του Παντελη Μπουκαλα, απο την Καθημερινη...
Κατά μόνας ή ομαδικά, στο πλαίσιο εκπαιδευτικών νυκτερίδων (κατά το ημερίδες), θα πρέπει να έχουν δει τους «300» τριακόσιες φορές έκαστος. Είναι το αφιόνι και το αναβολικό τους. Επειδή ακόμα και οι «Πύλες της φωτιάς» του Πρέσφιλντ τους πέφτουν βαριές, περιορίζονται στα εικονογραφημένα και σε όσα έλεγαν οι χιτλερικοί για την αρχαία Ελλάδα, σαν καταχραστές, διαστρεβλωτές και κιβδηλοποιοί. Από τους «300», από το κόμικ που έγινε ταινία αλλά παρέμεινε κόμικ, ξεπατικώνουν οι Χρυσαυγίτες ηρωικές πόζες και «αρχαιοελληνικές» κραυγές τύπου «αγκού, αγκού!»
Πνευματικώς εξοπλισμένοι, λοιπόν, εξέδραμαν έως το άγαλμα του ανυπεράσπιστου Λεωνίδα που, αν είχε φωνή, θα τους κατευόδωνε «ες κόρακας»· κι ίσως καλούσε και τον Διάκο, εκεί κοντά έπεσε, να δώσει ένα χεράκι, μήπως φέρουν στα συγκαλά τους τούς θαυμαστές των Περσών και των Τούρκων του 20ού αιώνα: των ναζιστών. Πήγαν, λοιπόν, και τάραξαν τον Λεωνίδα, με πανελλαδική κινητοποίηση που απέφερε λίγες εκατοντάδες κατά φαντασίωση θερμοπυλομάχων.
Οι άλλοι είχαν δουλειά· κυνηγούσαν μετανάστες και ημεδαπούς αιρετικούς, πολεμούσαν στην Κακαβιά, έψαχναν στους βιβλικούς «Μακκαβαίους» να βρουν αν ο «βρωμοεβραίος» Σάββας Μιχαήλ συμμετείχε και στην τοτινή «ανθελληνική» συνωμοσία. Εστησαν, λοιπόν, τη μιλιτέρ γιορτούλα τους με πυρσούς, σχηματισμούς, εν-δυο-εν-δυο, κλίνατε επ’ ακροδεξιά, «αγκού, αγκού!» κ.λπ. «Για να τιμήσουν το ελληνικό πνεύμα». Με τον ανθελληνικότερο δυνατό τρόπο ως προς τη λογική, την ηθική και την αισθητική. Γιατί την ελληνική αρχαιότητα την προσεγγίζουν χιτλεροτρόπως: σαν καταχραστές, διαστρεβλωτές και κιβδηλοποιοί.
Εχουν ένα πάθος με τη Σπάρτη οι Χρυσαυγίτες, ίσως με την ιδέα ότι ο εις λακωνικόν -άκος αρχηγός τους τυγχάνει μετεμψύχωση Λακεδαιμονίου βασιλέως. Η Αθήνα δεν τους πολυσυγκινεί. Αδυνατούν να χωνέψουν τους Κλεισθένηδες, τους Σόλωνες και την απαράδεκτη επινόησή τους: τη Δημοκρατία. Και από τα της Σπάρτης, πάντως, ό,τι μπορούν καταλαβαίνουν κι ό,τι θέλουν. Τα σπαρτιατικά που τους εξερεθίζουν είναι ο Καιάδας, η ξενηλασία και η κρυπτεία, δηλαδή τα φαντάσματα που σκάρωσε ο νους τους για την κρυπτεία (που τάχα την αναβιώνουν όποτε μαχαιρώνουν αλλοδαπούς), την ξενηλασία (στη Σπάρτη, πάντως, ο Παυσανίας βρήκε ναό και του Ξενίου Διός και της Ξενίας Αθηνάς) και τον Καιάδα. Με παρανάγνωση και παραμετάφραση των γραφών και νόθευση των πηγών (πετάνε μέσα τους τα λύματα της απαιδευσίας τους), έφτιαξαν ένα σκάρτο είδωλο και το προσκυνούν σαν αληθινό. Είναι απορίας άξιο, ωστόσο, πώς δεν έχουν στήσει ακόμα μια άλλου τύπου γιορτούλα στο σπηλαιοβάραθρο του Ταΰγετου που θρυλείται πως είναι ο Καιάδας: Να πάνε εκεί και να απορρίψουν τελετουργικώς εντός του σπηλαιοβαράθρου ομοιώματα «σκουπιδανθρώπων» - σκούρων, τσιγγάνων, αναπήρων, ομοφυλοφίλων, οροθετικών, Εβραίων. Και όποιων άλλων βδελύσσεται και μισεί η φαιά, φαιότατη ουσία τους.
Κατά μόνας ή ομαδικά, στο πλαίσιο εκπαιδευτικών νυκτερίδων (κατά το ημερίδες), θα πρέπει να έχουν δει τους «300» τριακόσιες φορές έκαστος. Είναι το αφιόνι και το αναβολικό τους. Επειδή ακόμα και οι «Πύλες της φωτιάς» του Πρέσφιλντ τους πέφτουν βαριές, περιορίζονται στα εικονογραφημένα και σε όσα έλεγαν οι χιτλερικοί για την αρχαία Ελλάδα, σαν καταχραστές, διαστρεβλωτές και κιβδηλοποιοί. Από τους «300», από το κόμικ που έγινε ταινία αλλά παρέμεινε κόμικ, ξεπατικώνουν οι Χρυσαυγίτες ηρωικές πόζες και «αρχαιοελληνικές» κραυγές τύπου «αγκού, αγκού!»
Πνευματικώς εξοπλισμένοι, λοιπόν, εξέδραμαν έως το άγαλμα του ανυπεράσπιστου Λεωνίδα που, αν είχε φωνή, θα τους κατευόδωνε «ες κόρακας»· κι ίσως καλούσε και τον Διάκο, εκεί κοντά έπεσε, να δώσει ένα χεράκι, μήπως φέρουν στα συγκαλά τους τούς θαυμαστές των Περσών και των Τούρκων του 20ού αιώνα: των ναζιστών. Πήγαν, λοιπόν, και τάραξαν τον Λεωνίδα, με πανελλαδική κινητοποίηση που απέφερε λίγες εκατοντάδες κατά φαντασίωση θερμοπυλομάχων.
Οι άλλοι είχαν δουλειά· κυνηγούσαν μετανάστες και ημεδαπούς αιρετικούς, πολεμούσαν στην Κακαβιά, έψαχναν στους βιβλικούς «Μακκαβαίους» να βρουν αν ο «βρωμοεβραίος» Σάββας Μιχαήλ συμμετείχε και στην τοτινή «ανθελληνική» συνωμοσία. Εστησαν, λοιπόν, τη μιλιτέρ γιορτούλα τους με πυρσούς, σχηματισμούς, εν-δυο-εν-δυο, κλίνατε επ’ ακροδεξιά, «αγκού, αγκού!» κ.λπ. «Για να τιμήσουν το ελληνικό πνεύμα». Με τον ανθελληνικότερο δυνατό τρόπο ως προς τη λογική, την ηθική και την αισθητική. Γιατί την ελληνική αρχαιότητα την προσεγγίζουν χιτλεροτρόπως: σαν καταχραστές, διαστρεβλωτές και κιβδηλοποιοί.
Εχουν ένα πάθος με τη Σπάρτη οι Χρυσαυγίτες, ίσως με την ιδέα ότι ο εις λακωνικόν -άκος αρχηγός τους τυγχάνει μετεμψύχωση Λακεδαιμονίου βασιλέως. Η Αθήνα δεν τους πολυσυγκινεί. Αδυνατούν να χωνέψουν τους Κλεισθένηδες, τους Σόλωνες και την απαράδεκτη επινόησή τους: τη Δημοκρατία. Και από τα της Σπάρτης, πάντως, ό,τι μπορούν καταλαβαίνουν κι ό,τι θέλουν. Τα σπαρτιατικά που τους εξερεθίζουν είναι ο Καιάδας, η ξενηλασία και η κρυπτεία, δηλαδή τα φαντάσματα που σκάρωσε ο νους τους για την κρυπτεία (που τάχα την αναβιώνουν όποτε μαχαιρώνουν αλλοδαπούς), την ξενηλασία (στη Σπάρτη, πάντως, ο Παυσανίας βρήκε ναό και του Ξενίου Διός και της Ξενίας Αθηνάς) και τον Καιάδα. Με παρανάγνωση και παραμετάφραση των γραφών και νόθευση των πηγών (πετάνε μέσα τους τα λύματα της απαιδευσίας τους), έφτιαξαν ένα σκάρτο είδωλο και το προσκυνούν σαν αληθινό. Είναι απορίας άξιο, ωστόσο, πώς δεν έχουν στήσει ακόμα μια άλλου τύπου γιορτούλα στο σπηλαιοβάραθρο του Ταΰγετου που θρυλείται πως είναι ο Καιάδας: Να πάνε εκεί και να απορρίψουν τελετουργικώς εντός του σπηλαιοβαράθρου ομοιώματα «σκουπιδανθρώπων» - σκούρων, τσιγγάνων, αναπήρων, ομοφυλοφίλων, οροθετικών, Εβραίων. Και όποιων άλλων βδελύσσεται και μισεί η φαιά, φαιότατη ουσία τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου