Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, Red Note Book...
Ξεκινάω με μια παρατήρηση «μεθοδολογική», που όμως δεν απευθύνεται σε ακαδημαϊκούς –αντίθετα, έχει συνέπειες σε ό,τι αφορά την ανάλυση και κυρίως την αντιμετώπιση του φασισμού: Η Αριστερά στην οποία αναφερόμαστε ξεχωρίζει τρεις διαφορετικές όψεις του φασιστικού φαινομένου: ο φασισμός είναι μορφή καπιταλιστικού κράτους έκτακτης ανάγκης όταν αναλαμβάνει την εξουσία, και ταυτόχρονα, είναι κίνημα και κόμμα, τόσο πριν όσο και μετά την επικράτησή του.
Με την παρατήρηση αυτή, γλιτώνουμε από δύο «ευκολίες» που, όποτε επικράτησαν, όποτε δηλαδή όρισαν αυτές το πώς σκεφτόμαστε τον φασισμό, έκαναν την αντιμετώπισή του θανάσιμα δύσκολη:
Απλώς το «μακρύ χέρι»;
Η πρώτη από αυτές, η «αριστερή» ευκολία, είναι αυτή που βλέπει το φασισμό απλώς ως «μακρύ χέρι του συστήματος». Το πρόβλημα εδώ είναι το απλώς, γιατί αυτή η απλούστευση ξεμπερδεύει εύκολα με την κομματική και την κινηματική μορφή του φασισμού, θεωρώντας ότι πρόκειται για «κόλπο».
Ο φασισμός, λοιπόν, είναι πράγματι η πιο απεχθής εκδοχή του «συστήματος»∙ όμως για να είναι χρήσιμος στο «σύστημα» –στο κράτος και στο κεφάλαιο–, χρειάζεται να μιλά και να πράττει «αντισυστημικά»: αντιμνημονιακά, αντικαπιταλιστικά και ενίοτε αντικρατικά, με βάση τη δική του αντίληψη για το τι είναι το «σύστημα», και αυτοαναγορευόμενος σε δύναμη ενάντια στο σύστημα που επικράτησε στη μεν Ευρώπη μετά την ήττα του, στη δε Ελλάδα μετά την πτώση της δικτατορίας.
Για να είναι λοιπόν ο φασισμός εργαλείο του κράτους, πρέπει, μεταξύ άλλων, να «επιλέγεται» από τμήματα της κοινωνίας, να εκφράζει, έστω στρεβλά –για να θυμηθούμε τον Πουλαντζά–, λαϊκούς πόθους, να είναι τελικά ένα «συστημικό» εργαλείο με σχετική αυτονομία ως προς το σύστημα.
Απλώς «εξτρεμισμός»;
Στο κλίμα ενός λόγου ενάντια στους λαϊκισμούς και τα άκρα γενικώς, η δεύτερη από τις ευκολίες που χρειάζεται να αποφύγουμε, η «αντι-αριστερή», είναι αυτή που βλέπει το φασισμό απλώς ως «άκρο».
Τώρα λοιπόν που, έστω με τραγική καθυστέρηση, γίναμε όλοι αντιφασίστες, χρειάζεται να πούμε πως ένα μέρος αυτού του «αντιεξτρεμιστικού» αντιφασισμού, βλέποντας στον φασισμό απλώς μία βίαιη εκδοχή λαϊκισμού, μια αναχρονιστική ή αντιεκσυγχρονιστική αντίθεση στις ελίτ, αποσιωπά τι είδους «άκρο» εκπροσωπεί ο φασισμός - τα στηρίγματά του στο κράτος και το γεγονός ότι ο ίδιος βγαίνει από το περιθώριο και γίνεται πολιτικά σημαντικός όταν «επιλέγεται» και όταν καταφέρνει να εκπροσωπεί ταξικές στρατηγικές, θεμελιωδώς εχθρικές προς τα κόμματα και τις οργανώσεις της εργατικής τάξης: στρατηγικές εθνικής-ταξικής συνεργασίας που εχθρεύονται την αυτονομία της εργατικής τάξης, και επιδιώκουν, στο όνομα του έθνους, τη βίαιη συνθηκολόγηση των φτωχών στο κοινωνικό και πολιτικό πρόγραμμα των πλουσίων, ενώ το τελευταίο αυτοαναγορεύεται «εκσυγχρονιστικό».
Το συνεχές άκρου-κέντρου
Με βάση τα παραπάνω, το να μιλάει κανείς για τη Χρυσή Αυγή ως «άκρο», ως πολιτική δύναμη δηλαδή που εχθρεύεται τις ελίτ και τοποθετείται υπέρ της βίας, σημαίνει να παραγνωρίζει τους κοινούς τόπους που μοιράζεται η Χρυσή Αυγή με τις ελίτ:
• τον εφαρμοσμένο προνοιακό σωβινισμό («υγεία, παιδεία μόνο για έλληνες») και τη λογική του στρατοπέδου σε βάρος των ξένων φτωχών
• τον εθνικισμό και την κρατολατρεία
• την αποθέωση του ανταγωνισμού σε βάρος της αλληλεγγύης και την ανάδειξη της «αριστείας» (του πνεύματος ή του αίματος) αντί της ισότητας, ως αρχές οργάνωσης της κοινωνίας
• την υπονόμευση του κοινοβουλευτισμού, ως προς το σκέλος του εκείνο που εκφράζει την ύπαρξη ανταγωνιστικών ταξικών συμφερόντων: την υπονόμευση του κοινοβουλευτισμού από τα μέσα, και με τους κανόνες του κοινοβουλευτισμού, σε ό,τι αφορά τις ελίτ –την υπονόμευση από τα μέσα, και ενάντια στους κοινοβουλευτικούς κανόνες, σε ό,τι αφορά τους νεοναζί.
• την κοινή ιστορική αναφορά στους νικητές του ελληνικού εμφυλίου, την κοινή εχθρότητα για τη Μεταπολίτευση, και τελικά για την Αριστερά
• σε τελική ανάλυση: το φόβο και το μίσος για την επανάσταση. Ο Γκέμπελς έρχεται αργά όταν δηλώνει ότι «το 1789 θα διαγραφεί από την ιστορία». Είναι ο Τσώρτσιλ που νωρίτερα θα χαιρετίζει από την Αγγλία το νικηφόρο αγώνα του ιταλικού φασισμού ενάντια «στα κτηνώδη πάθη του λενινισμού», και είναι ο Έρμπερτ που δηλώνει στη Γερμανία πως μισεί την επανάσταση «σαν την πανούκλα».
Το να αντιμετωπίζουμε, επιπλέον, τη Χρυσή Αυγή απλώς ως φαινόμενο ανομίας, σημαίνει να παραγνωρίζουμε την ανομική λειτουργία των κρατικών μηχανισμών που υποθάλπουν διαχρονικά το νεοναζισμό, και με πιο ιστορικούς όρους, το να ταυτίζουμε άνευ ετέρου τον εξτρεμισμό με τη βία, σημαίνει να απεμποούμε την κληρονομιά του αντιφασισμού: πέρα από τις προθέσεις του τελευταίου – και απολύτως ευτυχώς για την πολιτισμένη ανθρωπότητα–, ο αντιφασισμός δεν υπήρξε, ως γνωστόν, αποκλειστικά ειρηνικός.
Για την εξάρθρωση της Χρυσής Αυγής
Έρχομαι στις πρόσφατες εξελίξεις. Το γεγονός ότι η ηγεσία, βουλευτές και «επιχειρησιακά» στελέχη της Χρυσής Αυγής βρίσκονται αυτή τη στιγμή στη φυλακή, το γεγονός ότι άνθρωποι-στηρίγματά της στο κράτος και στον επιχειρηματικό κόσμο αποκαλύπτονται και διώκονται, και το γεγονός ότι η κρατική επιδότηση της εγκληματικής της δράσης διακόπτεται (όλα αυτά δε μέσα σε ένα μόλις μήνα…), αποτελούν εξαιρετικά ευχάριστες εξελίξεις. Και αποτελούν ταυτόχρονα δικαίωση για την Αριστερά και το αντιφασιστικό κίνημα, που επέμεναν ότι η αντιμετώπιση του νεοναζισμού απαιτούσε πρωτίστως πολιτική (και εν προκειμένω όχι απαραιτήτως ειλικρινή αντιφασιστική) βούληση.
Αν μια ακροδεξιά κυβέρνηση όπως η κυβέρνηση Σαμαρά, που μέχρι τώρα προσκαλούσε σε κυβερνητικά σχήματα τους νεοναζί (και σήμερα αντιγράφει τα συνθήματα της Λεπέν), έχει αναλάβει – με εγκληματική καθυστέρηση– το «ξήλωμα» της Χρυσής Αυγής, αυτό οφείλεται ταυτόχρονα σε διεθνείς και εσωτερικές πιέσεις, στην ήττα της μέχρι πρότινος στρατηγικής της συμπερίληψης των νεοναζί, και ταυτόχρονα, στην ισχυροποίηση μιας Αριστεράς που διαθέτει ισχυρούς δεσμούς με το αντιφασιστικό κίνημα. Με δεδομένα τα ακροδεξιά στεγανά που επιβιώνουν και ενισχύονται σήμερα στο κράτος, είναι ευτύχημα που μια κυβέρνηση της Αριστεράς αύριο, αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ από σήμερα, μπορεί να παλεύει ενάντια στην εξαθλίωση της κοινωνίας από καλύτερες θέσεις και με λιγότερους φράχτες.
Αυτά, από την άλλη, δεν υπαινίσσονται καμία εμπιστοσύνη γενικώς στους θεσμούς, και ειδικότερα στην ακροδεξιά ηγετική ομάδα του Μαξίμου: και λόγω του βεβαρημένου πρότερου βίου τους όσον αφορά τη (μη) αντιμετώπιση του νεοναζισμού, και γιατί η κυβέρνηση ειδικότερα εξακολουθεί να κερδοσκοπεί πάνω στο νεοναζισμό – διεκδικώντας, με τις ιδέες της ακροδεξιάς, τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής και προσβλέποντας, σε δεύτερο χρόνο, σε μια «πολιτειακά νομιμόφρονα» νέα εκδοχή της, ώστε να έχει προοπτικά ένα στήριγμα όπως νωρίτερα με τον ΛΑΟΣ.
Για την αντιφασιστική στρατηγική
Όπως η άνοδος του νεοφασισμού επιταχύνθηκε χάρη στο Μνημόνιο και ενσωματώθηκε στη μνημονιακή στρατηγική, δεν οφείλεται ωστόσο μονοσήμαντα στο Μνημόνιο, έτσι και η αντιμετώπιση του νεοφασισμού δεν μπορεί να εξαντλείται στην αντιμνημονιακή πολιτική.
Είναι γι’ αυτό που, τόσο η αποκλειστικά ποινική, όσο και η μονοθεματικά αντιμνημονιακή η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής είναι εξίσου ανεπαρκείς. Η άνοδος του νεοναζισμού θα ήταν αδιανόητη έξω από το πλαίσιο κοινωνικών διεργασιών που προηγούνται κατά πολύ της κρίσης: δεν μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί η Χρυσή Αυγή, γιατί στην Ελλάδα και γιατί τώρα, αν δεν ξεκινήσουμε από την πολιτική κρίση, τον «εκσυγχρονισμό» και τον κινηματισμό της Ακροδεξιάς της δεκαετίας του ’90 (Μακεδονικό, ταυτότητες)∙ αν δεν ασχοληθούμε με το μετασχηματισμό του κοινωνικού ζητήματος (ένταξη της Ελλάδας στο διεθνή καταμερισμό, μετατροπή της σε χώρα υποδοχής/εκμετάλλευσης μεταναστών)∙ αν δεν επισημάνουμε τη νέα «περιγραφή έργου» των κατασταλτικών μηχανισμών μπροστά στις νέες μορφές του κοινωνικού ζητήματος∙ αν δε σταθούμε στον αποστιγματισμό της Ακροδεξιάς χάρη στον ΛΑΟΣ στη δεκαετία του 2000∙ αν αγνοήσουμε τη ριζοσπαστικοποίηση Δεξιάς και Ακροδεξιάς μετά το 2008, στο πλαίσιο του Κόμματος της Αντιεξέγερσης, και βέβαια τη δεύτερη ριζοσπαστικοποίησή τους στα χρόνια μετά το 2010, όταν ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΛΑΟΣ θα προσχωρήσουν στη μνημονιακή συναίνεση.
Όσο αλήθεια είναι, λοιπόν, ότι η συνέχιση του μνημονιακού προγράμματος και η παραμονή μιας ακροδεξιάς ΝΔ στην εξουσία δουλεύουν υπέρ του νεοναζισμού, άλλο τόσο ισχύει ότι μια ενδεχόμενη αποτυχία της Αριστεράς να αντιμετωπίσει την εδραιωμένη νεοναζιστική απειλή, αποτελεί παράγοντα που δυσκολεύει σημαντικά το σχέδιο «κυβέρνηση της Αριστεράς». Τη δυσκολεύει, γιατί ο νεοναζισμός εκπροσωπεί μια εκδοχή «λαού» που η σημερινή ΝΔ δεν είναι σε θέση να οργανώσει από μόνη της: έναν λαό-παρακράτος.
Ηγεμονία – όχι μονοπώλιο
Με αυτή την έννοια, ο αγώνας της Αριστεράς είναι ταυτόχρονα αντιμνημονιακός και αντιφασιστικός.
Η ίδια διεκδικεί (ως η μόνη δύναμη που μπορεί να το κάνει) την ηγεσία του αντιφασιστικού αγώνα, αντιλαμβανόμενη τα όρια του όψιμου συστημικού αντιφασισμού, και απορρίπτοντας το περίφημο «συνταγματικό τόξο», πολύ δε περισσότερο όταν οι εισηγητές του το εννοούν απροσχημάτιστα ως τόξο μνημονιακό – ως μονοπώλιο του κράτους στην πολιτική.
Διεκδικώντας την ηγεσία του αντιφασιστικού κινήματος, ωστόσο, η Αριστερά δεν διεκδικεί το μονοπώλιο του αντιφασισμού – γνωρίζοντας (και θυμίζοντας) την ιστορία του 20ου αιώνα, καταλαβαίνοντας ότι η αντιφασιστική πολιτική μπορεί να δημιουργεί έναν δημόσιο χώρο που υπερβαίνει την Αριστερά, και καταλαβαίνοντας, πιο γενικά, ότι η διεκδίκηση της ηγεμονίας είναι ταυτόχρονα διεύρυνση των συμμαχιών της Αριστεράς και διάλυση των συμμαχιών των αντιπάλων της.
Η κατοχύρωση του ηγεμονικού ρόλου στο αντιφασιστικό κίνημα, στο πρότυπο των καλύτερων παραδόσεων της δεκαετίας του ’30, περνά από τη δυνατότητα της Αριστεράς να κερδίζει τις καρδιές των ανθρώπων με βάση μια καινούρια αντίληψη για τη δημοκρατία. Αυτή η δυνατότητα προϋποθέτει έναν ορισμένο «εξτρεμισμό»: όχι αυτόν της βίαιης αντιπαράθεσης, αλλά εκείνον της αυτόνομης δράσης και της αδιαπραγμάτευτης αντίθεσης στις ελίτ, της αμφισβήτησης δηλαδή του μονοπωλίου του κράτους στην πολιτική. Αυτό είναι που κυρίως εξοργίζει όσους μας συκοφαντούν (ή μας επαινούν) ως «άκρο». Μολονότι δεν θεωρώ ότι όλες οι απαντήσεις που ψάχνουμε για τον φασισμό βρίσκονται στη δεκαετία του ’30, μου φαίνεται χρήσιμη η επισήμανση του Έντζο Τραβέρσο για το αντιφασιστικό κίνημα εκείνης της εποχής: «Αν μια ολοκληρωτική δικτατορία, όπως εκείνη του Στάλιν, κατάφερε να ενσαρκώσει αυτές τις αξίες για εκατομμύρια άντρες και γυναίκες –εκεί έγκειται η τραγωδία του κομμουνισμού των 20ο αιώνα– αυτό συνέβη ακριβώς επειδή η προέλευση και η φύση της ήταν εντελώς διαφορετικές από εκείνες του φασισμού. Να τι μοιάζει ανίκανος να κατανοήσει ο φιλελεύθερος αντιολοκληρωτισμός» -που ως γνωστόν, προσθέτω, δεν έχει σήμερα κανέναν Στάλιν να μας προσάψει.
Το κείμενο αποτελεί παρέμβαση στην εκδήλωση με τίτλο «Ο φασισμός σήμερα: όψεις-προσεγγίσεις-αντιστάσεις», που διοργάνωσε ο ΣΥΡΙΖΑ Κέντρου Θεσσαλονίκης στις 23.10.2013, στο Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης.
Ξεκινάω με μια παρατήρηση «μεθοδολογική», που όμως δεν απευθύνεται σε ακαδημαϊκούς –αντίθετα, έχει συνέπειες σε ό,τι αφορά την ανάλυση και κυρίως την αντιμετώπιση του φασισμού: Η Αριστερά στην οποία αναφερόμαστε ξεχωρίζει τρεις διαφορετικές όψεις του φασιστικού φαινομένου: ο φασισμός είναι μορφή καπιταλιστικού κράτους έκτακτης ανάγκης όταν αναλαμβάνει την εξουσία, και ταυτόχρονα, είναι κίνημα και κόμμα, τόσο πριν όσο και μετά την επικράτησή του.
Με την παρατήρηση αυτή, γλιτώνουμε από δύο «ευκολίες» που, όποτε επικράτησαν, όποτε δηλαδή όρισαν αυτές το πώς σκεφτόμαστε τον φασισμό, έκαναν την αντιμετώπισή του θανάσιμα δύσκολη:
Απλώς το «μακρύ χέρι»;
Η πρώτη από αυτές, η «αριστερή» ευκολία, είναι αυτή που βλέπει το φασισμό απλώς ως «μακρύ χέρι του συστήματος». Το πρόβλημα εδώ είναι το απλώς, γιατί αυτή η απλούστευση ξεμπερδεύει εύκολα με την κομματική και την κινηματική μορφή του φασισμού, θεωρώντας ότι πρόκειται για «κόλπο».
Ο φασισμός, λοιπόν, είναι πράγματι η πιο απεχθής εκδοχή του «συστήματος»∙ όμως για να είναι χρήσιμος στο «σύστημα» –στο κράτος και στο κεφάλαιο–, χρειάζεται να μιλά και να πράττει «αντισυστημικά»: αντιμνημονιακά, αντικαπιταλιστικά και ενίοτε αντικρατικά, με βάση τη δική του αντίληψη για το τι είναι το «σύστημα», και αυτοαναγορευόμενος σε δύναμη ενάντια στο σύστημα που επικράτησε στη μεν Ευρώπη μετά την ήττα του, στη δε Ελλάδα μετά την πτώση της δικτατορίας.
Για να είναι λοιπόν ο φασισμός εργαλείο του κράτους, πρέπει, μεταξύ άλλων, να «επιλέγεται» από τμήματα της κοινωνίας, να εκφράζει, έστω στρεβλά –για να θυμηθούμε τον Πουλαντζά–, λαϊκούς πόθους, να είναι τελικά ένα «συστημικό» εργαλείο με σχετική αυτονομία ως προς το σύστημα.
Απλώς «εξτρεμισμός»;
Στο κλίμα ενός λόγου ενάντια στους λαϊκισμούς και τα άκρα γενικώς, η δεύτερη από τις ευκολίες που χρειάζεται να αποφύγουμε, η «αντι-αριστερή», είναι αυτή που βλέπει το φασισμό απλώς ως «άκρο».
Τώρα λοιπόν που, έστω με τραγική καθυστέρηση, γίναμε όλοι αντιφασίστες, χρειάζεται να πούμε πως ένα μέρος αυτού του «αντιεξτρεμιστικού» αντιφασισμού, βλέποντας στον φασισμό απλώς μία βίαιη εκδοχή λαϊκισμού, μια αναχρονιστική ή αντιεκσυγχρονιστική αντίθεση στις ελίτ, αποσιωπά τι είδους «άκρο» εκπροσωπεί ο φασισμός - τα στηρίγματά του στο κράτος και το γεγονός ότι ο ίδιος βγαίνει από το περιθώριο και γίνεται πολιτικά σημαντικός όταν «επιλέγεται» και όταν καταφέρνει να εκπροσωπεί ταξικές στρατηγικές, θεμελιωδώς εχθρικές προς τα κόμματα και τις οργανώσεις της εργατικής τάξης: στρατηγικές εθνικής-ταξικής συνεργασίας που εχθρεύονται την αυτονομία της εργατικής τάξης, και επιδιώκουν, στο όνομα του έθνους, τη βίαιη συνθηκολόγηση των φτωχών στο κοινωνικό και πολιτικό πρόγραμμα των πλουσίων, ενώ το τελευταίο αυτοαναγορεύεται «εκσυγχρονιστικό».
Το συνεχές άκρου-κέντρου
Με βάση τα παραπάνω, το να μιλάει κανείς για τη Χρυσή Αυγή ως «άκρο», ως πολιτική δύναμη δηλαδή που εχθρεύεται τις ελίτ και τοποθετείται υπέρ της βίας, σημαίνει να παραγνωρίζει τους κοινούς τόπους που μοιράζεται η Χρυσή Αυγή με τις ελίτ:
• τον εφαρμοσμένο προνοιακό σωβινισμό («υγεία, παιδεία μόνο για έλληνες») και τη λογική του στρατοπέδου σε βάρος των ξένων φτωχών
• τον εθνικισμό και την κρατολατρεία
• την αποθέωση του ανταγωνισμού σε βάρος της αλληλεγγύης και την ανάδειξη της «αριστείας» (του πνεύματος ή του αίματος) αντί της ισότητας, ως αρχές οργάνωσης της κοινωνίας
• την υπονόμευση του κοινοβουλευτισμού, ως προς το σκέλος του εκείνο που εκφράζει την ύπαρξη ανταγωνιστικών ταξικών συμφερόντων: την υπονόμευση του κοινοβουλευτισμού από τα μέσα, και με τους κανόνες του κοινοβουλευτισμού, σε ό,τι αφορά τις ελίτ –την υπονόμευση από τα μέσα, και ενάντια στους κοινοβουλευτικούς κανόνες, σε ό,τι αφορά τους νεοναζί.
• την κοινή ιστορική αναφορά στους νικητές του ελληνικού εμφυλίου, την κοινή εχθρότητα για τη Μεταπολίτευση, και τελικά για την Αριστερά
• σε τελική ανάλυση: το φόβο και το μίσος για την επανάσταση. Ο Γκέμπελς έρχεται αργά όταν δηλώνει ότι «το 1789 θα διαγραφεί από την ιστορία». Είναι ο Τσώρτσιλ που νωρίτερα θα χαιρετίζει από την Αγγλία το νικηφόρο αγώνα του ιταλικού φασισμού ενάντια «στα κτηνώδη πάθη του λενινισμού», και είναι ο Έρμπερτ που δηλώνει στη Γερμανία πως μισεί την επανάσταση «σαν την πανούκλα».
Το να αντιμετωπίζουμε, επιπλέον, τη Χρυσή Αυγή απλώς ως φαινόμενο ανομίας, σημαίνει να παραγνωρίζουμε την ανομική λειτουργία των κρατικών μηχανισμών που υποθάλπουν διαχρονικά το νεοναζισμό, και με πιο ιστορικούς όρους, το να ταυτίζουμε άνευ ετέρου τον εξτρεμισμό με τη βία, σημαίνει να απεμποούμε την κληρονομιά του αντιφασισμού: πέρα από τις προθέσεις του τελευταίου – και απολύτως ευτυχώς για την πολιτισμένη ανθρωπότητα–, ο αντιφασισμός δεν υπήρξε, ως γνωστόν, αποκλειστικά ειρηνικός.
Για την εξάρθρωση της Χρυσής Αυγής
Έρχομαι στις πρόσφατες εξελίξεις. Το γεγονός ότι η ηγεσία, βουλευτές και «επιχειρησιακά» στελέχη της Χρυσής Αυγής βρίσκονται αυτή τη στιγμή στη φυλακή, το γεγονός ότι άνθρωποι-στηρίγματά της στο κράτος και στον επιχειρηματικό κόσμο αποκαλύπτονται και διώκονται, και το γεγονός ότι η κρατική επιδότηση της εγκληματικής της δράσης διακόπτεται (όλα αυτά δε μέσα σε ένα μόλις μήνα…), αποτελούν εξαιρετικά ευχάριστες εξελίξεις. Και αποτελούν ταυτόχρονα δικαίωση για την Αριστερά και το αντιφασιστικό κίνημα, που επέμεναν ότι η αντιμετώπιση του νεοναζισμού απαιτούσε πρωτίστως πολιτική (και εν προκειμένω όχι απαραιτήτως ειλικρινή αντιφασιστική) βούληση.
Αν μια ακροδεξιά κυβέρνηση όπως η κυβέρνηση Σαμαρά, που μέχρι τώρα προσκαλούσε σε κυβερνητικά σχήματα τους νεοναζί (και σήμερα αντιγράφει τα συνθήματα της Λεπέν), έχει αναλάβει – με εγκληματική καθυστέρηση– το «ξήλωμα» της Χρυσής Αυγής, αυτό οφείλεται ταυτόχρονα σε διεθνείς και εσωτερικές πιέσεις, στην ήττα της μέχρι πρότινος στρατηγικής της συμπερίληψης των νεοναζί, και ταυτόχρονα, στην ισχυροποίηση μιας Αριστεράς που διαθέτει ισχυρούς δεσμούς με το αντιφασιστικό κίνημα. Με δεδομένα τα ακροδεξιά στεγανά που επιβιώνουν και ενισχύονται σήμερα στο κράτος, είναι ευτύχημα που μια κυβέρνηση της Αριστεράς αύριο, αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ από σήμερα, μπορεί να παλεύει ενάντια στην εξαθλίωση της κοινωνίας από καλύτερες θέσεις και με λιγότερους φράχτες.
Αυτά, από την άλλη, δεν υπαινίσσονται καμία εμπιστοσύνη γενικώς στους θεσμούς, και ειδικότερα στην ακροδεξιά ηγετική ομάδα του Μαξίμου: και λόγω του βεβαρημένου πρότερου βίου τους όσον αφορά τη (μη) αντιμετώπιση του νεοναζισμού, και γιατί η κυβέρνηση ειδικότερα εξακολουθεί να κερδοσκοπεί πάνω στο νεοναζισμό – διεκδικώντας, με τις ιδέες της ακροδεξιάς, τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής και προσβλέποντας, σε δεύτερο χρόνο, σε μια «πολιτειακά νομιμόφρονα» νέα εκδοχή της, ώστε να έχει προοπτικά ένα στήριγμα όπως νωρίτερα με τον ΛΑΟΣ.
Για την αντιφασιστική στρατηγική
Όπως η άνοδος του νεοφασισμού επιταχύνθηκε χάρη στο Μνημόνιο και ενσωματώθηκε στη μνημονιακή στρατηγική, δεν οφείλεται ωστόσο μονοσήμαντα στο Μνημόνιο, έτσι και η αντιμετώπιση του νεοφασισμού δεν μπορεί να εξαντλείται στην αντιμνημονιακή πολιτική.
Είναι γι’ αυτό που, τόσο η αποκλειστικά ποινική, όσο και η μονοθεματικά αντιμνημονιακή η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής είναι εξίσου ανεπαρκείς. Η άνοδος του νεοναζισμού θα ήταν αδιανόητη έξω από το πλαίσιο κοινωνικών διεργασιών που προηγούνται κατά πολύ της κρίσης: δεν μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί η Χρυσή Αυγή, γιατί στην Ελλάδα και γιατί τώρα, αν δεν ξεκινήσουμε από την πολιτική κρίση, τον «εκσυγχρονισμό» και τον κινηματισμό της Ακροδεξιάς της δεκαετίας του ’90 (Μακεδονικό, ταυτότητες)∙ αν δεν ασχοληθούμε με το μετασχηματισμό του κοινωνικού ζητήματος (ένταξη της Ελλάδας στο διεθνή καταμερισμό, μετατροπή της σε χώρα υποδοχής/εκμετάλλευσης μεταναστών)∙ αν δεν επισημάνουμε τη νέα «περιγραφή έργου» των κατασταλτικών μηχανισμών μπροστά στις νέες μορφές του κοινωνικού ζητήματος∙ αν δε σταθούμε στον αποστιγματισμό της Ακροδεξιάς χάρη στον ΛΑΟΣ στη δεκαετία του 2000∙ αν αγνοήσουμε τη ριζοσπαστικοποίηση Δεξιάς και Ακροδεξιάς μετά το 2008, στο πλαίσιο του Κόμματος της Αντιεξέγερσης, και βέβαια τη δεύτερη ριζοσπαστικοποίησή τους στα χρόνια μετά το 2010, όταν ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΛΑΟΣ θα προσχωρήσουν στη μνημονιακή συναίνεση.
Όσο αλήθεια είναι, λοιπόν, ότι η συνέχιση του μνημονιακού προγράμματος και η παραμονή μιας ακροδεξιάς ΝΔ στην εξουσία δουλεύουν υπέρ του νεοναζισμού, άλλο τόσο ισχύει ότι μια ενδεχόμενη αποτυχία της Αριστεράς να αντιμετωπίσει την εδραιωμένη νεοναζιστική απειλή, αποτελεί παράγοντα που δυσκολεύει σημαντικά το σχέδιο «κυβέρνηση της Αριστεράς». Τη δυσκολεύει, γιατί ο νεοναζισμός εκπροσωπεί μια εκδοχή «λαού» που η σημερινή ΝΔ δεν είναι σε θέση να οργανώσει από μόνη της: έναν λαό-παρακράτος.
Ηγεμονία – όχι μονοπώλιο
Με αυτή την έννοια, ο αγώνας της Αριστεράς είναι ταυτόχρονα αντιμνημονιακός και αντιφασιστικός.
Η ίδια διεκδικεί (ως η μόνη δύναμη που μπορεί να το κάνει) την ηγεσία του αντιφασιστικού αγώνα, αντιλαμβανόμενη τα όρια του όψιμου συστημικού αντιφασισμού, και απορρίπτοντας το περίφημο «συνταγματικό τόξο», πολύ δε περισσότερο όταν οι εισηγητές του το εννοούν απροσχημάτιστα ως τόξο μνημονιακό – ως μονοπώλιο του κράτους στην πολιτική.
Διεκδικώντας την ηγεσία του αντιφασιστικού κινήματος, ωστόσο, η Αριστερά δεν διεκδικεί το μονοπώλιο του αντιφασισμού – γνωρίζοντας (και θυμίζοντας) την ιστορία του 20ου αιώνα, καταλαβαίνοντας ότι η αντιφασιστική πολιτική μπορεί να δημιουργεί έναν δημόσιο χώρο που υπερβαίνει την Αριστερά, και καταλαβαίνοντας, πιο γενικά, ότι η διεκδίκηση της ηγεμονίας είναι ταυτόχρονα διεύρυνση των συμμαχιών της Αριστεράς και διάλυση των συμμαχιών των αντιπάλων της.
Η κατοχύρωση του ηγεμονικού ρόλου στο αντιφασιστικό κίνημα, στο πρότυπο των καλύτερων παραδόσεων της δεκαετίας του ’30, περνά από τη δυνατότητα της Αριστεράς να κερδίζει τις καρδιές των ανθρώπων με βάση μια καινούρια αντίληψη για τη δημοκρατία. Αυτή η δυνατότητα προϋποθέτει έναν ορισμένο «εξτρεμισμό»: όχι αυτόν της βίαιης αντιπαράθεσης, αλλά εκείνον της αυτόνομης δράσης και της αδιαπραγμάτευτης αντίθεσης στις ελίτ, της αμφισβήτησης δηλαδή του μονοπωλίου του κράτους στην πολιτική. Αυτό είναι που κυρίως εξοργίζει όσους μας συκοφαντούν (ή μας επαινούν) ως «άκρο». Μολονότι δεν θεωρώ ότι όλες οι απαντήσεις που ψάχνουμε για τον φασισμό βρίσκονται στη δεκαετία του ’30, μου φαίνεται χρήσιμη η επισήμανση του Έντζο Τραβέρσο για το αντιφασιστικό κίνημα εκείνης της εποχής: «Αν μια ολοκληρωτική δικτατορία, όπως εκείνη του Στάλιν, κατάφερε να ενσαρκώσει αυτές τις αξίες για εκατομμύρια άντρες και γυναίκες –εκεί έγκειται η τραγωδία του κομμουνισμού των 20ο αιώνα– αυτό συνέβη ακριβώς επειδή η προέλευση και η φύση της ήταν εντελώς διαφορετικές από εκείνες του φασισμού. Να τι μοιάζει ανίκανος να κατανοήσει ο φιλελεύθερος αντιολοκληρωτισμός» -που ως γνωστόν, προσθέτω, δεν έχει σήμερα κανέναν Στάλιν να μας προσάψει.
Το κείμενο αποτελεί παρέμβαση στην εκδήλωση με τίτλο «Ο φασισμός σήμερα: όψεις-προσεγγίσεις-αντιστάσεις», που διοργάνωσε ο ΣΥΡΙΖΑ Κέντρου Θεσσαλονίκης στις 23.10.2013, στο Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου