a/man/called/…
Πριν μας πλακώσουν ακόμη τα κρύα, πριν μας πλαγιοκοπήσουν τα έξοδα και τα σχέδια -που εθιμικά κάνουμε, επί χάρτου και οθόνης- για τις χρονιάρες μέρες του Δεκέμβρη γίνουν πολύπλοκα, καθίσαμε και βάζαμε κάτω ημερομηνίες και αριθμούς. Κατά έναν εντελώς ακατανόητο λόγο, βγαίναν και τα δυο. Δωμάτια με σαράντα ευρώ, ημέρες ελεύθερες. Κι ένα μεγάλο γαμώτο για άλλοθι, στην απόκοτη και παράτολμη σκέψη του να ξοδέψουμε δυο κατοστάρικα που τουλάχιστον δέκα τρύπες τα κοιτάζουν με λαχτάρα για να τις βουλώσουν.
Εντάξει γαμώτο, ας είναι και διακόσια, ας είναι και τριακόσια. Ολόκληρο καλοκαίρι πέρασε, και φέτος και πέρυσι κι απ΄το καβούκι μας δεν ξεμυτίσαμε, δεν δικαιούμαστε κι εμείς μισήν ανάσα; δυο βράδια μακριά από αυτά τα ντουβάρια να μη τα αξιωθούμε;
Να τα αξιωθούμε, λοιπόν. Καθισμένοι απέναντι απ’ την οθόνη -δευτεροκλασάτοι φον Κλαούζεβιτς της ευζωίας- σχεδιάζαμε, βλέπαμε, απορρίπταμε, σώζαμε στα «αγαπημένα», χλευάζαμε, ζηλεύαμε (εκείνα που δεν αγγιζόταν απ΄το μπάτζετ μας) και πίναμε. Πάντα ο καλός προγραμματισμός θέλει ποτήρι δίπλα. Για να γίνει καλύτερος. Ή για να πάει από κει που ήρθε, όταν -ως συνήθως- οι τύψεις στριμώχναν τα άλλοθι σε μια πολύ σκοτεινή γωνιά του μυαλού και τους δείχναν ποιός κάνει κουμάντα κει μέσα.
Δυο που είχαν ακόμη ελεύθερα δωμάτια μας άρεσαν, το ένα είχε και εσωτερική πισίνα, το άλλο όχι. Μικρή η διαφορά στην τιμή, ένα εικοσιπεντάρι τη βραδιά, χαλάλι λες. Αλλά εκεί αρχίσαν οι δεύτερες και τρίτες σκέψεις. Καλόβλεπα την πισίνα, μια βουτιά με χιόνια έξω, σαν να είσαι ακόμη μέσα στη μήτρα και δεν θες να ξεμυτίσεις. Να ικετεύεις τις συσπάσεις ν’ αργήσουν. Να σε βρει η νύχτα να πλατσουρίζεις παπουδιασμένος, σε νερό χλιαρό πλέον, αλλά με τέτοια γαλήνη εντός σου που ως κι ο Βούδας δεν αξιώθηκε ποτέ να ζήσει.
Εκείνες πάλι όχι.
Δεν μ΄αρέσουν πολύ αυτές οι πισίνες. Προτιμώ μια σάλα, μια τζαμαρία, τζην, μοχέρ πουλόβερ, ζεστό φλιτζάνι κι έξω χιόνι όσο βλέπει το μάτι σου.
Τα ίδια και η άλλη.
Ναι, άσε τα πλατσουρίσματα. Κι εγώ δεν θέλω, καλύτερα δίπλα σ’ ένα τζάκι, ένα ποτό στο χέρι, χωρίς πολλές κουβέντες, φασαρία, άντε μια μουσική πίσω. Όχι τζιν όμως, ένα κολάν μια χαρά είναι. Μη σου πω κι ένα πουλόβερ σκέτο.
Καθένας με τις φαντασιώσεις του. Δεν τις αδίκησα που σκεφτόταν έτσι. Αλλά απάντησα, λόγω αδυναμίας χαρακτήρα.
Κι εμένα μ’ αρέσουν αυτά με τα μοχέρ και τα τζάκια. Σαν παλιό Playboy των σέβεντις, τότε που το γκαζόν εκεί χαμηλά κάτω απ΄τον αφαλό σας δεν ήταν ακόμη απαγορευμένο, ούτε ξορκιζόταν σαν δαίμονας.
Από τα υποτιμητικά τους βλέμματα, αυτό το βαρετό πλέον «ο,τι και να συζητάμε, το μυαλό σας μόνο εκεί, όλοι ίδιοι είστε τελικά», κατάλαβα πως δύσκολα και φέτος θα κατορθώσουμε να βγούμε έξω απ’ αυτά τα ντουβάρια. Και δεν θα φταίει το γκαζόν, βέβαια..
Πριν μας πλακώσουν ακόμη τα κρύα, πριν μας πλαγιοκοπήσουν τα έξοδα και τα σχέδια -που εθιμικά κάνουμε, επί χάρτου και οθόνης- για τις χρονιάρες μέρες του Δεκέμβρη γίνουν πολύπλοκα, καθίσαμε και βάζαμε κάτω ημερομηνίες και αριθμούς. Κατά έναν εντελώς ακατανόητο λόγο, βγαίναν και τα δυο. Δωμάτια με σαράντα ευρώ, ημέρες ελεύθερες. Κι ένα μεγάλο γαμώτο για άλλοθι, στην απόκοτη και παράτολμη σκέψη του να ξοδέψουμε δυο κατοστάρικα που τουλάχιστον δέκα τρύπες τα κοιτάζουν με λαχτάρα για να τις βουλώσουν.
Εντάξει γαμώτο, ας είναι και διακόσια, ας είναι και τριακόσια. Ολόκληρο καλοκαίρι πέρασε, και φέτος και πέρυσι κι απ΄το καβούκι μας δεν ξεμυτίσαμε, δεν δικαιούμαστε κι εμείς μισήν ανάσα; δυο βράδια μακριά από αυτά τα ντουβάρια να μη τα αξιωθούμε;
Να τα αξιωθούμε, λοιπόν. Καθισμένοι απέναντι απ’ την οθόνη -δευτεροκλασάτοι φον Κλαούζεβιτς της ευζωίας- σχεδιάζαμε, βλέπαμε, απορρίπταμε, σώζαμε στα «αγαπημένα», χλευάζαμε, ζηλεύαμε (εκείνα που δεν αγγιζόταν απ΄το μπάτζετ μας) και πίναμε. Πάντα ο καλός προγραμματισμός θέλει ποτήρι δίπλα. Για να γίνει καλύτερος. Ή για να πάει από κει που ήρθε, όταν -ως συνήθως- οι τύψεις στριμώχναν τα άλλοθι σε μια πολύ σκοτεινή γωνιά του μυαλού και τους δείχναν ποιός κάνει κουμάντα κει μέσα.
Δυο που είχαν ακόμη ελεύθερα δωμάτια μας άρεσαν, το ένα είχε και εσωτερική πισίνα, το άλλο όχι. Μικρή η διαφορά στην τιμή, ένα εικοσιπεντάρι τη βραδιά, χαλάλι λες. Αλλά εκεί αρχίσαν οι δεύτερες και τρίτες σκέψεις. Καλόβλεπα την πισίνα, μια βουτιά με χιόνια έξω, σαν να είσαι ακόμη μέσα στη μήτρα και δεν θες να ξεμυτίσεις. Να ικετεύεις τις συσπάσεις ν’ αργήσουν. Να σε βρει η νύχτα να πλατσουρίζεις παπουδιασμένος, σε νερό χλιαρό πλέον, αλλά με τέτοια γαλήνη εντός σου που ως κι ο Βούδας δεν αξιώθηκε ποτέ να ζήσει.
Εκείνες πάλι όχι.
Δεν μ΄αρέσουν πολύ αυτές οι πισίνες. Προτιμώ μια σάλα, μια τζαμαρία, τζην, μοχέρ πουλόβερ, ζεστό φλιτζάνι κι έξω χιόνι όσο βλέπει το μάτι σου.
Τα ίδια και η άλλη.
Ναι, άσε τα πλατσουρίσματα. Κι εγώ δεν θέλω, καλύτερα δίπλα σ’ ένα τζάκι, ένα ποτό στο χέρι, χωρίς πολλές κουβέντες, φασαρία, άντε μια μουσική πίσω. Όχι τζιν όμως, ένα κολάν μια χαρά είναι. Μη σου πω κι ένα πουλόβερ σκέτο.
Καθένας με τις φαντασιώσεις του. Δεν τις αδίκησα που σκεφτόταν έτσι. Αλλά απάντησα, λόγω αδυναμίας χαρακτήρα.
Κι εμένα μ’ αρέσουν αυτά με τα μοχέρ και τα τζάκια. Σαν παλιό Playboy των σέβεντις, τότε που το γκαζόν εκεί χαμηλά κάτω απ΄τον αφαλό σας δεν ήταν ακόμη απαγορευμένο, ούτε ξορκιζόταν σαν δαίμονας.
Από τα υποτιμητικά τους βλέμματα, αυτό το βαρετό πλέον «ο,τι και να συζητάμε, το μυαλό σας μόνο εκεί, όλοι ίδιοι είστε τελικά», κατάλαβα πως δύσκολα και φέτος θα κατορθώσουμε να βγούμε έξω απ’ αυτά τα ντουβάρια. Και δεν θα φταίει το γκαζόν, βέβαια..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου