Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Η Αννιέτα φοβάται να γυρίσει στο σχολείο....

Γράφει η Mαρία Τζανή, απο το Κουτι της Πανδωρας...
Σε λίγες μέρες ξεκινάει το σχολείο, πάω πλέον στην β’ Λυκείου. «Μεγαλώνεις σιγά σιγά μικρή μου», μου έλεγε γλυκόπικρα προχθές η μαμά μου. Η μαμά μου που καθαρίζει όλη μέρα σπίτια και σκάλες για να μας μεγαλώσει.
Η καημένη η μαμά που ανησυχεί για το μικρό της κοριτσάκι. «Να έχεις το νου σου, μου λέει, η ομορφιά είναι προσόν αλλά κρατάει λίγο. Μην έχεις εμπιστοσύνη στους άνδρες, από μικροί την ώρα τους θέλουν να περνάνε μόνο». Αυτά τα λέει επειδή με άκουσε προχθές να τσακώνομαι με το Γιώργο στο τηλέφωνο. Από τότε που ήρθε ο αδερφός του από την Αθήνα με τους φίλους του, δεν τον βλέπω καθόλου, όλο μαζί τους είναι. «Γιατί να μην έρθω κι εγώ», του έλεγα; «Tελευταία στιγμή το κανονίζουμε συνήθως», η απάντηση του.
Δεν θέλω να του αντιμιλώ. Μου έχει φερθεί καλά ο Γιώργος. Από την Α’ Λυκείου είμαστε μαζί. Αυτός δυο χρόνια μεγαλύτερος μου, πάει σε άλλο σχολείο. Πέρυσι το Πάσχα με κάλεσε στο σπίτι του. Πολύ καλοί άνθρωποι οι γονείς του, καλλιεργημένοι, ευγενικοί. Η μαμά του με περιποιήθηκε τόσο πολύ, με κέρασε γλυκό, επέμενε τόσο να μείνω για φαγητό. Και όλο αυτό το ενδιαφέρον, όλες αυτές οι ερωτήσεις για την οικογένεια μου, το σπίτι μου. Με έκανε να νιώσω σα να ήμουν ένα με αυτούς, πόσο συγκινήθηκα.
Στο Δημοτικό συνήθιζα να λέω πολλά ψέματα, να παρουσιάζω στους συμμαθητές μου μια άλλη εικόνα για το σπίτι και την οικογένεια μου, αυτή που ονειρευόμουν τις νύχτες όταν κοιμόμουν, στο ίδιο δωμάτιο με τα αδέλφια μου και την μητέρα μου. Μέχρι που ένα μεσημέρι η Ειρήνη, μια συμμαθήτρια μου που με ζόρι με χαιρετούσε, κρυμμένη πίσω από τα γυαλιά της, σοβαρή και μετρημένη πάντα, με είδε να κατεβαίνω στο υπόγειο εξωτερικό δυάρι που μένουμε, βοηθώντας την μητέρα μου να μεταφέρει ένα ξύλινο τραπεζάκι που μόλις είχαμε βρει παρατημένο δίπλα στον κάδο της γειτονιάς μας. Το άλλο πρωί μου άφησε στο θρανίο ένα βιβλίο. Ήταν «TO ΨΕΜΑ», της Zωρζ Σαρρή. Το ξεφύλλισα γρήγορα. Είχε καταλάβει. Κατάλαβα κι εγώ. Από τότε δεν ξαναείπα ψέματα.
Έτσι λοιπόν πραγματικά ένιωσα τόση ζεστασιά εκείνη την ημέρα στο σπίτι του Γιώργου. Τους άνοιξα την καρδιά μου Να μας ξανάρθεις σύντομα, μου φώναζε η μητέρα του κουνώντας μου το χέρι. Κρίμα που δεν έτυχε να τους ξαναδώ, «είναι πολυάσχολοι οι δικοί μου, λείπουν συνεχώς» , έλεγε ο Γιώργος. Και στο σπίτι του δεν έτυχε να με ξανακαλέσει, είναι λίγο μακριά και βολεύει καλύτερα να συναντιόμαστε στην πλατεία κοντά στο σχολείο.

Προχθές λοιπόν την ώρα που φεύγαμε με την Βαλεντίνα από το σπίτι της βλέπω το Γιώργο από μακριά. Του φώναξα, δεν με άκουσε, του ξαναφώναξα. Είχε πολύ θόρυβο φαίνεται, γι’αυτό έτρεξα να τον προλάβω. Δεν ήταν πολύ χαρούμενος, κάτι θα τον απασχολούσε, ίσως γι’αυτό δεν με είχε δει. Δεν θα μας συστήσεις το κορίτσι σου, λέει ένα ψηλό παιδί, που απ’ ό,τι έμαθα ήταν ο αδερφός του.
«Είμαι η Αννιέτα», είπα γελαστά. «Αννιέτα, από ποιο όνομα βγαίνει;» «Aπό κανένα, έτσι με βάφτισαν στην Αλβανία , είναι πολύ συνηθισμένο όνομα εκεί». “Δεν είναι το κορίτσι μου πετάχτηκε ο Γιώργος, παρέα κάνουμε”. Δεν είπαμε κάτι άλλο, έφυγαν βιαστικά κι εμένα με περίμενε η Βαλεντίνα. Το βράδυ όμως του παραπονέθηκα.
«Γιατί είπες ότι δεν είμαι το κορίτσι σου;»
«Δεν είπα κάτι τέτοιο βρε κουτό, μάλλον δεν άκουσες καλά.»
«Δεν ξέρω, παράξενο, εγώ είμαι σίγουρη ότι το άκουσα.»
«Αχ βρε Αννιέτα, τι κρίμα.»
«Τι κρίμα τι;»
«Τίποτα, θα βρεθούμε σε λίγο στην πλατεία;»
…»Nαι.»
Tην επομένη είδα το Γιώργο και τον αδερφό του με την Μαίρη και τις φίλες της. Με την Μαίρη ήμασταν πολύ φίλες πέρυσι. Ήμασταν όλα τα χρόνια συμμαθήτριες, αλλά μόλις πριν ένα χρόνο άρχισε να μου μιλάει περισσότερο. Με έβαλε στην παρέα της, με καλούσε σπίτι της, μου δάνειζε ρούχα της, καμιά φορά επέμενε να με κερνάει όταν δεν ήθελα να πάω βόλτα γιατί δεν είχα χαρτζιλίκι. «Είσαι τόσο όμορφη μου έλεγε, τι μακριά μαλλιά».
Η αγαπημένη μας διασκέδαση ήταν να κάνουμε τα μοντέλα. Μαζευόμασταν σπίτι της όλες μαζί , βαφόμασταν έντονα, φορούσαμε τα ρούχα της μαμάς της Μαίρης και βγάζαμε φωτογραφίες με την μηχανή της. Λίγο έξαλλα τα ρούχα, πιο προκλητικές ακόμα οι πόζες, αλλά έτσι φέρονται τα μοντέλα, έλεγε η Μαίρη.
Αυτή μου γνώρισε το Γιώργο. Σε αυτήν πρωτοείπα ότι είμαστε μαζί, ήθελα να μοιραστώ την χαρά μου μαζί της. Χάρηκε πολύ, αλλά έπρεπε να φύγει, θα της τα έλεγα κάποια άλλη μέρα με περισσότερες λεπτομέρειες. Η αλήθεια είναι ότι ψιλοχαθήκαμε μετά, δεν απαντούσε στο κινητό, είχε πολλά τρεχάματα με τα φροντιστήρια. Δεν έδωσα και πολλή σημασία, ήμουν κι εγώ συνεχώς με το Γιώργο. Μετά από λίγο καιρό έμαθα με τον χειρότερο τρόπο γιατί είχε εξαφανιστεί. Ήταν Τρίτη πρωί, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ήμουν στο σχολείο, ένιωθα όλα τα βλέμματα των συμμαθητών μου πάνω μου. Γιατί ψιθύριζαν και μόλις πλησίαζα σταματούσαν; Τι σήμαιναν όλα αυτά τα ειρωνικά γέλια; Ήρθε η Βαλεντίνα. «Είσαι τελείως ηλίθια;» μου φώναξε.
«Τι σκεφτόσουν όταν έβγαζες αυτές τις φωτογραφίες;»
Ποιές φωτογραφίες;
Όπως πολύ σύντομα έμαθα η «φίλη» μου είχε αναρτήσει στο facebook τις φωτογραφίες από το σπίτι της, μόνο τις δικές μου, αυτές με τις προκλητικές πόζες. Πέθανα από τη ντροπή μου, όλη η τάξη της είχε δει. Τα αγόρια μου έγραφαν στο θρανίο πρόστυχα λόγια, μου έστελναν μηνύματα στο κινητό, απενεργοποίησα τον λογαριασμό στο facebook, δεν άντεχα άλλο τα προσβλητικά σχόλια για εμένα και την καταγωγή μου από άτομα που μέχρι πρότινος θεωρούσα φίλους μου.
Ηθελα να μάθω ΓΙΑΤΙ. Όταν την ρώτησα γιατί τις ανέβασε, γέλασε περιφρονητικά. «Για πλάκα μου είπε, το μοντέλο δεν ήθελες πάντα να κάνεις, τι παραπονιέσαι»; Και συνέχισε πικρόχολα: «Έτσι δεν έριξες κα το Γιώργο;»
Στενοχωρήθηκα πολύ, δεν ήθελα να βγω από το σπίτι. Έκλαιγα συνεχώς. Ευτυχώς σε λίγο καιρό κλείσαμε για καλοκαίρι. Τώρα όμως πώς θα ξαναπάω στο σχολείο…;
Πιο πολύ φοβάμαι μην το μάθει ο αδερφός μου. Ήσυχο παιδί, τώρα τελευταία όμως έχει αλλάξει. Κάνει παρέα μόνο με Αλβανούς, μαζεύονται σε ένα καφενείο, λίγο πιο πάνω. Έπαψε να κάνει παρέα με το Γιάννη και τον Κώστα, τους παιδικούς του φίλους. Τώρα βρίζει τους Έλληνες, βρίζει την Ελλάδα. την χώρα που τον γέννησε.
«Μα καλά, δυο φορές έχεις πάει μόνο στην Αλβανία, τα Αλβανικά με το ζόρι τα μιλάς. Πιο πολύ Έλληνας είσαι» του λέω.
Τρέμω μην μάθει και για τον Γιώργο.
Έχω μπλέξει άσχημα. Φοβάμαι να γυρίσω στο σχολείο.
Πρέπει να μιλήσω στη μαμά. Δεν θέλω να την στενοχωρώ όμως, έχει λιώσει στις σκάλες για να μη μας λείψει τίποτα.
Θα μιλήσω στην Ειρήνη. Την Ειρήνη που δεν φοράει πια γυαλιά, είναι όμως το ίδιο σοφή, όπως τότε στο Δημοτικό.
Αυτή θα μου βρει την δική μου αλήθεια ξανά.
Η Μαρία Τζανή είναι δικηγόρος και εθελόντρια κοινωνικής πρόνοιας ΕΕΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων