Του Αλέξανδρου Γαρύφαλλου, απο το Ιστολογιο Κοιτα τον ουρανο...
«Ο παλιός κόσµος πεθαίνει και ο
καινούργιος πασχίζει να γεννηθεί. Ζούµε την εποχή των τεράτων». Παρότι έχει
κατά κόρον χρησιµοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, και ο κίνδυνος της φθοράς είναι
υπαρκτός, η φράση αυτή εξακολουθεί να περιγράφει µε τον καλύτερο τρόπο την
κατάσταση της κοινωνίας σήµερα, όχι µόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε παγκόσµιο
επίπεδο.
Ζούµε ακριβώς στη εποχή των «τεράτων» µια εποχή µεταβατική που τη
χαρακτηρίζει η απουσία αξιών αλλά και οραµάτων, δηµιουργώντας στην κοινωνία ένα
κλίµα εξαιρετικής αµηχανίας.
Παρόλο που η διαµόρφωση των
κοινωνικών φαινοµένων είναι µια πολύπλοκη διαδικασία, στην οποία συµβάλλουν
πολλές συνιστώσες, η οικονοµική πραγµατικότητα των τελευταίων ετών είναι αυτή η
οποία κυριαρχεί ως βασικός διαµορφωτικός παράγοντας των σύγχρονων κοινωνικών
συνθηκών. Όπως έχει επανειληµµένα τονισθεί η Ελλάδα, σε οικονοµικό επίπεδο
βιώνει, απλώς µε πιο βίαιο τρόπο, µια ευρωπαϊκή και παγκόσµια πραγµατικότητα. Η
ελληνική πραγµατικότητα αποδεικνύεται πιο τραγική λόγω των χρόνιων εγγενών
πολιτικών και διαρθρωτικών αδυναµιών που την κατατρύχουν την κοινωνία της από
πολλές δεκαετίες (αδιαφάνεια, διαφθορά, πελατειακή σχέση πολιτικών µε τους
πολίτες κλπ). Σε διεθνές επίπεδο, την εποχή της παγκοσµιοποίησης, η ανάγκη
συσσώρευσης όλο και µεγαλύτερου κεφαλαίου, η δηµιουργία για το λόγο αυτό του
«πλασµατικού χρήµατος», η µετατροπή του «αδρανούς» σε «δραστικό» κεφάλαιο, η
νοµιµοποίηση της ασύδοτης κερδοφορίας είναι ορισµένες από τις αιτίες της
σύγχρονης οικονοµικής κρίσης, που δεν θα πρέπει να ίσως να ειδωθεί ως µία
στρεβλή εκδοχή και απλή περιστασιακή παρεκτροπή, αλλά ως µία φυσική και
αναγκαία εξέλιξη του καπιταλιστικού συστήµατος. Ενός συστήµατος που
κυριαρχείται από τον χωρίς όρια ανταγωνισµό, τη δηµιουργία τεχνητών αναγκών στο
πλαίσιο της συνεχώς αυξανόµενης κατανάλωσης, µιας οικονοµίας που έχει ως πυρήνα
την αντίληψη του, «ευλογηµένου» και απενοχοποιηµένου από την προτεσταντική
ηθική, διαρκώς αυξανόµενου οικονοµικού κέρδους.
Τι διαπιστώνουµε όµως σήµερα την
«εποχή των τεράτων», πώς βιώνουµε την αδράνεια και την αποσάθρωση των
κοινωνικών σχέσεων και τι επακόλουθα έχει η κατάσταση αυτή στην καθηµερινότητά
µας; Ένα από τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής µας ζωής σήµερα είναι η απώλεια της
«συλλογικότητας». Τα άτοµα δεν αντιλαµβάνονται τον εαυτό τους ως µέλη ενός
γενικότερου συνόλου και δεν εντάσσουν την προσωπική τους ζωή ως µέρος του
γενικότερου ιστορικού γίγνεσθαι. Εποµένως, αναζητούν τη λύση των προβληµάτων
τους σε ατοµικό επίπεδο, σε επίπεδο µικροπεριβάλλοντος. Για παράδειγµα, η
καταστροφή του συλλογικού (ως λογική και µέθοδος του νεοφιλελευθερισµού) στο
επίπεδο των εργασιακών δικαιωµάτων είναι µία πραγµατικότητα στις µέρες µας, η
οποία ωστόσο διαπερνά και διεισδύει και στους υπόλοιπους τοµείς της κοινωνικής
µας συµπεριφοράς.
Αυτό που διαπιστώνεται τα
τελευταία χρόνια είναι η «συντηρητικοποίηση» της κοινωνίας. Προς αυτή την
κατεύθυνση συµβάλλει, ασφαλώς, και η προαναφερθείσα απώλεια της
«συλλογικότητας». Χαρακτηριστική είναι η παθητική, στις περισσότερες
περιπτώσεις, αποδοχή της εκχώρησης πολλών ατοµικών δικαιωµάτων σε διάφορες
δοµές εξουσίας, κρατικές ή µη. Ζούµε στην εποχή µιας κοινωνίας, που αφ’ ενός
αποφεύγει να αντιµετωπίσει την πραγµατικότητα και αφ’ ετέρου απορρίπτει την
πιθανότητα ριζοσπαστικών λύσεων. Ασφαλώς δεν είναι η εποχή των µεγάλων
ανατροπών. Οι µεταπολεµικές κοινωνίες της Δύσης απολαµβάνουν σηµαντικές
κοινωνικές παροχές. Ακόµη και οι ασθενέστερες οικονοµικά τάξεις έχουν πρόσβαση
σε αγαθά που δεν είχαν ουδέποτε στο παρελθόν. Από την άλλη η ανάµνηση δύο
παγκοσµίων πολέµων (και µιας προσφυγιάς επιπλέον για την ελληνική κοινωνία)
λειτουργούν σίγουρα αποτρεπτικά προς την αναζήτηση ριζοσπαστικών λύσεων. Ο εµφύλιος
ήρθε να προσθέσει ένα επιπλέον βάρος στη ελληνική κοινωνία. Κυριαρχεί
περισσότερο η αναζήτηση λύσεων διαχειριστικού τύπου και µέσα στο πλαίσιο του
υπάρχοντος συστήµατος. Τα κοινωνικά φαινόµενα αναλύονται κατακερµατισµένα χωρίς
να αναδεικνύονται οι αιτιοπαθογενετικές σχέσεις µεταξύ τους. Ιδιαίτερα η
ελληνική κοινωνία (αλλά όχι µόνο αυτή) εµφορείται από µία «µεταφυσική»
αντιµετώπιση των προβληµάτων, µε αναζήτηση λύσεων «εκ των έξω» και µία παθητική
αντιµετώπιση των συνεπειών της κρίσης. Η καταφυγή σε καταστάσεις φαντασιακές
για την εξισορρόπηση της σκληρής πραγµατικότητας είναι µία καταγραφόµενη
αντίδραση στις σηµερινές κοινωνίες. Εδώ θα πρέπει να υπογραµµισθεί και ο
αποπροσανατολιστικός ρόλος που ασκούν, σε πολλές περιπτώσεις τα ΜΜΕ, που ως
µέρος του συστήµατος, αλλά και του όλου προβλήµατος, συνηγορούν προς τη
διαµόρφωση παρόµοιων αντιλήψεων, συµβάλλοντας στην παθητική στάση του µέσου
πολίτη/θεατή και την προαναφερθείσα απώλεια από µέρους του, της
«συλλογικότητας». Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η ευρέως προωθούµενη ιδέα της
ανάπτυξης αισθήµατος «µαζικής συνενοχής» της κοινωνίας, ως πρωταρχικού
γενεσιουργού αιτίου της οικονοµικής και ηθικής κρίσης. Οι στέρεες και
αυτονόητες δοµές του παρελθόντος, τελικά αποδεικνύονται όχι τόσο στέρεες και
όχι τόσο αυτονόητες, συµβάλλοντας έτσι στη δηµιουργία ενός κλίµατος αστάθειας
και ανισορροπίας.
Μέσα στη γενικότερη κρίση, και ως
συνέπεια αυτής, φαινόµενα όπως αυτά των προσφύγων και οικονοµικών µεταναστών
επαυξάνουν την κοινωνική ανασφάλεια. Η κοινωνία αντιδρά αντανακλαστικά προς την
αναζήτηση λύσεων που τελικά καταλήγουν να επαυξάνουν το πρόβληµα. Η αναγνώριση
από την κοινωνία του πρόσφυγα/µετανάστη ως ενός εν δυνάµει εαυτού µας, την
οδηγεί στην αντίδραση του εξοστρακισµού και εξορκισµού του. Αυτός είναι που φορτώνεται
όλα τα δεινά της οικονοµικής κρίσης και αυτός αναδεικνύεται ως το κυρίαρχο
αίτιο της κοινωνικής µας δυστυχίας. Και ο ευκολότερος τρόπος είναι να µην τον
βλέπουµε, να τον αποκλείσουµε και να τον εντάξουµε σε δοµές – γκέτο
δηµιουργώντας έτσι µία ψευδή αίσθηση της δικής µας ασφάλειας. Ο µετανάστης όµως
από την άλλη είναι το δηµιούργηµα της σύγχρονης οικονοµικής και κοινωνικής
πραγµατικότητας. Η µη κοινωνική του ενσωµάτωση επιβάλλεται από τη θέση του και
τη λειτουργία του ως ένα σύνολο δυνητικά ευέλικτης, φθηνής, εφεδρικής (άρα
ευάλωτης) εργατικής δύναµης. Φυσικά µέσα σε αυτό το περιβάλλον δεν είναι
καθόλου περίεργο, (και κακώς η ελληνική κοινωνία παριστάνει την έκπληκτη) που
το φαινόµενο του φασισµού αναβιώνει ως λογικό επακόλουθο αυτής της κοινωνικής κρίσης.
Στο υποσυνείδητο των σύγχρονων
κοινωνιών τείνει να γίνει αποδεκτή η άποψη ότι τόσο η οικονοµική πολιτική του
νεοφιλελευθερισµού, όσο η συνεπαγόµενη από αυτήν αποδόµηση του κοινωνικού
κράτους και του κράτους πρόνοιας (που άρχισαν τη δεκαετία του 1990) δεν ήταν το
αποτέλεσµα των εγγενών αδυναµιών του συστήµατος, που πλήττει τον πυρήνα της
ιδεολογίας του, αλλά µια παροδική στρέβλωση, η οποία θα ξεπεραστεί µε τους
«κατάλληλους χειρισµούς» του οικονοµικού προβλήµατος. Αυτό αποτέλεσε και τη
µεγαλύτερη επιτυχία του συστήµατος. Μέσα στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης έχει
δηµιουργηθεί µια νέα ιδεολογική άποψη που αφορά περισσότερο στον ευρωπαϊκό
χώρο. Οι παραδοσιακές ευρωπαϊκές αξίες που θεωρούσαν την Υγεία και την Παιδεία
ως αυτονόητα κοινωνικά αγαθά αµφισβητούνται και εντάσσονται και αυτές - ως
αδήριτη ανάγκη - µέσα στη λογική της επιχειρηµατικότητας και της κερδοσκοπίας.
Οι παροχές, που µέχρι πριν από κάποια χρόνια ήταν αυτονόητο ότι το κράτος ήταν
υποχρεωµένο να παρέχει, το δυνατόν ισότιµα, στους πολίτες του, τώρα οφείλουν να
µεταβληθούν σε τοµείς κατά βάση αυτοχρηµατοδοτούµενους, αλλά (και εδώ
αναδεικνύεται το παράλογο) που θα εξακολουθούν να βρίσκονται κάτω από ένα
αυστηρό κρατικό ιδεολογικό έλεγχο. Η κρίση εποµένως στην Παιδεία και την Υγεία,
ακόµη και εάν εξαλειφθούν οι τεράστιες παθογένειες της ελληνικής
πραγµατικότητας, θα εξακολουθεί να παραµένει διεθνής και παγκόσµια. Για την
Παιδεία η συνθήκη της Μπολώνιας ήταν η αρχή, ενώ για την Υγεία η Θατσερική
πρακτική έθετε τις βάσεις για το ξήλωµα του κοινωνικού κράτους.
Μέσα σε αυτή την πραγµατικότητα
ποιος µπορεί να είναι στ’ αλήθεια ο ρόλος της Τέχνης; Σε εποχές κρίσης η θέση
της γίνεται εξαιρετικά δύσκολη. Χρειαζόµαστε σίγουρα µία Τέχνη που θα
αφουγκράζεται και δεν θα είναι ξεκοµµένη από το σηµερινό κοινωνικό γίγνεσθαι.
Θα µιλήσουµε ίσως για την ανάγκη ύπαρξης µιας νέας «στρατευµένης τέχνης»;
Πιθανώς όχι αφού ο όρος αυτός ενοχλεί, καθότι φορτίστηκε από το αρνητικό
παράδειγµα του σοσιαλιστικού ρεαλισµού. Lστόσο, ανάµεσα στην «Τέχνη για την
Τέχνη» και τη «στρατευµένη Τέχνη», οι σηµερινοί καλλιτέχνες, πιο ελεύθεροι, θα
πρέπει να αναζητήσουν το δικό τους δρόµο και να αρθρώσουν το δικό τους
δηµιουργικό λόγο.
Εποµένως, ποια είναι η θέση της
χώρας µας µέσα σε µια παγκοσµιοποιηµένη Ευρώπη, υποχείρια των πανίσχυρων αγορών
και των χρηµατοπιστωτικών ιδρυµάτων;
Ένα αρχικό ζητούµενο για την
ελληνική κοινωνία είναι να αρχίσει να συνειδητοποιείται, εντάσσοντας τον εαυτό
της µέσα στο γενικότερο ευρωπαϊκό και παγκόσµιο πρόβληµα. Να συνειδητοποιήσει
δηλαδή ότι αποτελεί ένα µέρος ενός γενικότερου σύγχρονου προβλήµατος και να
προσπαθήσει να το προσδιορίσει, µε όσο µεγαλύτερη σαφήνεια γίνεται, στην
ένταση, την έκταση και το βάθος του. Να παραδεχθεί τις χρόνιες παθογένειες και
τα λάθη της και να στηριχθεί στις δηµιουργικές εκείνες δυνάµεις, που συχνά όλοι
ανακαλύπτουµε, κατά καιρούς, ότι υπάρχουν γύρω µας.
Ένα δεύτερο ζητούµενο είναι η επαναφορά της συλλογικότητας
στη σκέψη µας και κυρίως στη δράση µας, που ισοδυναµεί µε µία νέα κοινωνική µας
επανένταξη και ένα επανακαθορισµό του ρόλου µας ως ενεργοί πολίτες.
Στο όλο πρόβληµα τεράστια είναι η ευθύνη της πνευµατικής
ηγεσίας της χώρας που µέχρι τώρα, στις περισσότερες περιπτώσεις, παραµένει αδρανής
αλλά και απαράδεκτα απολογητική στα διάφορα κέντρα εξουσίας.
Σε γενικότερο επίπεδο, κάποια στιγµή, θα πρέπει να υπάρξει
η ανάγκη επαναπροσδιορισµού των στόχων και των αξιών του ανθρώπου σε σχέση µε
την αξιακή θέση της παραγωγικότητας, του ανταγωνισµού και του καταναλωτισµού.
Μήπως θα πρέπει, εποµένως, να αρχίσουµε να µιλάµε για την ανάγκη µιας νέας
Αναγέννησης;
* Ο Αλέξανδρος Γαρύφαλλος είναι πρόεδρος της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ. Το κείμενο αποτελεί την εισήγηση του κ. Γαρύφαλλου στο συμπόσιο "Ποιά Ελλάδα;" που διοργάνωσε το ΑΠΘ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου