Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

Χάρισε το όνειρο σου στο κύμα κι ας το τσακίσει: η ιστορία ενός πελάγου....


Όταν οι σπόροι πέφτουν στη γη, βλασταίνουν, μεγαλώνουν και περιμένουν τη συγκομιδή, ανανεώνοντας έτσι τον κύκλο της ζωής .Και ενώ όλος ο κύκλος φαντάζει πολύ μαθηματικός, σοφός και πανάρχαιος, εμπεριέχει έντονο το στοιχείο του τυχαίου. Ειδικά στη φάση της σποράς, είναι θέμα πιθανοτήτων το ποιοι και πόσοι θα είναι εκείνοι οι σπόροι που θα φυτρώσουν τελικά, όπως και είναι εντελώς τυχαίος ο τρόπος με τον οποίο πέφτουν στη γη. Ε, το ίδιο τυχαίο μπορεί να συναντήσει κανείς και κάπου αλλού, ακριβώς από πάνω της, κάποια έτη φωτός μακριά, στον ουρανό. Εκεί τα αμέτρητα αστέρια βρίσκονται παντού, άλλοτε φαίνονται άλλοτε όχι, όμως είναι εκεί αυτή ή έστω καποια προηγούμενη στιγμή, τοποθετημένα με ένα τυχαίο τρόπο, δείγμα ίσως μιας σποράς που  απέτυχε ή δεν έχει καρπίσει ακόμα. Το ποιος ωστόσο την έσπειρε και τι θα καρπίσει, είναι κάτι που όπως είναι γνωστό, έχει απασχολήσει τους ανθρώπους από γεννησιμιού τους. Όλοι ξέρουμε για τα άστρα που γεννούνται και πεθαίνουν, για τις ομάδες και για τους γαλαξίες, για τις φιλονικίες για την προέλευσή τους, για τα παιδιά που έκατσαν και τα μέτρησαν. Ξέρουμε επίσης για εκείνους που αρνούνται να τα κοιτάξουν, είτε γιατί τα χλευάζουν, είτε γιατί πάντα φοβούνται, αλλά και για εκείνους που το μόνο που βλέπουν είναι  προβλέψεις για το μέλλον. Μιλάνε όλοι αυτοί δε, για τους αστερισμούς, τις ομάδες εκείνες των άστρων που φτιάχνουν σχήματα γνωστά, από αυτά που βλέπει κανείς γύρω του εδώ στη Γη.  

Τον παλιό καιρό, πολύ πριν τον καιρό των ανθρώπων, η γη ήταν μονοκόμματη και γύρω υπήρχε άβυσσος. Το κουβάρι της ζωής είχε λίγο κυλήσει τότε, και τα πλάσματα που διαφέντευαν την τεράστια στεριά, ήταν ακόμα λιγοστά, τεράστια, είχαν ωστόσο μια συνήθεια πανάρχαια, που αργότερα έμαθαν και στους ανθρώπους: ζούσαν δηλαδή σε ομάδες. Υπήρχαν το λοιπόν από τότε, πλάσματα που είδαν όλον τον κόσμο μέχρι σήμερα, όπως λιοντάρια, έντομα και ελέφαντες,  πλάσματα που χάθηκαν στο χρόνο, ή άλλα που οι άνθρωποι τοποθέτησαν σε αυτό που λένε μύθο για να τα θυμούνται, όπως μεγάλες σαύρες και μονόκεροι. Κάτι αντίστοιχο υπήρχε και με τα φυτά, λίγα από τα οποία κατάφεραν να επιβιώσουν, ήταν όλα ωστόσο τεράστια και φύτρωναν παντού, κάνοντας τον τόπο μια τεράστια ζούγκλα. Έτσι η ζωή γεννιόταν, πέθαινε, έτρωγε από τα ίδια της τα σπλάχνα και ζούσε πάλι από την αρχή, ξανά και ξανά, βήμα το βήμα μέχρι το επόμενο, σε μια αβέβαιη περπατισιά που κανένας δε μπορούσε να προβλέψει. Νέα είδη γεννιούνταν, άλλα χάνονταν σε αυτό το μεγάλο πείραμα. 
Μια μέρα, τα νερά που έβγαιναν από τη γη άρχιζαν να ξεχειλίζουν. Κανένα ζώο δεν έδωσε σημασία, ίσα ίσα χάρηκαν γιατί θα έφτανε το νερό για όλα ακόμα και την εποχή της ξηρασίας. Το νερό άρχισε να καταπίνει τις γύρω περιοχές, κατάπιε τα φυτά που πότιζε. Τα ζώα συνέχισαν να χαίρονται. Έπειτα το νερό κατάπιε και κάποια από αυτά που έκαναν το μπάνιο τους. Τα ζώα είχαν συνηθίσει σε αυτή τη βία της φύσης, όπως όταν έτρωγε το ένα το άλλο ή κάποιο χανόταν, μιας αυτό που θα λέγαμε σήμερα γονιμότητα ήταν μέσα στο ένστικτό τους. Το νερό ωστόσο συνέχιζε. 
Κάποια μέρα, το νερό είχε γίνει τόσο πολύ, που μόνο τα ψηλά μέρη ξεχώριζαν. Όσα κοπάδια είχαν χάσει τις φωλιές τους, είχαν μεταφερθεί εκεί για να σωθούν. Κάποια άλλα που δεν είχαν προλάβει,  είχαν χαθεί οριστικά, άλλα έμαθαν να πετάνε για να γλιτώσουν από το νερό, ενώ άλλα, τόσο πολύ το συμπάθησαν, που αποφάσισαν να ζουν μέσα σε αυτό.
Λένε λοιπόν ότι κάπου μέσα στα νερά, σε ένα μεγάλο μακρόστενο κομμάτι γης, εκεί που κάποτε υπήρχαν δύο ψηλά βουνά το ένα δίπλα στο άλλο, συνέβη κάτι παράξενο. Ενώ σε όλα τα υψώματα έβλεπες κοπάδια, εκεί βρέθηκαν πλάσματα διαφορετικά και μάλιστα ένα από το κάθε είδος. Ήταν ένα λιοντάρι, ένας μονόκερος, ένας ελέφαντας και άλλα πολλά. Αρχικά, γυρνούσαν απ' άκρη σ' άκρη του νησιού, επιβεβαιώνοντας την περικύκλωσή και τους συγκάτοικούς τους, χωρίς να συναντιούνται από κοντά. Κοίταζαν μία τη γη, μία τα υπόλοιπα ζώα, μία την απειροσύνη του νερού γύρω τους, που χτυπούσε πάνω στα βουνά, κάτι που δεν είχαν ξαναδει και τους παραξένευε.  
Όλα έδειχναν ότι  η φύση με τα ένστικτά της θα κυριαρχούσαν πάνω σε αυτό το κομμάτι γης και ότι η πείνα θα έκανε να φάνε το ένα το άλλο. Ωστόσο, ήταν η νοσταλγία για τους δικούς τους που τα έδενε. Όλα προσπαθούσαν να βρουν ένα τρόπο να περάσουν το νερό, γι' αυτό έκαναν βόλτες γύρω γύρω. Όταν ο ήλιος έπεφτε, κάθονταν όλα στις πλαγιές των βουνών, τον κοίταζαν και σκέφτονταν, χωρίς να κοιτάζονται μεταξύ τους. Και από την πολλή νοσταλγία εφτασε η μέρα που δεν έφευγαν από εκεί, από αυτή την πλευρά του νησιού.
 Λένε τότε ότι η φύση τόσο πολύ τα λυπήθηκε που θα έμεναν εκεί για πάντα, έτσι που ήταν μόνα και απελπισμένα, που άλλαξε τους κανόνες της σε εκείνο το κομμάτι γης. Για να μη τα αφήσει να χαθούνε εκεί, τα έκανε μεγάλους βράχους με το ίδιο ακριβώς σχήμα, φτιαγμένους από τα πιο όμορφα πετρώματά της, για να μην τα χαλάσει ο καιρός και η θάλασσα. Επειδή αυτή η ιστορία ήταν όσο να 'ναι λυπητερή, μαύρισε το νερό που ήταν μπροστά τους και το έκανε άγριο και μαύρο για να θυμούνται οι περαστικοί την ιστορία αυτών των πλασμάτων και να ρίχνουν το βλέμμα στην ακτή. Τέλος, επειδή ήταν και όμορφη,  και ήθελε να μάθουν όλοι την αφωσίωση αυτών των πλασμάτων , αποφάσισε να γεννήσει κάτι πολύ μοναδικό και αιώνιο, μόνο γι αυτά. Λένε ότι πήρε φως και έφτιαξε τα σχήματά τους στον ουρανό, ωστε να μπορούν όλοι να τα δουν από κάθε γωνιά της πλάσης. 
Κάπως έτσι λένε ότι φτιάχτηκαν οι αστερισμοί και τ' άστρα. Όσο αφορά για εκείνο το νησί,  με το μαύρο πέλαγο, πολλοί λένε ότι υπάρχει μέχρι και στις μέρες μας...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ροη αρθρων