βρει λεφτά για να
πληρωθούν οι ανάγκες τις κοινωνίας είναι που τη διαφοροποιεί από τις
φιλελεύθερες και σοσιαλφιλελέθερες πολιτικές δυνάμεις. Η εύρεση των απαραίτητων
πόρων για τη χρηματοδότηση των αναγκών είναι καθήκον και υποχρέωση δύσκολη και σε
πολλές περιπτώσεις στα όρια του ακατόρθωτου, κυρίως γιατί οι αντίπαλες πολιτικές είναι «υπεράνω χρημάτων». Αμέσως
μετά θα πρέπει να πει για την κοινωνία της ανθρωπιστικής κρίσης και της
εκμετάλλευσης που δημιουργούν αυτές οι «υπεράνω» χρημάτων πολιτικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου