Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Από που βγαίνει η δύναμη; Αναζητώντας την «πολύτιμη αλήθεια» της Λαϊκής Ενότητας ...

Σωτήρης Κοσκολέτος, Φάνης Παπαγεωργίου, Red NoteBook...

Συμπληρώνονται σαράντα χρόνια από την ανατροπή της κυβέρνησης Αλιέντε από τις στρατιωτικές δυνάμεις του Πινοτσέτ και το θάνατο του αριστερού προέδρου της Χιλής που έπεσε υπερασπιζόμενος τη δημοκρατία. Σε αυτά τα σαράντα χρόνια, έχουν ειπωθεί πολλά για τον Αλιέντε, τη Λαϊκή Ενότητα και το ειρηνικό εγχείρημά της. Άρθρα στον τύπο, επιστημονικές δημοσιεύσεις, μυθιστορήματα, ποίηση, ντοκιμαντέρ, ταινίες μυθοπλασίας. Από τη μία πλευρά η ευγενική φυσιογνωμία του Αλιέντε, η τεράστια σε μέγεθος, διάρκεια και παλμό λαϊκή κινητοποίηση, η γοητεία του δημοκρατικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό.  Από την άλλη πλευρά ο βρώμικος ρόλος της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής, το «νίπτω τας χείρας» των χωρών του υπαρκτού, η αστική τάξη, οι φορτηγατζήδες, τα τανκς. Η διερώτηση για την πηγή προέλευσης της δύναμης, τα όπλα και ο λαός, ο λαός στα όπλα.

Μεταξύ της εξιδανίκευσης και του αναθέματος για την εμμονή στην ταύτιση μεταξύ του δημοκρατικού και του ειρηνικού δρόμου προς το σοσιαλισμό δεν έχει υπάρξει πολύς χώρος –ίσως πλην επιστημονικών δημοσιεύσεων- για μια μη συναισθηματικά φορτισμένη επαναπροσέγγιση των χρόνων διακυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας. Προκειμένου να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει να εξεταστεί το τι πέτυχε η Λαϊκή Ενότητα, με ποιο τρόπο και μέχρι ποιου σημείου, ή αλλιώς να διασχίσουμε το χρόνο μεταξύ του 1969 και του 1973 φωτίζοντας  περισσότερο τη διαδρομή καθαυτή.

Η Λαϊκή Ενότητα ιδρύεται το 1969 από το Κομμουνιστικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, τους Σοσιαλδημοκράτες, το Ριζοσπαστικό Κόμμα, το Κίνημα Ενιαίας Λαϊκής Δράσης (αποχωρήσαντες από τους Χριστιανοδημοκράτες) και τη μικρότερη αριστερή δύναμη της Ανεξάρτητης Λαϊκής Δράσης. Στις εκλογές του 1970, η Λαϊκή Ενότητα θα αποσπάσει το 36,3% των ψήφων, κατακτώντας  την πρώτη θέση στο Κογκρέσο. Ωστόσο, παρότι πλειοψηφία, θα δυσκολευτεί αρχικά να αποσπάσει τη συναίνεση άλλων πολιτικών δυνάμεων προκειμένου να σχηματίσει κυβέρνηση, κάτι που θα καταστεί εφικτό μόνο μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος και τη δολοφονία του στρατηγού Σνάιντερ, όποτε οι Χριστιανοδημοκράτες υπό το φόβο του κινδύνου εκφασισμού, θα δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης στη Λαϊκή Ενότητα. Η τελευταία αμέσως μετά, θα ξεκινήσει να ξεδιπλώνει το πρόγραμμά της, υλοποιώντας τις άμεσες προεκλογικές της δεσμεύσεις (τα 40 πρώτα μέτρα), τα οποία θα οδηγούσαν σε αισθητή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων και των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων. Οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι η πολιτική της Λαϊκής Ενότητας υπήρξε εξαρχής ταξικά μεροληπτική, όπως δείχνουν και οι μεταρρυθμίσεις που θα εξετάσουμε συνοπτικά στη συνέχεια.


Η βασική πτυχή της οικονομικής πολιτικής που ακολούθησε η Λαϊκή Ενότητα ήταν αυτή της εθνικοποίησης επιχειρήσεων σε τομείς στρατηγικής σημασίας για την επίτευξη οικονομικής ανεξαρτησίας και ανάπτυξης της χώρας, στο πλαίσιο της επιρροής των θεωριών της εξάρτησης. Συνοπτικά, κρατικοποίησε τη μεγαλύτερη εταιρεία χαλκού αλλά και το 90% του τραπεζικού τομέα, καταβάλλοντας μερικές αποζημιώσεις. Ακόμα, η  κυβέρνηση Αλιέντε επιχείρησε να βαθύνει τη μεταβολή των σχέσεων ιδιοκτησίας επεκτείνοντας το σχέδιό της και σε άλλους κλάδους με την εφαρμογή των Ζωνών Κοινωνικής Ιδιοκτησίας,  στην οποία εντάχθηκαν έως και 250 μεγάλες μονοπωλιακές αλλά και προβληματικές επιχειρήσεις  μέχρι το 1972 (Barton, 2004).

Η κυβέρνηση επιχείρησε την εισαγωγή του εργατικού και κοινωνικού ελέγχου σε δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η προσέγγιση βέβαια της κυβέρνησης ως προς τον εργατικό και κοινωνικό έλεγχο παρουσιάζει αντιφάσεις, καθώς η αρχική συμφωνία απέκλειε τη συμμετοχή εκπροσώπων των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ενώ τα τελευταία χρόνια και με την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων, η κυβέρνηση στρέφεται προς τους εκπροσώπους της ομοσπονδίας, έτσι ώστε να διασφαλίσει τον εναγκαλισμό των εργαζόμενων τάξεων.

Επίσης, η μεταρρύθμιση στον τομέα της υγείας ήταν από τις πιο σημαντικές στις οποίες προχώρησε η αριστερή κυβέρνηση. Ωστόσο, η κυβέρνηση λαμβάνοντας υπόψη τις αντιδράσεις της αστικής τάξης και των μικροαστικών μερίδων, ενώ αρχικά στόχευε στην  ενοποίηση των τριών πυλώνων του συστήματος υγείας , τελικά απέφυγε να φτάσει τη μεταρρύθμιση ως  το σημείο αυτό, αφήνοντας εκτός του πυλώνα της ιδιωτικής περίθαλψης. Σε σχέση με την αγροτική μεταρρύθμιση, η αναδιανομή έγινε κατά περιοχή και όχι κατά κτήμα όπως είχε ξεκινήσει η κυβέρνηση Φρέι, κάτι που οδήγησε σε εύρεση αποδοτικών γαιών για τους ακτήμονες αγρότες. Παρόλα αυτά, το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να φτιάξει ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο αλλά περιορίστηκε στη νομοθεσία της κυβέρνησης Φρέι είχε ως συνέπεια η διαδικασία αυτή να συναντήσει προσκόμματα και τελικά να μην μπορέσει να προχωρήσει (Landsberger, McDaniel, 1976).

Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση απέφυγε να δώσει μάχες με τους ιδεολογικούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους: σε σχέση με το στρατό, ο Αλιέντε στην ουσία απέφυγε μια αναμέτρηση, αφενός  αφήνοντας τα οικονομικά και ασφαλιστικά τους προνόμια ανέγγιχτα, αφετέρου συνεχίζοντας απρόσκοπτα τα προγράμματα αγοράς εξοπλισμών και εκπαίδευσης από τις Η.Π.Α., κατά τις επιθυμίες της στρατιωτικής ηγεσίας της Χιλής. Ακόμα, απέφυγε συστηματικά -στο πλαίσιο του προσεταιρισμού δια του συμβιβασμού με τη χριστιανοδημοκρατία – τη σύγκρουση με την Εκκλησία (Smith, 1982).

Η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας  θα κερδίσει την αναμέτρηση των δημοτικών εκλογών, στον απόηχο της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των φτωχότερων στρωμάτων και του εκδημοκρατισμού της οικονομικής και πολιτικής ζωής. Ωστόσο, θα βρεθεί αντιμέτωπη με διογκούμενες κοινωνικές αντιθέσεις, οι οποίες τροφοδοτούνται και λόγω του καλπάζοντα πληθωρισμού. Την κατάσταση αυτή θα εκμεταλλευόταν η αμερικάνικη εξωτερική πολιτική, η οποία και με την απουσία μιας ουσιαστικής οικονομικής και διπλωματικής βοήθειας από την πλευρά της Ε.Σ.Σ.Δ. -στο πλαίσιο της αμερικανοσοβιετικής προσέγγισης- θα ενέτεινε σε κάθε επίπεδο τις προσπάθειες για ανατροπή της αριστερής κυβέρνησης. Το πραξικόπημα του στρατηγού Πινοτσέτ στις 11 Σεπτέμβρη του 1973 θα έρθει ως επιστέγασμα αυτής της πορείας. Έτσι, στο επεξηγηματικό σχήμα σχετικά με την πτώση θα κυριαρχήσουν δύο οριακές αναλύσεις: από τη μια ότι την κυβέρνηση την έριξαν οι Αμερικάνοι και από την άλλη, ότι η κυβέρνηση έπεσε επειδή δεν έδωσε «τα όπλα στο λαό».

Το εγχείρημα της Λαϊκής Ενότητας, όπως φαίνεται συνδέεται με τα εγχειρήματα της περιόδου της δεκαετίας του 70’, τα οποία  εμφορούνται από την πολιτική κληρονομιά των λαικομετωπισμού , αποκρυσταλλώνοντας  μεθοδολογικά την πολιτική στρατηγική του. Αν και η περίπτωση της κυβέρνησης Αλιέντε είναι πολύ διαφορετική από αυτές της Γαλλίας και της Ιταλίας, εντούτοις η πορεία της μέχρι το πραξικόπημα σκιαγραφεί ενδείξεις για μια προβληματική πολιτική στρατηγική. Ισχυριζόμαστε ότι ανάμεσα στα άλλα, η σχέση της κυβέρνησης Αλιέντε με το πολιτικό υποκείμενο και η αδυναμία της να εκπονήσει ένα συνολικό παράδειγμα κοινωνικού μετασχηματισμού προς όφελος των εκμεταλλευόμενων τάξεων αλλά και η ατολμία της σε ότι αφορά τη σύγκρουση με μηχανισμούς του κράτους με πρακτικές που δεν συνδέονταν με το μαράζωμα του κράτους, αποτέλεσαν την αχίλλειο πτέρνα της κυβέρνησης Αλιέντε, η οποία οδήγησε τελικά στο πραξικόπημα και την πτώση.

Το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης Αλιέντε παρουσιάζει αδυναμία για μια συνολική αφήγηση και εκπονείται περισσότερο ως προσπάθεια ταξικών συμβιβασμών που θα ωφελήσουν βραχυπρόθεσμα τις εκμεταλλευόμενες τάξεις. Το πολιτικό-κοινωνικό-ταξικό πεδίο γίνεται ένας στατικός χάρτης, όπου η συναίνεση τμημάτων είναι αναγκαίος όρος για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Έτσι, σημαντικοί, ίσως οι σημαντικότεροι μηχανισμοί του κράτους, εκκλησία, στρατός και εκπαίδευση παραλείπονται από το πεδίο των ταξικών συγκρούσεων υπό το φόβο της απώλειας της ηγεμονίας. Από το σχήμα αυτό της ηγεμονίας εκλείπουν έννοιες όπως η συλλογική βούληση, νοούμενη ως η αναγκαία συνάντηση του πολιτικού υποκειμένου με την κυβέρνηση της Αριστεράς. Η συλλογική βούληση δεν έχει βολονταριστική χροιά, πρέπει από τη μια να δίνει τους χώρους συλλογικής παρέμβασης και δράσης στις εκμεταλλευόμενες τάξεις και αφετέρου να εμφορείται από το αξιακό τους πλαίσιο.

Η ανύψωση του βιοτικού επιπέδου των εκμεταλλευόμενων τάξεων, ενώ αποτελεί ένα από τα πρωταρχικά καθήκοντα της κυβέρνησης της Αριστεράς δεν μπορεί να αποτελεί το πλαίσιο για την ηγεμονία των ιδεών και των αξιών των εκμεταλλευόμενων τάξεων και τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Θα λέγαμε ότι η άνοδος του βιοτικού επιπέδου περισσότερο προκύπτει από το παράδειγμα και τους μετασχηματισμούς παρά αποτελεί το σκοπό. Απεναντίας, φαίνεται μάλλον να υπάρχει μια σχέση έντασης μεταξύ του νέου κόσμου και του παραδείγματος της κυβέρνησης Αλιέντε με τα μέτρα ανόδου του βιοτικού επιπέδου. Σε αυτήν την κριτική πλέον  χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι ενώ θεσμοθετήθηκαν  οι ζώνες κοινωνικής ιδιοκτησίας, αυτές δεν μπόρεσαν να επεκταθούν πέραν των μονοπωλιακών ή προβληματικών επιχειρήσεων αφήνοντας έτσι την αυτοδιαχείριση άλλων επιχειρήσεων στο βολονταρισμό των πιο «ριζοσπαστικών» τμημάτων των εκμεταλλευόμενων τάξεων. Την ίδια στιγμή, το γεγονός ότι αρχικά τουλάχιστον δεν επιτρέπει στα εκλεγμένα μέλη των εργατικών ομοσπονδιών να συμμετέχουν και να εκλέγονται στους θεσμούς εργατικού ελέγχου μοιάζει να στήνει ένα ανάχωμα μεταξύ της εκλεγμένης εργατικής εκπροσώπησης και του ελέγχου, κάτι που ίσως θα μπορούσε να εξηγήσει το κύμα μη προσελεύσεων στην εργασία και την αντίφαση μεταξύ ανόδου του βιοτικού επιπέδου και παραγωγικού μετασχηματισμού (Barton, 2004). 

Επίσης, η υποτίμηση του ρόλου και της «φύσης» των μηχανισμών του κράτους - την ίδια στιγμή που δεν στήνονται μηχανισμοί παράλληλα με αυτούς ή θεσμοί ευρύτερης λαϊκής συμμετοχής- θα δυσχέραινε ούτως ή άλλως τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Η υποτίμηση του ρόλου των μηχανισμών του κράτους εκπορεύεται τόσο από μια λογική πιθανού προσεταιρισμού τους, έναν μη-φόβο για τους μηχανισμούς σε τελευταία ανάλυση, όσο και έναν φόβο για διαιρετικές τομές οι οποίες τέμνουν τον κοινωνικό σχηματισμό. Παρατηρείται ένας λανθάνων φόβος εκπορευόμενος από την κυρίαρχη αντίληψη ότι η ηγεμονία δομείται σε μεταρρυθμίσεις στις οποίες το μπλοκ των εκμεταλλευόμενων τάξεων υπερτερεί και έχει αποκρυσταλλώσει πολιτικά την αναγκαιότητα υλοποίησής τους. Ωστόσο, ηγεμονία είναι η συνάντηση της βούλησης των εκμεταλλευόμενων τάξεων με το πολιτικό υποκείμενο σε διάδραση, είναι η απόδοση χώρου λαϊκής αυτοοργάνωσης, η εμπιστοσύνη στο αξιακό πλαίσιο, το γεγονός ότι ο μετασχηματισμός του κράτους προϋποθέτει και ρήξεις και τομές.

Σκοπό του κειμένου δεν αποτελεί η αποκαθήλωση του Αλιέντε, μιας από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες του αριστερού κινήματος ιστορικά, αλλά ο εντοπισμός και η ανάδειξη των ευθυνών του πολιτικού υποκειμένου της αριστεράς ενάντια σε απλουστευτικά σχήματα τα οποία δημιουργούν στρεβλά πρότυπα ερμηνείας της ιστορίας, αλλά και στρεβλά πρότυπα πολιτικής πρακτικής.


Barton, J.R., 2004, “The legacy of Popular Unity: Chile 1973-2003: The Chilean road to socialism”, Capital and Class, σ. 9-16.

Landsberger, H., McDaniel T., 1976, “Hypermobilization in Chile 1970-1973”, World Politics, τ. 28, τχ 4, σ. 502-541.

Smith, B., 1982, “Christians and Marxists in Allende’s Chile: Lessons for Western Europe, Western European Politics, τ. 5, σ. 108-126

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων