του Παντελη Μπουκαλα, απο την Καθημερινη...
Σε ορισμένες εποχές και σε ορισμένους τόπους έχει οπωσδήποτε νόημα, πνευματικό, πολιτικό και κοινωνικό, η απαίτηση ή και η έκκληση «να μιλήσουν οι διανοούμενοι», η οποία ακούγεται συνήθως με μορφή επιτακτικού, αν όχι επιτιμητικού ερωτήματος: «Γιατί σιωπούν οι διανοούμενοι;». Οχι μόνον όταν τα σκιάζει όλα η φοβέρα, όταν τυραννικά καθεστώτα οποιασδήποτε μορφής επιβάλλουν το φίμωτρό τους, αλλά και όταν δεσπόζει η σύγχυση και η θολούρα σε αισθήματα και σκέψεις, όταν η κατάθλιψη τείνει να γίνει πανεθνικό γνώρισμα, τότε όσοι συμβατικά αποκαλούνται «πνευματικοί άνθρωποι» ή «διανοούμενοι» (ούτε αυτός ο όρος έχει την ίδια σημασία για όλους) οφείλουν να βγουν από τον χρυσελεφάντινο πύργο που τους αποδίδει σαν ιδιοκτησία ένα στεριωμένος μύθος και να μιλήσουν. Να αναλάβουν, πλην της ευθύνης του καλλιτέχνη, και την ευθύνη του πολίτη. Να ρισκάρουν.
Οχι για να καθοδηγήσουν αφ’ υψηλού, τάχα σαν αυθεντίες και γνώστες των μυστικών της ιστορίας. Οχι σαν ποιμένες που –των αδυνάτων αδύνατο– μένουν αδιάβροχοι στα πάθη, στις πολιτικές ιδέες, στις ιδεολογικές συγκρούσεις. Αλλά σαν πολίτες που κάποια στιγμή έτυχε ν’ ακούσουν ή να διαβάσουν τον θουκυδίδειο Επιτάφιο («τον μηδέν τών δε μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλ’ αχρείον νομίζομεν»), που άλλωστε τον έχουμε περί πολλού, «πνευματικοί» και μη, και συχνά–πυκνά τον μνημονεύουμε μετά θαυμασμού για τις υψηλές ιδέες του, ακόμα κι αν δεν τον έχουμε διαβάσει.
Ή έτυχε να πέσει στην αντίληψή τους και να γραφτεί στη μνήμη τους σαν επιταγή «ο πιο πρωτότυπος και παράξενος νόμος του Σόλωνα: να χάνει τα πολιτικά του δικαιώματα όποιος προτιμά να μένει ουδέτερος ενώ έχουν ξεσπάσει εμφύλιες ταραχές» («των δ’ άλλων αυτού νόμον ίδιος μεν μάλιστα και παράδοξος ο κελεύων άτιμον είναι τον εν στάσει μηδετέρας μερίδος γενόμενον»).
Πού απέβλεπε ο δημοκράτης Αθηναίος εισάγοντας τον «περί ευθύνης των πολιτών» νόμο; Το λέει ο Πλούταρχος βιογραφώντας τον: «Ηθελε να μη μένουν οι πολίτες απαθείς και αδιάφοροι για τα κοινά, μεριμνώντας για το δικό τους συμφέρον μονάχα. Nα μην καυχιούνται πως δεν πονούν την πατρίδα τους ούτε τους αρρωσταίνουν τα προβλήματά της, μα να συντρέχουν όσους πολιτεύονται σωστά και δίκαια. Nα μοιράζονται τον κίνδυνο παρά να περιμένουν ήσυχα ήσυχα ποιος θα βγει νικητής». Στο ένα τάσι, το «απαθώς και αναισθήτως έχειν προς το κοινόν». Στο άλλο, το «συναλγείν και συννοσείν τη πατρίδι» και το «συγκινδυνεύειν». Περιττεύει το ζύγισμα. Περιττεύει επίσης η υπόμνηση ότι καμία ζώσα κοινωνία δεν έπαψε ποτέ να έχει τον εμφύλιό της. Δεν εννοώ φυσικά την ένοπλη αντιπαράθεση, αλλά τις οξύτατες ιδεολογικές συγκρούσεις, τις σφοδρές κομματικές έριδες, τις διεκδικήσεις όσων αισθάνονται αδικημένοι, που τίποτα (ούτε καν η μονοπωλιακά ασκούμενη νόμιμη κρατική βία ή ο κηδεμονευόμενος και πολιτικάντικος συνδικαλισμός) δεν μπορεί να τις περιορίσει σε αφομοιώσιμες, ανώδυνες μορφές, σε μια συμβατική τελετουργική διαμαρτυρία. Σε αυτά δεν υπάρχει σαβουάρ βιβρ.
Η συμφωνία για το ποιοι είναι οι διανοούμενοι, άρα και πόσοι είναι, δεν ήταν ποτέ εύκολη. Θα ήταν πάντως άστοχο και υπερβολικό αν λέγαμε πως είναι διανοητές όλοι μα όλοι οι γραφιάδες, όλοι οι λογοτέχνες, όλοι οι εικαστικοί, οι μουσικοσυνθέτες, οι άνθρωποι του θεάτρου και του κινηματογράφου, των τεχνών εν γένει, και μαζί τους όλοι οι πανεπιστημιακοί και οι Αθάνατοι της Ακαδημίας. Τόσο υπερβολικό και άστοχο όσο και το να πιστεύουμε ότι όλοι οι διανοούμενοι είναι οπαδοί της ίδιας (πολιτικής ή ιδεολογικής) θρησκείας, έχουν την ίδια γνώμη για τα πράγματα, την ίδια αντίληψη για τον κόσμο. Ποτέ δεν ίσχυσε κάτι τέτοιο. Και ποτέ δεν θα ισχύσει. Ευτυχώς. Γιατί το πνεύμα λιμνάζει δίχως σύγκρουση. Και οι διανοούμενοι που έχουν να επιδείξουν μόνο ακράδαντες σιγουριές και δεν χαλαλίζουν ούτε μία λέξη στην αυτοκριτική και την αμφισβήτηση των δογμάτων τους, καθώς και όσοι καταντούν κόλακες της κάθε εξουσίας και υπηρέτες της, παύουν απλώς να αξίζουν τον τίτλο του διανοούμενου, όσο χαλαρά κι αν τον ορίσουμε.
Δύσκολη όμως φαίνεται πως είναι και η συμφωνία ως προς το αν όντως σιωπούν οι διανοούμενοι (από δειλία, ιδιοτέλεια ή αδιαφορία για τα κοινά) ή όχι. Προσωπική μου γνώμη, που την έχω διατυπώσει και από δω, είναι πως όχι μόνο δεν σιωπούν, αλλά, χάρη και στη διεύρυνση της επικράτειας των Μέσων και την εμφάνιση νέων τρόπων ανακοίνωσης και μετάδοσης της γνώμης (το Ιντερνετ, που διαθέτει στον καθέναν όσα «μετερίζια» ορέγεται, επώνυμα ή ψευδώνυμα), μάλλον για πολυλογία θα μπορούσαμε να μιλήσουμε παρά για σιωπή. Και σίγουρα για διχασμό στον χώρο της διανόησης, για εσωτερικές αντιδικίες και συγκρούσεις, στο πλαίσιο των οποίων δεν λείπουν η χλεύη και τα λιβελλογραφήματα.
Μιλάνε λοιπόν οι διανοούμενοι, όσοι τέλος πάντων ορίζονται και αναγνωρίζονται από το κοινό σαν διανοούμενοι. Αρθρογραφούν, δίνουν συνεντεύξεις (αφού η αίγλη τους διατηρείται), μετέχουν σε ημερίδες και συνέδρια, αλλά και σε τηλεοπτικά πάνελ (όπου συνήθως προσκαλούνται σαν κάτι το εξωτικό, για να προσθέσουν το όποιο κύρος τους), πολιτεύονται όχι μόνο με τα γραπτά τους αλλά συμμετέχοντας και σε κομματικά ψηφοδέλτια, διαθέτουν ιστοσελίδες, τουίτερ, φέισμπουκ κτλ., προσθέτουν κάθε τόσο την υπογραφή τους κάτω από μανιφέστα, καθώς και κάτω από κείμενα διαμαρτυρίας ή συμπαράστασης σε διωκομένους. Ορισμένοι μάλιστα προτιμούν να κραυγάζουν, μήπως και γίνουν (ξ)ακουστοί, ενώ άλλοι απέκτησαν με τον καιρό το χούι να θρηνωδούν πάνω από φέρετρα άδεια, μια και αυτό που νομίζουν νεκρό και σεσηπός (η Ελλάδα, η γλώσσα της κτλ.) ζει και... δημοκρατεί.
Μιλάνε, αλλά επειδή, όπως είναι λογικό, όσα λένε δεν συμφωνούν ούτε μεταξύ τους ούτε βέβαια με όσα έχουμε εμείς στην κεφαλή μας, με όσα δηλαδή θα θέλαμε να πούνε ώστε να τους χειροκροτήσουμε, επιμένουμε να ισχυριζόμαστε ότι κωφεύουν και δεν απαντούν, ότι ναρκισσεύονται και δεν μετέχουν, ότι αδρανούν και δεν παρεμβαίνουν. Αλλά η συμμετοχή τους, για να έχει νόημα, πρέπει να γίνεται με τους δικούς τους όρους και όχι με τους δικούς μας. Να λένε δηλαδή ό,τι έχουν να πουν, όσο ενοχλητικό κι αν είναι για τα κλισέ μας. Και να κρίνονται για ό,τι λένε, με κριτήριο δηλαδή το αν τα λεγόμενά τους έχουν συνοχή και καθαρότητα, θάρρος και μέτρο, ευθύτητα και ειλικρίνεια, και όχι με κριτήριο το πόσο συμφωνούν με όσα θα θέλαμε εμείς να τους υπαγορεύσουμε, σαν αθέατοι υποβολείς. Αλλά θα συνεχίσω την επόμενη Κυριακή.
Σε ορισμένες εποχές και σε ορισμένους τόπους έχει οπωσδήποτε νόημα, πνευματικό, πολιτικό και κοινωνικό, η απαίτηση ή και η έκκληση «να μιλήσουν οι διανοούμενοι», η οποία ακούγεται συνήθως με μορφή επιτακτικού, αν όχι επιτιμητικού ερωτήματος: «Γιατί σιωπούν οι διανοούμενοι;». Οχι μόνον όταν τα σκιάζει όλα η φοβέρα, όταν τυραννικά καθεστώτα οποιασδήποτε μορφής επιβάλλουν το φίμωτρό τους, αλλά και όταν δεσπόζει η σύγχυση και η θολούρα σε αισθήματα και σκέψεις, όταν η κατάθλιψη τείνει να γίνει πανεθνικό γνώρισμα, τότε όσοι συμβατικά αποκαλούνται «πνευματικοί άνθρωποι» ή «διανοούμενοι» (ούτε αυτός ο όρος έχει την ίδια σημασία για όλους) οφείλουν να βγουν από τον χρυσελεφάντινο πύργο που τους αποδίδει σαν ιδιοκτησία ένα στεριωμένος μύθος και να μιλήσουν. Να αναλάβουν, πλην της ευθύνης του καλλιτέχνη, και την ευθύνη του πολίτη. Να ρισκάρουν.
Οχι για να καθοδηγήσουν αφ’ υψηλού, τάχα σαν αυθεντίες και γνώστες των μυστικών της ιστορίας. Οχι σαν ποιμένες που –των αδυνάτων αδύνατο– μένουν αδιάβροχοι στα πάθη, στις πολιτικές ιδέες, στις ιδεολογικές συγκρούσεις. Αλλά σαν πολίτες που κάποια στιγμή έτυχε ν’ ακούσουν ή να διαβάσουν τον θουκυδίδειο Επιτάφιο («τον μηδέν τών δε μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλ’ αχρείον νομίζομεν»), που άλλωστε τον έχουμε περί πολλού, «πνευματικοί» και μη, και συχνά–πυκνά τον μνημονεύουμε μετά θαυμασμού για τις υψηλές ιδέες του, ακόμα κι αν δεν τον έχουμε διαβάσει.
Ή έτυχε να πέσει στην αντίληψή τους και να γραφτεί στη μνήμη τους σαν επιταγή «ο πιο πρωτότυπος και παράξενος νόμος του Σόλωνα: να χάνει τα πολιτικά του δικαιώματα όποιος προτιμά να μένει ουδέτερος ενώ έχουν ξεσπάσει εμφύλιες ταραχές» («των δ’ άλλων αυτού νόμον ίδιος μεν μάλιστα και παράδοξος ο κελεύων άτιμον είναι τον εν στάσει μηδετέρας μερίδος γενόμενον»).
Πού απέβλεπε ο δημοκράτης Αθηναίος εισάγοντας τον «περί ευθύνης των πολιτών» νόμο; Το λέει ο Πλούταρχος βιογραφώντας τον: «Ηθελε να μη μένουν οι πολίτες απαθείς και αδιάφοροι για τα κοινά, μεριμνώντας για το δικό τους συμφέρον μονάχα. Nα μην καυχιούνται πως δεν πονούν την πατρίδα τους ούτε τους αρρωσταίνουν τα προβλήματά της, μα να συντρέχουν όσους πολιτεύονται σωστά και δίκαια. Nα μοιράζονται τον κίνδυνο παρά να περιμένουν ήσυχα ήσυχα ποιος θα βγει νικητής». Στο ένα τάσι, το «απαθώς και αναισθήτως έχειν προς το κοινόν». Στο άλλο, το «συναλγείν και συννοσείν τη πατρίδι» και το «συγκινδυνεύειν». Περιττεύει το ζύγισμα. Περιττεύει επίσης η υπόμνηση ότι καμία ζώσα κοινωνία δεν έπαψε ποτέ να έχει τον εμφύλιό της. Δεν εννοώ φυσικά την ένοπλη αντιπαράθεση, αλλά τις οξύτατες ιδεολογικές συγκρούσεις, τις σφοδρές κομματικές έριδες, τις διεκδικήσεις όσων αισθάνονται αδικημένοι, που τίποτα (ούτε καν η μονοπωλιακά ασκούμενη νόμιμη κρατική βία ή ο κηδεμονευόμενος και πολιτικάντικος συνδικαλισμός) δεν μπορεί να τις περιορίσει σε αφομοιώσιμες, ανώδυνες μορφές, σε μια συμβατική τελετουργική διαμαρτυρία. Σε αυτά δεν υπάρχει σαβουάρ βιβρ.
Η συμφωνία για το ποιοι είναι οι διανοούμενοι, άρα και πόσοι είναι, δεν ήταν ποτέ εύκολη. Θα ήταν πάντως άστοχο και υπερβολικό αν λέγαμε πως είναι διανοητές όλοι μα όλοι οι γραφιάδες, όλοι οι λογοτέχνες, όλοι οι εικαστικοί, οι μουσικοσυνθέτες, οι άνθρωποι του θεάτρου και του κινηματογράφου, των τεχνών εν γένει, και μαζί τους όλοι οι πανεπιστημιακοί και οι Αθάνατοι της Ακαδημίας. Τόσο υπερβολικό και άστοχο όσο και το να πιστεύουμε ότι όλοι οι διανοούμενοι είναι οπαδοί της ίδιας (πολιτικής ή ιδεολογικής) θρησκείας, έχουν την ίδια γνώμη για τα πράγματα, την ίδια αντίληψη για τον κόσμο. Ποτέ δεν ίσχυσε κάτι τέτοιο. Και ποτέ δεν θα ισχύσει. Ευτυχώς. Γιατί το πνεύμα λιμνάζει δίχως σύγκρουση. Και οι διανοούμενοι που έχουν να επιδείξουν μόνο ακράδαντες σιγουριές και δεν χαλαλίζουν ούτε μία λέξη στην αυτοκριτική και την αμφισβήτηση των δογμάτων τους, καθώς και όσοι καταντούν κόλακες της κάθε εξουσίας και υπηρέτες της, παύουν απλώς να αξίζουν τον τίτλο του διανοούμενου, όσο χαλαρά κι αν τον ορίσουμε.
Δύσκολη όμως φαίνεται πως είναι και η συμφωνία ως προς το αν όντως σιωπούν οι διανοούμενοι (από δειλία, ιδιοτέλεια ή αδιαφορία για τα κοινά) ή όχι. Προσωπική μου γνώμη, που την έχω διατυπώσει και από δω, είναι πως όχι μόνο δεν σιωπούν, αλλά, χάρη και στη διεύρυνση της επικράτειας των Μέσων και την εμφάνιση νέων τρόπων ανακοίνωσης και μετάδοσης της γνώμης (το Ιντερνετ, που διαθέτει στον καθέναν όσα «μετερίζια» ορέγεται, επώνυμα ή ψευδώνυμα), μάλλον για πολυλογία θα μπορούσαμε να μιλήσουμε παρά για σιωπή. Και σίγουρα για διχασμό στον χώρο της διανόησης, για εσωτερικές αντιδικίες και συγκρούσεις, στο πλαίσιο των οποίων δεν λείπουν η χλεύη και τα λιβελλογραφήματα.
Μιλάνε λοιπόν οι διανοούμενοι, όσοι τέλος πάντων ορίζονται και αναγνωρίζονται από το κοινό σαν διανοούμενοι. Αρθρογραφούν, δίνουν συνεντεύξεις (αφού η αίγλη τους διατηρείται), μετέχουν σε ημερίδες και συνέδρια, αλλά και σε τηλεοπτικά πάνελ (όπου συνήθως προσκαλούνται σαν κάτι το εξωτικό, για να προσθέσουν το όποιο κύρος τους), πολιτεύονται όχι μόνο με τα γραπτά τους αλλά συμμετέχοντας και σε κομματικά ψηφοδέλτια, διαθέτουν ιστοσελίδες, τουίτερ, φέισμπουκ κτλ., προσθέτουν κάθε τόσο την υπογραφή τους κάτω από μανιφέστα, καθώς και κάτω από κείμενα διαμαρτυρίας ή συμπαράστασης σε διωκομένους. Ορισμένοι μάλιστα προτιμούν να κραυγάζουν, μήπως και γίνουν (ξ)ακουστοί, ενώ άλλοι απέκτησαν με τον καιρό το χούι να θρηνωδούν πάνω από φέρετρα άδεια, μια και αυτό που νομίζουν νεκρό και σεσηπός (η Ελλάδα, η γλώσσα της κτλ.) ζει και... δημοκρατεί.
Μιλάνε, αλλά επειδή, όπως είναι λογικό, όσα λένε δεν συμφωνούν ούτε μεταξύ τους ούτε βέβαια με όσα έχουμε εμείς στην κεφαλή μας, με όσα δηλαδή θα θέλαμε να πούνε ώστε να τους χειροκροτήσουμε, επιμένουμε να ισχυριζόμαστε ότι κωφεύουν και δεν απαντούν, ότι ναρκισσεύονται και δεν μετέχουν, ότι αδρανούν και δεν παρεμβαίνουν. Αλλά η συμμετοχή τους, για να έχει νόημα, πρέπει να γίνεται με τους δικούς τους όρους και όχι με τους δικούς μας. Να λένε δηλαδή ό,τι έχουν να πουν, όσο ενοχλητικό κι αν είναι για τα κλισέ μας. Και να κρίνονται για ό,τι λένε, με κριτήριο δηλαδή το αν τα λεγόμενά τους έχουν συνοχή και καθαρότητα, θάρρος και μέτρο, ευθύτητα και ειλικρίνεια, και όχι με κριτήριο το πόσο συμφωνούν με όσα θα θέλαμε εμείς να τους υπαγορεύσουμε, σαν αθέατοι υποβολείς. Αλλά θα συνεχίσω την επόμενη Κυριακή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου