Rubies and Clouds...
Σήμερα το πρωί έβαλα μπρος τ’ αμάξι κι έριξα μια ματιά στο ρολόι. 6:15. Τελευταία φορά αυτό το χρόνο που ξεκινάω τούτη την ώρα, είπα λίγο στενόχωρα. Την Κυριακή γυρνάμε μια ώρα πίσω. Σιγά τ’ αυγά θα μου πεις. Εδώ έχουμε γυρίσει πίσω κάτι αιώνες κι έχω αντιδράσει ελάχιστα. Αλλά, να. Είναι το μυαλό που κάνει τις δικές του συμβάσεις και δεν σου στέλνει επισημάνσεις και υπομνήματα. Μόνο σκάει στα ξαφνικά μια νοσταλγία και ψάχνεσαι να βρεις από πού ήρθε. Μα νοσταλγείς την καλοκαιρινή ώρα, θα μου πεις. Ε, δεν ξέρω. Ίσως να νοσταλγώ το καλοκαίρι. Μπορεί πάλι να σκέφτομαι πως μαζί με τη θερινή ώρα, ξεκολλάει άλλη μια φλοίδα από το κρεμμύδι του χρόνου που μου απομένει.
Προχτές θυμήθηκα ένα παλιότερο περιστατικό. Είχα σταματήσει στο φανάρι κι ένα αγοράκι -ούτε 5 χρονών, ήρθε να καθαρίσει το τζάμι. Ξανθό, αστραφτερό και γαλανομάτικο. Σαν μικρός έρωτας. Κάπου ξεπέζεψε τη φαρέτρα με τα βέλη και βούτηξε το σφουγγαρόπανο. Ξέκλεψα μια ματιά τριγύρω. Κοιτάγαμε κι εγώ κι οι άλλοι οδηγοί με στόματα ορθάνοιχτα. Ο μπόμπιρας πέρα απ’ τα θαυμαστικά κι έκπληκτα βλέμματα, συγκέντρωσε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό. Στα γρήγορα. Όσο να μας κλείσει το μάτι το κόκκινο. Όχι κέρματα, μόνο χαρτονομίσματα.
Και τότε ακούσαμε το ουρλιαχτό της έξαλλης μάνας από το παρακείμενο περίπτερο:
Ε, ναι, ο πιτσιρικάς ζήλεψε τα κέρδη των παιδιών στα φανάρια κι είπε να βγάλει στα γρήγορα ένα χαρτζιλίκι. Μόνο που βρισκόταν κι αυτός υπό καθεστώς επιτήρησης κι έτσι το πρωτογενές του πλεόνασμα επέστρεψε στους δανειστές… εχμ, στους χορηγούς τέλος πάντων.
Είχα γελάσει τότε, μα λίγο μετά σκεφτόμουν πόσο βαθιά στο μυαλό μου έχει ριζώσει ο ρατσισμός. Μου προκάλεσε έκπληξη ένα ξανθό παιδί στα φανάρια. Ένα σκουρόχρωμο παιδί στα φανάρια όμως, δεν πυροδοτεί καμιά έκρηξη. Ίσως λίγη οργή αλλά κι αυτή μετά από σκέψη. Όχι αυτόματα. Αυτόματα έρχεται η αμηχανία κι όχι για το απαράδεκτο της παιδικής εκμετάλλευσης. Όχι δυστυχώς. Κι ας έχω διαβάσει τόσα και τόσα βιβλία, ας έχω βγάλει λόγους ολόκληρους στα παιδιά μου. Τι διδάγματα τους στέλνει το ύφος μου; Μάλλον τα ηχηρότερα.
Η αιώνια σχολαστική -σε όλα- φίλη ανακρίνει το χειρουργό για την τεχνική της εγχείρισης. «Θα βγάλω τον όγκο, της λέει και μετά θα ψάξω με το δάχτυλο για σκληρύνσεις.» «Τα νύχια σου να ‘χεις κόψει!» τον κατακεραυνώνει. Γιατί αυτό που συνηθίσαμε είναι πάνω απ΄ όλα. Κι όταν λέμε όλα, βάλε μέσα και τη ζωή.
Κάπου εδώ σκεφτόμουν τι να διαλέξω: Να εξαγριωθώ με τη χαζομάρα που μας δέρνει, τους κακοηθέστατους όγκους των πνευματικών μας παγιώσεων, τη συντηρητικίλα ή μήπως να γελάσω κατάμουτρα στους αυτοματισμούς, μπας και ντραπούνε και ξεκολλήσουν τα νύχια από πάνω μου;
(Χαμογέλασα αυτομάτως.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου