Ο
Βύρωνας ήταν υπέρ της ένταξης μιας ανεξάρτητης Ελλάδας μέσα στο
οικονομικό και διπλωματικό σύστημα των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Άρα,
με τα σημερινά δεδομένα, θα υποστήριζε τα δάνεια από την τρόικα και τα
συνεπαγόμενα μέτρα που επιβάλλονται στη Ελλάδα […]. Σε άλλη συνέντευξη
που έκανα, με ρώτησαν αν θα ήταν, με τα σημερινά δεδομένα,
«μνημονιακός». Μάλλον ναι. Άρα θα τον αντιπαθούσαν οι… αντιμνημονιακοί.
Ρόντρικ Μπίτον, Ελευθεροτυπία, 18.1.2014
Κάποιος θα
μπορούσε αρχικά να ισχυριστεί ότι επώνυμοι υποστηρικτές, άμεσοι ή
έμμεσοι, των ελληνικών μνημονίων, έχοντας αναγνωρίσει την περαιτέρω
συρρίκνωση των μειοψηφικών προσκείμενων και συνειδητοποιώντας το στέρεμα
της δεξαμενής για άντληση νεόκοπων ομοφρόνων, έχουν πλέον πανικόβλητοι
αποσκιρτήσει από το επίγειο παρόν και αναζητούν απεγνωσμένα τη σωτηρία
τους εναποθέτοντας τις ελπίδες τους στους βωβούς από καιρό ήρωες του
παρελθόντος.
Αυτό είναι
το ένα σκέλος ενός τέτοιου εγχειρήματος. Το άλλο είναι κατά πόσο μια
ανάλογη επίκληση συμβιβάζεται με τη λογική αλλά και στοιχειοθετείται από
τη σχετική πραγματολογική εξέταση των ιστορικών γεγονότων και την
παρεπόμενη ερμηνεία. Και με αυτό θα ασχοληθώ, με αφορμή τις
«προκλητικές» δηλώσεις (Ελευθεροτυπία, 18.1.2014) του Ρόντρικ
Μπίτον, καθηγητή της Νεοελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας, Γλώσσας και
Λογοτεχνίας στην έδρα Κοραή του King’s College του Πανεπιστήμιου του
Λονδίνου, πανεπιστημικού δασκάλου και ερευνητή με πολυσχιδές και
βαθυστόχαστο έργο, και συνεργάτη του ελληνικού Υπουργείου Παιδείας.
Στη
συνέντευξη, η δημοσιογράφος Ιωάννα Κλεφτόγιαννη, που την πήρε, μας
ενημερώνει: «Τον φορέα των ιδεών του ΣΥΡΙΖΑ τον ανακαλύπτει [ο Μπίτον]
στο πρόσωπο του Γέρου του Μοριά». Και ο καθηγητής συμπληρώνει: «Ο
Κολοκοτρώνης, από την άλλη, αφού δυσπιστούσε στα ξένα δάνεια, θα
καταψήφιζε το Μνημόνιο και θα επέμενε στην απόλυτη ελευθερία-έξοδο από
το ευρώ και την Ε.Ε.».
Θα ήθελα να διαφωνήσω εντονότατα, και η διαφωνία μου τοποθετείται σε τρία επίπεδα.
1.
Κρίνω ότι αποτελεί μυθώδη παραλογισμό να επιχειρείται η ένταξη κάποιου
προσώπου σε μια σύγχρονη κατηγορία γνωρισμάτων και να του αποδίδεται μια
ιδιότητα του παρόντα χρόνου, παρόλο που αυτό έζησε εδώ δυο αιώνες πριν,
κάτω από διαφορετικές συνθήκες που διαμόρφωναν τους χαρακτήρες, τις
νοοτροπίες και τις συμπεριφορές εκείνης της εποχής. Μια τέτοια εικασία,
κατά τη γνώμη μου, είναι αποστερημένη από κάθε ουσιαστικό νόημα και
περιεχόμενο. Μια μηχανή του χρόνου μπορεί κάποτε να μας ταξιδέψει ως
παρατηρητές στο παρελθόν ή στο μέλλον, αλλά αμφιβάλλω αν θα μπορέσουμε
με αυτό τον τρόπο να αναπτύξουμε ζωντανή δράση έξω από την εποχή μας. Αν
κάτι τέτοιο γίνει τελικά εφικτό στο μακρινό μέλλον, βρίσκω πάντως
αρκετά αυθαίρετο να επισπεύδεται αβασάνιστα η πρώιμη έναρξη της
εφαρμογής του. Τι ειρωνεία που και ο ίδιος ο Μπίτον στο βιβλίο του Byron’ War: Romantic Rebellion, Greek Revolution
(Cambridge University Press, Καίμπριτζ 2013, σ. 221), αποδεχόμενος τη
σχετικιστική προσέγγιση του Βύρωνα, δεν διστάζει να αναφέρει: «Οι αξίες
που είχε υιοθετήσει σε άλλες εποχές και άλλους τόπους ήταν απλά, όπως
προσπαθούσε να πείσει τον Stanhope [...], “μη εφαρμόσιμες σ’ αυτήν την
κοινωνία στην τωρινή της εύφλεκτη κατάσταση”».
2. Ας
αρθεί, κατ’ οικονομίαν, η αμέσως προηγούμενη διαφωνία και ας εξεταστούν
τα πραγματολογικά στοιχεία που ο ίδιος ο Μπίτον παραθέτει.
Πράγματι, ο
Βύρωνας αποσκοπούσε στην ένταξη της Ελλάδας στο οικονομικό και
διπλωματικό σύστημα των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Αλλά με ποιους
όρους και προϋποθέσεις; Μήπως με τους αντίστοιχους μνημονιακούς όρους
των ημερών μας; Τι απόδειξη υπάρχει για κάτι τέτοιο; Η Ελλάδα, έγραφε ο
Βύρωνας σ’ ένα γράμμα του προς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο (σ. 197),
έπρεπε να επιλέξει μια από τις τρεις δυνατές πορείες: «ή να αποκτήσει με
τη νίκη της την ελευθερία της ή να καταστεί μια κτήση υποτελής στους
ευρωπαίους μονάρχες ή μια τουρκική επαρχία». Είναι η υποτελής κτήση και
όχι η νικηφόρα απελευθέρωση που συμπλέει με τη μνημονιακή ιδιότητα.
Και πάλι,
πράγματι, όπως επισημαίνει ο Μπίτον, o Βύρωνας δεν ήθελε να φαίνεται ότι
η Ελλάδα βρίσκεται σε αντιπαλότητα με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις (σ. 214,
221, 224). Κάτι τέτοιο μπορεί να εκληφθεί ως υποστήριξη των μνημονιακών
προγραμμάτων και όλων των άλλων παρακολουθημάτων τους; Κρίνω πως όχι,
επειδή για την Ελλάδα εκείνη την εποχή ήταν απαραίτητες οι συμμαχίες
απέναντι στην Τουρκία για λόγους σκοπιμότητας και υποχρεωτικά με τα τότε
απολυταρχικά καθεστώτα και τις συντηρητικές κυβερνήσεις της Ευρώπης (σ.
196, 225). Ιδιαίτερα μάλιστα επειδή δεν είχε αποκτηθεί ακόμα πολιτική
ανεξαρτησία αλλά και ούτε στρατιωτική αυτοδυναμία.
Επίσης, ο
Μπίτον παρατηρεί: «Ο Βύρωνας μαζί με τον Μαυροκορδάτο ήταν αποφασισμένος
να συνδέσει την τύχη της επανάστασης με το οικονομικό και γεωπολιτικό
μέλλον ολόκληρης της ηπείρου [...]. Η επανάσταση στην Ελλάδα δεν ήταν
απλά μια τοπική υπόθεση [...] Η ελληνική επανάσταση έπρεπε να γίνει
[...] ένα “ευρωπαϊκό γεγονός”» (σ. 227). «Δεν ήταν κάποια συμπάθεια προς
τους Έλληνες, ως λαό, που τον καθοδηγούσε στις πράξεις του. Αντίθετα,
είχε ταυτίσει την Επανάσταση στην Ελλάδα με ένα σημείο καμπής στην
κατάσταση της Ευρώπης. Το πιο σημαντικό επίτευγμά του ήταν το εξής, από
κοινού με τον Μαυροκορδάτο: όχι μόνο να εισάγει ευρωπαϊκές αξίες στην
Ελλάδα (παρόλο που βέβαια έκανε κι αυτό), αλλά να προσπαθεί να
δημιουργήσει, στην Ελλάδα, πολιτικές συνθήκες που θα μπορούσαν να
αποτελέσουν αντικείμενα μίμησης από την υπόλοιπη ήπειρο» (σ. 266). Από
πού προκύπτει λοιπόν η εξομοίωση του Βύρωνα με τις μονόδρομες
μνημονιακές επιταγές; Αντίθετα –σύμφωνα πάντα με μια τέτοια λογική
«αντιστοιχιών»– η σταυροφορία (π.χ. μέσω των ευρωεκλογών) του ΣΥΡΙΖΑ σε
κάτι ανάλογο με την πρόθεση του Βύρωνα δεν αποβλέπει; Δηλαδή, στην
ανατροπή, αρχίζοντας από την Ελλάδα, της νεοφιλελεύθερης πολιτικής,
ανατροπή την οποία οι αντιδραστικές ευρωπαϊκές δυνάμεις έχουν από καιρό
εκδηλώσει μανιακά την επιθυμία τους να αποτρέψουν.
Επιπρόσθετα,
επισημαίνει ο Μπίτον: Ο Βύρωνας «έβλεπε πέραν από τον άμεσο σκοπό της
άφιξης του αναμενόμενου δανείου από το Λονδίνο [...]. Καταλάβαινε ότι η
μελλοντική βιωσιμότητα του ελληνικού κράτους θα εξαρτιόταν από τη
χρηματοοικονομική ακεραιότητα». Επίσης, συνειδητοποιούσε «την ανάγκη για
μια αναπτυγμένη και μεθοδική εξωτερική πολιτική» (σ. 226). Μήπως ο
«αντιμνημονιακός» ΣΥΡΙΖΑ αντιτίθεται σ’ αυτά που ο «μνημονιακός»,
σύμφωνα με τον Μπίτον, Βύρωνας ενστερνιζόταν;
3.
Όσο για τον «εχθρό των εκσυγχρονιστικών ιδεών» Κολοκοτρώνη που ο Μπίτον
τον θέλει να συμπράττει αλληλέγγυος με τον ΣΥΡΙΖΑ και να τάσσεται στο
πλευρό του, ομολογώ την αδυναμία μου να μιλήσω εκ μέρους του Γέρου του
Μωριά. Μπορώ όμως να υπενθυμίσω διαβεβαιώνοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει
μιλήσει ποτέ για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τέλος, επειδή ο Βύρωνας είχε αντιταχθεί στις θέσεις του Κολοκοτρώνη (βλ.
και Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξενοκρατία, Μισελληνισμός και Υποτέλεια,
χ.ε., Αθήνα 1990, σ. 491) είναι εύκολο από κει και πέρα να
ανακηρύσσεται ο «εκσυγχρονιστής» Βύρωνας «μνημονιακός» και το δίδυμο
Κολοκοτρώνη-ΣΥΡΙΖΑ ως «αντιμνημονιακό» πλέον να αποκαλείται και
αντιευρωπαϊκό!
Ο Βύρωνας πέθανε στο Μεσολόγγι τη Δευτέρα του Πάσχα, 19 Απριλίου 1824. Το μπρίκι Florida,
που έφερε την πρώτη δόση (40.000 λίρες) του αγγλικού δανείου, ήταν το
ίδιο πλοίο που στην επιστροφή του μετέφερε τη σορό του Βύρωνα στη
Βρετανία. Τι μακάβρια σύμπτωση! Όταν η σορός έφτασε στο Λονδίνο, οι
δρόμοι της πόλης είχαν γεμίσει από εργάτες που πενθούσαν τον λατρεμένο
τους ποιητή, σε αντίθεση που τους ευγενείς έστειλαν άδειες τις άμαξές
τους, δηλώνοντας την περιφρόνησή τους για ένα λόρδο που είχε απαρνηθεί
την τάξη του, ενώ ο πρωτοπρεσβύτερος του Westminster αρνήθηκε την ταφή
στο Poets’ Corner του Αββαείου (μόνο μια επιδαπέδια πλάκα τοποθετήθηκε,
κι αυτή το 1969!). Παράδοξα συμβάντα αν δώσει κάποιος απόλυτη πίστη στην
παρατήρηση του Μπίτον (σ. 61) με αφορμή τη στάση του Βύρωνα σε σχέση με
το επαναστατικό-πατριωτικό κίνημα των καρμπονάρων στην Ιταλία: «Ο
Βύρωνας, ως το τέλος, θα παραμείνει έντονα αφοσιωμένος στην τάξη του. Το
να σηκώσει όπλο ενάντια στην αριστοκρατία θα ήταν σαν να κάνει πόλεμο
ενάντια στον εαυτό του».
Ύστερα από
όσα συνολικά προηγήθηκαν πρέπει τελικά οι «αντιμνημονιακοί» να
αντιπαθούν τον Βύρωνα όπως διατείνεται ο καθηγητής Μπίτον;
Ο Βασίλης
Δρουκόπουλος είναι οικονομολόγος και δίδαξε στο Τμήμα Οικονομικών
Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου