του Γιαννη Αλμπανη...
Μετά τον πιο «γεμάτο» με πολιτικά γεγονότα Αύγουστο των τελευταίων ετών, φαίνεται ότι με τον ερχομό του φθινοπώρου αναδύεται μια νέα πολιτική συγκυρία, η οποία δεν σηματοδοτείται από ανατροπές, αλλά από την όξυνση τάσεων που ήδη είχαμε παρατηρήσει το προηγούμενο διάστημα.
Σπάζοντας το «ταμπού των απολύσεων»
Ασφαλώς βασική συνιστώσα της νέας συγκυρίας αποτελεί το σπάσιμο του «ταμπού των απολύσεων στο δημόσιο», για να χρησιμοποιήσουμε το λεξιλόγιο των μνημονιακών ιεράκων. Το προαναγγελθέν στα κείμενα των μνημονίων (και πολλάκις διαψευσθέν από τις εκάστοτε μνημονιακές κυβερνήσεις) κύμα απολύσεων στο δημόσιο συνιστά μια πραγματική τραγωδία. Από τη μια μεριά, ενισχύει με χιλιάδες νέους ανέργους τον ήδη τεράστιο στρατό των ανθρώπων που έχουν χάσει τη δουλειά τους. Από την άλλη, για τους δημόσιους υπαλλήλους που απολύονται, το να ξαναβρούν δουλειά μοιάζει ανέφικτο, τόσο λόγω της ύφεσης, όσο και λόγω του ότι η ιδιαίτερη εργασιακή εμπειρία τους δύσκολα μπορεί να αξιοποιηθεί στον ιδιωτικό τομέα. Άνθρωποι που μέχρι τώρα είχαν εξασφαλισμένο ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο, καταστρέφονται, χωρίς ορατή προοπτική ανάταξης της κατάστασης.
Όμως, σημαντικό πλήγμα υφίστανται ακόμα και όσοι δεν συμπεριληφθούν σε αυτό το κύμα απολύσεων. Η ουσιαστική κατάργηση της μονιμότητας στο δημόσιο σε συνδυασμό με τα τελείως αυθαίρετα κριτήρια βάσει των οποίων καταρτίζονται οι λίστες των απολύσεων, δημιουργεί μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα ανασφάλειας και καχυποψίας. Το βασικού ατού της δημοσιοϋπαλληλίας, δηλαδή η εργασιακή σταθερότητα, χάνεται και μαζί με αυτό θρυμματίζονται τρόποι ζωής καθώς και θεμελιώδεις αντιλήψεις, που θεωρούνταν μέχρι τώρα οι «σταθερές» μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας.
Καταστροφή, λοιπόν, για τους απολυμένους και φόβος για όσους μένουν στις θέσεις τους. Όπως είναι επόμενο, η δραματική αλλαγή, που φέρνουν οι απολύσεις στο δημόσιο, διευρύνει περαιτέρω τα αισθήματα δυσαρέσκειας, απογοήτευσης, διάψευσης και αγανάκτησης που κάθε άλλο παρά μειοψηφικά είναι στην Ελλάδα του Μνημονίου. Η ραγδαία μείωση των εργατικών εισοδημάτων μαζί με τη γιγάντωση των απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα δημιούργησαν εκείνη την κοινωνική συνθήκη, εξαιτίας της οποίας είδαμε τις πρωτοφανείς λαϊκές κινητοποιήσεις των πλατειών, το πολιτικό τέλος του δικομματισμού, καθώς και τη συγκλονιστική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Κατά συνέπεια, έχουμε σοβαρούς λόγους να εικάσουμε ότι οι χιλιάδες απολύσεις στο δημόσιο θα αναδιατάξουν εκ νέου τον πολιτικό και κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων. Θα ήταν βέβαια σοβαρό λάθος να ακολουθήσουμε τη μπακαλίστικη λογική ενός ορισμένου «σοβιετικού μαρξισμού», θεωρώντας ότι νομοτελειακά η φτωχοποίηση οδηγεί στον ριζοσπαστισμό. Ωστόσο, είναι προφανές ότι κάποιος-α που μέσα σε μια νύχτα γκρεμίζεται από την μικραστική «νοικοκυροσύνη» στην περιθωριοποίηση της ανεργίας, θα ακούσει πολύ πιο ευνοϊκά, από ό,τι στο παρελθόν, τις φωνές που αντιστρατεύονται το μνημόνιο.
No story at all
Πέρα από τις απολύσεις στο δημόσιο, η νέα συγκυρία επηρεάζεται από την εμφανή απουσία ενός αξιόπιστου πολιτικού σχεδίου από την πλευρά της κυβέρνησης. Πιθανόν να είναι η πρώτη φορά τα τελευταία τρία χρόνια που το μνημονιακό μπλοκ δεν έχει να «πουλήσει» στους «από κάτω». Το λεγόμενο success story αποδείχτηκε πύργος από τραπουλόχαρτα που τα σκόρπισε ο αέρας. Αυτή τη στιγμή, όχι μόνο λοιπόν δεν υπάρχει success story, αλλά όλα δείχνουν ότι δεν υπάρχει story at all. Δεν υπάρχει, δηλαδή, μια στοιχειωδώς πειστική αφήγηση που να μπορεί να χρυσώσει το χάπι της φτώχειας, υποσχόμενη ότι μια καινούργια προοπτική μπορεί να ανοίξει για τους πολίτες που υποφέρουν. Η έξοδος στις αγορές έχει παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες, το τέλος της ύφεσης διαρκώς αναβάλλεται, η υπόσχεση για δραστική μείωση της ανεργίας ούτε καν εκστομίζεται και η περιβόητη χαλάρωση μετά τις γερμανικές εκλογές μοιάζει φρούδα ελπίδα. Επιπρόσθετα, η επίσημη παραδοχή ότι τα νούμερα δεν βγαίνουν και θα χρειαστεί καινούργιο χρηματοδοτικό πακέτο (κι επομένως κι άλλα μέτρα) καθιστά την εικόνα ακόμα πιο ζοφερή.
Είναι, βέβαια, εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι στην προεκλογική εκστρατεία της Γερμανίας όλες οι πολιτικές δυνάμεις τοποθετούνται σαν να προεξοφλούν ότι τα δάνεια προς την Ελλάδα δεν θα αποπληρωθούν ποτέ. Ωστόσο, ακόμα και αν υπάρξει κούρεμα του χρέους στο οποίο θα δοθεί μια άλλη ονομασία (κάτι που προς το παρόν διαψεύδεται επισήμως), οι επιπτώσεις για τους εργαζόμενους και τους ανέργους δεν θα είναι ευεργετικές. Οποιαδήποτε απομείωση του χρέους, από τη μια μεριά, θα συνοδευτεί με απαλλοτρίωση από τους δανειστές σημαντικών περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου, και από την άλλη, δεν θα συνεπάγεται εισοδηματική ενίσχυση των ασθενέστερων. Η φτώχεια, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και η ιδιωτικοποποίηση των πάντων δεν αποτελούν συγκυριακά φαινόμενα που απορρέουν από τις «δανειακές υποχρεώσεις της χώρας», αλλά συνιστούν τους πυλώνες ενός καινούργιου κοινωνικού μοντέλου που επιβάλλεται, ενός μοντέλου άκρατου καπιταλισμού. Το γεγονός, λοιπόν, ότι έχει γίνει προφανής η διατήρηση του μνημονιακου πλαισίου για πολλά χρόνια, συρρικνώνει τη συναίνεση στην κυβερνητική πολιτική. Στο επιχείρημα του «αναγκαίου κακού», πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε η πολιτική ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, αυτομάτως αντιτείνεται πλέον το ερώτημα «αναγκαίο για ποιο σκοπό;». Τι νόημα έχει η παρατεταμένη λιτότητα αν δεν οδηγεί σε έξοδο από την κρίση σε ένα ορατό μέλλον; Το ερώτημα τίθεται από ολοένα και περισσότερους και πειστική απάντηση δεν μπορεί να πάρει από την κυβερνητική πλευρά.
Γιατί παραμένει σταθερή η κυβέρνηση
Αν, λοιπόν, η κοινωνική δυσφορία διογκώνεται λόγω των απολύσεων την ίδια στιγμή που η συναίνεση στο μνημονιακό μπλοκ συρρικνώνεται αφού δεν διαθέτει πειστικό πολιτικό σχέδιο, γιατί η κυβέρνηση εμφανίζεται σταθερή; Θα μπορούσαμε να αποδώσουμε αυτήν την (φαινομενική;) σταθερότητα της κυβέρνησης σε τρεις βασικές αιτίες.
Πρώτα απ’ όλα, η κινηματική άπνοια ενισχύει την κυβέρνηση. Ενώ ο κόσμος απορρίπτει τη μνημονιακή πολιτική, εντούτοις, εμφανίζεται απρόθυμος στο να κινητοποιηθεί μαζικά. Αυτή την απροθυμία θα πρέπει να την αποδώσουμε από τη μια στην αίσθηση που έχει δημιουργηθεί μετά τις διαδοχικές ήττες των τελευταίων ετών, ότι οι κινητοποιήσεις είναι μάταιες, και από την άλλη, στο φόβο ότι η συμμετοχή σε μια απεργία μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την απόλυση του εργαζομένου –κάτι που ισχύει πλέον και στο δημόσιο. Ωστόσο, η κινητοποίηση συμπαράστασης στην ΕΡΤ σε συνδυασμό με τα πρώτα μηνύματα που έρχονται από τις συνελεύσεις των καθηγητών δείχνουν ότι δεν είναι απίθανη η ανατροπή της υφιστάμενης ηττοπάθειας. Θα χρειαστεί, βέβαια, συμπαράταξη όλων των κινηματικών δυνάμεων και αμέριστη υποστήριξη στους κλάδους που θα βγουν στο δρόμο.
Η δεύτερη αιτία της κυβερνητικής σταθερότητας θα πρέπει να αναζητηθεί στη διαμόρφωση ενός αντιδραστικού κοινωνικού μπλοκ. Ο πραγματικός κοινωνικός διχασμός ανάμεσα σε όσους πλήττονται πιο πολύ από το μνημόνιο και σε όσους με κάποιο τρόπο τα καταφέρνουν, η πολιτική πόλωση που προέκυψε από την άνοδο του λαϊκού κινήματος και την εκλογική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και η εμφυλιοπολεμική ρητορεία των κυβερνητικών προπαγανδιστικών μηχανισμών έχουν διαμορφώσει μια αντι-αριστερή, αντεργατική κι αντικινηματική κοινωνική παράταξη, όχι αμελητέας μαζικότητας. Εν αντιθέσει με την περίοδο των πλατειών, αυτός ο λαός της Δεξιάς όχι μόνο δεν τείνει ευήκοον ους στο λόγο της Αριστεράς, αλλά την αντιμετωπίζει ως απειλή κι εσωτερικό εχθρό. Στο αναφερθέν φιλομνημονιακό κοινωνικό μπλοκ πρέπει να προστεθεί και το ακροατήριο της Χρυσής Αυγής, το οποίο όσο παραμένει στους κόλπους της, θα ενστερνίζεται ολοένα και περισσότερο τα εγκληματικά ιδεολογήματα της.
Όσον αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος είναι το αντίπαλο πολιτικό δέος στους μνημονιακούς, παρά τη σημαντική πρόοδο που σηματοδοτεί η ενοποίηση του σχήματος, ο ΣΥΡΙΖΑ δέχεται βολές και από τα δεξιά και από τα αριστερά. Από τα δεξιά, γιατί κρίνεται ότι αν υλοποιηθεί η πολιτική πρότασή του, τα πράγματα μπορούν να γίνουν ακόμα χειρότερα κάτω από την πίεση των ευρωπαίων. Από τα αριστερά, γιατί εκτιμάται ότι νερώνει το κρασί υιοθετώντας πιο μετριοπαθείς θέσεις. Ο κοινός τόπος και των δύο κριτικών προσεγγίσεων είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να προσπαθήσει περισσότερο για να καταστήσει ηγεμονική την πολιτική πρότασή του. Μια πρόταση που πρέπει να υπηρετεί με απτό τρόπο τα συμφέροντα των φτωχών, να εμφανίζεται στο κοινωνικό σύνολο ως η έκφραση του Γενικού Καλού, και να εκπροσωπείται από ένα πολιτικό προσωπικό που πείθει ότι μπορεί να την εφαρμόσει με επάρκεια.
Γιάννης Αλμπάνης
Από την Εποχή της 8/9/2013
Μετά τον πιο «γεμάτο» με πολιτικά γεγονότα Αύγουστο των τελευταίων ετών, φαίνεται ότι με τον ερχομό του φθινοπώρου αναδύεται μια νέα πολιτική συγκυρία, η οποία δεν σηματοδοτείται από ανατροπές, αλλά από την όξυνση τάσεων που ήδη είχαμε παρατηρήσει το προηγούμενο διάστημα.
Σπάζοντας το «ταμπού των απολύσεων»
Ασφαλώς βασική συνιστώσα της νέας συγκυρίας αποτελεί το σπάσιμο του «ταμπού των απολύσεων στο δημόσιο», για να χρησιμοποιήσουμε το λεξιλόγιο των μνημονιακών ιεράκων. Το προαναγγελθέν στα κείμενα των μνημονίων (και πολλάκις διαψευσθέν από τις εκάστοτε μνημονιακές κυβερνήσεις) κύμα απολύσεων στο δημόσιο συνιστά μια πραγματική τραγωδία. Από τη μια μεριά, ενισχύει με χιλιάδες νέους ανέργους τον ήδη τεράστιο στρατό των ανθρώπων που έχουν χάσει τη δουλειά τους. Από την άλλη, για τους δημόσιους υπαλλήλους που απολύονται, το να ξαναβρούν δουλειά μοιάζει ανέφικτο, τόσο λόγω της ύφεσης, όσο και λόγω του ότι η ιδιαίτερη εργασιακή εμπειρία τους δύσκολα μπορεί να αξιοποιηθεί στον ιδιωτικό τομέα. Άνθρωποι που μέχρι τώρα είχαν εξασφαλισμένο ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο, καταστρέφονται, χωρίς ορατή προοπτική ανάταξης της κατάστασης.
Όμως, σημαντικό πλήγμα υφίστανται ακόμα και όσοι δεν συμπεριληφθούν σε αυτό το κύμα απολύσεων. Η ουσιαστική κατάργηση της μονιμότητας στο δημόσιο σε συνδυασμό με τα τελείως αυθαίρετα κριτήρια βάσει των οποίων καταρτίζονται οι λίστες των απολύσεων, δημιουργεί μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα ανασφάλειας και καχυποψίας. Το βασικού ατού της δημοσιοϋπαλληλίας, δηλαδή η εργασιακή σταθερότητα, χάνεται και μαζί με αυτό θρυμματίζονται τρόποι ζωής καθώς και θεμελιώδεις αντιλήψεις, που θεωρούνταν μέχρι τώρα οι «σταθερές» μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας.
Καταστροφή, λοιπόν, για τους απολυμένους και φόβος για όσους μένουν στις θέσεις τους. Όπως είναι επόμενο, η δραματική αλλαγή, που φέρνουν οι απολύσεις στο δημόσιο, διευρύνει περαιτέρω τα αισθήματα δυσαρέσκειας, απογοήτευσης, διάψευσης και αγανάκτησης που κάθε άλλο παρά μειοψηφικά είναι στην Ελλάδα του Μνημονίου. Η ραγδαία μείωση των εργατικών εισοδημάτων μαζί με τη γιγάντωση των απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα δημιούργησαν εκείνη την κοινωνική συνθήκη, εξαιτίας της οποίας είδαμε τις πρωτοφανείς λαϊκές κινητοποιήσεις των πλατειών, το πολιτικό τέλος του δικομματισμού, καθώς και τη συγκλονιστική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Κατά συνέπεια, έχουμε σοβαρούς λόγους να εικάσουμε ότι οι χιλιάδες απολύσεις στο δημόσιο θα αναδιατάξουν εκ νέου τον πολιτικό και κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων. Θα ήταν βέβαια σοβαρό λάθος να ακολουθήσουμε τη μπακαλίστικη λογική ενός ορισμένου «σοβιετικού μαρξισμού», θεωρώντας ότι νομοτελειακά η φτωχοποίηση οδηγεί στον ριζοσπαστισμό. Ωστόσο, είναι προφανές ότι κάποιος-α που μέσα σε μια νύχτα γκρεμίζεται από την μικραστική «νοικοκυροσύνη» στην περιθωριοποίηση της ανεργίας, θα ακούσει πολύ πιο ευνοϊκά, από ό,τι στο παρελθόν, τις φωνές που αντιστρατεύονται το μνημόνιο.
No story at all
Πέρα από τις απολύσεις στο δημόσιο, η νέα συγκυρία επηρεάζεται από την εμφανή απουσία ενός αξιόπιστου πολιτικού σχεδίου από την πλευρά της κυβέρνησης. Πιθανόν να είναι η πρώτη φορά τα τελευταία τρία χρόνια που το μνημονιακό μπλοκ δεν έχει να «πουλήσει» στους «από κάτω». Το λεγόμενο success story αποδείχτηκε πύργος από τραπουλόχαρτα που τα σκόρπισε ο αέρας. Αυτή τη στιγμή, όχι μόνο λοιπόν δεν υπάρχει success story, αλλά όλα δείχνουν ότι δεν υπάρχει story at all. Δεν υπάρχει, δηλαδή, μια στοιχειωδώς πειστική αφήγηση που να μπορεί να χρυσώσει το χάπι της φτώχειας, υποσχόμενη ότι μια καινούργια προοπτική μπορεί να ανοίξει για τους πολίτες που υποφέρουν. Η έξοδος στις αγορές έχει παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες, το τέλος της ύφεσης διαρκώς αναβάλλεται, η υπόσχεση για δραστική μείωση της ανεργίας ούτε καν εκστομίζεται και η περιβόητη χαλάρωση μετά τις γερμανικές εκλογές μοιάζει φρούδα ελπίδα. Επιπρόσθετα, η επίσημη παραδοχή ότι τα νούμερα δεν βγαίνουν και θα χρειαστεί καινούργιο χρηματοδοτικό πακέτο (κι επομένως κι άλλα μέτρα) καθιστά την εικόνα ακόμα πιο ζοφερή.
Είναι, βέβαια, εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι στην προεκλογική εκστρατεία της Γερμανίας όλες οι πολιτικές δυνάμεις τοποθετούνται σαν να προεξοφλούν ότι τα δάνεια προς την Ελλάδα δεν θα αποπληρωθούν ποτέ. Ωστόσο, ακόμα και αν υπάρξει κούρεμα του χρέους στο οποίο θα δοθεί μια άλλη ονομασία (κάτι που προς το παρόν διαψεύδεται επισήμως), οι επιπτώσεις για τους εργαζόμενους και τους ανέργους δεν θα είναι ευεργετικές. Οποιαδήποτε απομείωση του χρέους, από τη μια μεριά, θα συνοδευτεί με απαλλοτρίωση από τους δανειστές σημαντικών περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου, και από την άλλη, δεν θα συνεπάγεται εισοδηματική ενίσχυση των ασθενέστερων. Η φτώχεια, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και η ιδιωτικοποποίηση των πάντων δεν αποτελούν συγκυριακά φαινόμενα που απορρέουν από τις «δανειακές υποχρεώσεις της χώρας», αλλά συνιστούν τους πυλώνες ενός καινούργιου κοινωνικού μοντέλου που επιβάλλεται, ενός μοντέλου άκρατου καπιταλισμού. Το γεγονός, λοιπόν, ότι έχει γίνει προφανής η διατήρηση του μνημονιακου πλαισίου για πολλά χρόνια, συρρικνώνει τη συναίνεση στην κυβερνητική πολιτική. Στο επιχείρημα του «αναγκαίου κακού», πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε η πολιτική ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, αυτομάτως αντιτείνεται πλέον το ερώτημα «αναγκαίο για ποιο σκοπό;». Τι νόημα έχει η παρατεταμένη λιτότητα αν δεν οδηγεί σε έξοδο από την κρίση σε ένα ορατό μέλλον; Το ερώτημα τίθεται από ολοένα και περισσότερους και πειστική απάντηση δεν μπορεί να πάρει από την κυβερνητική πλευρά.
Γιατί παραμένει σταθερή η κυβέρνηση
Αν, λοιπόν, η κοινωνική δυσφορία διογκώνεται λόγω των απολύσεων την ίδια στιγμή που η συναίνεση στο μνημονιακό μπλοκ συρρικνώνεται αφού δεν διαθέτει πειστικό πολιτικό σχέδιο, γιατί η κυβέρνηση εμφανίζεται σταθερή; Θα μπορούσαμε να αποδώσουμε αυτήν την (φαινομενική;) σταθερότητα της κυβέρνησης σε τρεις βασικές αιτίες.
Πρώτα απ’ όλα, η κινηματική άπνοια ενισχύει την κυβέρνηση. Ενώ ο κόσμος απορρίπτει τη μνημονιακή πολιτική, εντούτοις, εμφανίζεται απρόθυμος στο να κινητοποιηθεί μαζικά. Αυτή την απροθυμία θα πρέπει να την αποδώσουμε από τη μια στην αίσθηση που έχει δημιουργηθεί μετά τις διαδοχικές ήττες των τελευταίων ετών, ότι οι κινητοποιήσεις είναι μάταιες, και από την άλλη, στο φόβο ότι η συμμετοχή σε μια απεργία μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την απόλυση του εργαζομένου –κάτι που ισχύει πλέον και στο δημόσιο. Ωστόσο, η κινητοποίηση συμπαράστασης στην ΕΡΤ σε συνδυασμό με τα πρώτα μηνύματα που έρχονται από τις συνελεύσεις των καθηγητών δείχνουν ότι δεν είναι απίθανη η ανατροπή της υφιστάμενης ηττοπάθειας. Θα χρειαστεί, βέβαια, συμπαράταξη όλων των κινηματικών δυνάμεων και αμέριστη υποστήριξη στους κλάδους που θα βγουν στο δρόμο.
Η δεύτερη αιτία της κυβερνητικής σταθερότητας θα πρέπει να αναζητηθεί στη διαμόρφωση ενός αντιδραστικού κοινωνικού μπλοκ. Ο πραγματικός κοινωνικός διχασμός ανάμεσα σε όσους πλήττονται πιο πολύ από το μνημόνιο και σε όσους με κάποιο τρόπο τα καταφέρνουν, η πολιτική πόλωση που προέκυψε από την άνοδο του λαϊκού κινήματος και την εκλογική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και η εμφυλιοπολεμική ρητορεία των κυβερνητικών προπαγανδιστικών μηχανισμών έχουν διαμορφώσει μια αντι-αριστερή, αντεργατική κι αντικινηματική κοινωνική παράταξη, όχι αμελητέας μαζικότητας. Εν αντιθέσει με την περίοδο των πλατειών, αυτός ο λαός της Δεξιάς όχι μόνο δεν τείνει ευήκοον ους στο λόγο της Αριστεράς, αλλά την αντιμετωπίζει ως απειλή κι εσωτερικό εχθρό. Στο αναφερθέν φιλομνημονιακό κοινωνικό μπλοκ πρέπει να προστεθεί και το ακροατήριο της Χρυσής Αυγής, το οποίο όσο παραμένει στους κόλπους της, θα ενστερνίζεται ολοένα και περισσότερο τα εγκληματικά ιδεολογήματα της.
Όσον αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος είναι το αντίπαλο πολιτικό δέος στους μνημονιακούς, παρά τη σημαντική πρόοδο που σηματοδοτεί η ενοποίηση του σχήματος, ο ΣΥΡΙΖΑ δέχεται βολές και από τα δεξιά και από τα αριστερά. Από τα δεξιά, γιατί κρίνεται ότι αν υλοποιηθεί η πολιτική πρότασή του, τα πράγματα μπορούν να γίνουν ακόμα χειρότερα κάτω από την πίεση των ευρωπαίων. Από τα αριστερά, γιατί εκτιμάται ότι νερώνει το κρασί υιοθετώντας πιο μετριοπαθείς θέσεις. Ο κοινός τόπος και των δύο κριτικών προσεγγίσεων είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να προσπαθήσει περισσότερο για να καταστήσει ηγεμονική την πολιτική πρότασή του. Μια πρόταση που πρέπει να υπηρετεί με απτό τρόπο τα συμφέροντα των φτωχών, να εμφανίζεται στο κοινωνικό σύνολο ως η έκφραση του Γενικού Καλού, και να εκπροσωπείται από ένα πολιτικό προσωπικό που πείθει ότι μπορεί να την εφαρμόσει με επάρκεια.
Γιάννης Αλμπάνης
Από την Εποχή της 8/9/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου